Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Το δουλάκι | Ηθογραφικό διήγημα της Άννας Τακάκη

Γεροντοπαλήκαρο ήτανε ο Πρίαμος. Μια ζωή αμοναχός του. Αυτός και τα οζά του, αυτός και τα βούγια του και τα μουλάρια του. Τ’ αμπέλια του, οι ελιές του και τα μετόχια του. Τέσσερεις αδερφίδες είχε να παντρέψει, ν’ αποκαταστήσει. Τέσσερεις γάμους τους ήκανε, και τις καλοπάντρεψε. Μα όλες επήρανε παραχωριού. Ετσιδά είναι τση τύχης τα γραμμένα, που λένε. Πατέρα δεν είχανε, γιατί σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η μάνα τους επόμεινε χήρα, νια γυναίκα με τέσσερα μικρά κοπέλια. Το πέμπτο κοπέλι, το ’καμε λίγες μέρες αφότου ήφταξε το κακό μαντάτο τ’ αντρός της από το μέτωπο. Γαστρωμένη την ήφησε κι ήφυγε ο αντρειωμένος.

Άντρας δεν τση ξανασίμωσε. Κι ούτε που ήθελε ν’ ανεντρανίσει μάτια να δει ασερνικό. Χήρα και βασανισμένη και στενοχωρημένη, η Αλισάβα, ήμελλε να περάσει το υπόλοιπο βιος της. Ο θεός μόνο κι αυτή το κατέχει πως ανέθρεψε πέντε κοπέλια. Σαν εμεγάλωσε ο Πρίαμος ανέλαβε τα βάρη της δουλειάς να ξεκουράσει τη βασανισμένη μάνα του. Σαν είντα μεγάλος δηλαδή; από οχτώ χρονών εβάστα της ζωής τα βάρη. Κι ως ήτανε ο πρώτος από τα κοπέλια, επρόσεχε τσ’αδερφές του. Σαν την καλή νοικοκερά, ήπλυνε τα ρουχαλάκια τους, τις τάιζε και νανάριζε το πλια μικιό. Κι αργότερα σαν πατέρας, τους εκουβάλειε τ’ αγαθόκαλα από τη δούλεψη των χεριών του. Μικρό κοπέλι εμπήκε στην εργατιά. Τα χρόνια τσ’ ορφάνειας περνούνε δύσκολα σε καιρούς χαλεπούς. Μα ο χρόνος γοργοτρέχει. Κι ο Πρίαμος νεαρός πλια, γεροδύναμος, καλοπλασμένος και προκομμένος κατάφερε με τα δυο του χέρια ν’ αυγατίσει την περιουσία τους και να υποστηρίξει τη φαμελιά τους.

-Πιάσε, παιδί μου, δα να παντρευτείς κι ώρα σου είναι. Του ΄λεγε η μάνα του.

-Αδέ παντρέψω τσ’ αδερφίδες μου δεν παντρεύγομαι.

Μα κείνες αργούσανε να παντρευτούνε. Γιά πού δεν είχε ρθει ακόμη η ώρα τους, γιά η φτώχια ήθελε το χρόνο της. Βάνει η τελευταία την αρχή και κλέβεται το βράδυ του πανηγυριού του προφήτη Ηλία. Κι ήτανε μόνο δεκατεσσάρω χρονών. Μα ήπεψε ο θεός κι επήγε καλά στην παντρειγιά. Ο γαμπρός τηνε σπίτωσε και την αποκατέστησε. Μόνο πως ήφυγε αλαργοπά. Οι άλλες αργούσανε να παντρευτούνε. Και το’χε καημό η μάνα τους μη τύχει και πομείνουνε γεροντοκόρες. Ο Πρίαμος όμως δεν το’φησε το πράμα στην τύχη. Γύρεψε μπροξενιτάδες, γύρεψε καλοθελητάδες, μα κι αμοναχός του ήκανε τον μπροξενητή και γύρευε γαμπρούς από χωριό σε χωριό. Έτασσε, έλεγε..και πες πες τις πάντρεψε όλες. Μπορεί να μην είχε τη δύναμη να τους χτίσει σπίτι, μα τους έδιδε παράδες από τα οζά απού κουλάντριζε και την περιουσία που καλλιεργούσε.

-Ώρα σου είναι δα, παιδί μου! Επάντρεψες τς’ αδερφίδες σου, είντα θα περιμένεις ακόμη; Να γεράσεις; Βρε μια καλή κοπελιά, κι άξος είσαι. Να πομείνω κι εγώ ήσυχη σα κλείσω τα μάτια μου. Του ’λεγε ολοένα η μάνα του.

Επερνούσανε τα χρόνια κι ο Πρίαμος δεν είχε σκοπό για γάμο. Γιά δεν είχε βρει την κατάλληλη, γιά δεν του πόμενε καιρός από τις δουλειές και το ταμάχι του. Με τα χρόνια και με την προκοπή του αυγάτιζε η περιουσία του. Μα είντα το θες που εγέρασε μπλιο. Όπου γιας εβδομηντάριζε κι η μάνα του ήτανε γρα, ενενηντάρα και άρρωστη. Ήπρεπε να βρει έναν άθρωπο να τηνε προσέχει, να τηνε θετοσηκώνει κι αυτός να πηγαίνει στσι δουλειές και στα ζωντανά του. Ρωτά, το λοιπός, στο χωριό αν μπορεί μια γυναίκα, μια κοπελιά, ακόμη κι ένα κοπέλι μα να πιάνουνε τα χέρια του, ν’ αναλάβει τη γρα μάνα του. Κι εκείνος είχε παράδες και θα το καλοπλήρωνε. Σα δε βρήκε στο χωριό του επήγε να γυρέψει παραχωριού. Μέχρι που βρέθηκε ένα δωδεκάχρονο κοριτσοπούλι, πάφτωχο, το Κατινιώ..

Ήρθε λοιπόν και καταστάθηκε στο σπίτι του, να κάνει το δουλάκι, να τους μαγερεύγει, να τους πλύνει, ν’ αλλάζει τη γρα και να φροντίζει το νοικοκεριό. Μετά από δυο τρεις μήνες ποθένει η μάνα κι επόμεινε το Κατινιώ να φροντίζει τον Πρίαμο. Κι εκείνος σε λίγο καιρό θα ’θελε το ντάντεμα.

-Κάτσε συ παιδί μου επαδά κι εγώ θα σε πλερώνω καλά. Να βρίσκω το φαγάκι μου, να βρίσκω τα ρούχα μου πλυμένα και καταστεμένο το σπίτι. Και σαν έρθει η ώρα σου θα σε παντρέψω κι εσένα. Τέσσερεις επάντρεψα..

Το κοπέλι εκάτσε κι ήκανε τις δουλειές όλες. Ένα δουλάκι σωστό με την μπροσποδιά του και με σηκωμένα τα μανικάκια του, να πλύνει στη σκάφη και να ζυμώνει το ψωμί του αφέντη του. Να μαζώνει τα ξυλαράκια για τη φωτιά, να του παίρνει και τσι βεντούζες άμα κρυγιάδωνε. Μα κι εκείνος δεν το ’φηνε ποτέ παραπονεμένο. Του πουσούνιζε ό,τι ήθελε, του΄φερνε καλολοείδια, του ’φερνε καρυδοαμύγδαλα και καραμέλες και το γλύκαινε. Και στην πολιτεία επήγαινε με το μουλάρι και του πουσούνιζε ρούχα και παπούτσια, να μην είναι κακοντυμένο και παρακατιανό το Κατινιώ.

Σαν ερχότανε τα βράδια ο Πρίαμος κουρασμένος, το δουλάκι του ζέσταινε νερό στην παραστιά κι ήφερνε τη σκάφη και του ’πληνε τα πόδια του. Κι εκείνος φρεσκαρισμένος μαθές, αφού ’πινε το ρακάκι κι ήτρωε το μεζεδάκι του, ήλεγε του κοπελιού να κάτσει στην ποδιά του. Εκειδά του΄λεγε ζαχαρωμένα λόγια, κι άρχιζε να το κανακίζει και να το χαϊδολογά. Σα να ’χε ένα εγγονάκι, μαθές, απού πολλά πεθύμησε να ’χει. Κι εκείνο το έρμο άβγαρτο κι αθώο καθότανε στα πόδια του κι εμύριζε τη γεροντουλιά του κι ό,τι άλλα μυρώματα του ’φερνε απ’ όξω. Προβατσουλιδιά ή χοιρίλα ή βουτσιδιά… Μα, είντα να κάνει; Ανάγκη μεγάλη είχε. Φτώχια και μιζέρια βαστούσε τη φαμελιά του. Με τους παράδες που του ’διδε επαιρνούσανε η μάνα και ο κύρης του που ΄τανε ανεπρόκοποι και τα έξε αδέρφια του που πεινούσανε και υποφέρανε.

Ένα βράδυ λέει του κοπελιού. Έλα επαδέ Κατινιώ στο πεζουλάκι να παίξομε ένα παιχνίδι.

-Σαν είντα παιχνίδι, αφέντη μου;

-Να με λες παππού. Γιατί αν είχα κοπέλια θα ’χα δα εγγόνι σαν κι εσένα. Κόπιασε επαδέ και θα δεις ότι θα σ’αρέσει αυτό το παιγνιδάκι.

-Μα εγώ δεν κατέχω από παιγνίδια, αφέντη μου. Μήδε στο σκολειό επήγα, μήδε ποθές. Οι γονέοι μου δε μου δώκανε ποτέ παιχνίδι κι ουδέποτε με παίξανε.

-Για κειόνα ήρθε η ώρα να σε παίξω εγώ, ο παππούς! Άιντε να δεις. Ακόμη μικιό ’σαι, μπρε, μα και μεγάλο γιαυτό το παιγνίδι που θα σου δείξω πώς το παίζουνε.

Το δουλάκι συβάστηκε και πήγε στην πεζούλα. Αφέντης τση ήτανε δεν εμπόργειε να του αρνηθεί. Σαν εθέσανε κι άρχισε ο αφέντης να το πασπατεύγει σ’ όλο το κορμί του, το κοπέλι εντράπηκε κι επήγε να φύγει. Μα κείνος το καθίζει πάλι με το ζόρε κι ήκαμε τη δουλειά του όπως αυτός όριζε. Είντα να κάμει το κακομοίρι; Αφέντης του ήτανε, την ανάγκη του είχε. Και την άλλη μέρα «του κάτσε» το κοπελιδάκι και την παράλλη.. Και φαίνεται πως στο τέλος του΄ρεσε κι αυτηνού το παιχνίδι.

Σ’ εννιά μήνες, δεκατριώ χρονών, ήκαμε του και κοπέλι το δουλάκι. Εκείνος όμως το αντάμειψε καλά. Το παντρεύτηκε με παπά και με κουμπάρο και από δουλάκι την ήκαμε κυριάκι. Και τση σπειρε κι άλλα κοπέλια. Μα σ’ ένα δυο χρόνια ο Πρίαμος εμίσεψε για τον άλλο κόσμο και τση ’φησε να μεγαλώνει αμοναχή τα κοπέλια, χήρα γυναίκα στα δεκαφτά τζη!..

5 Απρίλη 2022

Άννα Τακάκη

 

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:337