Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Το λάθος | διήγημα του Τάσου Αυγερινού

Όσο έφεγγε το φως της μέρας και έσφυζε στους δρόμους η ζωή, αυτός έμενε κλεισμένος μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιό του, σαν τον ασπάλακα στο λαγούμι του, και μόνον όταν έπεφτε το σκοτάδι, έβγαινε δειλά δειλά από το θλιβερό κατάλυμά του και τραβούσε, πάντα, προς τις δυτικές συνοικίες της πόλης.

Το δρομολόγιο που ακολουθούσε σ’ αυτές τις νυχτερινές εξόδους του ήταν αυστηρά καθορισμένο και δεν το παραβίαζε ποτέ. Διέσχιζε πρώτα το στενό δρομάκι της γειτονιάς του, έβγαινε έπειτα στη λεωφόρο Ηρώων και από εκεί, μέσα από δαιδαλώδη σοκάκια ή πλατύτερους δρόμους, έφτανε στον προορισμό του.

Τέρμα της διαδρομής του ήταν πάντα η εξώθυρα ενός μικρού ακατοίκητου σπιτιού, που το ατένιζε για λίγο, με μια απέραντη θλίψη στο βλέμμα του, κι έπειτα έκανε μεταβολή και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, ακολουθώντας πάλι την ίδια πορεία.

Ολες τις ώρες της μέρας, που ο νυχτερινός πεζοπόρος καθόταν μέσα στο δωμάτιό του, είχε κλειστές τις σκούρες κουρτίνες του παραθύρου για να μην μπαίνει το φως που τον ενοχλούσε. Επιθυμούσε το ημίφως, την απομόνωση και τη σιωπή, γι’ αυτό και ελάχιστες κουβέντες αντάλλασσε ακόμη και με την αδελφή του που τον φιλοξενούσε εδώ και έξι μήνες, ενώ ποτέ δεν εμφανιζόταν στη σάλα αν ερχόταν στο σπίτι κάποιος επισκέπτης, έστω και στενός συγγενής.

Εκεί στο μοναχικό δωμάτιό του καθόταν συνήθως στο κρεβάτι του και κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο, το ίδιο από καιρό. Γιατί μόλις διάβαζε λίγες γραμμές του ένιωθε να αφαιρείται και να μην καταλαβαίνει τίποτε, οπότε το έκλεινε και το άφηνε δίπλα του για να το ανοίξει πάλι αργότερα και να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία. Έτσι στο μεγαλύτερο διάστημα της μέρας καθόταν άπραγος στο στρώμα του, κάρφωνε το απλανές βλέμμα του στο ταβάνι και έμοιαζε τότε σαν να είχε ναρκωθεί, πίνοντας ολόκληρο το μπουκαλάκι με τη βαλεριάνα που είχε δίπλα στο κομοδίνο του.

Κάποιες φορές όμως εκεί που καθόταν στο κρεβάτι του ακίνητος και ανέκφραστος, πεταγόταν ξαφνικά επάνω με ένα σπίθισμα στα μάτια του και πήγαινε προς το παράθυρο. Τραβούσε τότε δυο δάχτυλα την κουρτίνα και άρχιζε να παρατηρεί την κίνηση στο δρόμο με ιδιαίτερη προσοχή. Σ’ αυτή τη θέση μπορεί να καθόταν και μισή ώρα χωρίς να δείχνει ότι τον συγκινούσε ή τον τάραζε κάτι. Μπορεί όμως και την πρώτη μόλις στιγμή που τραβούσε το στόρι, να οπισθοχωρούσε τρομαγμένος και να το ξαναέκλεινε, γιατί νόμιζε ότι στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε δει κάποιον που στεκόταν ασφαλώς εκεί για να τον παρακολουθεί.

Αυτή την αίσθηση, ότι κάποιος δηλαδή ή κάποιοι είχαν λάβει εντολή να τον κατασκοπεύουν, είχε ακριβώς και όταν νύχτωνε και έβγαινε έξω. Έτσι η πρώτη του φροντίδα, μόλις άνοιγε την εξώθυρα ήταν να κοιτάξει κι από τις δυο πλευρές του στενού δρόμου και μόνον αν βεβαιωνόταν ότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω, μόνον τότε αποφάσιζε να προχωρήσει. Αν όμως τα ανήσυχα μάτια του αντίκριζαν οποιονδήποτε, έστω και σε μεγάλη απόσταση, ζάρωνε εκεί στο κατώφλι, μέχρι να απομακρυνθεί, να χαθεί ο ανεπιθύμητος. Και όταν πλέον το πεδίο ήταν ελεύθερο ξεκολλούσε από την εξώθυρα και επιχειρούσε τη νυχτερινή έξοδό του.

Ωστόσο, το γεγονός ότι έκανε το πρώτο βήμα του με τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν είδε το ξεπόρτισμά του, δε σήμαινε ότι απαλλασσόταν στη συνέχεια από τις βασανιστικές υποψίες του. Ίσα ίσα τώρα που ξανοιγόταν στους δρόμους που είχαν κίνηση, μικρή ή μεγάλη, τώρα γιγαντώνονταν οι ανησυχίες και οι φόβοι του. Έτσι σε όλη τη διαδρομή του προς τις δυτικές συνοικίες τα νεύρα του ήταν τεντωμένα στο έπακρο, η ταραχή του έντονη και σε κάθε πενήντα μέτρα που διήνυε σταματούσε και κοιτούσε προς τα πίσω για να δει μήπως τον παρακολουθούν.

Ενώ όμως υποψιαζόταν τόσο ότι κάποιος μπορεί να ήταν στο κατόπι του, ποτέ δεν είχε σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τη σιλουέτα και τη μορφή αυτού του ατόμου και έτσι πολλοί από τους διαβάτες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν γι’ αυτόν ύποπτοι. Νέοι, ηλικιωμένοι ή και γυναίκες ακόμη ήταν στη νοερή λίστα των υπόπτων που είχε συντάξει το ταραγμένο του μυαλό και είχε επικυρώσει η ανεμοδαρμένη ψυχή του.

Αιχμάλωτος, λοιπόν, του μόνιμου φόβου του ο πεζοπόρος της νύχτας προχωρούσε κάθε φορά με την ψυχή στο στόμα προς την απομακρυσμένη γειτονιά, όπου βρισκόταν το εγκαταλειμμένο σπιτάκι με τους ξεφτισμένους πια τοίχους και τη χορταριασμένη μικρή αυλή του. Κι άλλοτε στην οδυνηρή αυτή διαδρομή του θεωρούσε ως ύποπτο εκείνο τον ψηλό άντρα που πολύ έμοιαζε για αστυνομικός ή εκείνη τη νεαρή γυναίκα που κουβαλούσε ένα δίχτυ με ψώνια, αλλά πού ξέρεις; Μπορεί σκόπιμα να είχε μεταμφιεστεί σε μια ήσυχη νοικοκυρά για να τον ξεγελάσει και στην πραγματικότητα να ήταν μία σπιούνα της Ασφάλειας ή άλλης μυστικής υπηρεσίας.

Α, τους γνώριζε καλά αυτός όλους εκείνους που είχαν στήσει το δίκτυο της παρακολούθησής του. Ήξερε ότι ήταν άσοι, μαέστροι σε τέτοιες δουλειές και όλα μπορούσαν να τα κάνουν. Ακόμη και έναν ψεύτικο παπά με γένια και με ράσα ή έναν ψεύτικο τυφλό με μαύρα γυαλιά και λευκό μπαστουνάκι μπορούσαν να ρίξουν στο κατόπι σου για να καταγράψουν κάθε σου κίνηση. Ναι, τα γνώριζε πλέον άριστα όλα τα επινοήματά τους, όλα τα κόλπα τους και δε θα μπορούσαν εύκολα να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Σε συνεχή εγρήγορση θα είχε αυτός όλες τις αισθήσεις του, όταν κυκλοφορούσε, ώστε να μην πιαστεί σαν το ποντίκι στη φάκα. Δε θα τον έβαζαν στο χέρι με τίποτε. Αν αντιλαμβανόταν οτιδήποτε ύποπτο, γι’ αυτό άλλωστε κοιτούσε συνεχώς πίσω, θα λοξοδρομούσε, θα άλλαζε αυτομάτως το δρομολόγιό του και έτσι οι διώκτες του δε θα ανακάλυπταν το παλιό οίκημα που επισκεπτόταν.

Όλες αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό του ταραγμένου αυτού ανθρώπου, όταν βάδιζε τις νύχτες προς τον έρημο οικίσκο. Ετσι, ιδρώτας έτρεχε επάνω του από την αγωνία, όταν, επιτέλους, έφτανε εκεί και στο βλέμμα του κυριαρχούσε ο πανικός. Σιγά σιγά όμως, μόλις ακουμπούσε για να συνέλθει στον ξύλινο φράχτη του σπιτιού, άρχιζε να χαλαρώνει, να ηρεμεί από τους φόβους του, να καταλαγιάζει μέσα του όλη η τρικυμία που τον έδερνε μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Και τότε που ηρεμούσε, η μάσκα της αγωνίας μεταβαλλόταν σε ένα προσωπείο θλίψης και, όχι σπάνια, δάκρυα αναβλύζαν από τα μάτια του.

Η παραμονή του πάντως εκεί δε διαρκούσε πολύ. Πέντε ή δέκα λεπτά μόνο. Ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου, έτσι όπως στεκόταν αυτός θλιμμένος και βουβός μπροστά στο έρημο σπίτι, ήταν σαν να ανέπεμπε μια κρυφή προσευχή στη μνήμη κάποιων προσφιλών του «κεκοιμημένων» ή σαν να άναβε νοερά ένα κεράκι επάνω στο μνήμα που είχε δεχτεί τα άψυχα σώματά τους.

Μετά από αυτή τη μικρή τελετουργία ο νυχτερινός πεζοπόρος ξεκινούσε με αργά βήματα για να επιστρέψει στο μοναχικό δωμάτιό του. Τώρα όμως η συμπεριφορά του ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη που είχε κατά τον ερχομό του. Τώρα δεν έδειχνε ανήσυχος, φοβισμένος, δεν τον κατέτρωγε η βασανιστική υποψία ότι κάποιος μπορεί να τον παρακολουθεί, γι’ αυτό και δε γύριζε να κοιτάζει προς τα πίσω με αγωνία. Βάδιζε ήσυχος σαν οποιονδήποτε άλλο διαβάτη εκείνης της ώρας, γιατί στο σπίτι του όδευε και τι είχε να φοβηθεί; Τίποτε. Αυτό το δρομολόγιο που εκτελούσε τώρα ήταν εντελώς ακίνδυνο, ενώ το άλλο προς το έρημο σπιτάκι έκρυβε άπειρους κινδύνους. Κορόνα γράμματα παίζονταν κάποιες ζωές, γι’ αυτό και δεν έπρεπε να τον αντιληφθεί κανένας, όταν πήγαινε προς τα εκεί.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, γύριζε κουρασμένος στο σπίτι της αδελφής του και αφού της έλεγε με το ζόρι «καληνύχτα» έσπευδε να πάει στο δωμάτιό του, στο λαγούμι του ασπάλακα. Εκεί, τότε, ξεντυνόταν και λίγο πριν πλαγιάσει στο στρώμα του, λίγο πριν πάρει τις σταγόνες της βαλεριάνας για να κοιμηθεί, άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου και έβγαζε από μέσα μια παλιά φωτογραφία. Την έπιανε στα χέρια του με απέραντη συγκίνηση και προσοχή σαν να άγγιζε κάτι το ιερό και μετά άρχιζε να κοιτάζει με λατρεία το νεαρό ζευγάρι που απεικονιζόταν σε αυτή. Μια έριχνε με τρυφερότητα το βλέμμα του στον άντρα, το Νίκο, μια στη μνηστή του, τη Μαρίνα, φίλοι του επιστήθιοι ήταν κάποτε κι εκείνος κι εκείνη, κι έπειτα τους ψιθύριζε γλυκά σαν να τους είχε ζωντανούς μπροστά του: «Ναι, να είσαστε σίγουροι ότι κανένας δε με είδε που ήρθα να σας βρω. Κοιμηθείτε, λοιπόν, ήσυχοι και απόψε. Θα σας ξαναδώ αύριο το βράδυ που θα έρθω πάλι. Καληνύχτα Νίκο, καληνύχτα Μαρίνα. Καληνύχτα…».

Η αδελφή του άρρωστου αυτού ανθρώπου γνώριζε πολύ καλά πού πήγαινε εκείνος κάθε βράδυ, όπως γνώριζε ποιο υπήρξε το ζευγάρι της φωτογραφίας και γιατί ο αδελφός της το καθησύχαζε πάντα πριν κλείσει τα μάτια του για να κοιμηθεί. Όλη η βαθιά διαταραχή, του συναισθηματικού του κόσμου, ο αυτοεγκλεισμός του στο δωμάτιο, οι φοβίες του και τα παραληρήματά του, όλα, το ήξερε ότι οφείλονταν στα δραματικά γεγονότα που είχαν συμβεί πριν πέντε περίπου χρόνια.

Τότε, το φθινόπωρο του 1948, ο Νίκος και η Μαρίνα που ήταν αρραβωνιασμένοι και φίλοι παιδικοί του αδελφού της βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Η Ασφάλεια ολόκληρη είχε κινητοποιηθεί για να τους συλλάβει με τις κατηγορίες της «απόπειρας ανατροπής διά βιαίων μέσων του πολιτεύματος» και της «κατασκοπίας», δύο κατηγορίες που έστελναν άπειρους αθώους στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Το καταζητούμενο ζευγάρι κρύφτηκε για λίγο από εδώ και από εκεί, αλλά τελικά έφτασε στο σημείο να βρίσκει πολύ δύσκολα καταφύγιο και να κινδυνεύει να συλληφθεί. Σ’ αυτήν τη δύσκολη φάση ακριβώς ο παιδικός τους φίλος τους έκρυψε στο ακατοίκητο σπίτι των δυτικών συνοικιών, που ανήκε σε έναν θείο του μετανάστη στην Αυστραλία. Εκεί έπειτα τους επισκεπτόταν, με άπειρες προφυλάξεις, κάθε τόσο και τους προμήθευε τρόφιμα και τους εμψύχωνε. Ταυτόχρονα έψαχνε να βρει τρόπο να τους εξασφαλίσει πλαστές ταυτότητες και πλαστά διαβατήρια για να φύγουν στο εξωτερικό. Μετά από αγωνιώδεις προσπάθειες τριών εβδομάδων πίστεψε ότι κάτι θα κατόρθωνε πολύ σύντομα και ένα βράδυ, στα μέσα του Οχτώβρη του ’48, πήγε να αναγγείλει τη χαρμόσυνη είδηση στους καταζητούμενους. Από τον ενθουσιασμό όμως και τη χαρά που ένιωθε δεν πήρε εκείνη τη μοιραία νύχτα τις απαραίτητες προφυλάξεις και έγινε το κακό. Αστυνομικοί που είχαν καταφέρει να τον παρακολουθήσουν εντόπισαν το κρησφύγετο του καταζητούμενου ζευγαριού και τα ξημερώματα έκαναν έφοδο και το συνέλαβαν. Ταυτόχρονα, άλλη ομάδα αστυνομικών επέδραμε στο δικό του σπίτι και έπιασε κι αυτόν για «υπόθαλψη εγκληματιών».

Ένα μήνα περίπου μετά τις συλλήψεις έγινε η δίκη τους στο Έκτακτο Στρατοδικείο και ο Νίκος με τη Μαρίνα καταδικάστηκαν σε θάνατο κι αυτός σε κάθειρξη οκτώ ετών.

Πολύ σύντομα όμως μέσα στις φυλακές που βρέθηκε άρχισε να σαλεύει το μυαλό του από τις ενοχές που ένιωθε για το ακούσιο κακό που είχε κάνει. Και με την πάροδο του χρόνου η κατάστασή του όλο και χειροτέρευε και έτσι αποφυλακίστηκε πριν εκτίσει την ποινή του, λόγω «ανήκεστου» βλάβης της υγείας του.

Όταν βγήκε από τις φυλακές στις αρχές του ’53 ήρθε να ζήσει στο σπίτι της αδελφής του και χώθηκε στο μισοσκότεινο δωματιάκι, όπου και περνούσε όλες τις ώρες της μέρας. Όταν βράδιαζε όμως μνήμες βασανιστικές ορμούσαν στο μυαλό του και τότε έβγαινε έξω για να κάνει, με χίλιες προφυλάξεις, το ίδιο δρομολόγιο που είχε ακολουθήσει και εκείνη τη μοιραία νύχτα που κινήθηκε τόσο επιπόλαια.

Με τις νυχτερινές εξόδους του δηλαδή, ήταν σαν να προσπαθούσε ο άμοιρος να διορθώσει εκ των υστέρων το τραγικό λάθος που είχε πράξει πριν πέντε χρόνια. Το σαλεμένο του μυαλό, βλέπεις, αδυνατούσε πλήρως να συνειδητοποιήσει ότι: το καταστροφικό εκείνο σφάλμα δεν μπορούσε να διορθωθεί, γιατί το Νίκο και τη Μαρίνα τους είχαν θερίσει προ πολλού τα πολυβόλα του μίσους, ενώ κι αυτός είχε ξοφλήσει οριστικά, έτσι που είχε μεταβληθεί μέσα του ο ρυθμός του κόσμου.

Τάσος Αυγερινός

Ο Τάσος Αυγερινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία του Βόλου. Όταν αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο της πόλης, έφυγε από τη γενέτειρά του και ήρθε στην Αθήνα όπου σπούδασε στην «Πάντειο». Παράλληλα, όμως, με τις σπουδές του άρχισε να ασχολείται και με τη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1965 εργαζόμενος στον «Νέο Ανένδοτο». Στη συνέχεια εργάστηκε στον «Εθνικό Κήρυκα», στα «Σημερινά», στην «Ακρόπολη» έως το κλείσιμο της εφημερίδας και από το 1974 έως και τη συνταξιοδότησή του στον «Ριζοσπάστη», απασχολούμενος στο ελεύθερο και το δικαστικό ρεπορτάζ. Στον «Ριζοσπάστη» διατηρούσε για πολλά χρόνια και στήλη χρονογραφήματος.

Έργα του που έχουν εκδοθεί: «Η Μεγάλη Νύχτα», «Η Δεύτερη Άνοιξη», «Το Καραβάνι των Γυμνών», «Πικρό Αντίδωρο», «Δυτική Λεωφόρος», καθώς και την αφηγηματική μελέτη «Με τα πανιά και τα κουπιά».

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών το 2010.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:100