Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Mα δεν θυμώνω, σπάνια πια… | της Ζωής Δικταίου

Θυμώνω, σπάνια πια…

Έμεινα μόνη

κοιτώντας με απλανές βλέμμα

αφηρημένα, το ρολόι

στο σταθμό τού τρένου.

Χόρευε η βροχή

στο πλακόστρωτο που γυάλιζε

στην αντηλιά, ξυπνώντας τις μνήμες.

Χάσαμε τις πρωινές καλημέρες

τις πήραν τα σύννεφα τού Νοέμβρη μακριά.

Κάτι από ξαφνική εγκατάλειψη

γέμισαν οι καρδιές

άδεια κοχύλια,

και οι αυλές τής Πλάκας

στις γειτονιές τις ήρεμα αναπαυμένες

θαρρείς έχει κολλήσει το χθες

ανάμεσα σε γιασεμιά και ακροκέραμα.

Τα μάτια τεράστια από έκπληξη

ρουφούν τη θέα τής Ακρόπολης

μεγαλώσαμε, γίναμε

πιο γήινοι και πιο ανθρώπινοι,

στην ωριμότητά μας

οι επιθυμίες περιορίζονται στον καφέ

κι όμως μείναμε

αποπροσανατολισμένοι όπως τότε

και απελπισμένοι περισσότερο.

Απροσδόκητα ήρθες

άλλη μια φορά

πριν ξεμακρύνουν οι φωνές

στο χώρο τής πλατείας

κρατώντας τις θύμησες

εκείνου του καιρού

κρυμμένες μέσα στα κυκλάμινα.

Κυριακή πρωί

τα ρόδια σκορπισμένα στο τραπέζι

τού παλιού καφενείου

όπως τότε ίδια ατμόσφαιρα

κεχριμπαρένιο κομπολόι στα χέρια

κι ο χρόνος συνεπής επισκέπτης

η μοναξιά μας, ανοικτή εφημερίδα.

Θα προσπεράσεις

και αυτό το πρόσκαιρο αγκάλιασμα

και οι λέξεις μου φτωχαίνουν

δεν ξέρω τι να πω για να μ’ ακούσεις.

Αγάπη…

για την αγάπη ο θόρυβος

και ο ψίθυρος για την αγάπη.

Μένει μαβί το χρώμα

των ονείρων της θάλασσας,

ίσως έτσι ζωγραφίσω ένα αντίο

αβέβαιη για το αν θα καταφέρω

αλλά με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση.

Παντού θα με βρεις

σκόρπισα την ψυχή μου

στη δικιά σου την ήρεμη δύναμη

ξοδεύτηκα…

μα δεν θυμώνω,

σπάνια πια.

Ζωή Δικταίου

[Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις» / Αλμύρα και φως]

 

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:57