Τρία ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη
.
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
για πάντα
λες και μας ρούφηξε η νύχτα
σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα.
Ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
κι εγώ μπροστά σου
ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
απ’ της νιότης το κόκκινο ρόδο
και την καρδιά μας δε μάρανε
των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω «σ’ αγαπώ»
Δε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σε φιλήσω όπως πάντα
ούτε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σ’ οδηγήσω στο πράσινο δάσος
και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
και να σου πω το παραμύθι εκείνο
που κείνη και κείνος
ενώνονται υμνώντας τη χαρά.
Μόνο – θα ‘ναι δείλι σαν θα ‘ρθω
στη μελαγχολική την ησυχία
θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
και θα πει
“αγαπημένη αντίο”
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
μες στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσεις από μπρος μου
ως σβηούνται οι μορφές
που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
των ονείρων μας με το φως
της ημέρας
Και τώρα ας χωριστούμε
γλυκειά μου αγαπημένη
τώρα που ‘σαι για με μεγάλη
κι εγώ μεγάλος για σένα.
Τώρα που ‘μαστε αντικρύ
σα δυο φωτιές που καίνε
κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
μαυροφόρα κι ανάγκη.
Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω «σ’ αγαπώ»
Το όνειρό μου η ζωή μου
θα πετάξει και θα ‘ρθει
η νυχτιά της ημέρας
και κοιτώντας τ’ αστέρια
μ’ ενωμένα τα χέρια
θε να πούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό:
Η Δυάδα η Τριάδα
Εκείνος κι εκείνη!
Γελάτε αστέρια
Χαρείτε ουρανοί!
Εγώ ‘μαι ο κόσμος
η αρχή και το τέλος!
Φιλιά στα φιλιά
κι όρκοι στους όρκους…
Ζωή μου πού είσαι;
Τ’ όνειρό μου η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε η νύχτα
της ημέρας.
Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θε να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου.
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω «σ’ αγαπώ».
[Τρίπολη, 1941]
Οδυσσέας
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Οι πόροι μου ανοίξανε στο πέρασμα της θάλασσας
που ‘ρθε και στήθηκε μες στην καρδιά μου.
Κι η καρδιά μου διάβηκε το κορμί μου
κι απλώθηκε σκορπίζοντας μες στην καρδιά του ωκεανού
τη γλυκειά μελωδία του γυρισμού.
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Πίσω από κάθε λουλούδι , κάθε νησί
και κάθε ομορφιά
προβάλλει εμπρός μου όραμα θείο
η μια κι αταίριαστη και πάντα όμοια Ιθάκη
Λες κι όλη η φύση δεν έγινε παρά για να κρύβει
την ομορφιά της σαν τα αδύνατα σύννεφα
την ώρα της δύσης που σκεπάζουν τον ήλιο
για να υψώσουν πιο ψηλά την ομορφιά του.
Γύρω μου, μέσα μου, παντού θάλασσα.
Γελαστή κι αγαπημένη
Καθρεφτίζει τον ήλιο, τ’ άστρα και τους περαστικούς γλάρους.
Κάθε κύμα που περνά
με φέρνει σιμώτερά σου.
Όλα όλα είναι γλυκά (πόσο γλυκά!)
ακόμα κι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος
όταν με φέρνουν πιο σιμά σου ω Πατρίδα.
[Αθήνα, 1943]
Στον νεκρό μου φίλο…
Απ’ τα λίγα τα φύλλα των δέντρων
πούχουν πέσει στην κρύα τη γη
το δρομάκι που σ’ άρεσε, φίλε,
έχει βάλει τη μαύρη στολή…
*
Το τραγούδι που πριν εσκορπούσε
αρμονία γλυκειά στη νυχτιά
δεν ακούστηκε το άμοιρο, πάλι…
αχ, το πήρε κι αυτό η παγωνιά…
*
Για θυμήσου, ω φίλε, την ώρα
πούχαμ’ έρθει οι δυο μας μαζί
στων μνημάτων την ήσυχη χώρα…
Σ’ έναν τάφο καθόσουν εσύ…
*
Κι ένα μνήμα θωρώντας πιο πέρα
που βαθειά μες στην κρύα τη γη
τον γλυκό σου είχε κλείσει πατέρα
αχ, τι τάχα να σκεπτόσουν εσύ;
*
Να σκεπτόσουν, ποιος ξέρει, αδελφέ μου
πως ταχιά σ’ ένα μνήμα βαθύ
ήθελε έμπεις σκληρά μιαν ημέρα
σαν πρωτόλαβο, αθώο πουλί;
*
ΙΙ
Μη διαβάτη, μην κόψεις το άνθος
πούχει βγει απ’ του τάφου τη γη
που τον μαύρο σκεπάζει μας φύλλο
κι άλλος Χάρος του θέλει γενής.
*
Ασπρο λούλουδο ήταν και πρώτα
άσπρο λούλουδο βγήκε ξανά
κι αν σκορπούσε και πρώτα το μύρο
πάλι χύνει λευκή ευωδιά…
*
ΙΙΙ
Και σύ, ω φίλε μας, γίνε μας πάλι
αηδονάκι αθώο, γλυκό
κι ας μας ψάλλεις εκειά τα τραγούδια
με τον ίδιο αγάπης σκοπό.
Αφιερωμένα στους φίλους μου,
ΜΙΚΗΣ
[1944]
* Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου το τρίο του Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του Μάκη Καρλή έξω από την Τρίπολη το 1942.