H Κακομοιργιασμένη | της Άννας Τακάκη
Καθώς φαίνεται δεν είχανε κάνει τη σπεράδα ντως οι Μοίρες τη βραδιά που γεννούσε η Κλιμεντίνα. Αντί για τις Μοίρες ίσα ίσα κείνη την ώρα επρόβαλε μια διακονιαρά, κακοντυμένη και κακοποδομένη και βαστούσε το λαδικό να της βάλουνε λάδι.
Ντάκα ντουκ με την μπαστόνα της στην πόρτα την ώρα της γέννας.
-Νοικοκοιραίοι, πούστε; Στάξετέ μου μια σταλιά λάδι της κακομοίρας, θεός σχωρέσει τ’αποθαμένα σας!
-Χάσου από ’παδα ογλήγορα! Την αποπαίρνει η μάνα της Κλιμεντίνας που μαζί με τη μαμή ανημένανε το μεγάλο γεγονός κι εξανοίγανε πότε θα πρόβαιρνε το κεφαλάκι του κοπελιού να το πιάσουνε.
-Κουμπάρισσα, δε γροικάς τσι μουγκαλιές; Δε καταλαβαίνεις πως έχομε γέννα κι ελόγου σου καταχτυπάς και φωνιάζεις στα σύμπορτα; Πήαινε παραπέρα, γρουσούζα!
Φεύγει η διακονιαρά κι η Κλιμεντίνα αγκανάρεται ακόμη και κλαίει από τους πόνους. Ζορίζεται κι αναψοκοκκινίζει. Ναι, να βγει το κοπέλι, μα ήβγαινε ανάποδα. Μεγάλο ζόρε είχανε και καημό οι γυναίκες αν έβγαινε με σωστά του, ανέ ζούσε ή ανέ πήγαινε κάτι στραβά κι έβγαινε μισερό. Μα, πούρι, η μαμή, καλή τζη ώρα κατεχαρού, και σβέρτη τα κατάφερε κι έβγαλε το κοπέλι αζωντανό και με τα μέλη του.
-Καλορίζικο να ’ναι θυγατέρα μου! «Τση καλομοίρας το παιδί το πρώτο θυλικό ’ναι». Έχεις καιρό να κάμεις κι ασερνικά.
Μετά από λίγο μπαίνει μέσα στην κάμερα ο κύρης του κοπελιού, ξαναμμένος και λαφασμένος, που ρχότανε απ’ όξω να μάθει τα καλά μαντάτα. Μόλις του ’πανε πως ήκαμε θηλυκό, κατέβασε τα μούτρα, γιατί περίμενε το γιο πως και πως. Κι είχε και έτοιμο, γεμισμένο τον τσιφτέ να ρίξει μπαλωτιές να γροικήσουνε όλοι πως ήκαμε ασερνικό κοπέλι. Μα έλα σου δα που ήκαμε την κουρκούτσα.
Η Κλιμεντίνα ήτανε ακόμη ζαβλακωμένη με την κακή γέννα, και δεν εμπορούσε να του πει πράμα. Μα η μάνα της τ’ απόσωνε.
-«Γιο τονε περίμενες μα’ καμες την κουρκούτσα, που θα σε κάνει να πατείς με μια παλιοπαπούτσα». Όρεξη να’χετε και θα κάμετε κι άλλα κοπέλια, γαμπρέ μου. Θα κάμεις κι ασερνικό ν’ αναστήσει τον κύρη σου.
Μα έλα σου δα που ήβλαψε η γυναίκα του με την κακή γέννα και δεν εμπόρεσε να του κάμει άλλο κοπέλι. Και το ’χανε μοναχοπαίδι το θηλυκό ντως, και φως και μάτια ντως, την Διαλεχτή ντως. Μόνο πως ήτανε πολλά γρινιάρικο κι όλο ήκλαιγε το έρμο. Από μωρό στις φασκές δεν τους άφηνε να κοιμηθούνε μόνο ήγκαζε όλη νύχτα.
-Ειντά ’χει, μωρή, γυναίκα, το κλαούρικο; Φαωμένο, πιωμένο είναι, είντα θέλει; Να μη μ’ αφήσει να κλείσω μάτι, κουρασμένος ταλαιπωρημένος όλη μέρα. Έτσα μου ’ρχεται να το πετάξω από το παραθύρι.
-Αν ήτανε ασερνικό, Γιάγκο, δεν ήθελα να λες αυτές τσι κουβέντες. Μωρό είναι, δεν κατέχει ακόμη να μιλεί, να κατέχομε κι εμείς είντα να του κάνομε του κακομοιριού…
Εμεγάλωνε το κοπέλι μα πάλι όλο γρίνια ήτανε κι όλο αρρωσταρό . Πίζηλο, κακόφαγο και πολλά ζωηρό. Όλο ήπεφτε κι ήκανε μπαρόλες στην κεφαλή κι όλο ζημιές τους έκανε και το μαλώνανε. Κι εκείνου από μικιό ο νους του ήτανε στις διαολιές. Επήγαινε στα κατσιρμά* κι ήνοιγε την κάνολα και τους έχυνε το κρασί, έκανε σπασερά, έριχνε το καθαρό στάρι στα σκύβαλα εκειδά που το καθαρίζανε οι γυναίκες κι έλαμπε, και χίλιες δυο άλλες ζαβολιές…
-Ε, το κακομοίρι, ήλεγε η μάνα του. Δεν πάει του δε καλού αυτό το κοπέλι. Γιάε εσύ ένα μόμπιλο να μας τα κάνει τα όλα χουμά κουτάλι. Έμου δεν τρώει κι είναι λίτζερο, μα τσι διαολιές τσι κατέχει. Κι από την άλλη γκρεμίζεται και δε προλαβαίνω να τ΄ ανεμαζώνω και να το γιατρικουλίζω. Να μου μιζερωθεί θέλει, κιόλας, να το γλακώ στους γιατρούς.
Ε, το κακομοίρι, απού δεν έχει ένα αδερφάκι να χει κι αυτό παρέα να παίζει, και μια συντροφιά σα μεγαλώσει. Ελόγου μας θα μισέψομε. Ήλεγε και ξανάλεγε η Κλιμεντίνα. Άσε που θα πέσει όλο το βάρος απάνω τζη να μας ανετάσει.
-Φάε κακομοίτσικο μικιό, να πάρεις τα πάνω σου. Πήγαινε κακομοίτσικο να μου φέρεις δυο ξυλαράκια από την αποθήκη ν’ ανάψομε την παραστιά. Φέρε κακορίζικο, δυο πατάτες να τσι καθαρίσομε.
Από Διαλεχτή που τη βγάλανε, ένα όνομα ξεχωριστό και πρωτάκουστο, φαίνεται πως εμπέρδευε στης μάνας της τα δόντια και δεν ήβγαινε. Όλο κακομοίρικο και κακορίζικο το ’λεγε και με τ’ ονομά του αρά και που, μέχρι που συνήθισε η γλώσσα της μάνας κι ήκαμε και τον πατέρα και τη γιαγιά να το λένε κι αυτοί κακομοίρικο.
-Πού ’ναι το κακομοίρικο;
-Άτε ποπάνω είναι με το Στεφανιώ και παίζουνε στα δώματα.
-Σε μιαολιά θα σου ’ρθει πάλι με την μπαρόλα.
-Να του βράσομε χυλόφτα με το γάλα να φάει κακομοίρα μάνα, μπας και πάρει μπόι. Είδες τα συνομήλικά τζη μπόι το ’χουνε, κι εκείνο σα να ’ναι κατσασμένο;
-Ε, κακομοίρη άντρα μου κι επομείναμε μ’ ένα κοπέλι κι αυτό μπόχικο.
-Είντα κακομοιργιά ήπεσε οφέτος, μπρε γυναίκα, και δεν εστέσανε ένα καρπό τα δεντρά μας;
– Ε, κακκομοίρα Κλιμεντίνα κι εψόφησε ο γάιδαρός μας.
Το κακομοίρι και την κακομοιριά τα ’χανε μαθές πρώτο λόγο στη γλώσσα τους, πατέρας και μάνα. Ε, να μην πάρει την προφορά κι η θυγατέρα ντως;
Εμεγάλωσε η Διαλεχτή, κοτζάμ κοπελιά της παντριγειάς. Αδύνατη, μελαχρινή και μικροκαμωμένη ήτανε. Τα μαλλιά της μόνο πολλά σγουρά και πυκνά εφουντώνανε σαν την ανωνίδα και της μεγαλώνανε την κεφαλή. Έλα σου δα που και αυτή είχε μάθει ποιματάκι την κακομοιριά κι όλο ήλεγε: Κακομοίρα μάνα, κακομοίρη πατέρα, κακομοίρα λαλά. Την ίδια προφορά είχε και με τις φιλενάδες της, γιαυτό δεν τηνε πολυκάνανε παρέα.
-Που θα πάτε μπρε; Στση Κακομοιργιασμένης;
-Καλιά μην προσαύτετε σ’ αυτή τη φαμελιά, Να ’σασε κακομοιριάζουνε.
Διαλεχτή τηνε βαφτίσανε που θα τανε κιόλας διαλεχτή, μοναχοκόρη απού τανε, και αποκαταστημένη. Μα δεν τηνε γροικάς, μαθές, με τ’ ονομά τζη παρά μόνο η Κακομοιργιασμένη. Παρατσούκλι κι αυτό. Καλιά ήτανε να τηνε παρανομοιάζανε «Ανωνίδα» έτσα φουντωτά απού ’ναι τα μαλλιά τζη ωσάν την ανθισμένη ανωνίδα.
Περνά ο καιρός. Παντρεύγονται οι φιλενάδες της μα εκείνη επόμενε οπίσω. Καημό το ’χανε οι γονέοι κι η λαλά της να τηνε παντρέψουνε. Ελέγανε ότι θα τους επόμενε γεροντοκόρη. Πέμπουνε μπροξενιτάδες στο χωριό, πέμπουνε και παραχωριού. Ένας απ’ όλους τους έφερε καλά νέα. Πως την ήθελε ο Μιχαλάκης από το παραδίπλα χωριό. Μισής ώρας δρόμος με τα πόδια ήτανε. Πορπατηχτός ήρθε με τσ’ ανθοδέσμες του και τηνε ζήτησε ο γαμπρός. Κι εκάμανε γάμους τρανούς και ξεφαντώματα. Καλό κοπέλι, δουλευτάρικο, λιγνοβιτσάτος κι ομορφονιός ήτανε ο Μιχαλιός.
-Θωρείς εσύ την Κακομοιργιασμένη τύχη την είχε; Απού την είχανε για το ράφι;
Τρεις μήνες ήτανε παντρεμένοι, στον τέταρτο το ’σκασε ο γαμπρός.
Κάνουνε σκοτώματα οι γονέοι της κι η λαλά της να τονε ξαναφέρουνε οπίσω. Του τάσανε του ξανατάσανε, μα πράμα.
Πολλά δεν είπε ο γαμπρός μα τς’ αποστόμωσε με μια μαντινιάδα:
Του κακομοίρη η κεφαλή σπάσιμο που το θέλει.
Εκειά που πιάνει θησαυρό, γλιστρά ντου σαν το χέλι.
Έ κακομοίρικο, λέει πάλι η λαλά της Διαλεχτής.
Μήδε τον άντρα δεν ήσουνε άξα να στέσεις, γιατί δεν είχες μοίρα. Εκατάλαβά το ’γώ από την αρχή. Την ώρα που γεννιώσουνε επέρασε μια διακονιαρά και μασε καταχτύπα την πόρτα κι εζητιάνευγε. Κακό παρατήρημα κατά πως λένε οι παλιοί… Κακή μοίρα, κακομοιργιά.
Η καλή μοίρα φαίνεται πως επήγε παραδίπλα στου Μεροπάκι.
«Κρητικά νάκλια 2021»
Άννα Τακάκη
.