Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Ο συγγραφέας των ξεχασμένων πραγμάτων | της Εύης Κοντόρα

.

Δεν ήταν ούτε νέος ούτε ηλικιωμένος. Ούτε πολύ ψηλός ούτε πολύ κοντός. Ούτε χοντρός ούτε αδύνατος. Ούτε πολύ όμορφος ούτε πολύ άσχημος…

Ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.

Τι δουλειά έκανε;… Α, έκανε διάφορα πράγματα. Είχε την τύχη να σπουδάσει αρκετά, αλλά δεν ήταν πολύ τυχερός στα επαγγελματικά του. Κάθε φορά που τον προσλαμβάνανε, η δουλειά «δεν πήγαινε τόσο καλά» και, σε λίγο καιρό, βρισκόταν απολυμένος. Μαζί με αυτόν απολύονταν κι άλλοι άνθρωποι. Πότε γιατί η επιχείρηση «δεν έβγαινε» και πότε γιατί «δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους»… Έτσι τουλάχιστον τους έλεγαν.

Ο άνθρωπος που συνεχώς τον απέλυαν είχε κι άλλη δουλειά. Ήταν συγγραφέας. Επειδή όμως ένας συγγραφέας δύσκολα μπορεί να ζήσει από τις πωλήσεις των βιβλίων του, η δουλειά αυτή δεν λογαριαζότανε για επάγγελμα.

Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πολύ επιτυχημένος συγγραφέας. Λίγοι ήξεραν τα βιβλία του κι ο ίδιος δεν έκανε τίποτα για να τα διαφημίσει. Μπροστά στον κόσμο στεκόταν βουβός. Τις σπάνιες φορές που πήγαινε ν’ ανοίξει το στόμα του, πάντα κάποιος άλλος συνάδελφός του τον προλάβαινε. Και το κοινό, όπως όλοι ξέρουν, βαριέται εύκολα. Μέχρι ν’ αποφασίσει να ξαναμιλήσει τον είχαν κιόλας ξεχάσει.

Δεν του έμενε παρά μονάχα η πένα του για να κερδίσει αναγνώστες. Καθώς όμως η πένα σκέτη δεν ήταν πια αρκετή, ο συγγραφέας άρχισε να ξεχνιέται. Κι αφού δεν ήταν ούτε νέος ούτε ηλικιωμένος, ούτε ψηλός ούτε κοντός, ούτε χοντρός ούτε αδύνατος, ούτε όμορφος ούτε άσχημος, σε λίγο καιρό δεν τον θυμόταν σχεδόν κανείς.

Όλο και πιο λίγο αγοράζονταν τα βιβλία του κι οι εκδότες δεν ήθελαν ν’ αναλάβουν τίποτα δικό του.

«Δεν πουλάς. Δεν κερδίζουμε…» έλεγαν.

Έτσι, ο αποτυχημένος συγγραφέας που είχε μείνει χωρίς δουλειά σύντομα έμεινε και χωρίς εκδότη. Κι έπειτα τον ξέχασαν τελείως…

Βρέθηκε ξεκρέμαστος. Η κρίση είχε βάλει λουκέτο σ’ όλα τα μικρά μπακάλικα κι αφού τα σούπερ-μάρκετ δε δίνουν με πίστωση έτρωγε πια λιγότερο. Όλη μέρα έψαχνε για δουλειά. Επειδή δυσκολευόταν να πληρώσει το ρεύμα, τα βράδια ήταν αναγκασμένος να σβήνει τα φώτα νωρίς. Έτσι, έγραφε και λιγότερο… ώσπου έπαψε να γράφει τελείως.

«Και γιατί να γράφω, αφού δεν υπάρχει κανείς να εκδώσει τα βιβλία μου;…» προσπάθησε να παρηγορηθεί.

Μαύρη παρηγοριά, γιατί η απόρριψη δεν ανακουφίζει κανένα. Για να μην το πολυσκέφτεται, το ’ριξε στο συγύρισμα. Ντουλάπια, συρτάρια, ράφια… Συγύριζε και συγύριζε και συγύριζε και τελειωμό δεν είχε. Πότε πρόλαβε να μαζευτεί όλη αυτή η σαβούρα;

Σιγά-σιγά άρχισε ν’ ανακαλύπτει ότι ένα μεγάλο μέρος από τη «σαβούρα» του δεν ήτανε καθόλου σαβούρα. Πολλά απ’ αυτά τα πράγματα δεν ήταν άχρηστα αλλά πράγματα που τα είχε ξεχάσει. Του ήταν κάποτε χρήσιμα – μπορεί να του ήταν ακόμα – αλλά δεν θυμότανε πως υπήρχαν!

Γιατί άραγε;

Τι είχε συμβεί και τα ξέχασε; Πώς καταχωνιάστηκαν στις γωνιές των συρταριών και στους πάτους των ντουλαπιών; Γιατί του κρύφτηκαν σα να ήθελαν να εξαφανιστούν ή σα να ντρέπονταν να ξαναβγούν από τα πατάρια της μνήμης του;…

«… Φαντάσου να με θυμηθούν κι εμένα πολλά χρόνια μετά και ν’ ανακαλύψουν ότι δεν ήμουν άχρηστος αλλά απλώς ξεχασμένος!»

Να μια σκέψη που ο συγγραφέας μας δεν την είχε ξανακάνει. Αλλά, κι αν την είχε κάνει ποτέ, σίγουρα την είχε ξεχάσει!

Με ολότελα διαφορετική ματιά έβλεπε τώρα τα ξεχασμένα του πράγματα. Σα ν’ άνοιξε ένα παράθυρο ξαφνικά κι έριξε φως σε περιοχές που λίγο πριν ήτανε βυθισμένες στο σκοτάδι. Κι όπως το φως έπεφτε πάνω τους ορμητικό, τις απογύμνωνε από τα σάβανά τους. Ήταν σα να ’βλεπε κοιμισμένους να ξυπνάνε. Πεθαμένους να ζωντανεύουν και να μιλούν.

Α, μα είχαν τόσο πολλές ιστορίες να του πουν…

Ένιωθε σα ν’ άνοιξε ξαφνικά ένα παλιό βιβλίο που δε θυμόταν το περιεχόμενό του. Ή σα να ’γινε γυάλινο το πάτωμα κι έβλεπε πια καθαρά ό, τι υπήρχε σ’ ένα υπόγειο που δεν ήξερε ως τότε την ύπαρξή του.

Όλα αυτά του έδωσαν αφορμή για σκέψεις. Συνειδητοποίησε ότι όχι μόνο δεν έγραφε, αλλά ούτε καν διάβαζε όλο αυτό το διάστημα.

«Πόσα πράγματα άφησα πίσω μου χωρίς να το καταλάβω… Ξέχασα ότι μπορώ να ταξιδεύω διαβάζοντας… Ότι μπορώ να ονειρεύομαι… Πόσον καιρό έχω να εξασκήσω τη φαντασία μου;… Γιατί δεν θυμόμουν τι ωραία περιπέτεια είναι να γράφει κανείς ιστορίες;… Είναι καιρός να ξαναγίνω συγγραφέας…»

Και ξανάγινε. Τρώγοντας σπίτι του το λιγοστό φαγητό του, έγραφε ό, τι σκέφτηκε την ώρα που περίμενε στις ουρές των ανέργων.

Έγραφε για τα πράγματα που ξέχασε ο ίδιος και για κείνα που ξέχασαν άλλοι. Οι ιστορίες του δεν είχαν καμιά πρωτοτυπία, ήταν λίγο-πολύ όπως αυτός. Συνηθισμένες, πάντως αληθινές. Ήταν ιστορίες που τις ήξερε, ιστορίες που τις μάντευε ή ιστορίες που τις φανταζόταν. Ιστορίες που συνέβησαν μέσα στο σπίτι του αλλά δεν το είχε ως τότε καταλάβει κι ιστορίες που τις μάζευε απ’ το δρόμο, μα κανείς άλλος δεν είχε νοιαστεί γι’ αυτές.

Για ένα μεγάλο διάστημα (όσο δηλαδή κράτησε το γράψιμο) έζησε σαν σε όνειρο, όπως γίνεται με όλους εκείνους που γράφουν, είτε είναι διάσημοι είτε άσημοι, είτε επιτυχημένοι είτε όχι.

Κάποια στιγμή, το όνειρο τελείωσε. Μετά από αρκετές καθυστερήσεις, που οφείλονταν στη φτώχεια του και στην έλλειψη χρόνου, ο ξεχασμένος συγγραφέας κατάφερε επιτέλους να περάσει τις μαζεμένες ιστορίες στο σκληρό δίσκο ενός παμπάλαιου υπολογιστή. Ποια θα ήταν η τύχη τους;… Δε γινόταν να το μαντέψει. Τις άφησε εκεί μέσα κι ύστερα… τις ξέχασε! Έπρεπε να βρει καινούργια δουλειά, να οικονομήσει καμιά δεκάρα μπας και του ξανασυνδέσουν το ρεύμα, να πεταχτεί σε καμιά διαδήλωση. Το τελευταίο αυτό το έβρισκε απαραίτητο. Πιο απαραίτητο κι από το να είναι συγγραφέας…

Όσα έγραψε έμειναν κοιμισμένα για καιρό. Δεν έχει σημασία για πόσο. Ούτε αν βρήκαν το δρόμο τους είναι σημαντικό. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι γράφτηκαν αθόρυβα από έναν άνθρωπο σαν όλους εμάς. Ούτε νέο ούτε ηλικιωμένο, ούτε ψηλό ούτε κοντό, ούτε χοντρό ούτε αδύνατο, ούτε όμορφο ούτε άσχημο. Κι εκείνο που τον είχε κάνει ξεχωριστό και διαφορετικό ήταν πως το ήξερε ότι δεν είναι ούτε ξεχωριστός ούτε διαφορετικός από τους άλλους.

Κάπως έτσι τα ξεχασμένα πράγματα βρήκαν το συγγραφέα τους. Κάπως έτσι τα μυστικά τους απόκτησαν φωνή. Κάπως έτσι θα έρθουν στο φως –αν έρθουν– οι ιστορίες τους… Δεν είναι πολύ διαφορετικές από τις ιστορίες των πραγμάτων που μένουν ξεχασμένα και στα δικά σας συρτάρια και που μόνο εσείς, αν θέλετε, μπορείτε να τα κάνετε να μιλήσουν.

Εύη Κοντόρα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Απόφοιτη του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό Τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διηγήματά της -για παιδιά και ενηλίκους- έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:69