Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

«Απού ’χει χρόνους δεν τσοι χάνει» | της Άννας Τακάκη

Ένα γιο θέλανε ο Μαρκογιάννης με τη Μαρκογιάννενα, ένα γιο ύστερα από πέντε θυγατέρες. Κι ήπεψε ο θεός και το έχτο κοπέλι, εβγήκε ασερνικό. Η μαμή σαν εξεγέννησε τη γυναίκα και πήγανε όλα καλά, σα κατιντίς να μη τση’ρεσε, μα δεν είπε πράμα. Γιος ήτονε αυτός, πώς και πώς τονε περιμένανε! Σα πολλά μικιό κι αθροφικό τση φάνηκε το νιογέννητο… μος κι ήβγαινε το κλάημα ντου ωσά του κατσουλιού. Ήτονε και το μουραλάκι του ωσάν του σαμάμιθου, κίτρινο. Άχι, και κοντό να ζήσει…ο Θεός να τως το χαρίσει λέει από μέσα τζη η κερα- μαμή.

Εν τέλει το κοπέλι ήζησε, εκάμανέ ντου και τη βάφτιση, Πετρής στο όνομα, να ’ναι σαν τη πέτρα γερό κι ας ήτονε και κατσό…έχει ο θεός με τα χρόνια να μεστώσει, να ψηλώσει.

Ως ήτονε αδύναμο και καχεχτικό, αρρώστιενε συνέχεια το παντέρμο. Η μάνα ντου το βαβάλιζε, και του ’φερνε ό,τι καλό είχε να φάει, μα εκείνο δεν ήβανε κρέας απάνω ντου κι ήργιε να μεγαλώσει. Ως επήρε ολίγο τα πάνω ντου κι εμέστωσε συν τω χρόνω, ήδειχνε χαερλίδικο και σβέρτο κι ήκανε, όλες τσι δουλειές. Σαν το πετακάκι επέτα κι επήγαινε όξω στα ζα ντως και στα χωράφια ντως. Μα αρρώστησε με τύφο το έκλερο και του παραμόρφωσε τη μιλιά και τα μάτια κι εξάνοιγε μονόπαντας. Ας είναι εδά… Το κοπέλι εμεγάλωσε, κι αν ήτονε και ζελεπό επέψανέ το στο σκολειό σ’ ένα δυο τάξεις, ίσα που ’μαθε την Άλφα Βήτα.

Σαν εγίνηκε μια δεκαρά χρονώ, ήτανε η δεξά χέρα του κυρού ντου και το’συρνε σ’ολες τσ’ αγροτοδουλειές. Οι τέσσερις θηλυκές είχανε παντρευτεί και η τελευταία η απάντρευτη επόμενε στο σπίτι για το νυκοκεργιό. Πολύ ταμάχι η ζωή για να βγει το ψωμί, και το ψωμί πολλές φορές ήτονε από λιγού, ειδικά αν ήτονε κακοχρονιά.

Κι ήρθε μια χρονιά πίζηλη για τον οικογένεια του Μαρκογιάννη, γιατί αρρώστησε η κερά του, κι ήτονε μέρες κειτούμενη με κάιλα. Οι θυγατέρες πού να πρωτοπρολάβουνε απου’χανε τσι δικές τως δουλειές; Η απάντρευτη κι ο Πετρής ήπρεπε να τα βγάνουνε πέρα. Ήτονε μήνας θεριστής και ο ήλιος να καίει τσι πέτρες. Το κοπέλι με τον πατέρα ντου και την αδερφή ντου ήτονε στο χωράφι κι εθερίζανε. Μούδε καφαλτί δεν ήφαε από το ζόρε που’χε να δραπανίζει. Άσε που’τονε και κακόρεξο. Μα πώς να το στυλώσουνε δυο ελιές κι ένα καύκαλο; Εκειά που μούλωνε το έρμο στη μεσημερά, παρετά το δραπάνι και πέφτει χάμαι, στα στάχυα. Την αρχή εθάργειε ο κύρης του πως εκουράστηκε κι ήθεσε. Βάνει ντου μετά μιαολιά μια φωνή: -Ωρέ Πετράκι, σήκω και κάμε ακόμη ένα κοτάγιο να τελέψομε το χωράφι. Σήκω απάνω Πετρή! Τονε σκουντά, τονε ταρακουνεί, χύνει του ένα παγούρι νερό, μα κείνος μούδε κουνεί, μούδε λαλεί. Ο κακομοίρης ο κύρης του σύρνει μια φωνή, και λέει, όφου κι επόθανε το κοπέλι μου! Η θυγατέρα του κλαίει και σφαράζει. Σε δεφτερόλεφτα ανεμαζώνεται ο κόσμος απού ’τονε στα χωράφια. Λένε, ω, το παντέρμο και λιγόχρονο ήτονε. Δεν του ’τρεξε του κακομοίρη του Σοφοκλή το ασερνικό. Άλλαμπίρι είντα αρρώστιες να σήκωνε. Σηκώνει το ο έρμος και το πάει στο σπίτι κι η αρρωσταρά μάνα του ως θωρεί τη σκηνή τηνε πιάσανε λιγωμάρες κι εγαναχτήσανε να τη συνηφέρουνε. Λένε, πως αξωπίσω θα κλουθά κι η μάνα. Σηκώνεται η έρμη από το κρεβάτι, κι ας ήκεγε στον πυρετό. Ω, την κακομοίρα κάψιμο τση το’πεψε ο θεός! Έρχονται οι αδερφίδες του, ανεμαζώνεται ο κόσμος. Ποσινάζουνε το κοπέλι για τη θανή. Εκείνο τον καιρό δεν εξομένανε τσ’αποθαμένους στα σπίτια μα τσι θαύγανε σε λίγες ώρες. Έρχεται ο παππάς, κάνει του το ξόδι, και πάνε και το θαύγουνε. Το βάνουνε σ’ ένα πρόχειρο μνήμα και το σκεπάζουνε με το χώμα και κάμποσα πετραδάκια. Σάματις κι είχανε πλάκες ετότες; Ω, το άμοιρο, δέκα χρονώ να το φάει η γης! Ετσά τονε το γράψιμό ντου ελέγανε.

Δεν ήτονε καλά νυχτωμένα, κι οι λύχνοι ήτονε αναμένοι στα σπίτια. Οι γονέοι του κοπελιού, του’χανε ανάψει το καντήλι και μος είχανε πάει να θέσουνε, μα πώς να θέσουνε από τη στενοχώρια; Η έρμη μάνα ντου τση λείπουνταν μόνο το λιβάνι από την ταλαιπωρία τσ’αρρώστιας και τη στενοχώρια.

-Γιάντα δεν ήπαιρνες εμένα Θε μου; Να’φηνες το κακορίζικο να ζήσει κι αυτό, και κοντό περίσσο ήτονε;

Μετά μιαολιά γροικούνε ένα κούρκουνο στην πόρτα κι ετρίξανε οι μεντσεσέδες. Παναγία μου, λένε, ποιος βροντά την πόρτα μας τοιάνα ώρα; Κι ωστέ να το σκεφτούνε μπαίνει μέσα το Πετράκι, ασούσουμο κι ελεεινό, με τα χώματα ακόμη στα μαλλιά του και τα ρούχα του! Οι γονέοι του, κι η αδερφή του που το’κλαιγε σ’ ένα γωνιδάκι, κινούνε τσι σκληρές και από το φόβο ντως εκιτρινίσανε. Γιά όνειρο θωρούσανε, γιά το κοπελιού ντως η αφανταξά ήτονε; Σάικα, δεν ήτονε μούδε όνειρο, μούδε και αφανταξά.

-Γιάντα με θάψετε γονέοι μου, γιάντα με πήγετε με τσ’ αποθαμένους; Τως είπε το Πετράκι με φωνή απού’βγαινε μετα βίας με τέτοιο πάθημα απού’παθε το κακομοίρικο.

Βγάνει ο κύρης του μια φωνή, απού σειστήκανε κι οι τοίχοι.

– Παιδί μου αζωντανό ’σαι; Σίμωσε επαδέ να σε πιάσω. Όφου είντα πάθαμε, αζωντανό σε θάψαμε;

-Ναίσκες, αζωντανό με βάλετε στο λάκκο.

-Αφού δεν εμίλειες δεν ελάλειες, τοσεσάς ώρες…Ετσέ κι ετσέ ήπαθες στο χωράφι, του ’πανε του κοπελιού να το συχάσουνε..

-Ωφου αντράκι μου, ωσά τον Λάζαρο αναστήθηκες; Λέει κι η μάνα του. Δόξα να’χει ο Θεός απού ζωντάνεψες, κι απού ’χει χρόνους δε τσοι χάνει.

Κι η μάνα ανεντράνισε και τσι κόπηκε μαχαίρι ο πυρετός. Και το κοπέλι ήζησε, εμεγάλωσε, επαντρεύτηκε κι ήκαμε οικογένεια. Μα φαίνεται να μην εποξέχασε ποτέ εούτονά το πάθημα.

[διηγήματα από παροιμίες]

Από πολύ μικρή άκουγα τη γιαγιά μου να λέει για κάποιους αθρώπους που «κακαθρωπίσανε» Τι πάει να πει αυτό; λίγο περίεργο για τις μέρες μας αλλά τα παλιά χρόνια μπορεί να ήταν ας πούμε κάτι κοινό. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, πολύ παλιά οι άνθρωποι δεν είχανε ούτε τις γνώσεις, ούτε τα μέσα, ούτε και τον χρόνο. Γιατρός δεν υπήρχε στα χωριά για να επιβεβαιώσει τον θάνατο. Δηλαδή στην πραγματικότητα κάποιος μπορεί και να μην είχε πεθάνει. Μπορεί να είχε νεκροφάνεια, μπορεί μια λιποθυμία. Κι έτσι θαύανε τον «πεθαμένο» μέσα σε λίγες ώρες. Κι αφού ανακτούσε τις αισθήσεις του και ζωντάνευε, φώναζε απελπιζμένα μέσα από το μνήμα. Όσοι περνούσανε αργά τη νύχτα κοντά από το νεκροταφείο για να πάνε στις δουλειές τους, ακούγανε φωνές ή κραυγές κι ελέγανε, είδετε; εκακαθρώπισε ο ταδε… Όταν μετά από κάποιο χρόνο ανοίγανε το μνήμα για να βάλουνε κάποιον άλλο βλέπανε ένα σωρό τα κόκκαλα, ή σε καθιστή στάση το σκελετό. Κι από τότε που το καταλάβανε παραμονεύανε τους νεκρούς τους τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο, σύμφωνα με διηγήσεις της γιαγιάς μου Αννίκας Κρασαδάκη.

Άννα Τακάκη

[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι χαρακτικό του Σπύρου Βασιλείου «ο Ιούνιος»].

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:75