Χρόνος ανάγνωσης περίπου:16 λεπτά

Δεν είναι κακό να ζητάς το απόλυτο! Κωστής Μοσκώφ 15/11/1939 – 27/6/1998 | in memoriam | του Δανιήλ Τσιορμπατζή

Το ταξείδι φαίνεται πως τελείωσε. Το καράβι μας πλέει τώρα στη Χοάνη Σου. Αιδοίο της Οικουμένης, Μήτρα του Καθόλου. Τα κύτταρά σου ωστόσο κοχλάζουνε, αρνούνται να υποταγούν στις εντολές του Ενός-Εκείνου του ολόκληρου. Αρνούνται να αποδεχτούν το τέλος του ταξειδιού: «Αδύνατο να αποσυντεθώ, τόσο που σε αγάπησα», είπες. . .

[Η σάρκα σου όλη, Κωστή Μοσκώφ, 1998]

Πώς να την αντέξεις αυτήν τη μοναξιά που αφήνουν πίσω τους οι αγαπημένοι νεκροί! Ελάχιστη αναφορά για έναν σπάνιο ομορφάνθρωπο, λεβεντάνθρωπο που βιάστηκε να μας αποχωριστεί και που μας άφησε με την σκληρή αίσθηση της ορφάνιας από έναν μεγαλύτερο αδελφό, ένα αγαπημένο φίλο, ένα σοφό δάσκαλο, ένα όμορφο άνθρωπο και τίμιο αγωνιστή της ζωής.

Κοντεύουν κιόλας είκοσι τέσσερα χρόνια από την ημέρα (27/6/1998) που η ιστορική επιστήμη, τα Γράμματα και οι Τέχνες, η ελληνική προοδευτική διανόηση και το εργατικό κίνημα έχασαν έναν κορυφαίο εκφραστή τους, έναν πολύτιμο άνθρωπό τους.

Ο Κωστής, διανοούμενος, αγωνιστής, άνθρωπος του πάθους, προσωπικότητα γοητευτική και πολύπλευρη, προσπάθησε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα: τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και ένα μέτωπο ειρήνης και φιλίας των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Τρυφερός, βαθιά ερωτικός, με πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση της δικαιοσύνης, ένας ονειροπόλος που αγάπησε τον Έρωτα, την Επανάσταση, την Ιστορία, το Λόγο, την Πράξη, τον Άλλο…

Ο Κωστής Μοσκώφ ήταν γνήσιο τέκνο της διαπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης. Γόνος εύπορων Πόντιων καπνεμπόρων απ’ την Ορντού, και εγγονός του κορυφαίου Ιταλού αρχιτέκτονα κόμητος Πιέρο ντ’ Αριγκόνι. Ο Πόντιος πατέρας του, Ηρακλής, γεννημένος το 1901 στα Κοτύωρα (Ορντού), ήρθε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη το 1919 και ασχολήθηκε με το καπνεμπόριο. Το 1936 παντρεύτηκε την τελευταία θυγατέρα του Αριγκόνι, την Αμίνα. Μαζί της έκανε δύο παιδιά. Τη Νανά (Ακκά) και στις 15 Νοέμβρη 1939 τον Κωστή.

Μεγάλωσε στη θαλπωρή της μπουρζουαζίας, αλλά μεταπήδησε στην πραγματική ζωή με πάθος για τους προλεταριακούς αγώνες. Ο αρνητής της τάξης του. Λάτρης των διονυσιακών χορών, γνήσιος ρηξικέλευθος μελετητής κι ερευνητής της ιστορίας, βαθιά μαρξιστής και ταυτόχρονα βυζαντινός πρίγκηπας της ορθοδοξίας, θαυμαστής του πολιτισμού της Ελλάδας αλλά και της Μέσης Ανατολής. Στοχαστής δημοσιογράφος, πετυχημένος μεταφραστής, ο πολιτιστικός μας «πρέσβης» στην «καθ’ ημάς Ανατολή», οικοδόμος της ειρήνης, της γνωριμίας, της συνεργασίας, ενός κοινού πολιτιστικού οίκου των λαών, ποιητής του Έρωτα, πολυπροικισμένος εραστής της Επανάστασης. Θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της αριστερής διανόησης και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Ο αγαπημένος μας Κωστής, ήταν πάνω απ’ όλα γεννημένος για ποιητής. Από τη φύση του πλασμένος «εραστής» της ποίησης.

«Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα χτες,
για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ».

Έγραψε για τον Κωστή ο Θωμάς Κοροβίνης: «Κανείς θνητός δεν προλαβαίνει ούτε καν να διερευνήσει, πολλώ μάλλον να εξωτερικεύσει και να πραγματώσει όλο το φάσμα του βαθύτερου εαυτού του. Ο Κωστής ήταν πλήρης εσωτερικού φωτός, απέραντης ένδον ωραιότητος. Δεν πρόφτασε! Μας έμειναν η αρχοντική του όψη και στάση, το «τίμιον της μορφής του», η ανάμνηση του ψυχικού του κάλλους, η έξοχη ανθρωπογνωσία του, τα ώριμα και εμβληματικά ιστορικά του πονήματα, η νέα περί έρωτος (χαρμόλυπου αλλά μεθυστικού) ηθική που με τον τρόπο του εκόμισε, η πρεσβεία του για την ευφροσύνη ενός λειτουργικού, χωρίς προιδεασμούς, εθνοκεντρισμό και μισαλλοδοξία, ιδανικά ειρηνικού ανατολικού κόσμου, η πολύτιμη συμβολή του -μέσω μιας εντελώς προσωπικής του σύλληψης- στην συνδιαμόρφωση της μυθολογίας της νεότερης Θεσσαλονίκης –μαζί με τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Παπάζογλου, και αρκετά άλλα άξια πνευματικά τέκνα αυτής της πολύπαθης και λατρεμένης πατρίδας που τα μυστήρια, οι κακοφορμισμένες πληγές και η –σε πολλά- απαράδεκτη μειοδοσία της φαίνεται πως για πολύ ακόμη θα μας βασανίζουν».

Μετά το πτυχίο της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, παρακολούθησε μαθήματα στην Ecole des Hautes Etudes στο Παρίσι. Το 1967 παντρεύτηκε την ηθοποιό Πόπη Πασχαλίδου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: την Αμίνα, 1968 (κλινικό ψυχολόγο) και τον Ηρακλή, 1970 (κοινωνιολόγο).

Από το 1970 ζώντας το κυνήγι του θανάτου, για τρεις δεκαετίες πάλευε παλικαρίσια με το λέμφωμα του Χότζκιν. Χημειοθεραπείες, βιοψίες και παραμονή για μεγάλα διαστήματα σε νοσοκομεία. Αλλά αγωνίζεται συνέχεια να ξεφύγει του πορθμέα του Άδη. Διάβασμα έργων φιλοσοφίας, ιστορίας, λογοτεχνίας. Όλοι αναγνωρίζουν τις περίτεχνες γνώσεις του σε ανθρωπογεωγραφία, κοινωνιολογία, λογοτεχνία και ιστορία.

Μετά τη μεταπολίτευση υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ, από το 1975 και για τρεις τετραετίες υπήρξε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Θεσσαλονίκης (πρώτος δημοτικός σύμβουλος σε σταυρούς επί δώδεκα χρόνια), ενώ διατέλεσε για ένα διάστημα δήμαρχος Θεσσαλονίκης (την άνοιξη του 1981) και στέλεχος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, συμμετέχοντας ενεργά ως εισηγητής σε συνέδρια, ημερίδες και ερευνητικές εργασίες του Κέντρου.

«Τα όνειρα δεν πεθαίνουν. Η Επανάσταση γεννήθηκε πάλι με το άλλο πρόσωπο, αφού πέρασαν από την κατάρρευση της πρώτης της φανέρωσης 100 χρόνια. Τώρα, όχι ως πράξη της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Αλλά ως πράξη των απόκληρων, πράξη του Τρίτου Κόσμου».

Ενδελεχής μελετητής της ιστορίας μας έδωσε ερεθιστικά και ανατρεπτικά πονήματα. Όπως «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830 – 1909: ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου» το 1978, «Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», 1978, «Θεσσαλονίκη – Τομή της μεταπρατικής πόλης» το 1979, «Η διοργάνωση του επαναστατικού μας ονείρου», 1987 κλπ.

Ο Κωστής, πάλευε με την αρρώστια του, αλλά πάλευε και στις διαδηλώσεις και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική με την πλευρά των καταπιεσμένων, κόντρα στην καταγωγή του. Αναμφίβολα δεν ήταν ένας λαϊκός, ούτε λαϊκότροπος άνθρωπος. Παρέμεινε μια ζωή άρχοντας και αριστοκράτης. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να λαϊκίσει. Απλά αποτελούσε συνεχώς την πρωτοπορία. Τις σκέψεις του κατέγραψε ως μια παρέμβαση στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας στην τρίτη σειρά δοκιμίων του: «Λαϊκισμός ή πρωτοπορία», 1984.

Ολόκληρη τη σύντομη ζωή του κολυμπά ανάμεσα στην ιστορία και τον έρωτα. Γνήσιος εκπρόσωπος της ερωτικής Θεσσαλονίκης. Μελετούσε και θαύμαζε τον Κώστα Καβάφη, τον Έζρα Πάουντ, τον Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, τους Εβραίους και Άραβες ποιητές.

«Ναι, ζητώ το ανέφικτο. Το όνειρο πρέπει να υπάρχει. Δεν είναι κακό να ζητάς το όνειρο. Δεν είναι κακό να ζητάς το απόλυτο. Σημασία έχει να ψάχνεις να βρεις πάλι και τα νάματα που κάνουν το όνειρο πράξη. Ψάχνω να βρω κι εγώ τρόπους, το ανέφικτο να γίνει εφικτό. Ο άνθρωπος δεν είναι γραφτό να πετύχει. Μπορεί και ν’ αποτύχει. Σημασία έχει την αποτυχία σου να την κάνεις, όπως κάνουμε εμείς, όπως κάνει πολλές φορές ο ελληνικός λαός, τραγωδία. Δηλαδή, υψηλού επιπέδου λόγο και τέχνη. Δηλαδή, πάλι πραγματικότητα σε ένα άλλο πεδίο κίνησης ζωής. Η τέχνη είναι μια πραγματικότητα σε ένα άλλο πεδίο κίνησης. Αυτό προσπαθώ. Το ανέφικτο.»

Δεν παρέμεινε μόνο στη θεματολογία της ιστοριογραφίας, στη δημοσιογραφία, στις μεταφράσεις. Το έργο του πλούσιο. Τί να πρωτοθυμηθείς; «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα» 1972, «Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης» 1974, «Η πράξη και η σιωπή – Τα όρια του έρωτα και της ιστορίας» Δοκίμια Ι 1979, «Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του έρωτα και τα όρια της ιστορίας» Δοκίμια ΙΙ 1983, «Ποιήματα» 1987, «Για τον έρωτα και την επανάσταση» 1989, «Η σάρκα σου όλη» 1998,…

Ως μορφωτικός ακόλουθος της πρεσβείας στην Αίγυπτο κι εκπρόσωπος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, ο Κωστής θα σφραγίσει την εποχή του. Πρωτοστάτησε να γίνει το σπίτι του Καβάφη Μουσείο και καθιέρωσε ετήσιο συνέδριο και Λογοτεχνικό Βραβείο Καβάφη με διεθνή ακτινοβολία. Το σπίτι του Στρατή Τσίρκα στο Κάιρο, με πρωτοβουλία του διαμορφώθηκε σε μουσείο. Μετέφρασε Έλληνες ποιητές (Ρίτσο, Καβάφη, Σεφέρη, Τσίρκα, κ.ά.) στα αραβικά και αντίστοιχα Άραβες και Εβραίους στα ελληνικά. Διδάκτωρας Ιστορίας και ανθρωπολογικής σκέψης στην Ανώτατη Σχολή Σπουδών στο Παρίσι.

Την 27η του Ιούνη στα 1998, στο Ωνάσειο της Αθήνας, ο πρίγκηπας της αριστεράς, στα 59 του, λύπησε όλους τους Έλληνες που είχαν την τύχη να τον γνωρίζουν και είχαν διαβάσει όλα ή κάποια από τα βιβλία του. Το μεγάλο ταξίδι του ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό για τη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη και οι πνευματικοί της άνθρωποι δεν ξεχνούν το αξιαγάπητο τέκνο της, τον Κωστή. Τους ποιητές δεν τους κλαίνε. Όταν φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι, τους χειροκροτούν. Τους εύχονται «καλό ταξίδι» και «καλή αντάμωση».

«Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα, δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτα μου
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα χτες
για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, το σφοδρό Βαρδάρη
οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ΄αγαπώ».

Τον Κωστή τον θυμόμαστε για το πάντα γαλήνιο ύφος του, την λεβέντικη κορμοστασιά του, την φιλικότητά του, την σπιρτάδα των σκέψεών του. Η συντροφιά του σε ηρεμούσε και σε ταξίδευε στην ονειροπόλησή του, με τις άπειρες γνώσεις του για την πόλη, για τον ελλαδικό χώρο, αλλά και για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Τον Κωστή τον θυμόμαστε για την επιστημονική, αγωνιστική, ποιητική, πεζογραφική, μεταφραστική και πολιτιστική προσφορά του, ως Μορφωτικού Συμβούλου της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο και εκπροσώπου του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή.

Τον Κωστή τον θυμόμαστε και σαν σύντροφο, φίλο και άνθρωπο, στις παρέες ψηλά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης στη «Δόμνα» και τις συζητήσεις ανάμεσα στα μεζεδάκια και τη ρετσίνα στο κέντρο της πόλης στο «Λουτρό» ή στο «Μοδιάνο».

Τον Κωστή τον θυμόμαστε, καθώς σαν τώρα είμασταν χωμένοι μέσα στα βιβλία και περιοδικά στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης ψάχνοντας κάποια παλιά ή νεοεμφανιζόμενη έκδοση και κάνοντας ατέλειωτες ώρες συζήτησης πάνω σε κάποιο άρθρο του «Σχολιαστή».

Τον Κωστή τον θυμόμαστε γιατί μένει ζωντανή στο μυαλό, λες και είμασταν χθες εκεί, η ατέρμονη φιλοξενία του στο σπίτι του στον Πλαταμώνα και της ονειροπόλησης κι ανάλυσης του αδύνατου, απολαμβάνοντας την ηρεμία στον κήπο του.

Τον Κωστή τον θυμόμαστε για τον πολύ πετυχημένο ορισμό της ουσίας του φασισμού (όπως μας έλεγε ένα απόγευμα στο «Λουτρό»), που είναι: «να χτυπάς τον άλλο τη στιγμή που είναι αδύναμος».

Τον Κωστή τον θυμόμαστε από την κοσμοπλημμύρα των νέων ανθρώπων, των φοιτητών, που είχαμε κάθε φορά που θα παρουσίαζε ένα θέμα του στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών Θεσσαλονίκης, στον τελευταίο όροφο του παλιού κτηρίου στο νούμερο 56 της Εγνατίας.

Τον Κωστή τον θυμόμαστε μέσα από το έργο του, που με τις διαρκείς υπερβάσεις του, έφτιαξε ένα μοναδικό αφήγημα ζωής με ανθρώπινο πρόσωπο.

Για όλα όσα έπραξε, έγραψε, ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε και μας έμαθε, μένει αλησμόνητος ο Κωστής.

Κωστή, η αγάπη σου για τη ζωή, τον έρωτα με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, το πάθος σου για τον αγώνα, είναι γνωστά. Παραμένεις για μας ο αιώνια έφηβος μαχητής, οδοιπόρος μιας αέναης Ανατολής. Μάθαμε από σένα πως «ο έρωτας είναι η αιτία, το πρόσωπο η αφορμή, η επανάσταση το νόημα». Καλή αντάμωση σύντροφε, καλή αντάμωση φίλε, καλή αντάμωση Άνθρωπε!

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Απόσπασμα από το «Η Σάρκα σου Όλη»

…Και στροβιλιζόταν ώσπου να βρει την έκσταση.
Και ο Ολόκληρος του έδινε το χέρι να τον ανεβάσει -προς ώρας έστω- στον Κήπο του Παραδείσου.
Και έβλεπε τους μπαξέδες με τα ρόδα.
Και τους μπαξέδες με τα γιασεμιά.
Και τους μπαξέδες με τα γαρούφαλα.
Στα χίλια και ένα χρώματά τους.
Και αγαλλίαζε με τις εξήντα εννέα διαφορετικές ευωδίες.
Και έβλεπε και τα ποτάμια που ρέουν γάλα.
Και τα ποτάμια που ρέουν ανθόνερο — μαγιέτ ουάρντ.
Και τα άλλα τα αργόσυρτα ποτάμια. Εκείνα που ρέουν μέλι.
Και Εσένα να κάθεσαι κάτω από τον πιο ψηλό φοίνικα.
Και να περιμένεις.
Καταργώντας με την ένταση της αγάπης σου τον θάνατο. Και τους Αιώνες.
Και να δίνεσαι στον σφοδρό έρωτα, που ποιεί τη Σάρκα Πνοή.
Και να γεύεσαι και τους εκατό τρόπους του Έρωτα —τις μυστικές διόδους της χοάνης.
Και κατόπιν να μοιράζεις την αγάπη σου — ό,τι περισσεύει, Στα τρία δισεκατομμύρια των ζωντανών.
Και στα εκατόν δέκα δισεκατομμύρια των πεθαμένων.
Και στα ερπετά.
Και στα όρνια.
Και σε αυτούς που είναι γέροι.
Και σε αυτούς που είναι άσχημοι.
Και σε αυτούς που είναι ηλίθιοι και σε καταδιώκουν.
Και στον κόσμο ολόκληρο.
Όχι μόνο τον νυν αλλά και τον πριν και τον μέλλοντα κόσμο.
Και να σπέρνεις έτσι όλους τους σπόρους σου.
Αλλά και τη λάμψη της ψυχής.
Και να πέφτεις στα πόδια του.
«Εσένα Αγαπώ, Μόνο Εσένα».
Και το Εσένα να γίνεται το Εμένα και το Εμείς, ο Ολόκληρος…

Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)
1

Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..
Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…
«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»
Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…
***
«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…
***
Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω
***
Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…
Ίσως ωστόσο,
και αν πεθάνεις,
κάποτε να γεννηθείς πάλι,
μην αντέχοντας στη Σιωπή…
Βλέπω
τις νύχτες
το ίδιο αστέρι,
πού μέσα στο Έρεβος
μας φώτιζε…
***
Τά δέοντα τελέστηκαν λαμπρά,
κηδείες, μνημόσυνα,
γιορτές για την πρώτη χιλιετηρίδα,
και άλλες γιορτές
για τη δεύτερη…
Περίμενα αυτός ο θάνατος
να μάς ενώσει
— όμως εσύ δε φάνηκες·
ή Άβυσσο βυθίστηκε
είκοσι αιώνες ακόμα,
μέσα στην ’Απουσία…
***
Μου έλειψε ο αχνιστός καφές σου
από το όρος Χορτιάτη
αγναντεύω,
—σε ποιά γη κρύφτηκες,
Δίχως εσένα όλα Άβυσσος…
Θα βλαστήσεις πάλι, άραγε,
την άνοιξη τούτη;
***
Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη·
— και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.
Ποιος σήκωσε τα κύματα
καί τούς ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;
Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.
Πότε θα έρθεις;
***
Κάτω από τη σελήνη
κοιμάται ωχρή
ή ’Επανάσταση…
Ο θόρυβος του δήμου κόπασε,
οίκαδε, οίκαδε οδεύει
τώρα
η ιστορία…
Μήπως δεν έρθεις —το πρωί—
ηγεμόνας
ο ήλιος;
***
«…το καράβι τοϋ Έρωτα
συντρίφτηκε ατά βράχια
της καθημερινότητας…»
ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΥ
Μέσα στη σπηλιά του νεκρού Έρωτα
ΕΙΣΑΙ…
Ποιος θα μαζέψει τα συντρίμμια,
ποιος θα ετοιμάσει την πυρά
για να πυρποληθούμε;
Είμαι ακόμα μες στους ζωντανούς
τρεις χιλιάδες χρόνους
μετά την ’Απουσία…
Ποιος ουρλιάζει ότι ο Έρωτας
καρφώνει τον Καιρό στη Μνήμη;
***
στον καπετάν Αποστόλη Σαρίδη
που πυρπολήθηκε με το καράβι του
στη ρότα του Σεβάχ,,.
Πώς να κοιμάσαι ήσυχος
σε αυτή την όχθη;
—- Πρέπει να διαβείς τον ποταμό…
Σε περιμένει
όρθιος
πάνω στο καράβι του
ό θάνατος…
Σε περιμένει
Εκείνος,
ο γνήσιος,
ο Αδύναμος,
Αυτός που τόλμησε,
Αυτός που δεν τόλμησε,
η μυστική χοάνη·
— ο Αποστολής…
***
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Προχτές»
Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…
***
Έδυσε
και η πανσέληνος
του Μάη…
Έμεινα μόνος,
στη σκοτεινή πλευρά
Εγώ και το βλέμμα Σου…
Σε ποιά χοάνη μυστική,
σε ποιο θάνατο
να Σε γυρέψω;
Ξέρεις,
δε φοβήθηκα ποτέ
την πυρκαγιά…
***
«Μα εσύ βέβαια σκοτώθηκες νωρίς»
’Άλλοι όμως επέζησαν
συγκατοικούμε χρόνια
— μαζί όσοι πάθαν και μάθαν
και όσοι
δεν πάθαν και δε μάθαν…
Η Επανάσταση
κρύφτηκε
Μέσα στην Άβυσσο
επέλεξα
να πορευτώ
ευθυτενής…

2
ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΑΙ

Σε ποιάν ’Άβυσσο, σε ποιά χοάνη μυστική να ψάξουμε
να βρούμε τον Έρωτα πού τον οδηγήσαμε στο θάνατο,
για να μη μάς πυρπολήσει;
Και γιατί τελικά να μη μάς πυρπολήσει; Στην
Πράξη του λαού μας μες στον Καιρό, στη ζωντανή
διαχρονική μας παράδοση, όπως εκφράζεται στο Λόγο,
το κέντρο της ζωής, η «θεότητα», με τη θεολογική
συμβολική αυτής της παράδοσης, είναι η πυρπολούσα
το Εγώ μας αγάπη, η «καύση καρδίας», ο «μανικός
Έρωτας». Ευσεβιστές ωστόσο, ολοένα μέσα στη
μεταπρατική, εξαρτημένη κοινωνία μας πιο δυτικότροποι,
επιζητούμε στη ζωή τη μερικότητα, τα επί μέρους
προϊόντα της, όχι την ίδια την ουσία, της, την πιο
βαθιά της υπόσταση: ζητάμε τον πλούτο ή την επιτυχία,
απολησμονώντας πώς ο βασικός πλούτος είναι ο
μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο,
ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο
αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα
ολόκληρη — το Όλο Σώμα μας…
Όπως λέει ό σύγχρονός μας Περουβιανός Αγιορείτης,
ο Συμεών Γρηγοριάτης — τα νυν Σταύρονικητιανός:
«…Νά μη χρησιμοποιείς την Πράξη ως λίπασμα,
για να καρπίσει ένας κόσμος αλλοτριωμένος,
αλλά να τη χρησιμοποιούμε για να ανατινάξει αυτό τον
αλλοτριωμένο κόσμο».
Μετουσιώνοντας τον κόσμο, από ύλη διασκορπισμένη,
ύλη απρόσωπη, ύλη διάχυτη, σε ενσαρκωμένο
Εσύ, απτό πρόσωπο του Καθόλου, ενσαρκωμένο πρόσωπο,
μέσα στο Όλο Σώμα μας, του Έρωτα, ενσαρκωμένο
πρόσωπο της ’Αγάπης, μόνου καταφατικού ορισμού
στην Ορθόδοξη παράδοση, για το επίκεντρο της
ζωής, το «Θεό»…
Ο Έρωτας, καύση καρδίας, πυρπολεί, διαρρηγνύει
το δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας, καταλύει τη μοναξιά
μας, τη βίωσή μας ως μοναχικά εμπορεύματα. Ό
Έρωτας διανοίγει το δρόμο στο Εγώ μας να καταλύσει
αυτή τη μοναξιά του, να βρει την ολοκλήρωσή του, την
πληρότητά του στο Όλο Σώμα μας, το «Εμείς»…
Ανοίγει το δρόμο, μέσα από την ενσάρκωση, τη
συγκεκριμενοποίηση του ’Έρωτα στη πρόσωπο που αγαπάμε,
στο «Εσύ», να διατρήσουμε το δερμάτινο χιτώνα
του Εγώ μας και να συναντήσουμε το συλλογικό
εαυτό μας.
Ωστόσο, μήπως αυτό το «Εσύ» κινδυνεύει να
γίνει αυτοσκοπός, κινδυνεύει νι γίνει «είδωλο», μήπως ο
’Έρωτας από ενοποιός του Εγώ μας με την ολότητα,
το συλλογικό σώμα μας, το Εμείς, κινδυνεύει, αντίθετα,
να γίνει το πάθος που μας χωρίζει, πού δια-βάλλει
από τον Όλο Άλλο; Μήπως αυτή η συγκεκριμενοποίηση
του Έρωτα, αναγκαίο στάδιο για να διατρήσουμε
το δερμάτινο χιτώνα μας και να βρούμε των ολότητα
του σώματός μας, μπορεί ωστόσο αντί θεϊκό, ενοποιό,
να τον αλλοτριώσει σε δια-βολικό, «δαίμονα πορνείας»,
όπως λέει η ασκητική εκφορά της παράδοσής μας,
Έρωτα που δε σε ενώνει αλλά σε χωρίζει -—για μια
προνομιακή διασύνδεση με κάποιο επί μέρους Έσύ- από
τον Όλο ’Άλλο;

ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ ή ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ; (1985)
Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η φαντασία και το όνειρο – η επαναστατική και καθημερινή τόλμη, να τι λείπει ακόμα από το κίνημα μας, πιστοποιεί ο Βλαντιμίρ Λένιν στις τελευταίες σελίδες του. Τι να κάνουμε, που γιορτάζει φέτος τα 80 χρόνια της συγγραφής του. Να βάλουμε στην επαναστατική πρακτική την ποίηση και την αισθητική, ζητά λίγα χρόνια αργότερα ο Μαξίμ Γκόρκυ. Και ο Μαγιακόφσκυ -επεξεργάζεται αισθητικά- σκηνοθετεί μαζί με τον Αϊζενστάιν στην Κόκκινη Πλατεία τις μεγάλες διαδηλώσεις της σοβιετικής εποχής.

Όλοι καλοδέχονται σήμερα τις γιορτές της προοδευτικής νεολαίας, στα πολλά της πρόσωπα, που ανθίζουν στην αθηναϊκή περιφέρεια, στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία αυτές τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου. Πόσο όμως λείπει ακόμα από αυτές τις όμορφες στιγμές η αισθητική επεξεργασία, το όνειρο, η πρωτοποριακή φαντασία, η αισθητική έκπληξη που ζήτησε ο Λένιν, ο Γκόρκυ και που πραγματοποίησαν ωστόσο οι καλλιτέχνες της μεγάλης δεκαετίας που δέσανε την ποίηση με την επανάσταση;

Πόσο χρειάζεται λοιπόν ακόμα να παλέψουμε για να καταλυθεί ο λαϊκισμός, η μικροαστική αναπαραγωγή της αισθητικής του κατεστημένου από τη ζωή μας, που μαστίζει όχι μόνο τη συντήρηση αλλά πολύ συχνά και μεγάλο μέρος του προοδευτικού χώρου;

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:504