Τα πρώτα σχολικά χρόνια | της Άννας Τακάκη
Μια πλάκα κι ένα κοντυλοφόρο μου ’χε φερμένα ο πατέρας μου από την πόλη και μια τσάντα πάνινη, που μέσα θα ’βανα το αναγνωστικό μου. Είχα κλεισμένα τα έξε χρόνια όταν η μάνα μου με πήρε ένα πρωί του Σεπτέμβρη από το χεράκι και πήγαμε στο σκολειό. Ένα μικιό σκολειαρούδι ήμουνε που άφηνε τση μάνας του την κούδα για να πάει παραπέρα.
Η καμπάνα ήπαιζε κάθε πρωί στο χωριό -σκολεικό προσκλητήριο- μα είχε έναν άλλο ήχο από κείνον τσ’ εκκλησάς . Ήταν σα να ’λεγε: παιδιά, ετοιμαστείτε γλήγορα για το σκολειό σας!
Η μάνα μου με σήκωνε πιο νωρίς για να με πλύνει, να μου σάξει τα πλεξουδάκια, να με ντύσει με το καλό μου φουστανάκι. Ένα δυο είχα κι άλλαζα όλα κι όλα. Το χειμώνα είχα ένα παλτουδάκι που κούμπωνε σταυρωτά κι ένα ζευγάρι στιβανάκια για τη βροχή και για το χιόνι. Αν ήτανε μεγάλη η χιονιά δεν επηγαίναμε στο σκολειό. Μα σαν εκαλυτέρευγε μιαολιά ο καιρός πατούσαμε στα χιόνια, βουλούσανε τα στιβανάκια μας και πηγαίναμε. Πολλές φορές το κάναμε παιχνίδι κι ετσουρλούσαμε, καθώς ήτανε κατηφορικό το χωριό μας Το χιόνι σαν έλειωνε γινότανε πάγος που γλιστρούσε. Μα γτο’χαμε για παιχνίδι αγαπημένο. Κι αν πείτε για θέρμανση; Εμείς παιδιά των ορέων είμαστε σκληρόπετσα, κι αντέχανε την κρυγιάδα.
Στο σκολειό είχαμε καθημερνά συσσίτιο. Κάθε πρωί πίναμε γάλα από σκόνη. Μας μοιράζανε κι από μια φέτα κίτρινο τυρί, κομμένο τρίγωνο με χοντροκομμένες φρυγανιές. Είχαμε και κάτι μεγάλες μαύρες ελιές. Πλούσια τα ελέη! Μοσκοβολούσε το πρωινό μας ζεστό γάλα μέσα στα τσίγκινα κύπελλα. Το μεσημέρι μας βάζανε σε μια αίθουσα με τραπέζια και καθίσματα όπου τρώγαμε το μεσημεριανό μας. Είτε μπουρμπούρι, είτε φασολάδα, είτε μακαρόνια με κιμά. Ωραία τα μαθητικά συσσίτια! Φωνές παιδικές, κουζινικά ανεκατώματα.. .Ύστερα όμως εμείς ήπρεπε να καθαρίσομε το χώρο, να πλύνομε πιάτα, να σκουπίσομε, να σφουγκαρίσομε. Μας βάζανε με τη σειρά δυο δυο κοριτσάκια, της πέμπτης και της έκτης τάξης.
Δεν ήτανε λίγες οι φορές που είχαμε την Αμερικάνικη βοήθεια. Μπόγοι από ρούχα μεταχειρισμένα φτάνανε στην εκκλησία του χωριού κι επηγαίναμε εμείς τα κοπέλια και τα παίρναμε. Χρόνια δύσκολα μα ήτανε για μας φυσιολογικά.
Η Δασκάλα μας η κυρία Μαρία ήτανε μια γλυκύτατη γυναίκα. Σα δεύτερη μάνα μας μασε καλοσώριζε στην αίθουσα και μας μιλούσε με τόσηνιά γλυκότη και τρυφεράδα που ακόμη την έχομε κλεισμένη βαθιά μέσα στην καρδιά μας. Μας ήλεγε τραγουδάκια και παραμύθια, και μασε μάθαινε να γράφομε με τον κοντυλοφόρο στην πλάκα τα πρώτα γράμματα και τσι πρώτους αριθμούς. Αχ, αυτή η μαύρη πλάκα μας! Πλάκα είχε το γράψε σβήσε με το σφουγγαράκι που ήτανε δεμένο σε μια άκρα. Ήντα να πούμε και για το αναγνωστικό μας τση πρώτης τάξης, «το αλφαβιτάριο» με τσι πολλές και μεγάλες ζωγραφιές και τα μεγάλα γράμματα; «Να Άννα, έλα Λόλα… Μίμη, μη»…
Η Κοκκινοσκουφίτσα ήτανε το αγαπημένο μας παραμύθι. «Κυρία, κυρία πες μας πάλι την Κοκκινοσκουφίτσα!» Ακόμη δε θα ξεχάσω την έκφραση και τσι χειρονομίες τση δασκάλας μας σαν ήλεγε για το λύκο που άνοιγε το στόμα του να φάει το κακομοίτσικο το κοριτσάκι.
Τα απογέματα είχαμε πάλι σκολειό, μα πιο πολύ θαρρώ ήτανε το τραγούδι και το παιχνίδι μας στα απογεματινά μαθήματα. Α.. ναι…και το αγαπημένο μας μάθημα τση πατριδογνωσίας. Ανεστορούμαι ακόμη τα τραγούδια που λέγαμε. Όλη η αίθουσα, γέμιζε χαρούμενες φωνές. «Ήτανε ένα μικρό καράβι οε οε οε !»…»μια ωραία πεταλούδα μες στον κάμπο μια φορά». «Κίνησε η γερακινα για νερό…».Τραγούδια για τις εποχές… «Ο Μάιος μας έφτασε εμπρός βημα ταχύ»… πατριωτικά τραγούδια και ποιήματα για τις επετείους.
«Μέριασε βράχε να διαβώ».. του Βαλαωρίτη…ετούτο απάγγειλα στις 25 του Μάρτη. Στα διαλλείματα παίζαμε κουτσό, κυνηγητό, κρυφτό, τυφλόμυγα. Εμείς τα κορίτσια παίζαμε και το κισκίντι (πεντόβολα). Το κρυφτό μας ήτανε πίσω από τα κυπαρίσσια,…» ένα δύο τρία ..βγαίνω»…! Δεν πιστεύγω να μην το ανεστοράσαι, Ηλέχτρα, κι εσύ Ευανθία κι εσύ Χαρούλα.! Τα κυπαρίσσια είναι ακόμη εκεί στον κάτω περίβολο κι εμείς εδώ! Ανεστοράστε και τσ’ επιδείξεις μας, τσι χορούς μας; Όλα μας τα μάθαινε η δασκάλα μας η κυρία Μαρία. Στο τέλος τση χρονιάς κάναμε Γυμναστικές Επιδείξεις. Ερχότανε και οι γονέοι μας και μασε ποκαμαρώνανε. Μεγάλη γιορτή, τρελή χαρά! Όλο το καλοκαίρι δικό μας. Μεγάλο το χωριό μας τότε, πολλά τα παιδιά. Μην ξανοίγετε εδά που ερήμωσε. Κι ούτε σκολειό…μάλλον το χτίρι υπάρχει να μασε ανεστορίζει τα άγουρα χρόνια μας.
Εδείχναμε λοιπόν το τάλαντό μας στη γυμναστική και τους χορούς μας κι εκλείναμε τη γιορτή με το τραγουδάκι: «Το Σετέμβρη στο σχολείο θα ξαναγυρίσομε, τα καλά μας τα βιβλία θα τα ξανανοίξομε». Μα ελόγου μας ελέγαμε…-ανεστοράστε το, κοπέλια; «τα καλά μας τα βιβλία θα τα ξανακλείσομε»…
Δυο αίθουσες είχε το σκολειό μας και κάθε αίθουσα είχε από τρεις τάξεις. Πρώτη, Τρίτη, Τετάρτη και Δευτέρα, Πέμπτη, Έχτη. Είχαμε κι ένα δάσκαλο, τον Φραγκιά, όπως τονε λέγανε. Καλός αλλά αυστηρός, με επιβλητικό ύφος. Πάντα είχε στην έδρα του μια βέργα. Πολλοί τσι φάγανε , μαζί κι εγώ. Όι γιατί ήμουνε άταχτη. Εγώ στόμα είχα να μιλιά δεν είχα. Αλλά γιατί δεν τα ’παιρνα τα γράμματα, ωρέ παιδιά! Την αρχή μου φανήκανε βουνό, και χάιντε χάιντε σιγα σιγά τα κατάφενα! Στη Δευτέρα τάξη ήμουνε κι εσυλλαβιζα ακόμη! Να φανταστείτε, το γάιδαρο του τον ήλεγα γαΐδραρο. (Ας όψονται τα διαλυτικά). Ενώ τονε κάτεχα γάιδαρο…ε άθρωπος ήτονε κι αυτός να μη νευριάσει;
Πέμπτη και Έχτη τάξη, κάναμε μαζί μάθημα. Δηλαδή μπορεί και να τελειώναμε πρώτα την Έχτη και μετά την Πέμπτη. Το Σαββάτο ο δάσκαλός μας εδιάβαζε πάντα το ευαγγέλιο και ύστερα ρωτούσε πιο παιδί κατάλαβε για να το εξηγήσει. Εγώ δεν καταλάβαινα, όπως και πολλά παιδιά, αλλά ανεστορούμαι πάντα την Ελπινίκη, καλή μαθήτρια, φιλόλογος ξετέλεψε. Αυτή εσήκωνε συνέχεια τη χέρα κι εξηγούσε το ευαγγέλιο.
Οι μαθητικές εκδρομές μας ήτονε σε ένα βουνό, κοντά στο χωριό μας. Επέρναμε τον αμαξωτό κι εφτάναμε μέχρι τους Χαντριανούς Λάκκους. Ανεβαίναμε την πλαγιά κι εμαζώναμε βελανίδια, λουλουδάκια, χοχλιδάκια, και η δασκάλα μας ήβγανε λάχανα.
Δε θα ξεχάσω, ωρέ παιδιά, κι εκεινονά το ελικόπτερο που ήρθε κι εκάτσε στον αμαξωτό λίγο πιο κάτω από το σκολειό μας. Είχαμε μάθημα κεινιά την ώρα και ένας αλλιώτικος ήχος ήτονε πάνω από τσι κεφαλές μας. Είντα να γύρευγε το ελικόπτερο, στον ορεινό μας τόπο; Αλλά δεν ενθυμούμαι καλά αν είχανε τελειώσει τα έργα της βάσης της Πολεμικής Αεροπορίας, κι επήγαινε προς τα κει. Μάλλον από κάποια βλάβη εκάτσε στη μεση του δρόμου. Καλά καλά, αυτοκίνητα δεν εκυκλοφορούσανε κείνη την εποχή, ε, πώς να μη μασε κάνει εντύπωση ένα ελικόπτερο; Πάντως η δασκάλα μας επήρε όλα τα κοπέλια και πήγαμε και το είδαμε. Πρώτη φορά στα αθώα μάτια μας ήτανε ένα ελικόπτερο. Μεγάλο πράγμα!
Μεγάλο πράμα και η πλάκα μας με τον κοντυλοφόρο. Εκεί πάνω ζωγραφίσαμε τα πρώτα μας γράμματα, εκεί και τη ζωή μας. Ύστερα πιάσαμε το μολύβι και το χαρτί. Και τελευταία μαθαίναμε να γράφομε με την πέννα και να γεμίζομε τον κουκουμά μελάνι. Είχαμε και ένα τετράδιο καλλιγραφίας για να γράφομε τα καλλιγραφικά γράμματα. Τα ρούχα μας, τα βιβλία μας, τα χέρια μας γέμιζαν μελάνια από την απροσεξία μας. Πολλές μουτζούρες στο χαρτί, μα εμάθαμε γράμματα!
Άννα Τακάκη «Ανεστορίσματα»