Χρόνος ανάγνωσης περίπου:15 λεπτά

Μάνος Κατράκης – ο θεατράνθρωπος, αγωνιστής της ζωής, άξιος γιος της Ρωμιοσύνης

Γεννήθηκε σαν σήμερα 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου. Ένας μεγάλος ηθοποιός, αγωνιστής ο Μάνος Κατράκης, με τη ψιλόλιγνη κορμοστασιά του, το αγέρωχο βλέμμα του και, πάνω απ’ όλα, η μεγάλη και πολύπλευρη προσφορά του παραμένουν ολοζώντανες στη μνήμη όλων. Κι έτσι θα μείνουν για πάντα. Όπως συμβαίνει με όλους όσοι δημιούργησαν στο πέρασμά τους ιστορία και έργο, άφησαν παρακαταθήκη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική. Και ο Μάνος Κατράκης άφησε πλούσιο έργο στους νεότερους. Είτε βρισκόταν στο παλκοσένικο κάποιας θεατρικής σκηνής, είτε στους δρόμους του αγώνα και στους τόπους εξορίας και μαρτυρίου.

Όσοι γνώρισαν τον Μάνο Κατράκη μιλούν για τη μεγαλοσύνη του, που δεν περιοριζόταν μόνο στη θεατρική αλήθεια του. Ξεκινούσε, πρώτα απ’ όλα, από τη ζωή του. Είχε την παλικαριά να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός και αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης. Με το πέρασμά του από τη ζωή δημιούργησε ιστορία και έργο. Άφησε μια παρακαταθήκη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική. Υπήρξε υπόδειγμα γενναίου, αγωνιστή, σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή, μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη. Δίδαξε και «ποίησε ήθος» πάνω στο θεατρικό σανίδι, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» της ζωής και του αγώνα, στο Μακρονήσι, τον Αϊ Στράτη, την Ικαρία. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης , είτε με τον λόγο της τέχνης του, είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο. Ο,τι υπήρξε ο Μάνος Κατράκης εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο από έναν άλλο μεγάλο τον Γιάννη Ρίτσο:

«Σύντροφε Μάνο , Κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες τη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες τη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου…»
(Γιάννης Ρίτσος 14 IV 81).

Ελάχιστη τιμή της μνήμης του θεατράνθρωπου αγωνιστή, τα δυο κείμενα της αξέχαστης Σοφίας Αδαμίδου, για τον Μάνο Κατράκη και τη συνέντευξη με τη γυναίκα του Λίντα Άλμα.

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

Κάθε φορά που θέλει κάποιος να μιλήσει για τον Μάνο Κατράκη, αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου έρχονται και διεκδικούν την πρώτη θέση στη σκιαγράφηση αυτής της πολυδιάστατης προσωπικότητας, διεκδικούν την πρώτη θέση για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο, τον αγωνιστή και καλλιτέχνη, που πάντα βρίσκεται στην καρδιά και στη μνήμη μας, κι ας έχουν περάσει 28 χρόνια από τότε που έφυγε (2/9/1984). Τα λόγια αυτά του Ρίτσου ήταν το δώρο του για τον εορτασμό των 50 χρόνων στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με τον οποίο πρώτα απ’ όλα μοιράστηκαν τα βάσανα της εξορίας, στη συνέχεια βρέθηκαν πλάι – πλάι στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό, χτίζοντας έτσι μια βαθιά φιλία.

«Αν ο Μάνος Κατράκης μεσουρανούσε στη θεατρική ζωή του τόπου μας, δεν το χρωστάει μονάχα στο λεβέντικο παράστημα και στο συναρπαστικό φωνητικό όργανο, μα στην απόλυτη ψυχική του αφοσίωση στην Τέχνη» επισημαίνει ο κορυφαίος σκηνοθέτης και συγγραφέας Αλέξης Σολομός, προλογίζοντας το λεύκωμα που κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» με τίτλο «Μάνος Κατράκης (Στη ζωή, στη σκηνή και την οθόνη)». Και συνεχίζει ο Αλέξης Σολομός: «Δίχως συμφεροντολογικά κίνητρα, δίχως συμβιβασμούς και αυτοθαυμασμούς, μας πρόσφερε παραστάσεις με πνευματικό μήνυμα, πατριωτικό αίσθημα και ανθρώπινη πνοή. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, η «υποκριτική τέχνη» δε στηρίζεται στην υποκρισία, αλλά στην ψυχική ειλικρίνεια. Και την ειλικρίνεια αυτή – που χαρακτήριζε τον Κατράκη σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο – τη συνδυάζω με κάτι που μου είπε, όταν ετοιμάζαμε μια παράσταση: «Θα προτιμούσα να μην τονίσω τη φράση αυτή όπως τη θέλεις, γιατί, αν την πω έτσι, δε θα είμαι εγώ»…

Αδάμαστος και ευαίσθητος

Η ζωή του αρχίζει από το Καστέλι Κισσάμου, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον πατέρα του, Χαράλαμπο, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα-Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον πεισματικό χαρακτήρα και την αδάμαστη ψυχή. Θυμίζουμε έναν, καταγραμμένο, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν στο «Ριζοσπάστη», διάλογό του με τη μάνα του, ως δείγμα του χαρακτήρα και των δυο. Η κυρα-Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της. Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του:

-«Τι είναι Μανόλη;»
-«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα ;»
-«Πώς θα ‘ρθεις;»
-«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»
-«Ιντα να υπογράψεις;»
-«Δήλωση»
-«Ιντα δήλωση;»
-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…»
-«Και δεν είσαι;»
-«Είμαι»
-«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».

Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός και αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.

Ο Μάνος Κατράκης από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.

Η κριτική αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό την πρώτη κιόλας παρουσία του στο θέατρο (στο ρόλο του Χαρίδημου, στον Ερωτόκριτο). Ο Άλκης Θρύλος έγραψε: «Υπήρξε μια αποκάλυψη. Ο κ. Κατράκης γέμισε τη σκηνή μόλις παρουσιάστηκε, χόρεψε με χάρη γοητευτική και μια εξαιρετική ευλυγισία και έπαιξε σαν δοκιμασμένος ηθοποιός». Ενώ ο Μιχαήλ Ροδάς τον χαρακτήρισε «λεβέντη στην όψη και στο κορμί», «ελπίδα του νεωτέρου μας θεάτρου, ένα καλλιτεχνικό αστέρι λαμπρό», για το οποίο πίστευε ότι «η Κρήτη που τον έβγαλε έπρεπε να υπερηφανεύεται».

«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»

Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό Θέατρο για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης , είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.

Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».

Οι ιδέες, η ειλικρίνεια, το ανυπότακτο του χαρακτήρα, η ανθρώπινη και κοινωνική ευαισθησία, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, αλλά και η κρητική ποιητική φύση του Κατράκη αντανακλώνται και σε ποιήματά του, τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο και που έμειναν μια προσωπική υπόθεση που μοιράστηκε μόνο με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους και όχι με το αναγνωστικό κοινό κάποιας έκδοσης. Μέσα από αυτά τα ποιήματα φαίνεται πως στην ψυχή του ζει πάντα η ελπίδα για τον καινούργιο κόσμο:

«Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ-Στράτη
κρυφά από του Θεού το μάτι
Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν
καινούριο κόσμο ετοιμάζουν».

Οι δυσκολίες της εξορίας, τα βασανιστήρια, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους δοκιμαζόμενους συναγωνιστές καταγράφονται από τον Κατράκη με ποιητικό τρόπο:

«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα…
Δεν το ξεχνάω φίλε
Είχανε σπάσει δυο μπαμπού
στα κόκαλά μου…
Η ανανδρία θυμάμαι
τα ‘βαλε με τη λεβεντιά
κείνο το βράδυ
Μα το νεράκι πού το βρήκες
σύντροφέ μου;
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι
σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό
να σεργιανάς
Κι είπα να σου ‘δινα το χέρι
για να ξοφλήσω τη δροσιά
κείνης της νύχτας
Μα το νεράκι πώς το βρήκες
το νεράκι
σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα».

«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».

Με τη γλώσσα της καρδιάς

Ο Μάνος Κατράκης που στη διάρκεια του βίου του στη χώρα αυτή πληγώνεται, βασανίζεται, καταδιώκεται, εξορίζεται έρχεται ο καιρός που τιμάται όχι μόνο με πολιτειακές και κοινωνικές διακρίσεις εντός της χώρας του αλλά και εκτός.

Το Μάρτη του 1981 διοργανώνεται στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση από τον σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη. Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στους παρευρισκόμενους με τη γλώσσα της καρδιάς όπως έκανε πάντα:

«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας. Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει. Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»…

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Μνήμες μιας ολόκληρης ζωής. Η σύντροφος της ζωής του, Λίντα Άλμα – Κατράκη, θυμάται…

Ο Μάνος Κατράκης , με το πέρασμά του από τη ζωή, δημιούργησε ιστορία και έργο. Άφησε μια παρακαταθήκη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική. Υπήρξε υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή, μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη.

«Αυτές οι μέρες είναι πάρα πολύ δύσκολες για μένα» – λέει η σύντροφός του επί 30 χρόνια Λίντα Αλμα,που ομολογεί ότι ζει για να τον θυμάται – «γιατί στις 2 Σεπτέμβρη χάσαμε τον Μάνο. Τι να σας πω, νομίζω πως ήταν χτες. Δεν μπορώ να πιστέψω ακόμη ότι έχουν περάσει 14 χρόνια. Ήταν τόσο έντονη η παρουσία του, τόσο πολύ δεμένοι ήμασταν, που μου είναι τελείως αδύνατον να το πιστέψω. Ήμασταν μαζί τριάντα χρόνια. Μια ζωή. Τώρα ζω μόνη, δεν μπορώ να κάνω γνωριμίες, δεν μπορώ να μιλήσω πολύ με τους ανθρώπους, πάντοτε γίνεται η σύγκριση με τον άνθρωπο αυτό, που μιλούσαμε ώρες. Είμαι μόνη, με τις αναμνήσεις μου, με τη ζωή που διάλεξα και είμαι ευχαριστημένη».

Μουσείο «καρδιάς» Μ. Κατράκης

Με ένα πλατύ χαμόγελο και δύο υπέροχα καταγάλανα μάτια που υπογράφουν την αξιοπρέπεια με την οποία διάγει τη ζωή της, η Λίντα Αλμα μιλά με εικόνες, που «χωροστατούν» στο μικρό διαμέρισμα που της έχει παραχωρήσει ο ανιψιός της, στο ξενοδοχείο «Στάδιο» όπου είναι διευθυντής. Στον μικρό αυτό διαμέρισμα βρήκε τον δικό του χώρο ένα μικρό, επιμελημένο από την ίδια, Μουσείο Μάνου Κατράκη όπως το αποκαλεί. Είναι ένα μουσείο «καρδιάς» από ό,τι της έχει απομείνει από τα πολλά ενθυμήματα του Μάνου Κατράκη που παραχώρησε στον Δήμο Πειραιά προκειμένου να δημιουργηθεί ένα Μουσείο Μάνου Κατράκη , αλλά ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί.

«Εχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά ακόμη τίποτα» – λέει με παράπονο. «Δεν ξέρω αν θα ζήσω για να το δω, αλλά περιμένω».

Τη συζήτηση «μονοπωλεί» η μνήμη του Μάνου Κατράκη. «Ηταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, πολύ θερμός για ό,τι έκανε» – λέει η Λίντα Αλμα. «Στη δουλιά του ήταν πολύ δυναμικός, επαναστάτης. Είχε μια καλοσύνη, μια ευγένεια, έμφυτη». Ο Κατράκης δίδαξε και «ποίησε ήθος» πάνω στο θεατρικό σανίδι, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» της ζωής και του αγώνα, στο Μακρονήσι, στον Αϊ – Στράτη, στην Ικαρία.

«Για τους αγώνες του δε μιλούσε πολύ» – θυμάται η Λίντα Αλμα. «Τα περισσότερα τα έμαθα από τους φίλους του, από τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο. Έμαθα λεπτομέρειες της εξορίας και των αγώνων του. Ήταν πολύ σεμνός άνθρωπος. Η σεμνότητά του αυτή, φαντάζομαι ότι τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα που ήθελε. Περισσότερο, βέβαια, αγάπησα το ήθος, την αξία του και ασφαλώς το ταλέντο του. Είχα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κι όμως αυτός ο άνθρωπος με εντυπωσίασε».

Την εντυπωσίασε πράγματι τόσο πολύ, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, που εγκατέλειψε ουσιαστικά μια καριέρα, που είχε αρχίσει να διαγράφεται λαμπρή στο εξωτερικό.

Σεμνή, παρά τη μεγάλη καριέρα

Για τη Λίντα Αλμα όλα άρχισαν από πολύ μικρή ηλικία. «Ξεκίνησα πολύ μικρή – λέει – το χορό. Η μητέρα μου είχε δει την αγάπη που είχα στο χορό. Μου έλεγε ότι από μωρό τα χέρια μου τα κουνούσα ανάλογα με τη μουσική. Κι έτσι με πήγε πολύ μικρή σε μια σχολή. Ήμουν οκτώ χρόνων. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, αλλά τον έχασα όταν ήταν 30 χρόνων. Η μητέρα μου πίστευε πολύ σε μένα, παρότι οι εποχές ήταν φοβερά δύσκολες, οικονομικά ήμασταν χάλια, δεν μπορούσε να πληρώσει τις σχολές ωστόσο δούλευε σε κομμωτήριο και μπόρεσα να σπουδάσω. Είχα αρχίσει να γίνομαι μια χαριτωμένη δεσποινιδούλα και βγήκα στο θέατρο, σε ένα βαριετέ στα Παναθήναια. Ο Γιάννης Φλερύ τότε χόρευε με μια σπουδαία χορεύτρια, την Μπέλλα Σμάρω, σε μεγάλα θέατρα. Κάποια στιγμή η χορεύτρια αυτή αρρώστησε και έψαχνε ο Γιάννης να βρει άλλη. Ο ηθοποιός Κοκκίνης του είπε: πάμε να δεις μια χορεύτρια. Και ήρθε. Μετά την παράσταση με πλησίασε και μου έδωσε το τηλέφωνό του. Επικοινωνήσαμε την επομένη, μου είπε να πάω στην πρόβα στον «Απόλλωνα», σε ένα μεγάλο θέατρο στη Σταδίου. Ανέβηκα στη σκηνή και χόρεψα κάτι που έπαιξε ο μαέστρος στο πιάνο. Αυτό ήταν. Μείναμε μαζί πολλά χρόνια. Το 1946 φύγαμε από την Ελλάδα. Είχε έρθει η Εντιθ Πιαφ για κάποιες εμφανίσεις. Μας είδε να χορεύουμε και μας πρότεινε να πάμε μαζί της σε μια πρεμιέρα που είχε στο «Ετουάλ», στο Παρίσι. Μείναμε μαζί της πέντε χρόνια, ταξιδεύοντας στα μεγάλα θέατρα όλου του κόσμου. Ας μου επιτραπεί να πω ότι είχαμε πολύ μεγάλη επιτυχία. Όπου χορεύαμε, με κριτικές καταπληκτικές, στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, σε περιοδικά, εξώφυλλα κλπ. Η Εντιθ Πιαφ ήταν καταπληκτικός άνθρωπος. Θυμάμαι όταν τραγούδησε στη Νέα Υόρκη για πρώτη φορά, το «Πλέι Χάους Θίατερ», ήταν σχεδόν γεμάτο από καλλιτέχνες, μεγάλα ονόματα που κατέβαιναν από το Χόλιγουντ να τη δουν. Στο καμαρίνι της είδα τον Τσάρλι Τσάπλιν να κάθεται με σταυρωμένα χέρια και να την κοιτάζει με τις ώρες. Η Πιαφ είχε πάντα στο πρόγραμμά της τον Υβ Μοντάν και πολλούς άλλους μεγάλους. Ήταν πραγματικά ευτυχία για μας, να δουλεύουμε μαζί τους. Μου είχε και μια ιδιαίτερη αδυναμία η Πιαφ».

Δυνατές σχέσεις

«Με τον παρτενέρ μου, τον Γιάννη Φλερύ» – συνεχίζει την αφήγησή της η Λίντα Αλμα – «βρισκόμασταν στην Ευρώπη. Το 1955 γύρισα στην Ελλάδα γιατί ήταν η μητέρα μου άρρωστη και μου τηλεφώνησε η αδελφή μου να έρθω. Ηρθα για λίγο, γιατί μετά ακολουθούσαν πολλά συμβόλαια για μας και πολύ σημαντικά. Ένα βράδυ – ήταν πολύ φίλος μου ο Γιάννης Κοκκινάκης, ο δημοσιογράφος – πήγαμε στο «Θέατρο Αθηνών», που έπαιζε ο Μάνος το «Τέλος του ταξιδιού». Είχα φοβερά εντυπωσιαστεί. Εγώ που είχα δει τόσους ηθοποιούς στην Ευρώπη, στην Αμερική, ωστόσο ο άνθρωπος αυτός με εντυπωσίασε πάρα πολύ. Στο τέλος της παράστασης, πήγαμε στα καμαρίνια να τον συγχαρούμε. Ο Γιάννης τον ήξερε. Ο Γιάννης μου είπε να πάμε να φάμε. Εγώ δεν είχα διάθεση. Έφυγε εκείνος κι εγώ κάθισα, με ένα μικρό αυτοκινητάκι που είχα έξω από το θέατρο. Δεν ξέρω από ένστικτο ίσως. Μόλις βγήκε με μια καπαρτίνα, ριγμένη στους ώμους, του είπα «Κύριε Κατράκη θέλετε να σας πάω κάπου;». Πήγαμε σε ένα μικρό καφενεδάκι στην Ακρόπολη και μείναμε μέχρι το ξημέρωμα συζητώντας. Δε γύρισα, ποτέ, στην Ευρώπη. Τα συμβόλαιά μου πήγαν κατά διαβόλου. Έμεινα δίπλα του».

Με τον Γιάννη Φλερύ συνέχισαν πλέον στην Ελλάδα τις εμφανίσεις με μεγάλη πάντα επιτυχία. «Μεγάλος δεσμός» – λέει. Ενας δεσμός που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. «Εκτός από την καλλιτεχνική μας σχέση» – συνεχίζει η Λίντα Αλμα – «είχαμε γίνει πια σαν αδέλφια. Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος που βοήθησε πάρα πολύ κόσμο, είναι ένας καλλιτέχνης που προηγούνταν της εποχής του. Έπαιρνε χορευτές που δεν ήξεραν να περπατήσουν και σήμερα είναι μεγάλα αστέρια. Ήταν μέγας δάσκαλος. Όσο για την καλοσύνη του, είναι γνωστή. Έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο, πολλούς χορευτές που δυστυχούσαν, που είχαν αρρωστήσει. Έτρεχε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Έχει ένα ήθος».

Εκτός από το θέατρο και τα κέντρα, το δίδυμο Φλερύ – Αλμα συμμετείχε και σε αρκετές ταινίες. Στο θέατρο η Λίντα Αλμα δούλεψε μέχρι το 1979, ήταν και η χρονιά που παντρεύτηκε με τον Μάνο Κατράκη μετά την πολύχρονη σχέση τους. «Σταματήσαμε πολύ νωρίς το χορό. Θα μπορούσαμε να δουλέψουμε κι άλλα χρόνια, αλλά είχαν αλλάξει τα πράγματα, είχε μπει στα κέντρα το μπουζούκι. Η ατμόσφαιρα άλλαξε και δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Ο Γιάννης Φλερύ συνεχίζει βέβαια με χορογραφίες, εγώ δεν είχα ταλέντο στη χορογραφία. Εκείνο που θα μπορούσα, ίσως, να κάνω, είναι μια σχολή. Σπούδασα πάρα πολλά χρόνια το χορό. Στη Γαλλία ήμουν μαθήτρια της Μπροβρεζένσκα και ήμουν από τις πρώτες μαθήτριες. Στην Αμερική έκανα χορό με Κίβιτον, έναν πολύ μεγάλο δάσκαλο. Και πάντοτε μου λέγανε ότι πρέπει να συνεχίσω. Έπρεπε να κάνω μια σχολή. Αλλά οι δυσκολίες δε μου το επέτρεψαν. Από τον καιρό που ο Μάνος έχασε το Λαϊκό Θέατρο, όταν το έκλεισε η χούντα, η ζωή μας έγινε μαρτύριο. Τότε άρχισε και η υγεία του να κλονίζεται. Είχε ραγίσει πια. Κάθε μέρα ήταν από την Ασφάλεια, σε αστυνομικό τμήμα. Δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτε, βέβαια, γιατί οι ξένοι σταθμοί λέγανε ότι δεν πειράζουν τον κόσμο, απόδειξη ότι και ο Κατράκης , ο κομμουνιστής, κυκλοφορεί έξω. Κι έτσι δεν μπορούσαν να τον κλείσουν μέσα. Αλλά, του σταματούσαν τις παραστάσεις, τον καλούσαν στην Ασφάλεια».

Η συζήτηση αρχίζει και τελειώνει με το όνομα Μάνος Κατράκης , να «εξουσιάζει» στο λόγο και στις μνήμες. Μια ζωή είναι αυτή!

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

[Κυριακή 30 Αυγούστου 1998]

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:240