Ο Κλήδονας κάποτε στο χωριό μου | του Γεώργιου Χουστουλάκη
Το πανάρχαιο έθιμο αυτό του Κλήδονα, ξεκίναγε σε όλη την Ελλάδα την παραμονή του Άι Γιαννιού του Λαμπαντάρη ή Ριγανά, ή Φανιστή ή Ριζικάρη, πάντα στις 23 Ιουνίου, και τελείωνε την επομένη το βράδυ.
Παραλλαγές του Κλήδονα υπάρχουν πολλές σε όλη την Ελλάδα, διαφέρουν όμως θα λέγαμε σε λεπτομέρειες, ακόμα και σε τοπικό επίπεδο μέσα στην Κρήτη.
Σήμερα εμείς θα αναφέρουμε το πως γινόταν κάποτε ο Κλήδονας στο χωριό μου τη Γαλιά Ηρακλείου, Δήμου Φαιστού, καθώς όμως πάνω κάτω, τα ίδια γινόταν και στα άλλα χωριά της Κρήτης, αλλά και όλης της χώρας.
Να σημειώσω πως όσο πιο ορεινό ήταν ένα χωριό και απόμακρο από την πόλη, τόσο πιο ζωντανά κρατούσε τα έθιμα του.
Τι ήταν όμως ο Κλήδονας;
Ο Κλήδονας για όλο το κόσμο, αλλά ιδιαίτερα για τους χωριανούς μου, ήταν από τα πιο σπουδαία έθιμα, που θα μπορούσε να πει κανείς, πως ήταν υπόθεση κυρίως των γυναικών, μάλιστα των ανύπαντρων κοριτσιών, που διακαώς επιδίωκαν να βρουν τρόπους να μαντέψουν κάποια στοιχεία από τον μέλλοντα σύζυγό τους!
Μοναδικός και κύριος σκοπός της γυναίκας ήταν κάποτε ο γάμος, να παντρευτεί δηλαδή και να κάνει οικογένεια.
Ο Κλήδονας τον Μεσαίωνα, είχε πολλά περισσότερα τελετουργικά, αλλά με τα χρόνια τα έθιμα του Κλήδονα όλο και λιγόστευαν, απλοποιήθηκαν αρκετά, και μετά την κατοχή έμεναν κάποια βασικά του εθίμου.
Συνήθως δεν γινόταν πάντα τον ίδιο τρόπο ακόμα και στο ίδιο μέρος, πολλές φορές είχαμε μικρές διαφοροποιήσεις στη πραγματοποίηση του εθίμου. Αυτό γινόταν στην προσπάθεια των νέων να το καλυτερεύσουν, ακόμα και στο ίδιο χωριό τους!
Έτσι, άλλοτε γινόταν ομαδικά από όλο το χωριό, άλλοτε ανεξάρτητα ανά γειτονιά, αν το χωριό ή η πόλη είχαν πολλούς κατοίκους.
Όπως και να γινόταν πάντως, το έθιμο απαιτούσε μια συνάθροιση, που αποσκοπούσε σε δυο βασικά πράγματα, την πρόβλεψη κάποιων στοιχείων από τον μέλλοντα γαμπρό, όνομα, επάγγελμα κλπ, αλλά και στη διασκέδαση και ψυχαγωγία των παρευρισκομένων!
Αυτά και τα δυο τα πέτυχε ο Κλήδονας, γιατί ήταν ένα από τα λίγα έθιμα που πρόσφερε πολλή χαρά και διασκέδαση, και από τις ελάχιστες ευκαιρίες στους ανύπαντρους νέους και νέες του χωριού, να βρεθούν πολύ κοντά μεταξύ τους!
(Το τελευταίο μπορεί να πει κανείς, πως ήταν και το βασικότερο στην όλη υπόθεση!)
Κατά τη διεξαγωγή του εθίμου, οι νέοι διοργανωτές, θα προσπαθούσαν να μην κάνουν τυχόν λάθη της προηγούμενης χρονιάς, και πάντα συνήθιζαν να ρωτούν γεροντότερους και έμπειρους, για το πως να το κάνουν, με μοναδικό σκοπό να το καλυτερεύουν!
Ο Κλήδονας στο χωριό μου τη Γαλιά
Το χωριό μου κράτησε πολλά παλιά έθιμα, τα οποία διασώθηκαν για χρόνια, το ίδιο και στα Βορίζα, που ήταν το μητρικό χωριό, διότι πολλοί κάτοικοι από εκεί, κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Γαλιά! Οι κάτοικοι εδώ στα ορεινά αυτά χωριά, είχαν όρεξη να κρατήσουν και το έθιμο του Κλήδονα ζωντανό, όπου και βάσταξε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘60!
Έκτοτε γινόταν μεν, αλλά πιο σπάνια, και πάντα υπό την αιγίδα του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού μας.
Ήμαστε λοιπόν νοερά στο χωριό μας, τη βραδιά της παραμονής του Άι Γιαννιού. Ήδη από το πρωί θα αποφασιστεί, αν ο Κλήδονας θα γίνει σε ένα μέρος ή σε δυο, στο Πάνω ή στο Κάτω χωριό, ή και στα δυο.
Σε δυο γινόταν συνήθως, την εποχή που το χωριό μας ήταν κεφαλοχώρι, μάλιστα με 2 χιλ κατοίκους!
Όπως και να ‘χει όμως, κάπου σε κάποιο σπίτι θα μαζευτούν το πρωί μερικές ανύπαντρες κοπέλες, για να ετοιμάσουν όλα τα σχετικά, αυτά δηλαδή που χρειαστούν για το έθιμο.
Να έχουν δηλαδή έτοιμο το σταμνί, να έχουν βρει και το κοριτσάκι που θα βάζει μέσα στο σταμνί το χέρι του και να τραβάει τα φρούτα. Το κοριτσάκι μάλιστα αυτό, καλό θα ήταν να το λένε Μαρία (το όνομα της Παναγίας), και να ζούνε και οι δύο γονείς του, που να είναι πρωτοστέφανοι!
Όμως αντί στάμνα, για πιο πρακτικούς λόγους, καμιά φορά χρησιμοποιούσαν και μια πήλινη κουρούπα με ανοιχτό μεγάλο στόμιο, αν είχαν σκοπό τον Κλήδονα να τον κάνουν μεγάλοι, διότι εκεί στην κουρούπα, άνετα χωρούσε να βάλουν το χέρι τους μέσα! Αυτό γιατί στο κανονικό σταμνί ήτα στενόπορο, και δεν χωρούσε το χέρι των μεγάλων, παρά μονάχα των μικρών παιδιών! Επίσης έπρεπε να έχουν έτοιμα και άλλα πράγματα για το κλείδωμα της στάμνας, όπως ένα κόκκινο πανί για να το σκεπάσουν τη νύχτα, μια αλυσιδίτσα και ένα μικρό λουκετάκι, ή ένα μικρό κλειδάκι, ή ακόμα και ένα μεγάλο κλειδί, ότι είχαν! Για τον λόγο αυτό στον τόπο μου λεγόταν «κλείδωνας» αντί «κλήδονας», επειδή θεωρούσαν ότι την νύχτα «κλείδωνε»! Επίσης χρειαζόταν ένα μεγάλο κόκκινο πανί, για να σκεπάσουν το πηγάδι το μεσημέρι ή αργά το βράδυ της επομένης.
Το πρωί οι κοπέλες που οργάνωναν τον Κλήδονα, έπαιρναν το σταμνί, συνήθως ένα μεσαίου μεγέθους, και πήγαιναν σε μια κοντινή πηγή, για να το γεμίσουν νερό, μέχρι τη μέση, ώστε να μπορούν να το σηκώνουν!
Το νερό αυτό έπρεπε να το φέρνουν παρθένες (ανύπαντρες) κοπέλες, αλλά χωρίς όμως να βγάζουν μιλιά στο δρόμο!
Το νερό που θα έφερναν οι κοπελιές λεγόταν «αμίλητο νερό», γιατί σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να μιλήσουν, ούτε καν να γελάσουν στο δρόμο επιστρέφοντας, αν θέλανε να πιάσουν τα μάγια του! Αν συνέβαινε αυτό, έπρεπε να αδειάσουν επιτόπου το σταμνί, και να γυρίσου πάλι πίσω και να τα ξαναγεμίσουν!
Στο χωριό μας τη Γαλιά, νερό έφερναν από την Παλιά Βρύση στη Μεσοχωριά, ή από την πηγή της Κουτσουνάρας. Πιό σπάνια από τη κρήνη στα Καπελωνιανά, που είναι στη Πάνω Γαλιά!
Έλα όμως που το καλούσε το έθιμο, και όταν τα κορίτσια περνούσαν με το αμίλητο νερό στην ώμο, οι νεαροί παραφύλαγαν κάπου, και προσπαθούσαν με χίλια δυο αστεία χωρατά, να τα κάνουν να γελάσουν, αλλά κυρίως να μιλήσουν! Εκείνα βέβαια έτσι και μιλούσαν, επιτόπου άδειαζαν το σταμνί, και να γυρίσουν πίσω, και να φέρουν άλλο «αμίλητο νερό»! Αυτό μπορούσε να επαναληφθεί ακόμα μέχρι και τρεις φορές, να το αδειάσουν, και να πάνε να φέρουν άλλο!
Σαν πήγαινε εν τέλει στο σπίτι της διοργάνωσης το «αμίλητο νερό», εκεί σιγά – σιγά οι ανύπαντρες κοπέλες, άρχιζαν να μαζεύονται. Ρίχνανε μέσα η κάθε μια ένα φρούτο μήλο ή αχλάδι ή αντικείμενο, το οποίο εκάτεχε η κάθε μια ποιο ήταν το δικό τζη, επειδή θα ήταν κάποιο μοναδικό αντικείμενο στο είδος του, είτε θα έγραφε ή θα χάραζε τα αρχικά γράμματα του ονόματος της, για να το γνωρίζει. Άλλα φρούτα που έριχναν, ήταν βερίκοκα, μπουρνέλες, απίδια, μούσμουλα, η ρόγες από σταφύλια, αν υπήρχαν. Από την άλλη μπορούσαν να ρίξουν ακόμα και ξηρούς καρπούς, όπως κάστανα φιστίκια, ή όσπρια, όπως κουκιά, φασόλια, αλλά ακόμα και άλλα αντικείμενα όπως κουμπιά, πενηνταράκια, δεκάρες, ψεύτικα δαχτυλιδάκια κλπ. Όλα αυτά πάντως λεγόταν «ριζικάρια», διότι αυτά θα φανέρωναν το μέλλον, δηλαδή το ριζικό της κάθε μιας κοπέλας!
Όταν έριχναν τα ανύπαντρα κορίτσια τα ριζικάρια τους, τα παρευρισκόμενα, οι ιέρειες της διοργάνωσης έπαιρναν τη στάμνα και γύριζαν το χωριό, και έτσι και όσες άλλες κοπέλες συναντούσαν, μπορούσαν και εκείνες να ρίξουν κάτι μέσα στο σταμνί!
Αφού έμπαιναν περίπου 15, 20 έως 30 ριζικάρια στο σταμνί, τότε το βράδυ το γύριζαν πίσω στο σπίτι της διοργάνωσης, και εκεί το σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανάκι, που το τύλιγαν γύρω – γύρω από πάνω στο λαιμό του σταμνιού, και με ένα αλυσιδάκι το έδεναν γύρω γύρω.
Στη συνέχεια επάνω στο πανί τοποθετούσαν ένα μικρό λουκετάκι, ή ένα μεγάλο κλειδί, για να παραμείνει όλο το βράδυ ο Κλήδονας «κλειδωμένος»! Στη συνέχεια μια παρθένα κοπελιά, το ανέβαζε τη νύχτα στην ταράτσα, ή σε ένα ξέφωτο μέρος, για «να το δουν τα άστρα»! Μόνο έτσι θα έπαιρνε το νερό τις «μαγικές του ιδιότητες», και να μπορεί την επαύριον που θα «άνοιγαν τον Κλήδονα», να έχει τις προφητικές και μαντικές του ιδιότητες. Να είναι δηλαδή σε θέση «να μιλήσει» ο Κλήδονας, και να εντοπίσουν έτσι οι κοπέλες κάποια στοιχεία του μέλλοντα γαμπρού, όπως όνομα, επάγγελμα κλπ! Λέγανε τότε διάφορα:
«Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικρό κλειδάκι
κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι
Κλειδώσετε τον κλήδονα με δόξα και με χάρη,
Κι απού ’χει μήλο κόκκινο ταχυτέρου (αύριο) να το πάρει. Ή:
Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Άη -Γιαννιού τη χάρη
κι όποια ‘χει καλοριζικό να δώσει να το πάρει».
Την επαύριο λοιπόν, το πρωί του Άι Γιαννιού, στο «Άνοιγμα του Κληδόνου»,θα πάνε όλα τα κορίτσια, στην εκκλησία, όπου εκεί θα κάνουν κάποιες ευχές στον Άι-Γιάννη, που στην πραγματικότητα ήταν οι… ερωτικές τους επιθυμίες!
Στη συνέχεια πήγαιναν στο καθιερωμένο σπίτι της συνάθροισης τους, όπου η (παρθένα) κοπέλα, που καλό ήταν, να τη λένε και αυτή Μαρία, ανέβαινε στη ταράτσα του σπιτιού της, και κατέβαζε από εκεί το σταμνί.
Πλέον όλες θα αρχίσουν να ετοιμάζονται σιγά σιγά, για την «μεταφορά του Κληδόνου».
Τον Κλήδονα, το σταμνί δηλαδή, θα το μεταφέρει η παρθένα Μαρία επάνω στο ώμο της, τοποθετημένο επάνω σε ένα κεντητό προσώμι, φυσικά με συνοδεία όλη τη παρέα της, από το σπίτι έως το σημείο της τελετής!
Στη Γαλιά είχαμε ένα πλεονέκτημα, επειδή είχαμε πολλούς σταμνάδες,το σταμνί αυτό, ήταν ειδικά κατασκευασμένο σταμνί – κλήδονας, που ήταν μεν σαν το κοινό σταμνί, αν και λίγο μικρότερο, αλλά με ειδική παραγγελία στον σταμνά! Είχε μεγαλύτερο στόμιο, για να χωράει μέσα άνετα το χέρι ενός μεγάλου, αν και τις πιο πολλές φορές, τον Κλήδονα τον άνοιγαν μεγάλες κοπέλες και σπάνια παιδιά.
Οι σταμνάδες του χωριού μας, πάντα είχαν στην άκρη συν τοις άλλοις, και κάποια τέτοια ειδικά σταμνιά – Κλήδονες έτοιμα για την περίσταση, που τα χορηγούσαν δωρεάν!
Στο χωριό μου, πήγαιναν τη στάμνα με το αμίλητο νερό για να την ανοίξουν σε διάφορα μέρη, πότε σε ένα συγκεκριμένο αλώνι στη περιοχή «Καλύβι», πότε έξω στην πλατεία της εκκλησίας, και πότε στου “Παπαγιάννη το Καμίνι” . Τις περισσότερες όμως φορές, καταλήγανε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, γιατί με τη θρησκεία πάντα τα είχαν καλά οι χωριανοί μου, αλλά και από πρόληψη τυχόν πυρκαγιάς στην εξοχή, λόγω της φωτιάς του Άι Γιάννη! Πολλές φορές πάντως κατέληγαν στην εκκλησία, και για κάποιον άλλο λόγο, γιατί ήταν κοντά, και μπορούσαν να έρχονται ευκολότερα, και να παρευρίσκονται και οι γριές, ή οι γέροι και οι άλλες ευπαθείς ομάδες του χωριού, που επιθυμούσαν διακαώς και εκείνοι να τον παρακολουθήσουν!
Η παρθένα λοιπόν ανύπαντρη κοπελιά η Μαρία, στολισμένη με τα γιορτινά της, σκύβει και παίρνει τη στάμνα στον ώμο της, και ξεκινάει να την πηγαίνει σιγά σιγά προς το μέρος που θα άνοιγε ο Κλήδονας. Προχωράει μπροστά η κοπέλα, ενώ πίσω της, εκτός από τις άλλες κοπέλες, μπορούσαν να έχουν καλεστεί και λυράρηδες, οπότε ακολουθούσαν ξωπίσω της, παίζοντας όργανα και σιγοτραγουδώντας μαντινάδες σχετικές πάντα με τον Κλήδονα! Σαν να ήταν περίπου γάμος, και εκείνη σαν να ήταν νύφη, όπου θα πήγαινε στην εκκλησία!
Πίσω από τους οργανοπαίχτες, ακολουθούσαν όλοι της παρέας, οδεύοντας όλοι μαζί στον τόπο, όπου θα συγκεντρωθεί σιγά – σιγά ο κόσμος.
Η κοπελιά σα φθάσει στον προορισμό της, θα ακουμπήσει την στάμνα στο σημείο όπου θα της έχουν εκ των προτέρων στρώσει ένα χαλί. Εκεί επάνω θα γονατίσει αργά αργά, και θα ακουμπήσει τη στάμνα στο χαλί επάνω. Η συνέχεια θέλει το κορίτσι να «ξεκλειδώνει τον Κλείδωνα», δηλαδή να αφαιρέσει το λουκετάκι, ή το μικρό κλειδάκι, ή το μεγάλο κλειδί, και φυσικά θα λύσει και την αλυσίδα, για να αφαιρέσει τελείως το κόκκινο πανάκι!
Η κοπέλα αφού έχει λύσει και ξεκλειδώσει όλα αυτά, θα σηκώσει ξανά τη στάμνα, και θα την τοποθετήσει επάνω σε ένα τραπέζι, το οποίο φυσικά θα είναι στολισμένο με λουλούδια, με ένα όμορφο κεντητό τραπεζομάντιλο!
Το άνοιγμα του Κληδόνου θεωρείται πως ξεκινάει, από την στιγμή που η κοπέλα έχει ήδη αφαιρέσει το κόκκινο πανί, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα αρχίσουν και επίσημα να παίζουν τα όργανα, πλέον πιο ζωηρά και πιο χαρούμενα!
Οι οργανοπαίχτες που θα βρίσκονται στο κέντρο θα λυροπαίζουν και θα λένε μαντινάδες του κλήδονα, ενώ οι παρευρισκόμενοι όσοι το επιθυμούν, θα χορεύουν σε κυκλικό χορό! Αφού η εκκλησία πάντα πρωτοστατεί σε όλα, έτσι πάντα πρώτος στο χορό και εδώ θα τον σύρει ο παππάς του χωριού! Σιγά – σιγά θα μαζευτούν και άλλοι χωριανοί όλων των ηλικιών, για να παρακολουθήσουν το όλο θέαμα που θα ακολουθήσει!
Συνήθως η εκδήλωση αυτή, με το άνοιγμα του Κλήδονα, γινόταν το μεσημέρι, αλλά εν ανάγκη μπορούσαν και κατά το απογευματάκι.
Μετά τον πρώτο χορό, θα αρχίσει το έθιμο με τα ριζικάρια. Μια γυναίκα ή άνδρας αλλά καλός μαντιναδολόγος, ειδικός καλεσμένος κι αυτός, ξεκίναγε τη πρώτη μαντινάδα, που άρχιζε συνήθως με το «Ανοίξετε τον Κλείδωνα…» και εννοείται έπαιρναν μέρος και άλλοι:
–Ανοίξετε το Κλείδωνα, στ’ Άη Γιαννιού τη Χάρη, κι απού ‘χει ριζικό καλό, ας έρθει να το πάρει.
–Ανοίξετε τον Κλείδωνα στ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη, κι απ’ έχει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει
–Ανοίξετε τον Κλείδωνα να πάρει το δικό του καθείς να δει τη τύχη του, να δει το ριζικό του»
–Ανοίξετε τον Κλείδωνα να βγάλουμε τα μήλα, να δούμε ποια απ’ όλες μας είναι η καλομοίρα
– Ανοίξετε τον Κλείδωνα να βγει η μηλιά με τ’ άνθη, να βγει σγουρός βασιλικός που μ’ έβαλε στα πάθη
– Ανοίξετε τον Κλείδωνα να βγει και τ’ αχλαδάκι να δω αν είν’ τσ’ αγάπης μου γιατί το ‘χω μεράκι
– Ανοίξετε τον Κλείδωνα στ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη να πάρω ‘γω το μήλο μου κι η νιά το παλικάρι
– Δώστε μου τα αργυρά κλειδιά με το μαργαριτάρι, να ανοίξουμε τον Κλείδωνα στου Άη Γιαννιού τη Χάρη.
Μετά την πρώτη μαντινάδα, πλέον «ξεκλείδωσε και επίσημα ο Κλήδονας», μια και η στάμνα πλέον ανοίχτηκε! Με την βοήθεια άλλης κοπέλας, θα βγάλουν εκ περιτροπής μέσα από την στάμνα ένα ένα τα ριζικάρια, πότε δηλαδή η μία πότε η άλλη.
Σε κάθε φρούτο της εποχής κλπ που θα έβγαινε, θα ακολουθούσε και από μια μαντινάδα! Αν για παράδειγμα έβγαζαν οι κοπέλες ένα αχλάδι, αλλά υπήρχαν δυο τρία άλλα ακόμα μέσα, ήξερε ποιας ήταν δικό της, γιατί το είχε σημαδέψει με τα αρχικά της γράμματα. Όταν κάποια στιγμή τελείωναν τα ριζικάρια, έβαζαν στην άκρη τα συμπράγκαλα του Κληδόνου και συνεχιζόταν πλέον κανονικά το γλέντι!
Ο χορός συνεχίζει με τις μαντινάδες να λέγονται τραγουδιστά από έναν, και να επαναλαμβάνουν οι υπόλοιποι!
Οι ειδικοί μαντιναδολόγοι με ταλέντο που έχουν καλεστεί, δεν θα λένε μονάχα μαντινάδες του Κληδόνου, αλλά όσο πέρναγε η ώρα και έχουν φύγει και τα παιδιά, θα πουν και πολλές σατυρικές, και μάλιστα όσο περνά η ώρα και έχουν πιεί και τα σχετικά κρασάκια, θα πουν και κάποιες σόκιν μαντινάδες, τις οποίες και θα σκαρώνουν επιτόπου!
Στον Κλήδονα οι σατιρικές μαντινάδες που έλεγαν, ακόμα κι αν ήταν ιδιαίτερα πειραχτικές, είχαν την άφεση λόγω της ημέρας του κλήδονα, και κανείς δεν τους παρεξηγούσε! Αντίθετα, κρατούσαν ακόμα και και για μήνες οι σχολιασμοί στο χωριό.
Οι ιδιαίτερα καυστικές αυτές μαντινάδες, πολλές φορές είχαν χαρακτηριστεί σαν μαντινάδες της χρονιάς! Τέτοιες μαντινάδες λεγόταν κάθε χρόνο στο χωριό μου, από άνδρες και γυναίκες μαντιναδολόγους. Οι αθυρόστομες γυναίκες, ήταν συνήθως ανδρογυναίκες, που είχαν το θάρρος να κάνουν αστεία, αλλά τις έπιανε κιόλας το χωρατό τους!
Αν και δεν λέγονται εύκολα οι μαντινάδες αυτές, εν τούτοις θα τολμήσω να πάρω και εγώ με την σειρά μου την άδεια από τον Κλήδονα, και να αναφέρω τη περίπτωση μιας χρονιάς, μια που οι μαντινάδες αυτές ακούγονται ακόμα και μέχρι των ημερών μας!
Μια χωριανή μου λοιπόν συν τοις άλλοις, λέει μια μαντινάδα σε ένα χωριανό μας, φυσικά για να τον προκαλέσει:
-Από τα μάθια φαίνεσαι πως αγαπάς τα σύκα,
θα σου φυτέψω μια συκιά, στου κ.. σου τη τρ..@!
Και απαντά ο άλλος:
–Κι αν μου φυτέψεις τη συκιά, τα σύκα θα μαζώνω,
και στου μ… την αυλή, θα ‘ρχομαι να τα απλώνω!
Οι όμορφες μαντινάδες του Κλήδονα
Οι μαντινάδες που έλεγαν ήταν φυσικά πολλές, που όμως δεν ήταν πάντα σόκιν, αυτό γινόταν κυρίως στο τέλος, τότε που μένανε λίγοι, και κυρίως τα ξινολάινα. Τη πιο πολλή ώρα λέγανε μαντινάδες όμορφες προφητικές, που άφηναν αρκετά υπονοούμενα για τον άνθρωπο που τους ενδιαφέρει!
Κλασικές όμορφες μαντινάδες, που μίλαγαν για τον Κλήδονα ή τον Άι Γιάννη, είχαμε πάρα πολλές όπως τις παρακάτω:
–Να ‘μουνα και που να ‘μουνα εκεί που πάει ο νους μου, εκεί που τρώει και γλέντα ο γιος του πεθερού μου
– Βγαίνει το μήλο τ’ άρχοντα του πρώτου μας λεβέντη, του πρώτου μας ντελικανή στα λούσα και στο γλέντι
– Το μήλο κατακόκκινο στο Κλήδονα θα βάλω , στον Άι Γιάννη έταξα, άντρα μου να σε πάρω
– Το αρχοντικό σου όνομα έγραψα στο απίδι, να σ’ αποκτήσω άντρα μου, να σ’ έχω νοικοκύρη
– Κοριτσοπούλα κοπελιά, με το σταμνί στον ώμο, φέρε τ’ αμίλητο νερό, μα πρόσεχε στο δρόμο
– Ανπιεις τ’ αμίλητο νερό, εμένα μη μου δώσεις, για να σου λέω “σ’ αγαπώ’’, μέχρι να ξημερώσει
– Πού ‘σουν οψές πού ‘σουν προχθές πού ‘σουν τ’ Αγιού Κληδόνου, δε σ’ έδανε τα μάθια μου και πως δα ζω του χρόνου!
– Πού σουν οψές κι αντιπροθές, πού ‘σουν τ’ Αγιού Πνεμάτου, δε σ’ έδανε τα μάθια μου, αθέ του μαλαμάτου.
– Σεβντά βαστώ, σεβντά πουλώ, σεβντάδες καμπανίζω, τον εδικό σου το σεβντά, δεν τονε νταγιαντίζω
– Σήμερο πουν’ τ’ Άι Γιαννιού, μια χάρη θα μου κάνει , του χρόνου σαν και σήμερο να βάλομε στεφάνι!
– Σήμερα που ν’ Άι Γιαννιού, βάλε αρχή κερά μου, του χρόνου σαν και σήμερο να ‘σαι στην αγκαλιά μου!
Άλλες:
– Σε είδα οψές την ν-ταχινή και ράγισε η καρδιά μου, κι ορκίστηκα στην Παναγιά, να σ’ έχω όλοδικιά μου
– Ήθελα και να κάτεχα ήντα καπνό φουμάρεις , τέτοιο καλό ντελικανή, πότε θα τον ε-πάρεις
– Θα καβαλικέψω τ’ άλογο να ‘ρθω στο παραθύρι, για να σε κλέψω κοπελιά, κι ας γίνουμε σεϊρι
– Κουρούπα σκεπασμένη μου, τον πόνο μου τον ξέρεις, απόψε στην αγκάλη μου πέσ’ μου πως θα τον φέρεις
– Ανοίξετε τον Κλείδωνα να βγει και το δικό τζη, θαρρώ πως δεν αντέχει μπλιό, από το σκυλεμό τζη!
Οι φωτιές του Άη Γιάννη, και οι «Μάηδες»
Όπως και στην υπόλοιπη χώρα, έτσι και σε όλη την Κρήτη, είχαμε φωτιές τη παραμονή του Άι Γιαννιού. Στο χωριό μου όμως στη Γαλιά, δεν είχαμε φωτιές το βράδυ του Άι Γιάννη, αλλά την επαύριο, με την συγκέντρωση δηλαδή του κόσμου στον Κλήδονα, μια και τότε γίνεται ο περισσότερος σαματάς, αφού ήδη είναι όλοι εκεί παρόντες!
Το μεσημέρι ή και το πρωί λοιπόν του Άι Γιαννιού, τα νεαρά παιδιά του χωριού, έπιαναν τις γειτονιές, και ζητούσαν από τις νοικοκυρές να τους δώσουν τον ξερό πλέον Μάη τους, που είχαν κρεμάσει πίσω από την πόρτα από την Πρωτομαγιά.
-Θεία, να πάρουμε το Μάη σας, γιατί θα τον – ε κάψουμε σήμερο;
-Ναι παιδί μου, πάρτε τονε!
Ο «Μάης» αυτός, μπορεί να ήταν οι ξεραμένες πλέον μαργαρίτες, περασμένες επάνω σε τέλι, σε σπάγκο, είτε ματσάκια με λουλούδια στερεωμένα σε λυγερό ξύλο ή αγκάθινο ξύλο, είτε ένα απλό ματσάκι με διάφορα λουλούδια της εξοχής, όμως όλα αποξηραμένα! Τον «Μάη» δεν τον κατεβάζανε ποτέ από την πόρτα σε καμία περίπτωση, ακόμα κι αν ασβεστώνανε το σπίτι, παρέμενε εκεί μέχρι τη μέρα του Κληδόνου! Όλους τους αποξηραμένους Μάηδες, τα παιδιά τους μάζευαν και τους έκαναν στο τέλος ένα σωρό, είτε στην εκκλησία απ’ έξω, είτε στη πλατεία, είτε σε κάποιο αλώνι, ή σε κάποια ανοιχτάδα τέλος πάντων, όπου θα γινόταν και ο Κλήδονας. Άναβαν λοιπόν φωτιά και έκαιγαν όλους τους «Μάηδες» του χωριού, και τα παιδιά έπειτα πηδούσαν επάνω στις μικρές τους φλόγες! Πίστευαν πως σαν καιγόταν οι «Μάηδες», έφευγαν μακριά όλα τα κακά πνεύματα, και οι γλωσσοφαγιές κάθε σπιτικού! Πίστευαν πολύ τότε στο κακό από γλωσσοφαγιά, και έτσι πηδώντας στις φωτιές ξόρκιζαν όλο αυτό το κακό στη ρίζα του! Δεν έκαιγαν πάντως στη Γαλιά κλαδιά θυμάρια κλπ, παρά μονάχα «Μάηδες»!
Άλλες συνήθειες του Κλήδονα στο χωριό μας
Όταν τέλειωνε η γιορτή του Κλήδονα, αλλά και πιο νωρίς άμα θέλανε τα κορίτσια του χωριού, βάζανε αμίλητο νερό στο στόμα τους και φεύγανε. Όλες οι κοπέλες χωριζόταν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, και γυρίζανε στο χωριό. Οι χωριανοί μας, γνωρίζοντας και εκείνοι το έθιμο, ξέρανε ότι κάποιες κοπελιές, θα είχαν το αμίλητο νερό στο στόμα τους, δεν θα το έφτυναν, αν δεν τους έλεγαν ένα ανδρικό όνομα! Έτσι τους έλεγαν υποχρεωτικά ένα ανδρικό όνομα, που φυσικά θα ήταν στην τύχη!
Αν ήταν για παράδειγμα τρία κορίτσια στη παρέα, η Αμαλία, η Μαρία και η Ελένη, κάποιος χωριανός θα φώναζε: Αμαλία – Γιώργος! Μαρία – Νίκος! Ελένη – Κώστας κλπ. Αφού έλεγαν το όνομα, τότε μονάχα οι κοπέλες φτύνανε το νερό! Οι κοπέλες δεν πίστευαν πάντα σε αυτά, αν και σε κάποιες λέγανε ότι τους βγήκε πράγματι αληθινό το όνομα, από αυτό που τους είπαν τότε!
Σε άλλα βέβαια μέρη ίσχυε το εξής: Όποιο όνομα ακούσουν πρώτο στο δρόμο τα κορίτσια εκείνη την ημέρα, αυτό θα ήταν και του άνδρα τους!
Μάλιστα επάνω σε αυτό, πολλά αστεία συνέβαιναν εκείνη την ημέρα!
Οι νεαροί στα καφενεία όπου έβλεπαν κοπέλες με γεμάτο το στόμα τους αμίλητο νερό, ή να κρατάνε στον ώμο τη στάμνα με το αμίλητο νερό, τις κορόιδευαν με διάφορα πειράγματα, φωνάζοντας διάφορα ονόματα με πρώτο το δικό τους, για να τις πειράξουν!
Μια γυναίκα από κάποιο διπλανό χωριό, θυμάται σήμερα, τότε που ακόμα ήταν δεκάχρονο κοριτσάκι, που ήθελε να παίξει κι εκείνο με το έθιμο, και ήθελε να μιμηθεί τους μεγάλους! Έτσι αντί να πάρει νερό στο στόμα της από τον Κλήδονα, γέμισε το στόμα της με νερό από τη βρύση και έπιασε τις ρούγες! Ξαφνικά ακούει μια γυναίκα από μακριά να φωνάζει δυνατά τον άνδρα της:
-Κώστα!!!!! Ε Κώστα!!!!
Και όμως, κατά στανική σύμπτωση, μου είπε, ότι ο άνδρας που πήρε αργότερα το κοριτσάκι εκείνο σαν μεγάλωσε, τον λέγανε πράγματι Κώστα!
Μπροστά στον καρφίχτη!
Πολλά από τα νεαρά ανύπαντρα κορίτσια της Γαλιάς, μάθαιναν και διάφορα άλλα μυστικά έθιμα του Κλήδονα, συνήθως από τις μεγαλύτερες ανύπαντρες κοπέλες, που ήταν όμως, αυστηρά ταμπού της εποχής! Ένα από αυτά ήταν και το παρακάτω με τον καρφίχτη (καθρέφτη) της ντουλάπας.
Για το έθιμο του καρφίχτη της ντουλάπας, θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε δώδεκα η ώρα, είτε μεσημέρι είτε το βράδυ τα μεσάνυχτα! Έφευγε η κοπέλα από τον Κλήδονα, πήγαινε στο σπίτι της δίχως να μιλά. Γδυνόταν πάλι δίχως να μιλά, και στεκόταν ολοτσίτσιδη μπροστά στον μεγάλο καρφίχτη, που συνήθως τον είχε πίσω του, το ανοιγόμενο φύλλο της ντουλάπας! Εκεί μπροστά λοιπόν γυμνή, έκλεινε τα μάτια της, και έκανε από μέσα της μια ευχή:
-«Για τα’ Άι Γιαννιού τη Χάρη, δείξε μου καθρέφτη μου, ποιος λεβέντης θα με πάρει»!
Τότε ανοίγοντας η κοπέλα τα μάτια της, λένε οι μαρτυρίες, πως έβλεπε δίπλα είδωλο του σώματος της μια μορφή στον καρφίχτη, που η μορφή αυτή, θα είχε κάποια σχέση με τον μέλλοντα άντρα της! Φυσικά εννοείται, πως εάν η κοπέλα δεν ήταν παρθένα, δεν θα έβλεπε τίποτα στον καρφίχτη, ή ακόμα κι αν έβλεπε κάτι, δεν θα της έβγαινε, αυτά πίστευαν τότε.
Στον καθρέφτη για παράδειγμα μπορούσε μια κοπέλα να δει κάποια μορφή, που να έμοιαζε με ναύτη, οπότε θα μπορούσε κάλλιστα, ο μέλλοντας άνδρας της να είναι ναυτικός ή να υπηρετεί στο ναυτικό!
Το αμίλητο νερό και το πηγάδι
Το έθιμο του Κλήδονα όμως δεν τελείωνε εδώ. Το μεσημέρι του Άι Γιαννιού 12 η ώρα, ή στις 12 τα μεσάνυχτα, πήγαινε η παρέα των νέων στο πιο κοντινό πηγάδι, όπου και αυτό από βραδύς το είχαν αφήσει σκεπασμένο με ένα κόκκινο σεντόνι, ή άλλο μεγάλο κόκκινο πανί.
Στη Γαλιά το πιο κοντινό πηγάδι ήταν στα Ληδιανά, όπου συνήθως εκεί πήγαιναν του Κληδόνου για την τήρηση του εθίμου. Πήγαιναν όμως, και στο πηγάδι του Ζαχαρία Δαμιανάκη.
Εκεί στο πηγάδι πήγαινε η ιέρεια με το σταμνί, ανασήκωνε το κόκκινο πανί που είχε από βραδύς σκεπαστεί το πηγάδι, και έριχνε μέσα λίγο από το αμίλητο νερό της στάμνας.
Πέφτοντας στο πηγάδι το αμίλητο νερό, αν ήταν μεσημέρι και υπήρχε ήλιος, τότε οι αχτίνες που θα έπεφταν στο πηγάδι, θα έκαναν κάποια σχέδια ανάμεσα στους κυματισμούς του νερού, επάνω στην επιφάνεια του. Αυτοί οι κυματισμοί, λένε, θα έμοιαζαν με κάποια αντικείμενα ή θα σχημάτιζαν κάποιες περίεργες μορφές!
Λέγανε επίσης, πως τα κυματάκια αυτά, σχημάτιζαν ενίοτε και τη μορφή του μέλλοντα συντρόφου! Μπορούσαν επίσης το μεσημέρι με ένα καθρεφτάκι, να ρίξουν τις αχτίνες του ήλιου μέσα στο πηγάδι, για τον ίδιο λόγο.
Αν πάλι ήταν νύχτα στις 12, πάλι ανασήκωναν το ίδιο, από μια άκρη το πανί, έριχναν λίγο από το αμίλητο νερό, και με το φως κάποιου φακού, φώτιζαν τον πάτο, για να δουν έτσι τα σχήματα αυτά που προαναφέραμε.
Κάθε μια λοιπόν από τις ανύπαντρες κοπέλες, έριχνε και από λίγο νερό, και δοκίμαζε έτσι να δει τη τύχη της, το πως θα είναι η μορφή αυτού που θα πάρει!
Σε άλλα χωριά βέβαια, πίστευαν πως μπορούσε στην επιφάνεια του νερού, να δουν και πεθαμένους, ή ακόμα και φαντάσματα, πράγμα που στη Γαλιά δεν ίσχυσε αυτή η εκδοχή, εκτός αν το έλεγε αυτά κάποιος νεαρός αστειευόμενος!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
(Ευχαριστούμε τον κ. Μαραγκάκη Μύρωνα, και την κα Αμαλία Λεβεντάκη, για τη βοήθεια στο κείμενο)
.