Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

40 χρόνια χωρίς τον μελωδό της ψυχής μας | της Σούλης Ρουμπίνη

Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα χωρίς τον Μάνο Λοΐζο. Σαν μικρό αφιέρωμα αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο της Σούλης Ρουμπίνη της Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000 στην ένθετη εκδοσή: «7 μέρες μαζί» της εφημερίδας Ριζοσπάστης, με τίτλο: Μελωδός της ψυχής μας.

Μελωδός της ψυχής μας

«Όλα σε θυμίζουν απλά κι αγαπημένα

πράγματα δικά σου καθημερινά…».

Κι όμως ο μελωδός της ψυχής μας, ο πολυαγαπημένος Μάνος είναι πάντα εδώ, μέσα από όλα αυτά που θυμίζουν τη δημιουργία και τη στάση ζωής του. Μέσα από τις δεκάδες μελωδίες του, που συνεχίζουν να κάνουν τις καρδιές κάθε γενιάς να πάλλονται πιο δυνατά και να δίνουν μερτικό στο όνειρο. Μέσα από τα πολλά, πανέμορφα τραγούδια του, που μένουν πάντα τα τραγούδια μας. Ήταν σαν σήμερα, όταν η πικρή είδηση του θανάτου του συντάραξε τις χιλιάδες φίλους των τραγουδιών του, τους συντρόφους του στους αγώνες, τους παραβρισκόμενους στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, στο Περιστέρι. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης, ο ασυμβίβαστος άνθρωπος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, σε νοσοκομείο της Μόσχας, στο οποίο με τη φροντίδα του ΚΚΕ είχε μεταφερθεί και νοσηλευόταν, βαριά άρρωστος, με την ελπίδα να σωθεί από το βέβαιο θάνατο.

Ο συνθέτης, στη σύντομη ζωή του, πρόλαβε να μας αφήσει πληθώρα εξαιρετικών τραγουδιών, σμιλεμένα με το πηγαίο ταλέντο του και την ανεξάντλητη ευαισθησία του. Ανάμεσά τους τα πολυτραγουδισμένα: «Αχ χελιδόνι μου», «Άλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τζιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ’ ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος» και τόσα άλλα, που αποδεικνύουν πως ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού. Η μουσική του οικεία, φιλική, παραμένει αξεπέραστη στο χρόνο, καταφέρνοντας πολλά χρόνια μετά να συγκινεί, να συναρπάζει, όχι μόνο παλιότερες γενιές, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους. «Η απλότητα και η δύναμη αυτών των τραγουδιών», σημειώνει ο συνθέτης και συγγραφέας Κώστας Μυλωνάς στην «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού», αναφερόμενος σε σειρά μεγάλων τραγουδιών του, «μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι ο Λοΐζος είναι πράγματι ο τραγουδοποιός που γνωρίζει πολύ καλά τη «φόρμα τραγούδι». Η δουλειά του δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έμπνευσης και ευκολίας, αλλά και επίπονης προσπάθειας για την εύρεση της ιδανικής μελωδικής λύσης, που ψάχνει πάντα με επιμονή σε κάθε τραγούδι του». Λάτρης του λυρισμού ο Μ. Λοΐζος, δε ζήτησε από τη μουσική τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή της. Και πραγματικά μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι μπόρεσε να πάει «μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα».

Στο πρόσωπό του υπήρχε ενότητα ζωής και έργου, που σπάνια πετυχαίνεται. Στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, ο Μ. Λοΐζος με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, πιστεύοντας ακράδαντα πως ο λαός διαθέτει εκείνες τις δυνάμεις που μπορούν να τον οδηγήσουν σε μια καλύτερη μοίρα. Έχοντας την πεποίθηση ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι στρατευμένος ιδεολογικά, υποστήριζε ότι η στρατευμένη τέχνη όχι μόνο μπορεί να γεννήσει αριστουργηματικά έργα, αλλά και ότι είναι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Με τη μουσική του υπηρέτησε αληθινά την ιδεολογία του, προκαλώντας μέσα από τα τραγούδια του γνήσια αισθητική απόλαυση. Ας θυμηθούμε τα «Τραγούδια του δρόμου», «Τα νέγρικα», «Τα τραγούδια μας»…

Παράλληλα, υπήρξε πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, παλεύοντας με συνέπεια για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις δισκογραφικές εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου).

Ο Μάνος Λοΐζος, παιδί Ελλήνων της διασποράς, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική ήρθε σε επαφή από μικρός και πήρε μαθήματα κιθάρας, πιάνου, βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου) τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του ’62 με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι δημοκρατικοί αγώνες του ’64-’65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Κάθε άλλο, καθώς τα τραγούδια που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ήταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την παιδεία, τραγουδώντας το «Δρόμο», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο».

Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967, με ερμηνευτές την Μ. Φαραντούρη και τον Γ. Ζωγράφο.

«Όσο η σιωπή είναι χρυσός

τόσο του νέγρου ο ιδρώς

για τον λευκό είν’ θησαυρός

στράφι του νέγρου ο θυμός…»

(«Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ»).

Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.

Με τον ερχομό της δικτατορίας οι συλλήψεις είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Ο Μάνος επιλέγει την αυτοεξορία, όμως μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του ’68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία ο συνθέτης γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και β. Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία» (για την ταινία του Αλ. Δαμιανού), «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε». Παράλληλα, όμως, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά «σε φιλικό κύκλο» και δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας», όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους ο «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το «Μη με ρωτάς» . Στην περίοδο ’74-’76 ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας». Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά προβλήματα. Ανάμεσά τους τα «Πάγωσε η τζιμινιέρα», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Το Δέντρο». Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες το πλήθος», «Όλα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ. Στη συνέχεια υπήρξαν πολλές ακόμη εκδόσεις τραγουδιών του, ενώ το 1995 είδε το φως ο δίσκος με παιδικά τραγούδια του και τίτλο «Κάτω από ένα κουνουπίδι».

Ρουμπίνη Σούλη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:84