Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Ο Βάρναλης και το χασίσι | του Τάκη Κόντου

Τώρα τι σχέση έχει ο Βάρναλης με το χασίσι και προπαντός με το ξεκλήρισμα της «Μικρασίας», απ’ τους διάφορους «μεγαλεπήβολους» των «πέντε θαλασσών ή δακτύλων» και τα ηλίθια αποδέλοιπά τους. Καμία. «Ούτε για ιδέα», που λέει ο λόγος. Κι όμως.

Οξω είμαστε, όξω απ’ τη γη μας. Γιατί στη γη μας ήταν η χούντα και οι Αμερικάνοι ή οι Αμερικάνοι και η χούντα. Το ίδιο κάνει. Ενδιαφερόμαστε για τα «πάντα» και μαθαίναμε τα «πάντα». Για τη Γη μας, για τη λεγάμενη πατρίδα, που οι Αμερικάνοι και η χούντα ή η χούντα και οι Αμερικάνοι την είχαν κάνει τσιφλίκι και «αμπέλι» τους. Γιατί και πώς; Ετσι. Και για τούτο κοντεύαμε να πιάσουμε εκείνη την καλαμπουρτζίδικια «ερωταπόκριση», των μαθητικών μας χρόνων (από πού, για πού και πώς και πόσα:)). Και που ούτε η «καραμανλική μεταπολίτευσις» έδωσε τη σωστή και κοφτή απάντηση: «απ’ Αθήνα στο λιβάδι Θόδωρος και πεντακόσα». Γιατί δεν την «έδωσε»; Το ερώτημα είνε αστείο. Γιατί όποιος ρωτά φαίνεται να μη ξέρει ποια είταν η «εφεύρεση» στη «μεταπολιτευτική» Ελλάδα, του «στιγμιαίου».

Τελοσπάντων, αυτή είνε μια (ιστορία), που κάποτε θα ξεδιαλυθεί… Τώρα, ας δούμε ποια ήταν η «σχέση» του αξέχαστου Κωσταντή μας του Βάρναλη με το χασίσι.

Εγραφα, λοιπόν, «τότες», για τη «Φωνή της Αλήθειας», το 1972: Χαλασμός κόσμου στην Τουρκιά. Οι Τούρκοι, «συν γυναιξί και τέκνοις», «σουρουσούιλαν», με νταβούλια και ζουρνάδες, ξεχύθηκαν στους δρόμους και στα καλντερίμια και γιορτάζουν και γλεντούν και χαίρουνται για καλά και με όλη την ψυχή τους.

Θάλεγε κανείς πως οι Τούρκοι γιορτάζουν κάποια «εθνική επέτειό» τους, μια που και οι Τούρκοι, ύστερα απ’ τη «μικρασιατική επιχείρηση», απόκτησαν και αυτοί «εθνικά ενδιαφέροντα» και «εθνικές επετείους». Μια «επέτειο», σαν της «τουρκικής Δημοκρατίας» ή των «κεμαλικών νικών» ή «της γέννησης του Κεμάλ» ή «της συνθήκης της Λωζάνης».

Τίποτα απ’ αυτά. Οι ογδόντα κάπου χιλιάδες χωριάτες στα «φρυγικά υψίπεδα» του Αφιόν Καραχισάρ γλεντάνε τώρα και το «βροντάνε», γιατί τους επιτράπηκε και πάλι να καλλιεργούν το αφιόνι τους.

Πριν από τρία χρόνια οι Αμερικάνοι – αυτή η «αγαθοποιός δύναμις» του «ελεύθερου κόσμου» – τα βάλανε με τους Τούρκους χωριάτες του Αφιόν Καραχισάρ.

– Εσείς σπέρνετε το αφιόνι και γεμίζει η Αμερική ηρωίνη και το «εμπόριο των ναρκωτικών» είναι εξουσία στην Αμερική – και όχι μονάχα στην Αμερική. Εσείς φταίτε. Σταματήστε το αφιόνι. Για το καλό της «Ανθρωπότητος». Πάρτε και τριάντα πέντε εκατομμύρια δολάρια.

– Βρε αμάν, λένε οι Τούρκοι, τι να τα κάνουμε τα δολάρια; Εμείς θέλουμε τη γη μας, να τη σπέρνουμε, να τη δουλεύουμε, να μας δίνει το διάφορο για τη ζήση μας. Εμείς έχουμε «φιρμάνι» από το σουλτάνο (ο Κεμάλ κατάργησε το σουλτάνο, μα όχι και τα τέτοια «φιρμάνια»!) να σπέρνουμε και να δουλεύουμε το αφιόνι. Και να ζούμε απ’ το αφιόνι. Γι’ αυτό και το «βιλαέτι» μας το λένε Αφιόν Καραχισάρ. Το δίνουμε το αφιόνι μας στις σπετσαρίες και το κάνουνε γιατρικό.

– Ναι, λένε οι Αμερικάνοι (οι έμποροι των ναρκωτικών) μα το αφιόνι, αντίς γιατρικό, γίνεται και ηρωίνη και άλλα τέτοια φαρμάκια.

– Και τι φταίμε εμείς, λένε οι Τούρκοι, αν εσείς το αφιόνι μας γιατρικό το κάνετε αφιόνι ηρωίνη και άλλα τέτοια φαρμάκια.

Κάτι τέτοιες αμερικανοτούρκικες κουβέντες γενήκανε και, τελικά, με την «πολιτική των βάσεων» και των «δολαρίων» και άλλα τέτοια πολλά και διάφορα, οι Τούρκοι χωριάτες (η κυβέρνησή τους, δηλαδή) πήραν τα δολάρια και σταμάτησαν την καλλιέργεια της «υπνοφόρου μήκωνος» ή «παπαρούνας» ή «αφιόν».

Επειτα τα δολάρια τέλειωσαν, η «πολιτική» άλλαξε και «επετράπη» πάλι η καλλιέργεια της «υπνοφόρου», του αφιονιού, στην περιοχή του Αφιόν. Και πήρανε οι Τούρκοι χωριάτες τα νταούλια και τους ζουρνάδες και βρόντηξαν τη χαρά και την αγαλλίαση, που ξαναβρήκαν το κέφι και το ντέρτι τους.

Και θυμάμαι…

Ζήσαμε κάπου δυο χρόνια στην περιοχή του Αφιόν, «εκτελεστές της διασυμμαχικής εντολής», στην «επιχείρηση Μικρασία». Αντρες, γυναίκες, μωρά, η καθημερινή τους απασχόληση, το ψωμί τους και το διάφορό τους είναι το αφιόνι. Σ’ εκείνα τα άξενα, σκληρά, απομονωμένα «υψίπεδα», παρέα μας ήταν οι Τούρκοι χωριάτες, τα βουβάλια και το αφιόνι.

Το γάλα απ’ τις βουβάλες – το μόνο «μαστοφόρο» που αντέχει στο κλίμα – μύριζε αφιόνι. Γιατί οι βουβάλες τρώγανε, τρεφόντουσαν με αφιονόφυλλα.

Χορταρικό για φαΐ ήταν τα τρυφερά αφιονόφυλλα. Οχι σπάνια «συσσίτιο» κρέας και λαχανικά (μεγάλες «γιορτές» βέβαια) είχαμε και εμείς οι ίδιοι – ο στρατός – αφιονόφυλλα. Δεν ήταν άσκημο και αν έφερνε κάποια «υπνηλία», ίσως νάτανε κάτι το «υποβλητικό», μα όχι δυσάρεστο.

Καύσιμη ύλη πού να βρεθεί. Πίτες από σβουνιές των βουβαλιών, που μύριζαν κι αυτές αφιόνι, ανακατεμένες με μικρά τριμμένα αφιονόφυλλα, αντίς άχυρο.

Από το ίδιο «υλικό», τα πατώματα, τα επιχρίσματα των σπιτιών – χαμοκέλες. Ντούχτιζε η μπόχα, όταν, μάλιστα, ανάβαμε φωτιά – κατάχαμα – (το «καλοριφέρ» των «αφιονικών υψιπέδων»).

Στην αρχή μας ήταν αηδιαστικό, αποκρουστικό, έπειτα συνηθίσαμε, εγκλιματιστήκαμε – τι διάολο – πώς αλλιώς θα «εφαρμόζαμε ή θα αποδεχόμαστε» την «πολιτική συμφιλίωση» και αλληλοπροσαρμογή, με τον τούρκικο «πληθυσμό»!

Ακόμα και τα λαχταρισμένα, θεαματικά διασκεδαστικά ή «αναψυκτικά» του πεινασμένου ανδρισμού μας, ήταν συνδυασμένα με το αφιόνι. Τα μπαμπουλωμένα, ασουλούπωτα θηλυκά τα συναντούσαμε, τα «παρακολουθούσαμε» τα «μπανίζαμε», τα «οσφραινόμαστε», όταν πήγαιναν στα χωράφια «νταϊφάδες», για το «τσαπίορλαρ». Να σκαλίσουν, να φροντίσουν, να παιδευτούν, χρόνο καιρό, για το αφιόνι τους. Η μόνη «έξοδο», αναψυχή, διασκέδαση, συναναστροφή για τις Τούρκισσες κοπελούδες των «φρυγικών υψιπέδων» ή του Αφιόν Καραχισάρ, η περιποίηση του αφιονιού.

Αφιόνι και μονάχα αφιόνι. Κι αυτό με σουλτανικό φιρμάνι, ανέγγιχτο κι απ’ τον Κεμάλ, που δεν άφησε τίποτα όρθιο απ’ τα «σουλτανικά» και σχεδόν και τα «κορανικά».

Τίποτα άλλο. Κανένα άλλο δεντρικό ή σπαρτικό. Α, όχι. Υπήρχαν και κάτι φτελιές, οι «κλαίουσες». Μα αυτές δεν κάνουν για τίποτα άλλο παρά να κλαίνε τη μόνιμη κακομοιριά των Τούρκων χωριατών και «ευκαιριακά» και τη δικιά μας.

Να, λοιπόν, γιατί οι Τούρκοι χωριάτες του Αφιόν ζαλωθήκανε τα νταβούλια τους και δαγκώσανε τους ζουρνάδες τους και ξεχυθήκανε ξέφρενοι να γιορτάσουν και να γλεντήσουν, όταν βγήκε καινούργιο φιρμάνι πάλι να σπείρουν, να ξαναπιάσουν το αφιόνι τους, το ψωμί τους, τη ζήση τους, πάππου προς πάππου.

***

Το αφιόνι έχει την ιστορία του, παλιά και καινούργια ιστορία. Και πάει συνέχεια και όλο ανεβαίνει η «ιστορία» του, όσο κρατάει το αστικό κατεστημένο του αφιονιού, του πολυσύνθετου αφιονιού. Εχει ακόμα και την «πολιτική» του και τους πολέμους του.

Τον 19ο αιώνα η «Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών», δηλαδή της εγγλέζικης αυτοκρατορίας στην Ινδία, έβγαζε τεράστιες ποσότητες αφιονιού για φάρμακα και σε συνέχεια για ναρκωτικά. Η μεγαλύτερη αγορά της – νόμιμη ή λαθραία – ήτανε η απέραντη γειτονική Κίνα.

Η Κίνα αντέδρασε στο λαθρεμπόριο του αφιονιού και 20.000 κιβώτια εγγλέζικου αφιονιού πετάχτηκαν στη θάλασσα. Και τότε δούλεψαν οι εγγλέζικες «κανονιοφόροι» και άρχισε ο πρώτος «πόλεμος του οπίου» – 1840-1842. Νίκησαν, βέβαια, οι Εγγλέζοι, που «επιβάλανε» την ελεύτερη εισαγωγή του «εγγλέζικου οπίου» στην Κίνα, άνοιγμα των λιμανιών της στο εγγλέζικο εμπόριο, ετεροδικία και όλα τα άλλα «αγαθά» του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού.

Οι άλλες, τότε, ευρωπαϊκές δυνάμεις είδαν πως «αυτό είταν καλό» και ζήτησαν νάχουν κι αυτές το μερτικό τους στο «προνόμιο» των Εγγλέζων. Εγινε.

Επειτα είταν το άλλο αφιόνι. Οι Ιησουίτες. Οι Κινέζοι είπανε να τους «αδειάσουν τη γωνιά» απ’ την Κίνα. Κάποιος τους σκοτώθηκε. Και πάλι οι «κανονιοφόροι». Αυτή τη φορά είταν «αγγλογαλλικές». Είταν, βλέπεις, «ομόθρησκοι» – με μια «διαφορίτσα» στο χριστιανισμό – λίγο ακόμα και θα λέγανε – αν δεν το είπαν – πως και ο Χριστός είταν «υπέρ του οπίου». Είταν, ακόμα και γειτόνοι – για την «καλήν τάξιν» του κόσμου. Οι Εγγλέζοι στην Ινδία, οι Φραντσέζοι στην Ινδοκίνα. Ωραίες, αξέχαστες, νοσταλγικές εποχές… και αχ! και βαχ στον ιμπεριαλισμό.

Αγγλογαλλικά στρατέματα καταλάβανε και το Πεκίνο και το έκαναν «γης Μαδιάμ», μαζί με τα περίφημα «θερινά ανάκτορά» του της «Υψιστης Αρμονίας». Αλλη πάλι «αρμονία» – αγγλογαλλική τώρα στην Κίνα – κυρώσεις, αποζημιώσεις και άλλα προνόμια, θησαυρός «ξέφραγο αμπέλι» η Κίνα για τον «χριστιανικό» ιμπεριαλισμό, 1860.

Ο κινέζικος όμως λαός ξεσηκώνεται ενάντια στους ξένους επιδρομείς. Είναι ο πιο μεγάλος ξεσηκωμός του 1900 ή η «Επανάσταση των Μπόξερς», όπως χαρακτηρίζεται.

Πάλι οι «κανονιοφόροι». Πολλές αυτή τη φορά. Ολο το σινάφι του ιμπεριαλισμού. Αγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι, Ιταλοί, Αυστριακοί, Γιαπωνέζοι. Και πάλι «γης Μαδιάμ» το Πεκίνο και τα «ανάκτορά» του (τα «ανάκτορα», γιατί είχαν πολύ «ψητό», δηλαδή, «αμύθητους θησαυρούς». Καλή «δουλιά» για τους ευρωπαϊκούς και γιαπωνέζικους ιμπεριαλιστικούς πλιατσικολόγους).

Πολλοί και τους τρεις αυτούς πολέμους τους χαρακτηρίζουν σαν «πολέμους του οπίου». Γιατί όχι; Λογής λογής αφιόνι, θέλαν και οι τρεις να μπάσουν, με το ζόρι στην τεράστια αγορά της Κίνας.

***

To 1972 ξέσπασε στην Ελβετία ένα μεγάλο σκάνδαλο «εμπορίου ναρκωτικών», όταν ο σάχης, τότες, ο παχλεβής παραχείμαζε στην Ελβετία. Κατηγορούμενος σ’ αυτό είταν ένας λεγάμενος «πρίγκηψ του Ιράν» Αμίρ Νταβαλού και ένας «βαθύπλουτος» Πέρσης πάλι Γκορένκι, παρέα τότε και οι δυο του παχλεβή, μαζί με τον Νιάρχο και άλλους τέτοιους.

Μια σατυρική εφημερίδα χαρακτήρισε τότε το «σάχη» εγκληματία και έμπορο ναρκωτικών. Της έγινε μήνυση και το δικαστήριο σχεδόν την αθώωσε.

Εγιναν τότε πάνω σ’ αυτό διάφορα σχόλια στις εφημερίδες για τεράστιες περσικές περιουσίες στις ελβετικές τράπεζες, για άλλες τεράστιες ελβετικές «επενδύσεις» στο Ιράν και για κάπου εκατό εκατομμύρια ελβετικά φράγκα αξία όπλων, που κάθε χρόνο πωλούσαν στο Ιράν. Και ακόμα πως πριν από χρόνια η ελβετική αστυνομία ανακάλυψε σε βαλίτσα μιας αδερφής του «σάχη» ένα σωρό κιλά ηρωίνης και ότι η «χρήση ναρκωτικών» είνε το χόμπυ στην «περσική αυλή» και στους «ανώτερους κύκλους» της Τεχεράνης. Και πως το λαθρεμπόριο των ναρκωτικών είνε εκεί άλλη τέτοια «ευγενής απασχόληση». Πως η Περσία είνε ο κυριότερος προμηθευτής της «αμερικανικής αγοράς ναρκωτικών». Μα οι Αμερικάνοι «κάνουν μόκο» για την Περσία, γιατί δε θέλουν να χαλάσουν τις εμπορικές δραστηριότητες και τα «γούστα» του «σάχη».

Γράφουν ότι στην Περσία παράγεται «νόμιμα» διακόσιοι τόνοι αφιόνι το χρόνο. Καμιά εξαγωγή. Ολα πάνε στην περσική «φαρμακοποιία αφιονιού». Το 1971 κατασχέθηκαν στην Περσία κάπου 18.000 κιλά αφιονιού. Καταστράφηκαν ή δόθηκαν στη φαρμακοποιία κάπου 600 κιλά. Τα άλλα 17.400 κιλά, τι έγιναν; Μπορεί ίσως να τα βρει κι αυτά η «Επιτροπή των πέντε», που πήγε τώρα στην Τεχεράνη, να «εξετάσει τα έργα και ημέρας» του παχλεβή. Και γελάει ο κόσμος. Οι Πέρσες, ίσως, όχι. Δε γελούν.

Κατά τις «ενημερώσεις» των εφημερίδων, τότε, 1972, απ’ αφορμή μια κατάσχεση στη Γαλλία 20 κιλά ηρωίνης, τα 20 αυτά κιλά ηρωίνης, αξίζανε 500 χιλιάδες γαλλικά φράγκα (25.000 γαλλικά φράγκα το κιλό, κάπου 200 χιλιάδες δραχμές το κιλό). Οταν «φτάνει» το «πράμα» στην Αμερική, η «αξία» ανεβαίνει στα 200 χιλιάδες γαλλικά φράγκα το κιλό (1.600.000 δραχμές). Και τα είκοσι κιλά ηρωίνης, με τη «νοθεία», γίνουνται τετρακόσια κιλά και βάλε.

Δηλαδή, το ένα κιλό ηρωίνης, που κόστιζε 200.000 δραχμές, στην Αμέρικα έφτανε τις 1.600.000 δραχμές. Και το ένα κιλό ηρωίνη, γινότανε στην Αμέρικα, με την αμερικάνικη νοθεία, είκοσι κιλά και πουλιόταν και πάλι – στην Αμέρικα – (και όχι μονάχα στην Αμέρικα) στην ίδια τιμή στο 1.600.000 δραχμές το κιλό.

Ετσι το αρχικό «κόστος» για ένα κιλό ηρωίνης οι 200.000 δραχμές, «φτάνει» στην αγορά της Αμερικής και στην «κατανάλωση», στο απίθανο ποσό τριάντα δυο εκατομμύρια δραχμές (32.000.000). Μ’ άλλα λόγια σε κάθε κιλό ηρωίνης οι «χασισέμποροι» (οι έμποροι ηρωίνης κτλ.) κερδίζουν καθαρά τουλάχιστον τριάντα εκατομμύρια δραχμές (30.000.000). Μπορεί και περισσότερα.

Πώς, λοιπόν, να μη φτουρήσουν τα ναρκωτικά – εμπόριο και χρήση (κατανάλωση) – στην «ηγέτιδα χώρα» του «ελεύθερου κόσμου» των ναρκωτικών και του συνδρόμου του γκανγκστερισμού; Μπίζνες και πάλι μπίζνες και όλο μπίζνες. Κανόνια, τανκς, ατομικές μπόμπες, αφιόνι – ηρωίνη. Δουλιές, δουλιές «με ουρά». Και τα κέρδη «αμύθητα», αστρονομικά – 15.000% (δεκαπέντε χιλιάδες κέρδος στις εκατό δραχμές).

***

Υστερα απ’ τη μικρή και «στο γόνατο» αυτή «ενημερωτική» εξιστόρηση του αφιονιού και ιδιαίτερα του αφιονιού του Αφιόν, ερχόμαστε και στο Βάρναλη, τον Κώστα τον Βάρναλη, τον αξέχαστο και στον τίτλο του «παρόντος».

Τι σχέση, αλήθεια, υπάρχει ανάμεσα στο «χασίσι» ή το «αφιόνι» και στον Βάρναλη; Κι όμως…

Τον καιρό, λοιπόν, εκείνο, του αφιονιού και της «χούντας» η εφημερίδα της χούντας στην Αθήνα (τότε και σήμερα, λόγω «στιγμιαίου»), έγραφε ολοσέλιδο και πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο, με τον τίτλο: «Λαϊκόν μέτωπον μεταξύ στρατηγών και κομμουνιστών» (5/1/1972). Βάζω την αρχή και το τέλος.

«Την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς εκυκλοφόρησε σύντομος έκκλησις διά την παροχήν γενικής αμνηστίας. Υπεγράφετο από 470 άρρενα, και θήλεις παντός επαγγέλματος. Και έλεγε: Η παράταση φυλακίσεως πολιτών για πράξεις και κίνητρα αναμφισβήτητα πολιτικά, δημιουργεί πελώριο ηθικό θέμα. Συνυφασμένο με την αγωνία εκατοντάδων οικογενειών, το θέμα τούτο έχει προκαλέσει τις εύλογες και έγκυρες διαμαρτυρίες πολιτικών ηγετών, νομικών και άλλων προσωπικοτήτων.

Οι υπογραφόμενοι Ελληνες διακηρύσσουμε ότι το πρόβλημα των πολιτικών κρατουμένων δεν αντιμετωπίζεται με τη σιωπή και θα παραμένει οδυνηρά ανοιχτό όσο δεν αμνηστεύονται όλοι ανεξαίρετα οι καταδικασμένοι και υπόδικοι για πολιτικά αδικήματα. Η απόδοσή τους στους δικούς τους και στην κοινωνία αποτελεί επείγον ανθρωπιστικόν αίτημα και εθνική επιταγή».

Μεταξύ των υπογραφόντων διαβάζομεν τα ονόματα γνωστών κομμουνιστών: Κ. Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Μανώλης Γλέζος και λοιποί. Παραλλήλως, όμως, βλέπομεν και μερικά άλλα ονόματα. Ανήκουν εις γνωστούς εθνικόφρονας. Π.χ. οι αντιστράτηγοι Α. Βαρδουλάκης, Π. Δημόπουλος, Γ. Λεβέντης, Γ. Περίδης, Σ. Τζαννετής, οι υποστράτηγοι Κ. Ματάλας, Δ. Παπαδόπουλος, Π. Πανουργιάς, οι ταξίαρχοι Α. Ερσελμαν, Α. Μπλούτσος, Α. Μπούρας, ο σμήναρχος Ηλίας Τσασάκος, άπαντες, βεβαίως, απόστρατοι.

Ομολογούμεν την κατάπληξίν μας. Διά πρώτην φοράν εθνικόφρονες αξιωματικοί συναδελφώνονται με κομμουνιστάς…».

Και αφού, λέει το «άρθρο και ο αρθρογράφος» «πολλά και διάφορα, που έκαναν οι κομμουνιστές», μέσα στα άλλα «εύθυμα και φαιδρά» και… «Υπέσκαψαν το ελληνικόν μέτωπον κατά το 1920-1922 εις την Μικράν Ασίαν» (γράφω αλλού γι’ αυτό), καταλήγει:

«Μεταξύ των νέων συνοδοιπόρων των κυρίων αποστράτων αξιωματικών, συγκαταλέγεται και ο κομμουνιστής ποιητής Κ. Βάρναλης. Θα τους υπενθυμίσωμεν μερικούς στίχους του:

Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα

την ίδια απλώνουμε αρίδα

τον ίδιον έχουμε σκοπό.

Κερνούμε το λαό χασίσι,

όνειρα, ψέματα και μίση –

δεν ντρέπονται για να ντραπώ.

Η Πατρίς, λοιπόν, και η θρησκεία είναι χασίσι, όνειρα, ψέματα και μίση. Ας αποστηθίσουν το ποίημά του Κ. Βάρναλη, όσοι εθεώρησαν διά τον εαυτόν τους τιμήν να συνυπογράψουν μαζί του ένα κείμενον».

Να, λοιπόν, γιατί τότε έγραψα μ’ αυτόν τον τίτλο για τη «Φωνή της Αλήθειας» και το συμπλήρωσα, τώρα το 1980, έξι «χρόνια μεταπολιτεύσεως».

Και, να, γιατί το τοτινό και σημερινό γραφτό μου, το βάζω κι αυτό μέσα στη «νεοελληνική τραγωδία» – «Μικρασία τέλος».

Είναι, βλέπεις, κάτι πράγματα μπερδεμένα, που όποιος έχει νου και κουράγιο, ας βαλθεί να τα ξεδιαλύνει, επιτέλους. Το κίνημα και η επανάσταση του Κεμάλ, η «Μικρασιατική επιχείρηση» του δουλικού πρακτορισμού και μισθοφορισμού του ελληνικού αστικού κατεστημένου στους ξένους της εποχής εκείνης (και όχι μονάχα εκείνης), το ξεκλήρισμα και σβήσιμο της Μικρασίας, το αφιόνι του Αφιόν Καραχισάρ, το «αφιόνι-ρήτρα» του Βάρναλη, με τα «όνειρα, ψέματα και μίση», με το «χασίσι του λαού».

Αυτά όλα είναι το απίθανο μπέρδεμα, που κάποτε πρέπει να ξεμπερδευτεί, χωρίς «όνειρα, ψέματα και μίση». Και, προπαντός, χωρίς «χασίσι».

Τάκης Κόντος

[Στη φωτογραφία σε ταβέρνα ο Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά), ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Τσίρκας.]

Ο νομικός, ποιητής, πεζογράφος Τάκης Κόντος, γεννήθηκε το 1898 στη Μυτιλήνη, από γονείς εκπαιδευτικούς. Πέθανε στις 4/11/1989. Εμπνευσμένος από την Οχτωβριανή Επανάσταση γράφει το 1917 τα πρώτα του ποιήματα. Συνειδητοποιείται περισσότερο, συμμετέχοντας στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της οργάνωσης «Κοινωνική Αλληλεγγύη» (ιδρύθηκε το 1932), αρχισυντάκτης του Δελτίου της «Εργατικής Βοήθειας», συντάκτης-εκδότης του «Ημερολογίου» του «Ριζοσπάστη», καθώς και χρονογράφος της εφημερίδας με το ψευδώνυμο «Στάρκος». Για την κομμουνιστική και ΕΑΜική του δράση υπέστη αλλεπάλληλες διώξεις και μακρόχρονους εγκλεισμούς (Ανάφη, Ικαρία, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης). Διατέλεσε μέλος της ΔΕ της ΕΔΑ, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης Αθήνας της ΕΔΑ, πρόεδρος της ΕΔΑ Ελλήνων Εξωτερικού, κατά την Απριλιανή χούντα και συνεργάτης της «Φωνής της Αλήθειας», έως το τέλος της λειτουργίας του σταθμού. Δημοσίευσε μελέτες και ιστορικά βιβλία – μαρτυρίες των ιδεών και αγώνων του. Το έργο όπου εκφράζεται περισσότερο, είναι η ποίησή του, η γραμμένη από το 1917 έως το 1972 και συγκεντρωμένη στη συλλογή «Δουλέβοντας τ’ ατσάλι».

 

 


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:122