Αίσιο τέλος | διήγημα του Άντον Τσέχωφ
Στο σπίτι του αρχιεισπράκτορα Στίτσκιν, μια από τις μέρες που είχε ρεπό, είχε πάει ύστερα από πρόσκλησή του η Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, μια γεροδεμένη και με πλούσια περιφέρεια κυρία, γύρω στα σαράντα. Ηταν προξενήτρα, αλλά έκανε και πολλές άλλες δουλειές, για τις οποίες μιλούσε μόνο ψιθυριστά. Ο Στίτσκιν τα είχε λίγο χαμένα, αλλά, όπως πάντα, ήταν σοβαρός, θετικός και αυστηρός. Περπατούσε μέσα στο δωμάτιο, κάπνιζε το πούρο του κι έλεγε:
– Χαίρω πάρα πολύ για τη γνωριμία, ο Σεμιόν Ιβάνοβιτς μου συνέστησε εσάς σχετικά με τη βοήθεια που μπορείτε να μου προσφέρετε σ’ ένα τόσο λεπτό, όσο και πολύ σοβαρό ζήτημα, που αφορά την ευτυχία της ζωής μου. Εγώ, Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, είμαι πενήντα δύο χρονών. Είμαι δηλαδή σε τέτοια ηλικία όπου πολλοί άνθρωποι έχουν πλέον μεγάλα παιδιά. Η δουλειά μου είναι πολύ καλή. Η περιουσία μου, μόλο που δεν είναι μεγάλη, μου επιτρέπει να μπορώ να θρέψω ένα αγαπητό πρόσωπο και παιδιά. Θα σας πως – κι αυτό ας μείνει μεταξύ μας -, ότι, εκτός απ’ το μισθό, έχω και χρήματα στην Τράπεζα, τα οποία εξοικονόμησα χάρη στον τρόπο ζωής που κάνω. Είμαι θετικός και νηφάλιος άνθρωπος, κάνω πολύ καλή και ρυθμισμένη ζωή, τόσο που μπορώ να γίνω παράδειγμα σε πολλούς άλλους. Ενα μόνο πράγμα μου λείπει. Η θαλπωρή του σπιτιού και η γυναίκα. Κάνω ζωή σαν περιπλανώμενος Μαγυάρος, από μέρος σε μέρος, χωρίς καμιά ευχαρίστηση, δεν έχω με ποιον ν’ αλλάξω δυο κουβέντες, αν αρρωστήσω, δεν υπάρχει κανένας να μου δώσει ένα ποτήρι νερό και λοιπά και λοιπά. Εκτός όμως απ’ αυτά, Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, ο παντρεμένος έχει περισσότερο κύρος στην κοινωνία απ’ τον ανύπαντρο… Ανήκω στην τάξη των μορφωμένων ανθρώπων, έχω χρήματα, αλλά, αν με δείτε διαφορετικά, ποιος είμαι; Ενας μοναχικός μπεκιάρης, το ίδιο όπως κι ο οποιοσδήποτε καθολικός παπάς στην Πολωνία. Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο θα επιθυμούσα πάρα πολύ να δεθώ με τα δεσμά του ηγουμεναίου, να κάνω δηλαδή έναν νόμιμο γάμο με κάποιο αντάξιο πρόσωπο.
– Καλή σκέψη! είπε η προξενήτρα παίρνοντας βαθιά ανάσα.
– Είμαι μόνος και δε γνωρίζω κανέναν σ’ αυτήν την πόλη. Σε ποιον να πάω και σε ποιον να μιλήσω, αφού μου είναι όλοι άγνωστοι; Να, γιατί ο Σεμιόν Ιβάνοβιτς με συμβούλεψε ν’ απευθυνθώ σ’ ένα άτομο ειδικό, σ’ ένα άτομο που να έχει ως επάγγελμα να σκέπτεται και να μεριμνά για την ευτυχία των ανθρώπων. Γι’ αυτό, Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, επιμένω πολύ και σας παρακαλώ, με τη δική σας συμβολή και βοήθεια, να κανονίσω κι εγώ την τύχη μου. Εσείς στην πόλη γνωρίζετε όλες τις υποψήφιες νύφες και δε θα σας ήταν δύσκολο να βρείτε μία να μου ταιριάζει.
– Αυτό μπορεί να γίνει…
– Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Η προξενήτρα πλησίασε με τον συνηθισμένο της τρόπο το ποτηράκι στο στόμα και ήπιε χωρίς κανένα μορφασμό.
– Αυτό μπορεί να γίνει, είπε πάλι. Και πώς θέλετε να είναι η νύφη, Νικολάι Νικολάιτς;
– Εγώ; Ο,τι μου γράφει η τύχη μου.
– Αυτά, βέβαια, είναι τυχερά πράγματα, αλλά ο καθένας έχει και τις δικές του προτιμήσεις. Σε άλλους αρέσουν οι μελαχρινές, σε άλλους οι ξανθές.
– Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, είπε ο Στίτσκιν με σταθερή φωνή και παίρνοντας βαθιά ανάσα, εγώ είμαι άνθρωπος θετικός, άνθρωπος με χαρακτήρα. Η ομορφιά και η εμφάνιση, γενικά, είναι για μένα δευτερεύοντα πράγματα, διότι όπως κι η ίδια γνωρίζετε, το πρόσωπο ξεγελάει. Οι όμορφες γυναίκες δίνουν πάρα πολλές σκοτούρες. Πιστεύω πως στη γυναίκα το βασικότερο δεν είναι η εμφάνιση, αλλά αυτό που έχει μέσα της, δηλαδή τα ψυχικά χαρίσματα. Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ… Θα ήταν, βέβαια, πολύ καλό να είναι γεματούλα, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία, ούτε για τον άντρα ούτε για τη γυναίκα. Η βάση είναι το μυαλό. Για να πούμε την αλήθεια, στη γυναίκα δε χρειάζεται ούτε το μυαλό, γιατί τότε θα έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της και η σκέψη της θα πλανιέται σε διάφορα ιδανικά. Στην εποχή μας βέβαια είναι απαραίτητο να έχει και μόρφωση, αλλά τι είδους μόρφωση. Είναι ωραίο πράγμα αν η γυναίκα σου μιλάει γαλλικά και γερμανικά, ν’ ακούς πολλές φωνές, πολύ ωραίο. Ποια όμως η προκοπή αν δεν ξέρει να σου ράψει, ας πούμε ένα κουμπί; Ανήκω στην τάξη των μορφωμένων ανθρώπων, με τον κόμητα Κανίτελιν μπορώ να πω ότι είμαστε ένα, να, όπως τώρα με σας, αλλά εγώ έχω απλό χαρακτήρα. Εχω ανάγκη από μια απλή κοπέλα. Το κυριότερο δε απ’ όλα είναι να με σέβεται και να αισθάνεται ότι μαζί μου είναι ευτυχισμένη.
– Αυτά είναι γνωστά πράγματα.
– Λοιπόν, ας έρθουμε τώρα στο προκείμενο… Πλούσια δεν τη θέλω. Δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου μια τέτοια παλιανθρωπιά, να παντρευτώ για τα λεφτά. Δεν επιθυμώ να τρώω το ψωμί της γυναίκας μου, αλλά να τρώει εκείνη το δικό μου, έτσι ώστε να συναισθάνεται. Αλλά ούτε και φτωχή θέλω να παντρευτώ. Είμαι άνθρωπος που, μολονότι έχω τα μέσα και μολονότι δεν παντρεύομαι για τα λεφτά αλλά για την αγάπη, δεν πρέπει να πάρω φτωχή, γιατί, το ξέρετε και σεις η ίδια, έχουν όλα ακριβύνει τώρα, θα υπάρξουν και παιδιά.
– Μπορεί να βρεθεί και προίκα, είπε η προξενήτρα.
– Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Σώπασαν για πέντε λεπτά. Η προξενήτρα πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε λοξά τον εισπράκτορα και ρώτησε:
– Λοιπόν, φίλε μου… Μήπως σαν εργένης τώρα έχεις κάποιες ανάγκες; Υπάρχει πολύ καλή πραμάτεια. Είναι μια Γαλλίδα και άλλη μια από την Ελλάδα. Είναι κι οι δυο σπουδαίες.
Ο εισπράκτορας σκέφτηκε και είπε:
– Οχι, σας ευχαριστώ. Βλέποντας από την πλευρά σας τόσο καλή διάθεση, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, πόσα χρήματα θα πάρετε για όλον τον κόπο σας σχετικά με τη νύφη;
– Λίγα. Θα μου δώσετε ένα τέταρτο ύφασμα για ένα φόρεμα, όπως συνηθίζεται, και ένα ευχαριστώ. Για την προίκα θα με πληρώσετε ιδιαιτέρως, αυτός είναι άλλος λογαριασμός.
Ο Στίτσκιν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος κι άρχισε να σκέπτεται χωρίς να μιλάει. Πήρε ύστερα μια βαθιά ανάσα και είπε:
– Είναι ακριβά…
– Καθόλου δεν είναι ακριβά, Νικολάι Νικολάιτς! Μπορεί πρώτα, όταν γίνονταν πολλοί γάμοι, να ήταν φθηνότερα, αλλά στην εποχή που ζούμε ποιο είναι το κέρδος μας: Αν κερδίσεις δύο τέταρτα σ’ ένα μήνα που δεν έχει νηστεία, να πεις δοξασμένος ο Θεός. Εξάλλου φίλε μου, δε ζούμε μόνο απ’ τους γάμους.
Ο Στίτσκιν την κοίταξε με απορία και σήκωσε τους ώμους.
– Χμ!… και μήπως τα δύο τέταρτα είναι λίγα; ρώτησε.
– Βέβαια, λίγα! Πριν από μερικά χρόνια, τύχαινε μερικές φορές να κερδίζουμε πάνω από εκατό ρούβλια.
– Χμ!… Ποτέ δεν περίμενα ότι μπορεί να κερδίσει κανείς τέτοιο ποσό απ’ αυτές τις δουλειές. Πενήντα ρούβλια! Τόσα βγάζουν κι οι άντρες! Φάτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ…
Η προξενήτρα άδειασε το ποτηράκι χωρίς κανένα μορφασμό. Ο Στίτσκιν την κοίταξε προσεκτικά από τα νύχια ως το κεφάλι χωρίς να μιλάει και είπε:
– Πενήντα ρούβλια… Αυτό μας κάνει εξακόσια ρούβλια το χρόνο… Πάρτε κάτι, ταπεινά σας παρακαλώ… Με τέτοια κέρδη, Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, δεν είναι, ξέρετε, δύσκολο και να παντρευτείτε…
– Εγώ; είπε γελώντας η προξενήτρα. Εγώ είμαι γριά…
– Καθόλου… Και η κορμοστασιά σας είναι ωραία και πρόσωπο έχετε άσπρο και παχουλό, κι όλα τ’ άλλα.
Η προξενήτρα τα ‘χασε. Ο Στίτσκιν τα ‘χασε κι αυτός και κάθισε κοντά της.
– Μπορείτε ακόμα να αρέσετε, της είπε. Αν σας τύχει ένας σύζυγος θετικός, σοβαρός και οικονόμος, τότε, με τον δικό του του μισθό και με τα δικά σας κέρδη, μπορεί να του αρέσετε πολύ, ίσως και πάρα πολύ, να ζήσετε αγαπημένα…
– Ενας Θεός ξέρει τι σημαίνουν αυτά που λέτε, Νικολάι Νικολάιτς..
– Τι πράγμα; Τίποτα, τίποτα…
Εγινε για λίγο σιωπή. Ο Στίτσκιν φύσηξε δυνατά τη μύτη του, η προξενήτρα κοκκίνισε ολόκληρη και, κοιτάζοντάς τον ντροπαλά, ρώτησε:
– Και σεις, Νικολάι Νικολάιτς, πόσα λεφτά βγάζετε;
– Εγώ; Εβδομήντα πέντε ρούβλια, χωρίς τα δώρα… Εκτός απ’ αυτά, έχω και έσοδα από τα σπαρματσέτα κι από τους λαγούς.
– Πηγαίνετε κυνήγι;
– Οχι, βέβαια. Λέμε λαγούς τους επιβάτες που δεν έχουν εισιτήρια.
Πέρασε ακόμα ένα λεπτό σιωπής. Ο Στίτσκιν σηκώθηκε και άρχισε ταραγμένος να περπατάει στο δωμάτιο.
– Εγώ δεν πρέπει να πάρω νέα γυναίκα, είπε. Είμαι ηλικιωμένος άνθρωπος και μου χρειάζεται μια γυναίκα, ας πούμε, να… σαν εσάς… σοβαρή και γερή… να έχει τη δική σας εμφάνιση…
– Ο Θεός ξέρει τι λέτε τώρα… είπε η προξενήτρα με χαχανητά, κρύβοντας με το μαντίλι το κόκκινο πρόσωπό της.
– Γιατί να το σκεπτόμαστε τόσο; Μ’ αρέσετε πολύ κι ο χαρακτήρας σας μου ταιριάζει. Είμαι θετικός άνθρωπος εγώ, δε μεθάω κι αν σας αρέσω, τότε… τόσο το καλύτερο! Επιτρέψτε μου να σας κάνω πρόταση γάμου!
Η προξενήτρα δάκρυσε, χαμογέλασε και, ως δείγμα συμφωνίας, τσούγκρισε το ποτήρι με τον Στίτσκιν.
– Λοιπόν, είπε ευτυχισμένος ο αρχιεισπράκτορας, ας μου επιτρέψετε τώρα να σας εξηγήσω ποια συμπεριφορά και ποιον τρόπο ζωής επιθυμώ από σας… Είμαι ένας αυστηρός άνθρωπος, σοβαρός, θετικός, τα κατανοώ όλα με γενναιοφροσύνη και θέλω η γυναίκα μου να είναι κι αυτή αυστηρή και να καταλαβαίνει ότι γι’ αυτήν είμαι ευεργέτης και πρώτος στη σειρά.
Κάθισε και, αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή, άρχισε να λέει και να εξηγεί στην αρραβωνιαστικιά του τις απόψεις που είχε για την οικογενειακή ζωή και για τις υποχρεώσεις της παντρεμένης γυναίκας.
Άντον Τσέχωφ
[Στη φωτογραφία που συνοδεύει το διήγημα, ο Άντον Τσέχωφ με την Όλγα Λεορνάντοβνα Κνίπερ, τον Μάη του 1901]
Στα 1860, στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας γεννιέται ο γιος ενός μπακάλη κι εγγονός ενός απελεύθερου δουλοπάροικου, ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχοφ, που έμελλε να γίνει εξαιρετικός γιατρός – θεράπων της φτωχής αγροτιάς, κορυφαίος και πολυγραφότατος πεζογράφος και το κυριότερο, ο μέγας ανανεωτής της ρώσικης και παγκόσμιας δραματουργίας. Ο «θεμελιωτής» του ρεαλιστικού θεάτρου στον 20ό αιώνα. Από τα – βασανισμένα – παιδικά του χρόνια «ερωμένη» του ήταν η λογοτεχνία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχίζει συνεργασία με διάφορα περιοδικά, δημοσιεύοντας μικρά ευθυμογραφήματα. Το 1878 γράφει δύο (χαμένα) θεατρικά έργα, ενώ μια τετράπρακτη «τραγική φάρσα» του την απορρίπτει το θέατρο «Μάλυ». Το 1882 η τσαρική λογοκρισία απαγορεύει τη συλλογή διηγημάτων του «Αταξία». Το 1884 ακολουθούν τα διηγήματα «Τα παραμύθια της Μελπομένης». Το 1886 γίνεται ευρύτερα γνωστός με τα «Ποκίλα διηγήματα» και συνεργάζεται με τους «Νέους καιρούς» του Σουβόριν. Το 1887 κερδίζει το βραβείο «Πούσκιν», ανεβαίνει (ανεπιτυχώς) το έργο του «Ιβάνοφ», αλλά υμνείται η νουβέλα του «Στέπα». Το 1890 ταξιδεύει στη νήσο Σαχαλίνη, όπου εμπνέεται αριστουργηματικά ρεαλιστικά πεζογραφικά έργα, τα οποία συγκλόνισαν τον Λένιν. Από το 1887 και μέχρι το τέλος του (1904), ο Τσέχοφ συνέχισε να γράφει νουβέλες, διηγήματα και θέατρο, κληροδοτώντας στην οικουμένη, μεταξύ άλλων, τις αριστουργηματικές δραματικές «κωμωδίες» του «Γλάρος», «Τρεις αδελφές», «Θείος Βάνιας» και «Βυσσινόκηπος», που προοιωνίστηκαν την κοσμογονία της Οκτωβριανής Επανάστασης.