Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η Αννιά και το παρδαλό κατσούλι | της Άννας Τακάκη

(από την αυτοβιογραφία μου)

Τσοι περαζόμνους καιρούς που οι αθρώποι εζούσανε με φυσικό και ήρεμο τρόπο και τα κοπέλια επαίζανε με τσι πέτρες, τα ξύλα, τα ζώα και χίλια δυο άλλα φυσικά πράματα που εβρίσκανε μπροστά ντως, τα χρόνια εκείνα λοιπόν εζούσε και ένα μικρό κοπελάκι, η Αννιά. Το κορασούδι μεγάλωνε με τη γρα γιαγιά τζη, το Μαρούλι, και τη θεια τζη, τη Ροδάνθη, γιατί οι γονέοι τζοι εγυρίζανε όξω στσι αγροτοδουλειές. Απορπάτηχτο ήτονε ακόμη και η θεια τζη το’χε μέσα σε ένα κόσκινο και το πρόσεχε. Το κόσκινο ήτανε, τάχα μου, το «πάρκο τσ’ εποχής». Ήβανε το κοπέλι τα χεράκια ντου κι εβάστα το κόσκινο που’ τονε στην αυλή ντως, κι η θεια ντου ανέγνοια επετάχτηκε μια στιγμή να πάει σε μια δουλειά. Η εκατόχρονη γρα – γιαγιά (μάνα τση γιαγιάς τση) εκάθουνταν ανήμπορη σε μια καδέκλα. Μέχρι να γυαήρει η θεια, θωρεί το κοπέλι να βαστά τον τοίχο και να πηγαίνει, ορθό και πεσίχαρο. Κι εκείνη, κοπελοπούλα ακόμη, που δεν εκάτεχε κι από μωροκόπελα, ως το θωρεί ορθό, ταραχίζεται, από χαρά θες, από ξαφνιασμό θες, και κινά τσι φωνές απού θα τση γροίκισε όλο το χωριό! «Επορπάτηξε το κοπέλι!…επορπάτηξε η Αννιά μας»! Κάμποσοι χωριανοί που κάνανε κοινοτικά μεροκάματα κι εσπούσανε πετροχάρακα οι ταλαίπωροι για να σάξουνε τσι δρόμους του χωριού, παρετούνε βαρές και κασμάδες και λένε «ωρέ, είντα σύμβηκε και φωνιάζει ετσά τούτη η κοπελιά»; Και κινούνε το χαβαλέ.

-Ωρέ, μεγάλο πράμα, τα πρώτα ζάλα του αθρώπου!

Σαν εξεθ’αρρεψε το κοπέλι, εγύριζε όλη την αυλή, κι ύστερα τα σοκάκια και τα ξεστρατίδια και σαν επετσόσανε τα ποδαράκια ντου δεν του βάνανε ούτε παπουτσάκια, μόνο εγύριζε ξυπόλυτο όλο το χωριό. Ξυπόλυτα ήτανε και όλα τα κοπέλια, ετότες, ασερνικά, θηλυκά. Τα καλοκαίρια επαίρνα ζωή χαρισάμενη από τσι κάμπους που το παίρνανε οι γονέοι ντου, μέχρι τα βουνά που το ’παιρνε ο παππούς του απού’χε τα οζά, ώσαμε να ξενιτευτεί και να τονε χάσει. Στσι κάμπους χωνόντανε στσι θεμωνιές τω σπαρτώ κι απόι ανέβαινε κι ήκανε καμπόσες βόλητες στο βολόσυρο μέσα στην πυρά του ήλιου. Στο βουνό ο παππούς με τη γιαγιά τηνε παίρνανε στσι «κουρές» των προβάτω και κάθε φορά η γιαγιά τζη τση’χε καμωμένο ένα «κατσοχοιράκι» όπως το ’λεγε, μικρό τυράκι από αθότυρο. Εκειά στους Απιγανιάδες, ανέβαινε βράχους και χαράκια η Αννια κι εκαμπανοπήδα κι αυτή ωσά τα κατσικάκια και τ’αρνάκια. Τση’ρεσε ακόμη να παίζει, με τα κλωσσόπουλα που εξεπούλιαζε η κλωσσού και με τα μικιά κουνελάκια. Μα τση ’ρεσε να παίζει και με τα κατσούλια. Ένα όμως εξεχώρησε απ’ όλα… το παρδαλό. Τούτονά δηλαδή είχε πολλά και παράξενα χρώματα, μαύρο, άσπρο, μουσταρδί, κεραμιδί, Είχε κι ένα ζευγάρι μάτια χάντρες θαλασσιές κι ήτονε το έρμο μια ομορφιά κι αγαπησάρικο ήτονε κι έξυπνο και όλα τα καλά τα ’χε!. Η Αννιά κουζουλενότανε για το παρδαλό κατσούλι κι όπου επήγαινε τση εκλούθειε από πίσω κι ύστερα σαν εκάθιζε στο ντιβανάκι τζη ή εξάπλωνε, εκείνο εκουλουργιαζόντανε στα ποδαράκια τζη και αρθούνιζε. Το κατσούλι εμεγάλωσε κι εγίνηκε ένας κάτης μεγάλος, μα η ομορφιά ντου δεν εχάθηκε και η Αννιά ήτονε πεσίχαρη απού’χε ένα τέτοιο όμορφο και νοητερό κάτη. Αφού δεν είχε κούκλες να παίζει, είχε τον κάτη να τονε βαστά και να τονε κανακίζει, να τονε πηγαινοφέρνει και να του ξώνει τα μύρια μα και ο κάτης δεν άφηνε ποτέ την Αννιά. Τέντζερι καμπαΐμ ουρντού (ό,τι είναι ο ένας είναι κι ο άλλος)…έτσα ήλεγε η γρα-γιαγιά τζη. Τση’λεγε ακόμη πως οι Τουρκάλες που αργήσανε να φύγουνε απού το χωριό ντως, εκάνανε παρέα με τσι ντόπιες γυναίκες κι ετσά αναμειχτήκανε τα τούρκικα στην τοπιολαλιά.

Έλα σου δα που ο παιχνιδιάρης κάτης εδιαόλεψε κι ήκανε όλο ζημιές στη γειτονιά!

-Γειτόνισσα, πιάσε να ξεβγάλεις τον κάτη τσ’ Αννιάς γιατί εμπήκε στην αποθήκη και μου’φαε ένα γουλίδι τυρί.

Ωρή, Μεροπάκι, ήλεγε η άλλη, κάμετε ένα χάλι τον κάτη σας, γιατί εμπήκε στην κλούβα που ’χω την κουνέλα και ήπνιξε όλα να κουνελάκια.

-Και πού κατέχεις, ετουλόγου σου, πως ήτανε ο εδικός μας;

-Κοντό και δε γνωρίζω τον παρδαλό κάτη τσ’ Αννιάς; Άλλο ετσα λοής δεν έχει επαδά στη γειτονιά.

Μεγάλο ταραχτά είχανε τούτοι οι γονέοι μα είντα να κάμουνε; Να ποβγάλουνε τον κάτη να κλαίει το κοπέλι ντως;

Πιάνει ο πατέρας τση και του δίδει ένα μπερντάχι ξύλο μπας και δεν το ξανακάνει μα ο κάτης δεν εσυμμορφώθηκε και οι γειτόνοι εξανακάνανε παράπονα.

-Δεν είναι αυτή κατάσταση, να ανελύσω η κακομοίρα το βούτυρο όξω στην παραστιά κι ώσαμε ν’ ανεμεκιαριστώ, είχα αφημένη τη στάκα σ’ ένα πετρολεκανίδι και μου την ήφαε. Ποβγάλετέ τονε αλλιώς θα τονε ψακώσω!

Είντα να κάμει ο πατέρας τσ’ Αννιάς, πιάνει ένα τσουβάλι και τονε τσουβαλιάζει κι απόι τονε πάει με το γάιδαρο αλάργο από το χωριό σ’ ένα μετόχι και τονε αφήνει. Κλάημα η Αννιά, στενοχώρια για τον κάτη απού ’χασε. Μα, την άλλη μέρα να σου τονε πάλι στην αυλή, να κουνεί τον ορά ντου και να τρίβγεται στα πόδια του κοπελιού κου κείνη την ώρα ήπαιζε χωστό μέσα στσι πατανίες απού’χε κρεμασμένες η μάνα τζη στο τέλι τσ’ αυλής για να λιαστούνε. Η μάνα ξεγνοιασμένη είχε καθαρισμένο ένα μεγάλο ψάρι, απού το ’χε φερμένο ο ψαράς από ένα ψαροχώρι και το’χε αφημένο σε μια λεκανίδα στο νεροχύτη. Ο κάτης ανεμυρίζεται την ψαρίλα, μπαίνει μέσα και μ’ ένα καμπανό αρπά το ψάρι, πάει παρά πέρα και το ξεγλιμίζει. Σαν ήρθε ο πατέρας από τη δουλειά, κι αφού φάγανε σφουγκάτο αντί για πλακί, του λέει η μάνα τζη: Αυτή δεν είναι ζωή! Είντα θα κάνομε με τούτονέ τον κάτη; Ανέ τύχει και πάει κιανείς προς το Λιμάνι να του τονε δώσεις να πα τονε μολάρει εκειά ποθές. Ετόσονά αλάργο δε θα γυαήρει ποτέ. Η Αννιά το γροικά και σουφρώνει, γιατί καταλαβαίνει πως θα’ χανε για πάντα τον κάτη τζη, μα δε βγάνει άχνα. Τονε τσουβαλιάσανε το λοιπός και τονε πέμπουνε μια των ημερώ στο Λιμάνι. Επέρασε φαίνεται κιαμιά εβδομάδα, και λένε οι γονέοι τζη: «Εξεμπερδέψαμε…πάει αυτός! Καλό του καταβόδιο». Έλα σου δα που μετά την εβδομάδα…να ’σου τονε πάλι στα σύμπορτα κι ενιαούριζε, νηστικός και ταλαιπωρημένος. Η Αννιά κείνη την ώρα ήτονε στο σκολειό κι η μάνα ως τονε θωρεί «παίρνει από το κάτω πάτωμα φωτιά»!

-Εσύ δεν είσαι κάτης, είσαι διαολόμυαρο! Άιντε να σε βάλω δα μπαρε στην αποθήκη να πιάσεις τσι μποντικούς γιατί εγεννήσανε φαίνεται και συρίζει ο τόπος. Εξεξυπνήσανε κι εκείνοι και δε τσοι πιάνει μούδε η φάκα. Τονε βάνει στην αποθήκει και κλει την πόρτα. Ο κάτης λιμασμένος όπως ήτονε θωρεί την κομμάτα το τυρί στη φάκα. Πάει να το φάει, μα τονε πιάνει από τη μουσούδα κι εκειά επόμεινε ο κακομοίτσης ώσαμε που τα κακάρωσε, γιατί καθώς λέει και ο λαός «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται».

[Δημοσιεύτηκε στη «Νέα επαρχία»]

Άννα Τακάκη

 

.

.

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:54