Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Ο ανήθικος δρόμος του πολιτισμού | του Βασίλη Ραφαηλίδη

Η ιστορία βαδίζει το δύσκολο δρόμο της, ερήμην της ηθικής. Βέβαια, η ηθική υπάρχει πάντα, αλλά μόνο για να ελέγχονται από την κοινωνία τα καταστροφικά ένστικτα Και ο άκρατος εγωισμός, μέσα από ένα πλέγμα απαγορεύσεων, που κατά κανόνα έχουν θεϊκή επικύρωση, ώστε να γίνονται, αν όχι περισσότερο πειστικές οι απαγορεύσεις, τουλάχιστον περισσότερο επίφοβες. Κατά κάποιον τρόπο, οἱ δέκα εντολές είναι τα δέκα άρθρα του χριστιανικού ηθικού «συντάγματος» (κώδικα) πάνω στα οποία στηρίζονται οι επιμέρους ηθικοί νόμοι. Όμως, η τήρηση αυτού του «συντάγματος» δεν επαφίεται στο χριστιανισμό των χριστιανών, όπως το κυρίως ειπείν σύνταγμα στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στο φόβο της τιμωρίας στον άλλο κόσμο. Που όσοι τον αψηφούν κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους στη Γη.

Σου λένε οι άνθρωποι, και δικαίως: Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον βλέπουμε και τον ξέρουμε. Τον «άλλο κόσμο» όμως δεν τον βλέπουμε και γι᾿ αυτό τον φανταζόμαστε, ή τον ονειρευόμαστε. Λοιπόν, ας τα βολέψουμε πρώτα στον ορατό κόσμο, κι ας αφήσουμε τη φροντίδα για τον αόρατο στους παπάδες, που είναι ειδικοί και ξέρουν καλύτερα. Οι δυο κόσμοι, «αυτός) και ο «άλλος», πάντα μπέρδευαν ο ένας τον άλλο, σαν να στέκονταν εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο: Αν πρόκοβες σ᾿ αυτόν τον κόσμο, θα ΄σουν ένας ανεπρόκοπος στον άλλο. Αλλά αν σιγουρευόσουν πως κέρδισες τον άλλο, θα αδιαφορούσες εντελώς για τούτον. Κι έτσι, τούτος ο κόσμος έγινε τελικά για τους έξυπνους κι ο άλλος για τους χάχες, όπως άλλωστε το λέει ρητά και κατηγορηματικά κι εκείνο το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».

Η υπερβολική φροντίδα για τη «βασιλεία των ουρανών» αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης των βασιλέων επί της Γης, καθώς και όλων των βασιλικών ή μη καθαρμάτων. Ο καθένας στο βασίλειό του, λοιπόν, κι ο φτωχός στο δικό του εις τους ουρανούς, ἐνθ᾽ απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγµός. Παρά ταύτα, παρά δηλαδή τις θεϊκά κατοχυρωμένες ηθικές απαγορεύσεις, η ανηθικότητα δεν έλλειψε ποτέ από τη Γη. Ευτυχώς, γιατί οι ηθικοί άνθρωποι εκτός από διαρκώς τρομαγμένοι εξαιτίας της ύπαρξης της κόλασης, είναι και βαθύτατα ανήθικοι στο βάθος βάθος. Διότι εξαρτούν την ηθικότητά τους από το αόρατο μαστίγιο του Θεού, κι όχι από το ήθος, δηλαδή τη βαθιά και βιωματική κατανόηση της αξίας και της σημασίας του καλού εν τω κόσµω, που το πράττει κανείς χωρίς να περιμένει καμιά ανταμοιβή στον άλλο κόσμο, έτσι, γιατί είναι όντως καλός, κι όχι γιατί του είπε ο παπάς της ενορίας πως πρέπει να είναι καλός, για να πάρει το βραβείο στους ουρανούς, ὡς αριστεύσας μαθητής, επί της Γης! Εδώ σε θέλω κάβουρα! να περπατάς στα κάρβουνα της γης και να μην καίγεσαι. Κι όχι να παριστάνεις τον καλό, ενώ δεν είσαι παρά ένα τρομοκρατημένο ανθρωπάκι, που είναι καλό θέλει δεν θέλει, του αρέσει δεν του αρέσει, το μπορεί δεν το μπορεί.

Πάντως, και παρά τις ηθικές απαγορεύσεις, η κοινωνία δεν ηθικολογεί. Ηθικολογούν μόνο τα άτομα. Για τον απλό λόγο πως η ηθική είναι μια προσωπική σχέση με το καλό και το κακό, ενώ η κοινωνία, παρόλο που αποτελείται από άτομα, δεν είναι το άθροισμα των ατόμων που τη συναποτελούν, αλλά ένα «μόρφωμα» όπως λέμε, δηλαδή μια «οντότητω» στατιστική και συνεπώς υπερπροσωπική. Μια ομάδα ανθρώπων που αποτελείται, ας πούμε, από σένα, από μένα κι από τον Φούφουτο, ή όποιον άλλο τέλος πάντων, που δρα σαν ομάδα χωρίς να εξατομικεύει τη δράση του καθένα, αλλά αθροίζοντας τη δράση του καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, δίνει ένα «άθροισμα» συμπεριφοράς που καμιά σχέση δεν έχει με τη συμπεριφορά του καθένα χωριστά, παρότι ο καθένας χωριστά παίρνει μέρος στον καθορισμό του αθροίσματος.

Θα καταλάβετε καλύτερα τη στατιστική έννοια (το μέσο όρο) του αθροίσματος αυτού, αν βρεθείτε σε μια διαδήλωση, όπου η μάζα ενεργεί και φέρεται ηθικά ή ανήθικα, αναλόγως, σαν μια υπερπρόσωπη οντότητα (μόρφωμα). Είναι απόλυτα βέβαιο, πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων έχει μεγαλύτερη αίσθηση του κακού παρά του καλού. Γι’ αυτό, άλλωστε, φοβούνται τις ομάδες, κυρίως τις εξαιρετικά πολυάριθμες, οι εξουσιαστές. Ξέρουν τι τους περιμένει αν περιπλακούν σε μια ομάδα που ενεργεί ως μόρφωμα και όχι εξατομικευμένα. Κι η ομάδα αυτή έχει συγκροτηθεί για να υπερασπιστεί κάποια συγκεκριμένα συμφέροντά της κι όταν αυτά είναι ζωτικά δηλαδή άµεσον σχέσιν έχοντα με τη ζωή των ατόμων, μπορεί να γίνει χαμός στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Εκείνη τη στιγμή, το καθένα χωριστά από τα άτομα της ομάδας, στέλνει περίπατο την ηθική του, και το κακό εμφανίζεται σ᾿ όλο του το καταστροφικό μεγαλείο.

Η τεράστια δύναμη της μάζας, που την τρέμουν οι πάντες, έχει τη ρίζα της σ᾿ αυτή την προσωρινή έστω κατάργηση της καταναγκαστικής ηθικής, που όπως είπαμε δεν πρέπει να συγχέεται με το ήθος, δηλαδή με τη βιωματική και αυθόρμητη ηθικότητα, που δεν στηρίζεται στην ποινή και την τιμωρία. Μπορούμε να μιλάμε για το ήθος μιας ομάδας ανθρώπων, που κι αυτό είναι στατιστικά καθορισμένο (κατά μέσον όρο προσδιορισμένο), ποτέ όμως για την ηθική της ομάδας. Διότι η ομάδα, όταν δρα, ξεχνά αυτομάτως τις καταναγκαστικές ηθικές απαγορεύσεις. Κατά κάποιον τρόπο, απελευθερώνεται από την έξωθεν επιβεβλημένη ηθική, και δείχνει το πραγματικό και ουσιαστικό ήθος της αν βέβαια αυτό υπάρχει στα άτομα που αποτελούν την ομάδα. Αν δεν υπάρχει… χαιρετίσματα στην εξουσία! Που αυτή κι αν είναι ανήθικη! (Κάθε εξουσία είναι εξ ορισμού ανήθικη. Η «καλή εξουσία» υπάρχει μόνο στον Παράδεισο).

Ο ιστορικός ρόλος της ανηθικότητας είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι της ηθικότητας. Απλή απόδειξη, οι ήρωες. Όπως ξέρουμε, έτσι ονομάζουμε συνήθως αυτούς που σκότωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς και στο τέλος σκοτώθηκαν. Και μη µου πείτε, καλά τους έκαναν αφού ήταν εχθροί, γιατί θα αποδειχτείτε φρικαλέοι χριστιανοί. Άλλωστε, είδατε πολλά αγάλματα ηρώων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών; Το πολύ πολύ να είδατε κανέναν ανδριάντα πολιτικού, που δόξασε την πατρίδα δια των στρατιωτών, δηλαδή δια των εντεταλμένων δολοφόνων!

Σας το λέω και να το ξέρετε; Αν θέλετε να σας κάνουν άγαλμα, κάποτε, προσπαθήστε να απαλλαγείτε από τις ηθικές αναστολές. Εννοώ άγαλμα που να το στεφανώνουν στις εθνικές επετείους, κι όχι από τα άλλα, τα μονίμως αστεφάνωτα αγάλματα των ποιητών, που λειτουργούν ως άλλοθι στον κόσμο των βαρβάρων. Άλλωστε, στο σχολείο μας υποχρεώνουν να αποστηθίζουμε ημερομηνίες μαχών κυρίως, τουτέστιν ομαδικών και οργανωμένων σφαγών. Κι ύστερα μας ζητούν να γίνουμε καλοί και ηθικοί άνθρωποι. Τα κτήνη! Ενώ κάθε φορά που θα τα βρουν ζόρια, βάζουν μπροστά το μηχανισμό παραγωγής μαζικής ανηθικότητας, έναν έναν μας θέλουν ηθικούς. Τα ζώα!

Εγώ βρίζω κατά τη συνήθειά μου, όμως η ιστορία γράφει μονίμως στα παλιά της τα παπούτσια την ηθική μου αγανάκτηση. Η ιστορία δεν γράφεται από ηθικολόγους, γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν χρειαστεί για τα συμφέροντά τους. Που πάρα πολύ συχνά τα βαφτίζουν ιδανικά για να μην καταλαβαίνουμε περί ποιων ακριβώς συμφερόντων πρόκειται. Όταν π.χ. µας προτείνουν να σκοτωθούμε για την πατρίδα (τι πρόταση κι αυτή, μα τον Δία) δεν μας λένε ότι πρόκειται να σκοτωθούμε για τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης της πατρίδας που κάνει τον πόλεμο, γιατί έχει σοβαρούς οικονομικούς λόγους να τον κάνει.

Είναι πολύ εύκολο να εφεύρει κανείς ιδανικά. Ακόμα και ο Τρωικός πόλεμος έγινε για το (αισθητικό) ιδανικό που επέβαλλαν τα μάτια της ωραίας Ελένης, κι όχι για τους θησαυρούς της Τροίας, που είχαν κάτσει στο μάτι των Αχαιών! Κοίτα να δεις πλάκα, φίλε μου! Να σε στέλνουν να σκοτωθείς, κι αν γυρίσεις ζωντανός να μη σου δίνουν μοιράδι από τη λεία, και να σ᾿ αφήνουν να βολοδέρνεις με τα ιδανικά για τα οποία, λέει, έγινε ο πόλεμος. Τουλάχιστον οι αρχαίοι Έλληνες πρότειναν αισθητικά ιδανικά στους μελλοθάνατους. Ενώ εμείς οι τενεκέδες σκοτωνόμαστε για το «βασιλιά και την πατρίδα». Και καλά για την πατρίδα. Τσιμέντο να γίνει. Αμ, εκείνος ο βασιλιάς, πως διάολο γίνεται και γίνεται ιδανικό; Ω, τι κόσμος ηλίθιων μπαμπά Πλάτωνα!

Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο.

Ο καπιταλισμός, λοιπόν, έκανε καταμερισμό έργου και στην ηθική. Τοποθέτησε το «κακό» σε τούτο τον κόσμο και το «καλό» στον άλλο, ώστε οι κακοί να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σε τούτο τον κόσμο και οι καλοί να παίζουν το κομποσκοίνι τους (ίσως και κάτι άλλο) όσο οι κακοί κάνουν «καλές δουλειές». Έτσι γινόταν πάντα στην Ιστορία, αλλά ο καπιταλισμός επιτέλους είπε τα πράγματα µε τ’ όνομά τους. Δηλαδή, δεν το βροντοφώναξε τ’ όνομα. Το είπε από μέσα του για να μην τ᾽ ακούσουν οι χαχόλοι και σταματήσουν να σκοτώνονται, για το βασιλιά (κοίτα να δεις πλάκα) και την πατρίδα.

Γι’ αυτό και πρόκοψε τόσο γρήγορα ο καπιταλισμός. Πρόκοψε, που λέτε, γιατί αναγνώρισε πως η ιστορία είναι «κακή» απ᾿ την ίδια τη φύση. Θέλω να πω, πως αναγνώρισε ότι η ιστορία φτιάχνεται και από τους ηθικούς και από τους ανήθικους, εναλλάξ ή κατά ζεύγος. Θέλω να πω, μ᾿ άλλα λόγια, πως η ιστορία δεν δίνει πεντάρα για την ηθική. Μπορεί να κλαψουρίζουν οι άνθρωποι μετά από κάθε μάχη, πάντως ο αγώνας δόθηκε και κερδήθηκε κι αυτό έχει σημασία. Αν δοθεί χωρίς να κερδηθεί, τότε κλάψτα δικαίως. Στον καπιταλισμό μετράει μόνο η αποτελεσματικότητα, και ποτέ η ηθική. Αυτό, βέβαια, γινόταν πάντα κι αυτό έκαναν και τα προγενέστερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήµατα, Όμως, ο καπιταλισμός επιδίωξε την αποτελεσματικότητα παντί τρόπω και γι᾿ αυτό ακριβώς πρόκοψε και μεγαλούργησε. Σκέψου να κατακτάς την Αμερική χωρίς, λέει, να σκοτώσεις ούτε έναν Ινδιάνο! Σκέψου να σου επιτίθενται οι φίλοι και γείτονες Τούρκοι για να σε λεηλατήσουν και συ, λέει, να τους λες: Μα, γιατί το κάνατε αυτό παιδιά! Δεν είναι ευγενικό! Μη με υποχρεώσετε να σας σκοτώσω και χάσω τον Παράδεισο στα καλά καθούμενα! Φύγετε, σας παρακαλώ, γιατί θα φωνάξω τον μπαμπά μου τον Ανδρέα.

Λοιπόν, ας αφήσουμε την πλάκα κι ας το πούμε καθαρά για να το καταλάβουν και οι… εθνικόφρονες (λες;) Το ήθος μετράει και στον άνθρωπο και στις κοινωνίες. Η ηθική όμως δεν μέτρησε ποτέ και σε τίποτα. Μπορεί κάποιοι να κέρδισαν τον Παράδεισο χάρη στην ηθική, αλλά μη μου ζητάτε περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς, γιατί θα δυσκολευτώ να τις διασταυρώσω ως καλός και ευσυνείδητος δημοσιογράφος. Άλλωστε, ποτέ ο διευθυντής μου δεν με έστειλε με δημοσιογραφική αποστολή στον Παράδεισο. Με έστειλε στην Κίνα, στην Κούβα, στη Λιβύη, στη Σοβ. Ένωση και αλλαχού, αλλά από Παράδεισο, τίποτα. Κανένα νέο από τον Παράδεισο.

Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ᾿ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας͵ ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο. Ε, ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός μπορεί να γεννηθεί µε καισαρική τομή, όπως στη Ρωσία του 1917, αλλά δια παρθενογενέσεως, ποτέ των ποτών. Εμείς οι μαρξιστές δεν μυρίσαμε τον κρίνο για να κυοφορήσουμε το σοσιαλισμό. Θέλω να πω, ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας, έτσι, γιατί είσαστε οι ηθικοί και οι τίμιοι, Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προϋπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός.

Βασίλης Ραφαηλίδης

[Από το βιβλίο του «Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας», εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 1991, ISBN 960-7058-07-0]

Η εικόνα που συνοδεύει το άρθρο είναι χαρακτικό του Ινδού καλλιτέχνη Chittaprosad Bhattacharya (1915 – 1978).

Υπήρξε μια ιδιάζουσα μορφή στα ελληνικά πνευματικά πράγματα και πάνω από όλα ένας άνθρωπος του οποίου ο δημόσιος λόγος προκαλούσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις.
Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και κινηματογραφικός κριτικός Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1934. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Σεπτέμβρη του 2000, νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 66 χρόνων. Άφησε ένα τεράστιο σε μέγεθος συγγραφικό έργο καθώς και το προσωπικό του στίγμα στη ελληνική δημοσιογραφία με τα άρθρα και τις πολιτικές παρεμβάσεις του, γνώριμος καλεσμένος σε πολλές εκπομπές πολιτικού λόγου της τηλεόρασης.

Το 1959 εγγράφεται στην ιδιωτική Κινηματογραφική Σχολή Σταυράκου. Μετά το τέλος των σπουδών του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο, τον βρίσκει διπλά στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη για αρκετές ταινίες. Στρέφεται στη κινηματογραφική κριτική μετά την απόπειρα και τη δημιουργία δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βυζαντινό Μνημόσυνο» και «Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους», εγκαταλείποντας οριστικά τη σκηνοθεσία.

Το πέρασμα του το 1964-1965 από την Αλγερία κοντά στον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη), πολιτικά και ιδεολογικά τον στιγμάτισε σε όλη του τη πορεία.

Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν κινηματογραφικός κριτικός από το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και συνεχίζει το 1965 στην «Δημοκρατική Αλλαγή» μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εκδίδουν το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» που κλείνει με τη χούντα. Την περίοδο της χούντας συνελήφθη πολλές φόρες, βασανίστηκε και πέρασε μεγάλα διαστήματα στην απομόνωση των φυλακών της Αίγινας. Υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το οποίο διευθύνει μέχρι το 1973.

Ο συνεργάτης και φίλος του Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραψε σχετικά: «Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.

Μαγικά χρόνια, χρόνια αναμονής κι ονείρου. Δουλέψαμε μαζί μέχρι το 67.
Με τη δικτατορία, μπήκε στην εφημερίδα η στρατιωτική αστυνομία και τα διέλυσε όλα, κι ο Βασίλης είχε τις γνωστές του περιπέτειες με την Ασφάλεια.

Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε καιρό αργότερα, για να ριχτούμε στο στήσιμο ενός κινηματογραφικού περιοδικού, του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Βασίλης το έστησε. Όλη η δουλειά από το χέρι του πέρναγε, κι όλη η ευθύνη πάνω του.

Το περιοδικό αυτό έμελλε να γίνει το κεντρικό όργανο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γιατί συγκέντρωσε όλους τους νέους κινηματογραφιστές της εποχής, όλον τον κόσμο του κινηματογράφου».

Μετά τη πτώση της χούντας, εργάζεται δημοσιογραφικά στο Βήμα, το Έθνος και την Ελευθεροτυπία. Υπήρξε ακόμη συνεργάτης των περιοδικών «Ταχυδρόμος», «Διαβάζω», «Θέατρο» και «Λέξη». Έκανε διάφορα περάσματα από το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, κυρίως όμως έμειναν ιστορικά τα πολιτικά του κείμενα και άρθρα, όπως και οι πολιτικές του παρεμβάσεις.

Ένας ακατάπαυστα αιρετικός στοχαστής, τόλμησε δημόσια με τα κείμενα και τις σκέψεις του να αμφισβητήσει κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, όπως και την Εκκλησία και το εκάστοτε ιερατείο της. Απομυθοποιώντας τα επιστημονικά θέσφατα της Ιστορίας τα έβαλε με ιστορικούς, πολιτικούς και ολόκληρη την καθεστηκυία τάξη τους.

Έλεγε τα σύκα, σύκα, και τους προδότες, προδότες κι όχι εθνικούς ήρωες. Περιέγραφε τα πράγματα με τ όνομά τους, χωρίς να χαϊδεύει αυτιά. Μ’ έναν λόγο διεισδυτικό, φιλοσοφικό, γλαφυρό, χιουμοριστικό, που μερικές φορές γίνονταν οδυνηρά σαρκαστικός. Γνήσιος μαχητής με τις επιλογές του και τον αιρετικό του λόγο, προκαλούσε τη ζωή και αψηφούσε το θάνατο. Ανήσυχο μυαλό ως διανοούμενος, με το πλούσιο έργο του ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου, με την πένα του και τη συνολική στάση ζωής, έμεινε στη θέση που θεωρούσε ως χρέος ζωής, στάθηκε δίπλα στο ΚΚΕ και στις λαϊκές αγωνίες μέχρι την τελευταία πνοή του και διέγραψε μια λαμπρή αγωνιστική πορεία.

Η ακατάπαυστη πένα του Βασίλη Ραφαηλίδη δημιούργησε ένα δημοσιογραφικό έργο που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχο σε μέγεθος στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Το ίδιο μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία. Πέρα από τα «12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο», στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Λεξικό Ταινιών», «Κινηματογραφικά θέματα», «Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», «Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας στον Αγγελόπουλο», «Κείμενα για τον Μαρξ», «Πολιτικά Ταξίδια», «Ελληνες και Νεοέλληνες», «Η περιπέτεια του μαρξισμού», «Η δύσκολη ζωή ενός Ελληνα», «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Οι λαοί της Ευρώπης», «Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων», «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους», «Το βλέμμα του ποιητή», «Στοιχειώδης Αισθητική», «Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι», «Οι λαοί της Μ. Ανατολής» κ.ά.π.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:228