Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Του Κλήδονα, στο Λασίθι | της Ζωής Δικταίου

Μια παράξενη συγκίνηση σε κυριεύει. Η ψυχή οσμίζεται κι άλλα. Ζεις τις στιγμές. Βυθίζεις το βλέμμα στο μισοφωτισμένο σοκάκι. Ένα βλεφάρισμα μόνο και το σπασμένο σου φτερό πεταρίζει. Το μεταξωτό φουστάνι στένεψε πολύ, σε σφίγγει στο στήθος. Πνίγεσαι, ανοίγεις τα φιλντισένια κουμπιά, όλα. Ρίχνεις μια χούφτα νερό στο πρόσωπο. Τρέχει στο λαιμό σου, μα δεν σβήνει τη δίψα. Μυρίζει ο τόπος γιασεμί. Γυμνάζεις το πνεύμα, νομίζεις…

Το σώμα είναι σώμα, κατάλυσέ το, να μην βρει ο Χάρος να πάρει. Λαχταράς, ακόμη…

Ο κοιμισμένος πόθος, ο ανεκπλήρωτος, με την αληθινή του μορφή πιάνει το μαντολίνο. Το ίδιο σπλαχνικός, όπως τότε ακούγεται, σπλαχνικός και θλιμμένος. Αλύγιστη θα προχωρήσεις. Είναι που θέλεις να κοιτάξεις καταπρόσωπο τον Δαίμονα, με όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις. Αγαπάς, απελπισμένα αγαπάς τη ζωή και την αιώνια φύση του έρωτα. Να μην περάσει και τούτη η νύχτα μ’ αδειανά χέρια, να μην έρθει άλλη χειρότερα διστακτική.

Κι όμως είναι η μοίρα σου, ό,τι ποθείς να τ’ αποφεύγεις. Νυσταγμένη παίρνεις το χορταριασμένο μονοπάτι, να προλάβεις να λησμονήσεις το αλησμόνητο. Εξουσιάζεις την ταραχή και το τρεμούλιασμα, νομίζεις…

Φτεροκοπά η καρδιά σου, τρελαίνεσαι. Παράξενα γνώριμη η παλιά ανυπομονησία κυριεύει την ψυχή σου. Θα μισανοίξεις τα χείλη, μα δεν θα μιλήσεις. Θα δαγκώσεις τα χείλη, να ματώσουν, μα δεν θα φτάσεις στο φιλί. Αντιστέκεσαι, ναι, μα η φωνή δεν σε αφήνει, το κάλεσμα με τις μαντινάδες του Μήτσου Σταυρακάκη σε κάνει ξαφνικά περίλυπη ως το θάνατο :

«Πίνω κρασί μα δε μεθώ ρακί και δε με πιάνει,

μόνο το μπρούσκο του σεβντά στην όρεξη με βγάνει.

Δώσ’ μου τσ’ αγάπης σου νερό να λούσω την καρδιά μου

γιατί την εγαριώσανε οι στεναγμοί κερά μου.»

Η ανάμνηση μαστιγώνει τη σκέψη. Η φιλοδοξία γίνεται προσευχή. Αγγίζεις το δάκρυ στα μάτια. Δεν είναι αναίμαχτο τούτο το παιχνίδι, στοχάζεσαι πριν ξεγλιστρήσεις στο σκοτάδι.

Οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής θ’ αποκτήσουν άλλη σημασία για εσένα που πιστεύεις στους οιωνούς. Κοντανασαίνεις στον Άγιο Γεώργιο. Δυο τρεις ακόμη μεγάλες δρασκελιές και φτάνεις στην κάτω βρύση. Μια κουκουβάγια θα σου κόψει τον δρόμο και τη χαρά της προσδοκίας. Πριν ανοιγοκλείσεις τα μάτια, θα τινάξει τα φτερά της πάνω στη φορτωμένη δροσομηλιά. Ένα κλωνάρι λυγίζει μπροστά σου, λυγίζεις κι εσύ, σε κάθε φύσημα του ανέμου. Κάνεις να προχωρήσεις, μα τα πόδια είναι καρφωμένα στο χώμα. Το μελλούμενο να γίνει έσβησε…

Απλώνεις το χέρι. Το μήλο που μόλις έκοψες είναι σκληρό, ίσως και λίγο στυφό, και πικρό, μα είναι για το καλό σου. Οι πρόγονοι σου, το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση του κρασιού στο βαρέλι, για να μην ξινίσει, για να πάρει άρωμα, για ν’ αντέχει στις παραξενιές του καιρού. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Είναι αυτό που κατάλαβες, η πίκρα, αυτή που σκοτώνει τις κακές ουσίες και αφήνει απείραχτες τις καλές στο κρασί, η πίκρα θα σου επιτρέψει να κρατήσεις τη γλύκα της ανάμνησης…

«Ανοίξετε τον Κλήδονα να βγει η μηλιά με τ’ άνθη

να βγει σγουρός βασιλικός που μ’ έβαλε στα πάθη»

από τον οντά η μαντινάδα, σύμφωνη με την αστέρευτη ανάγκη σου. Το βραχνό κάλεσμα ξεσκίζει την καρδιά σου.

Στο κλωθογύρισμα της αυγής με την πικρή γεύση της περηφάνιας ν’ ανάβει στα χείλη θα βρεις τη μια λέξη να ρωτήσεις, γιατί;

«Όι, όι, δεν γίνεται ο Κλήδονας επαδέ, επαδέ είναι το Λαογραφικό Μουσείο», θ’ αποκριθεί η θεια Ανεζίνα, που κάθεται στο αναποδογυρισμένο πιθαρόγαστρο και μπαλώνει μια οκταφυλλάτη τσόχινη βράκα του γέρο Χατζοδημήτρη. Ύστερα μαζί με το χαμόγελο, καλόκαρδα θα σου χαρίσει κι ένα ματσάκι γιασεμιά.

Οι κοπελιές έχουνε φέρει την κλειδωμένη στάμνα με το αμίλητο νερό στην απάνω πλατεία, στην αυλή της εκκλησιάς, στο παλιό Διδακτήριο που βρίσκεται η Συλλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στον ίδιο αυλόγυρο θ’ ανάψουν το μεσημέρι τα ντελικανιδάκια του χωριού τη φουνάρα με τα ξεραμένα στεφάνια της Πρωτομαγιάς, και τα πασουκλίδια που φέρανε απ’ τα όρη. Θ’ ανάψουν ματιές, θα καούν καρδιές, μέλι το φιλί…

Σε τούτο το γυρισμό στο Λασίθι, η ζωή έχει τη δύναμη να σε ξαφνιάζει από την αρχή με μιαν ακατάλυτη ορμή. Επιστρέφεις, χωρίς μάταιες ανταρσίες, επιστρέφεις γιατί έχεις χρέος να λιχνίσεις ξανά στ’ αλώνι όλες σου τις στιγμές, όλες σου τις σκέψεις και τις πράξεις μαζί. Τώρα που μέρωσε η καρδιά σου, τώρα που οι ασάλευτες παρουσίες δεν σε στοιχειώνουν, επιστρέφεις να λυτρωθείς.

Κατάμονη μα όχι λησμονημένη στην κορφή στην Κεφάλα. Κοιτάς στα περασμένα. Μέσα από ένα θαμπό γυαλί ψάχνεις το Λασίθι που αγάπησες, το Λασίθι στην ψίχα της ψυχής σου μια κλωστή κόκκινη, τυλιγμένη στην λαθρακιασμένη ανέμη της Κοκολίνας.

Με την όραση πολιορκείς τα κοντινά και τα μακρινά, όλα όσα χορεύουν σε τούτο το απάνω δώμα της γης. Στην κάψα του μεσημεριού αγναντεύεις την πυρκαγιά της θημωνιάς στα σταροχώραφα, στο Μέσα Λασίθι, στο Μέσα Λασιθάκι και στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Ο άνεμος στο Λασίθι, προτείνει να συναισθάνεσαι και να βιώνεις σε κάθε λέξη και σε κάθε εικόνα που σχηματίζεται στην φαντασία σου όλα όσα υπαγορεύει ο Μέγας Τόπος και φτάνουν στην ψυχή.

Ο άνεμος στο Λασίθι, με ανεπιτήδευτη απλότητα πολλαπλασιάζει εκείνες τις ανάσες που διεκδικούνται ακόμη, παύσεις και στιγμές που υπονοούνται στη ζωή και στον έρωτα.

Το Λασίθι είναι φωνή πρωτίστως ερωτική, ασθμαίνουσα, αντλημένη από έναν βαθύτερο ρομαντισμό. Η ποιητική εμπειρία στη φύση συνεχίζει να βιώνεται με προσωπικό λυρισμό και ψυχική φόρτιση. Οι δρόμοι που σε έφεραν εδώ στο απάνω δώμα της γης, εστιάζουν στην αισθητικότητα και τη βαθιά ρομαντική φόρμα με ρυθμούς ελεύθερους και γρήγορους. Δεν σου αφήνουν περιθώρια για άλλες ερμηνείες. Κυριολεκτούν. Γύρισες, ναι, εκδηλώνεται μια χαμηλή φωνή μέσα σου, αυτή που κινητοποιεί και τροφοδοτεί την πέννα σου.

«Στο Λασίθι, κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ο φορέας που επιλέγει ο νους για να πορευτεί με ψυχή στην ίσια στράτα και στην εξέλιξη και έχει ένα χρέος για να το κάνει σωστά, να θυμάται πως για να βλέπει καθαρά και μακριά, πρέπει να βλέπει με τη συνείδηση του κρυστάλλινη, πεντακάθαρη. Αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευθύνη…», ο άνεμος περνώντας μέσα από τα σπασμένα παράθυρα το ψιθύρισε, ο άνεμος…

Κέρκυρα Μάης 2020

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]

 

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:

«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα

«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:291