Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Είναι ή δεν είναι;… Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό…| της Εύης Κοντόρα

Ποιος είναι σπουδαίος και ποιος ασήμαντος;…
Τι είναι ομορφιά και τι ασχήμια;…
Τι σχέση έχει το μπόι με την εξυπνάδα;…

Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό…

Ένας γύλος έκανε την τσάρκα του στα ρηχά.

Κοιτούσε ολόγυρα, μην τύχαινε ν’ απαντήσει καμιά γαρίδα. Ήθελε, με κάθε θυσία, να την αποφύγει. Όχι πως δε χώνευε τις γαρίδες. Τις χώνευε… και τις παραχώνευε μάλιστα! Πολύ του γούστου του τις έβρισκε για μεζέ. Αλλά δεν μπορούσε να ξέρει αν η γαρίδα που θα ’πεφτε στο δρόμο του ήταν «ελευθέρας βοσκής» ή δολωμένη στ’ αγκίστρι κανενός ερασιτέχνη ψαρά!…

Ο γύλος δεν είναι σαν το χάννο, που περνιέται για λαίμαργος και κουτός. Πονηρούλης κι ευκίνητος, δεν κάθεται τόσο εύκολα να πιαστεί. «Γύλος είμαι, σε γελώ και το δόλωμα χαλώ»! Έτσι λένε για λόγου του στην πιάτσα των φανατικών του ψαρέματος και μάλλον δεν πέφτουνε πολύ έξω.

Εκεί όμως που περίμενε γαρίδα, πήγε και κουτούλησε πάνω σε μια κοτζάμ συναγρίδα. Πω, πωωώ… Τι συναγριδάρα ήταν αυτή! Το λιγότερο πέντε κιλά πρέπει να ζύγιζε η αφεντιά της. Πώς να’ χε ξεπέσει κατά τα μέρη τους τέτοια τρανή ψαρούκλα;… Μια μπουκιά ήταν ο γύλος για τα μέτρα της.

Η συναγρίδα κιαλάρισε το ψαράκι στο λεπτό.

«Μαμά μου!… Ένας γύλος!»

Είχε συμβεί το απίστευτο: αντί να τρομάξει το θήραμα, λαχτάρησε ο κυνηγός.

Ο πανέξυπνος γύλος κατάλαβε τι έτρεχε. Τον είχε περάσει για δόλωμα! Οι γύλοι, βλέπετε, πολύ σπάνια καταλήγουνε στο τηγάνι. Τους χρησιμοποιούν σα ζωντανά δολώματα για να ψαρεύονται τα λαβράκια, οι ροφοί και οι συναγρίδες. Η ψαρούκλα έμεινε κόκκαλο από την τρομάρα κι ο γύλος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το φόβο της προς όφελός του.

«Πάει, χάθηκα ο άμοιρος, τόσο νέος!…» άρχισε τα σπαραξικάρδια (τάχα πως ήταν δολωμένος στην καθετή) «… Πάρε δρόμο γρήγορα, εκτός κι αν γουστάρεις να σιγοψηθείς στα κάρβουνα… Ξου από δω σου λέω!»

Η συναγρίδα έμεινε άφωνη. Πρώτη της φορά έβλεπε δόλωμα να νοιάζεται για τη μακροημέρευση των άλλων ψαριών. Επειδή όμως ούτε κι εκείνη ήταν χαζή, αμέσως ψυλλιάστηκε το κόλπο του γύλου. Μπορεί το ψαράκι να ’παιρνε στροφές, αλλά σαν ηθοποιός δεν έπιανε μία…

«Άσ’ τα κόλπα και δε μασάω. Προτιμώ να μασήσω εσένα. Διαθήκη έκανες; Όχι;! Πρόβλημά σου. Έχω τέτοια πείνα που δεν προφταίνεις. Άκλαφτος θα πας!»

«Γιατί τόση πρεμούρα, θείτσα;» παραπονέθηκε ο γύλος που δεν αποφάσιζε να το βάλει κάτω «Λες να χάσεις την όρεξη άμα περιμένεις λιγάκι;»

«Τι να περιμένω καλέ; Κουβέντα θ’ ανοίξουμε τώρα;»

«Γιατί όχι;» επέμενε το ψαράκι, γυρεύοντας να κερδίσει καιρό «Πότε άλλοτε έχεις ανοίξει κουβέντα με το φαΐ σου;»

«Ποτέ, υποψήφιο μεζεδάκι μου. Για ποιο λόγο να το κάνω, αφού έτσι γίνεται πάντα; Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό… Και τίποτα δεν μπορείς να κάνεις για ν’ αλλάξεις τη μοίρα σου».

«Ό,τι πεις… Ένα τελευταίο μόνο: αν σου δείξω πού θα βρεις μια πρώτης τάξεως λιχουδιά, υπόσχεσαι να με φας δεύτερο;»

«Πού είναι;» “τσίμπησε” η λαίμαργη συναγρίδα.

«Λίγο παρακάτω!»

Επιστρατεύοντας όλο του το κουράγιο, ο γύλος οδήγησε τη «θείτσα» μέσα από μια συστάδα φυκιών. Έκπληξη! Κρυμμένο ανάμεσα στα θαλάσσια φυτά του βυθού, η συναγρίδα ανακάλυψε ένα παράξενο καταφύγιο γεμάτο χρωματιστά ψαράκια. Τα ηλίθια έκοβαν τις βόλτες τους με την ξενοιασιά της βλακείας! Τόσο το καλύτερο… Η λιμασμένη ψαρούκλα ξέχασε το γύλο και όρμησε χωρίς καθυστέρηση στα «ορεκτικά».

Δεύτερη έκπληξη (οδυνηρή αυτή τη φορά)! Το «καταφύγιο» δεν ήτανε παρά ένας κιούρτος, μια συρμάτινη δηλαδή παγίδα για τα μικρόψαρα. Ο πονηρός γύλος, που ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα κατατόπια της περιοχής, πέτυχε το σκοπό του καλύτερα κι απ’ όσο είχε τολμήσει να ονειρευτεί. Ο κιούρτος δεν ήταν κατασκευασμένος για νταρντάνες του είδους της και η συναγρίδα, στην προσπάθειά της να χάψει τα ψαράκια, σφήνωσε την κεφάλα της στο άνοιγμα της παγίδας. Ούτε μπρος μπορούσε να κάνει πια ούτε πίσω!…

«Τι χαμπάρια θεια;…» την κορόιδεψε ο γύλος με την υπεροψία του νικητή «…Για ξαναθύμισέ μου εκείνα που έλεγες για το μεγάλο ψάρι…»

Όχι να μιλήσει, ούτε ν’ ανασάνει η «θεια» δεν μπορούσε, έτσι όπως είχε σφηνώσει ανάμεσα στα σύρματα. Ο γύλος τη λυπήθηκε!…

«Σίγουρα θα την πληρώσω πανάκριβα τούτη την κουτουράδα…» μονολόγησε, καθώς έκανε το γύρο του κιούρτου. Υπήρχε άραγε τρόπος διαφυγής για τη φυλακισμένη συναγρίδα; Δύσκολο το έβλεπε.

Η ψαρούκλα, στο μεταξύ, πάλευε ανάμεσα στην ασφυξία και το εγκεφαλικό. Ξέρετε τι σημαίνει, τη μια στιγμή να ετοιμάζεσαι ν’ απολαύσεις το γεύμα σου και την άλλη να βρίσκεσαι στο έλεος του ίδιου σου του φαγιού;

«Περίμενε…» είπε το παραλίγο γεύμα στην αξιοθρήνητη συναγρίδα «…Νομίζω πως το βρήκα!»

Κι αρπάζοντας ένα φύκι από το μίσχο, το έδεσε στην άκρη της παχουλής της ουράς. Άρχισε να τραβάει, αλλά τι να σου κάνει ένας γύλος μπροστά στα πέντε και κάτι κιλά μιας καλοζωισμένης συναγρίδας;…

«Έχει και δεύτερο μέρος η επιχείρηση!» την παρηγόρησε το ψαράκι που το ’χε βάλει σκοπό να τη λευτερώσει. Και μπήγοντας τα μυτερά του δόντια λίγο πιο κάτω από το δεξί της πτερύγιο, τράβηξε το φύκι άλλη μια φορά. Ούτε το φανταζόταν η νταρντανοψαρούκλα πως έχει τέτοιες γερές μασέλες ένας γύλος! Από τον ξαφνικό πόνο που ένιωσε, έδωσε μια στρέψη στο πεντάκιλο κορμί της και κατάφερε ν’ απεγκλωβιστεί. Λαχανιασμένη και γδαρμένη, αλλά ζωντανή.

«Έλα, πάμε…» της έδωσε κουράγιο ο γύλος «… με τέτοια χάλια που ’χεις, μάλλον θ’ αργήσεις να ξαναφάς. Μέχρι τότε σ’ αναλαμβάνω υπό την προστασία μου! Μετά βλέπουμε… Αλήθεια, έχεις ακουστά την ιστορία του λάβρου;»

Και, σέρνοντας τη συναγρίδα από το πτερύγιο (το αριστερό αυτή τη φορά), ο γύλος της είπε την ιστορία του λάβρου, ενός πολύ μακρινού συγγενή του που ζει κοντά στους κοραλλιογενείς υφάλους.

«Ο λάβρος, που λες, δεν είναι μεγαλύτερος στο μέγεθος από μένα. Κάνει όμως μια δουλειά με μεγάλη πέραση. Είναι καθαριστής δοντιών! Οι πελάτες του (κάτι ψάρακες τρεις φορές σαν και σένα!) είναι κατευχαριστημένοι που τους περιποιείται το στόμα. Κι αυτός, όπως καταλαβαίνεις, πληρώνεται σε είδος. Ό,τι καθαρίζει, το καταβροχθίζει! Οι ψάρακες, φυσικά, ούτε καν σκέφτονται να χάψουν την πολύτιμη οδοντόβουρτσά τους. Ελπίζω, θείτσα, να το ’πιασες το νόημα της ιστορίας μου…»

Ο γύλος και η τραυματισμένη (κυρίως στην αξιοπρέπειά της) συναγρίδα απομακρύνθηκαν παρέα. Από τότε, κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτούς.

[Η εικόνα που συνοδεύει το παραμύθι είναι χαρακτικό του Pieter Bruegel the Elder (Netherlandish, περίπου 1525–1569), (Vienna, Graphische Sammlung Albertina), 1556-57. «Κοίτα, γιε μου, ξέρω από καιρό ότι τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά»]

Εύη Κοντόρα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:218