Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Tο πρώτο μπάρκο | της Άννας Τακάκη

Κουβέιτ 1980. Οκτώβρης μήνας.

Πρώτο ταξίδι κι «έτυχε ναύλο για το νότο». Δεν ήμουν ναυτικός αλλά ναυτολογήθηκα ως ναυτικός με φυλλάδιο κι όλα τα σχετικά για να μπαρκάρω. Στην ουσία θα ήμουν η ταξιδιώτισσα των ωκεανών και των γαλάζιων πόντων, πλάι στο σύζυγό μου ο οποίος ταξίδευε υποπλοίαρχος με το γκαζάδικο «Μαρία Ισαβέλλα» της ναυτιλιακής εταιρείας Σταύρου Νιάρχου. Το πλοίο, κάπου ενενήντα χιλιάδων τόνων, ερχόμενο από Σιγκαπούρη θα φόρτωνε πετρέλαιο από το Κουβέιτ με προορισμό το Άντεν. Η συνάντησή μας λοιπόν εκεί, στα Εμιράτα του μαύρου χρυσού. Πρωτάρισσα στη ναυτοσύνη, πρώτη φορά και ο αποχωρισμός μου από τη μάνα πατρίδα. Μια και τα ταξίδια είναι όνειρο ζωής για τον καθένα, έτσι και για λόγου μου. Περίμενα, λοιπόν, πώς και πώς αυτή τη μέρα! Θα έβλεπα καινούριους κόσμους, θα ζούσα τη θαλασσινή ζωή, και φυσικά θα ήμουν με τον σύντροφό μου, νιόπαντροι όντας! Για να τα κάμω όμως αυτά έπρεπε να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο, γιατί οι αρχές του Αραβικού κατεστημένου δεν δικαιολογούσαν διαβατήριο. Με διάχυτη τη χαρά μου για ένα ονειρικό μπάρκο στις θάλασσες και στα λιμάνια του κόσμου και με μια έκδηλη αδημονία έτρεχα για τα χαρτιά. Όλες τις μέρες της προετοιμασίας μου δεν έβγαινε από το μυαλό μου το εξωτικό Κουβέιτ, οι χώρες, τα λιμάνια που θα συναντούσα σ’ αυτό το παρθενικό μου μπάρκο.

Έφθασα στην Αθήνα μια μέρα πιο μπροστά για τα απαραίτητα εμβόλια και τη βίζα. Με όλο το νεανικό μου ενθουσιασμό και τη χαρά του ταξιδιού, ή των ταξιδιών που θα ακολουθούσαν πλάι στον αγαπημένο μου, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ τη νύχτα. Στο νου μου στριφογύριζε η Μέση Ανατολή, τα Εμιράτα, το Κουβέιτ, και φυσικά η συνάντηση, με τον σύντροφό μου μετά από τέσσερις μήνες αποχωρισμού. Την επόμενη μέρα, απογευματινή ώρα, έφθασα στο αεροδρόμιο «Ελληνικό» κι εκεί συναντήθηκα με άλλα εφτά μέλη του πληρώματος και τον καπετάνιο που θα «σκατζάριζαν» συναδέλφους τους στο Κουβέιτ. Φύγαμε με ένα υπερσύγχρονο αεροπλάνο των Kuwait airways. Tέσσερις ώρες πτήση, σχετικά κοντά. Όταν πετούσαμε πάνω από την Κρήτη, καθώς ο πιλότος μας ενημέρωνε, δεν πίστευα πως εγώ μπορεί να ήμουν τώρα σε ένα από αυτά τα αεροπλάνα που συχνά τα βράδια έβλεπα από την αυλή του σπιτιού μου, κοιτώντας τον ουρανό, και που είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή.

Φθάσαμε στο αεροδρόμιο του Κουβέιτ περασμένα μεσάνυχτα. Μετά τον έλεγχο, ο πράκτορας μας πήρε με ένα τζιπ, και ύστερα από κάποια λεπτά διαδρομής, μας έφερε στην προβλήτα απ’ όπου θα έφευγε η λάντζα (βάρκα) για να μας πάει κάπου δέκα μίλια μέσα στη «ράδα» όπως λέγεται στη ναυτική ορολογία το αγκυροβόλιο. Εκεί έξω περίμενε το πλοίο μας. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, μια αποπνικτική μυρωδιά και μια ζέστη υγρή κυριαρχούσε στις αισθήσεις μου. Ήταν μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και οι φλόγες από τα αναμμένα φουγάρα των πετρελαιοπηγών που έκαιγαν το αέριο, έκαναν τη νύχτα μέρα. Άπλωνα τα μάτια μου δεξιά, αριστερά. Παντού φωτιές, φουγάρα ψηλά, πολλά φουγάρα, αμέτρητα, και η οσμή του πετρελαίου, η ζέστη, αυτή η αφόρητη υγρή και αποπνικτική ζέστη, να είναι τόσο υπερβολική ακόμη και μες τον Οκτώβρη.

Όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Μπήκαμε μέσα στη λάντζα, αφήνοντας πίσω την οσμή και τα αναμμένα φουγάρα και φύγαμε για το πλοίο μας. Όμως ένας βουβός κυματισμός, «σουέλ», όπως το λένε οι ναυτικοί, έκανε τη λάντζα μας να μοιάζει με καρυδότσουφλο μέσα στο πέλαγος. Γύρω μας σκοτάδι πυκνό. Πίσω οι φωτιές και τα φώτα του Κουβέιτ όλο και ξεμάκραιναν. Μπροστά μας ολοένα και μεγάλωνε η όψη του άδειου και «ασαβούρωτου» βαποριού με τις φωτολαμψίες του να μεγαλώνουν σκορπώντας φως στο σκοτάδι όσο πλησιάζαμε την υγρή λαμαρίνα. Λίγο ακόμα και μπροστά μας ορθωνόταν πάμφωτο, σαν μικρή πολιτεία το «Μαρία Ισαβέλλα», ένα πανύψηλο πετρελαιοφόρο με τα κύματα να χτυπούν μανιωδώς το άδειο κουφάρι του.

-Γιατί τόσο ψηλό, βρε παιδιά; Ρώτησα το πλήρωμα.

-Δεν πρόλαβαν να του βάλουν ακόμη τη σαβούρα, είπε ο καπετάνιος.

-Τι είναι σαβούρα;

Σαν, τι με ένοιαζε εκείνη την ώρα; Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρεθώ το γρηγορότερο πάνω στο πλοίο.

Από τα μάτια μου δεν έφευγε εκείνη η μακριά ανεμόσκαλα που κρέμονταν στην πλάγια πλευρά του βαποριού και κουνιόταν πέρα δώθε στον αέρα. Μια ανεμόσκαλα ύψους είκοσι πέντε μέτρων με σκοινιά και σανίδες. Το μόνο μέσο πρόσβασης στο πλοίο αυτή τη στιγμή. Οι άντρες ναυτικοί με πληροφόρησαν ότι από εκεί θα ανεβαίναμε στην κουβέρτα.

Με το που έριξε άγκυρα η λάντζα, πλάι του βαποριού, και κοντά στην ανεμόσκαλα, και εν όσο ο κυματισμός την απομάκρυνε από το αυτή, οι ναυτικοί με πείρα και μαεστρία κατόρθωναν ένας ένας να πηδήσουν από την κουνιστή λάντζα, όταν σίμωνε στο πρώτο σκαλί της ανεμόσκαλας και έτσι κρατώντας γερά τα σκοινιά ανέβηκαν όλοι στο κατάστρωμα του πανύψηλου πλοίου. Πρώτος ανέβηκε ο καπετάνιος, ένας κοντόλιγνος άντρας, κι απ’ ότι φαινόταν ναυτικός με πείρα. Με μια γερή ασκελιά γαντζώθηκε στα σκοινιά της ανεμόσκαλας. Ύστερα άρχισαν να αναρριχώνται σαν αίλουροι και οι άλλοι άντρες. Μόνο εγώ έμεινα τελευταία με το όνειρο του ενθουσιασμού και της χαράς μου να ξεψυχά στα πνιγηρή ατμόσφαιρα του Εμιράτου. Η ώρα είχε πάει 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Το δέος μου έγινε φόβος και ο φόβος απογοήτευση καθώς είδα πρόσωπο με πρόσωπο τη σκληρή ζωή του θαλασσοδαρμένου ναυτικού. Παρ’ όλες τις υποδείξεις των συνταξιδιωτών μου, που με παρακινούσαν και προσπαθούσαν να με βοηθήσουν ν’ ανέβω, και τις οδηγίες που μου έδιναν πάνω από το πλοίο ο σύζυγός μου και οι άλλοι πλοίαρχοι που παρακολουθούσαν από την κουβέρτα την απόβαση, δεν τα κατάφερα. Ήταν για μένα κάτι τρομερό και επικίνδυνο. Τότε άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου, καθώς δυο δάκρυα κύλησαν, νιώθοντας το ρομαντικό μου όνειρο να γίνεται μουντό και τραχύ. Δύο λύσεις υπήρχαν: ή θα γύριζα πίσω σε ξενοδοχείο, ή θα έφερναν ελικόπτερο να με ανεβάσει. Πράγμα δύσκολο βέβαια. Τελικά έγινε η ανατροπή! Κατέβηκε ο «Σεβάχ ο Θαλασσινός» σύζυγός μου, και με έβαλε στους ώμους του, όπως βάζουν τα μικρά παιδιά. Μου είπε να κρατώ γερά τα σκοινιά και να τεντώνω τα χέρια. Πάνω στην κουβέρτα του πλοίου, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα που παρακολουθούσαν την όλη ανταρσία, μας εμψύχωναν. Κράτα μου λέει ο «Σεβάχ» μου, κράτα γερά τα σκοινιά και μη φοβάσαι. Κι έτσι, μαζί του ανέβηκα την πανύψηλη σκοινένια σκάλα!

– Πρέπει να μάθεις ν’ ανεβοκατεβαίνεις αυτή τη σκάλα αν θέλεις να βγαίνεις στα λιμάνια, γιατί πολλές φορές θα είμαστε αρόδου, μου είπε… Η ανάγκη ζόρε βάνει, που λένε. Αν ήθελα να βλέπω τον κόσμο που είχα ονειρευτεί και λαχταρούσα, έπρεπε να ανεβοκατεβαίνω την αιωρούμενη σκάλα. Στο τέλος, να δείτε, που μου άρεσε κιόλας. Άσε που το θεωρούσα και μεγάλο κατόρθωμα!

Πατώντας τη λαμαρίνα, ένα άλλο συναίσθημα με συνεπήρε. Από δω και πέρα δεν θα έχω τη στέρεα γη μου, σκέφτηκα. Από τα άδεια και άπλυτα ακόμη τάνκια ερχόταν η μυρωδιά του πετρελαίου. Αυτή θα τη συνήθιζα με τον καιρό. Γκαζάδικο ήταν τι θα μύριζε; Τεράστιες ταμπέλες με το « no smoking» κυριαρχούσαν παντού στην κουβέρτα. Η περιέργειά μου να ανακαλύψω το πλοίο και τον μικρόκοσμό του, δεν μου άφησε πολλά περιθώρια να προσαρμοσθώ στη νέα μου ζωή, όσο θα κρατούσε αυτό το μπάρκο. Άνθρωποι, λιοκαμένοι, άνθρωποι της εργατιάς και της μοναξιάς με δίδαξαν πολλά από την πρώτη κιόλας μέρα.

Μετά από δυο μέρες, όσο κράτησε η φόρτωση, φύγαμε από τη χώρα του πετρελαίου για τη Νότιο Υεμένη. Το Άντεν ήταν ένα λιμάνι και ένας προορισμός με διαφορετικό ενδιαφέρον για μένα. Ευτυχώς η θάλασσα ήταν λαδιά και το βαπόρι έπεσε στον ντόκο. Δε χρειάστηκε η ανεμόσκαλα, που ακόμη ήταν νωπή στη μνήμη μου η περιπέτεια.

Όταν μετά από κάποιες ώρες βγήκαμε μια βόλτα στην πόλη, με την περιέργεια πάντα τι θα δουν και τι θα ανακαλύψουν τα μάτια μου, έπεσα σε μια άλλη μελαγχολία. Κόσμος πολύς στους δρόμους, μα δεν ξεχώριζα παρά μόνο τους άντρες. Οι γυναίκες ήταν καλυμμένες με μαύρα τσαντόρ, που άφηναν ακάλυπτα μόνο τα μάτια. Μακριά ρούχα, μαύρα ως επί το πλείστον…μια μαυρίλα με πλάκωσε. Τα μαγαζιά τους δε θύμιζαν καν μαγαζιά, ατημέλητα με πενιχρά πράγματα και πάγκοι στους δρόμους με διάφορα τρόφιμα και μπαχαρικά, απ’ ότι θυμάμαι και πολλά αυγά ψημένα που τα πουλούσαν και τα έτρωγαν επί τόπου. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι τσόφλια και πολύ μιζέρια… Μου ήρθε αυτόματα στο νου η σύγκριση… Ο τόπος μας, η Ελλάδα μας, η ανάπτυξη, ο πλούτος, ο πολιτισμός μας…

Για να δούμε κάποια αξιοθέατα της χώρας αυτής δεν υπήρχε η πολυτέλεια. Το πλοίο σε λίγες ώρες θα αναχωρούσε για τον κόλπο του Ομάν, για την επόμενη φόρτωση. Εκεί με τα κιάλια μόνο έβλεπα τις στεριές και την έρημο…

Από τη Μέση Ανατολή κι όλες αυτές τις πρωτόγνωρες και περιπετειώδεις εμπειρίες μου, το πλοίο μας έβαλε ρότα για την Άπω Ανατολή στο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Σιγκαπούρης. Εκεί η θεά τύχη με αποθέωσε. Ένα κράμα ευρωπαϊκού και ανατολικού πολιτισμού, με περίμενε… Μια λουλουδένια και καθαρή πόλη, μια πανώρια βλάστηση, μοντέρνα κτίρια, ανατολίτικα κτίρια, πολυκαταστήματα, συσσώρευμα αγαθών και χιλιάδες ποδήλατα ταξί ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Εκεί έβλεπες όλες τις φυλές. Κι εγώ ένοιωθα πως ήμουν στο κέντρο της γης. Τι να πρωτοδείς και τι να πρωτοπάρεις;

Και το ταξίδι μας συνεχίζεται. Εν πλω ήρθε τηλεγράφημα πως η εκφόρτωση θα γινόταν στο Σίδνευ της Αυστραλίας. Δεκαπέντε μέρες ουρανός και θάλασσα. Ευτυχώς είχαμε καλό καιρό και θάλασσα γαλήνια. Που και που κανένα σουέλ, λίκνιζε ελαφρά το μεγάλο σκαρί.

Τα βράδια που βουτούσε ο ήλιος και η θάλασσα έπαιρνε μαγευτικά χρώματα, απολάμβανα αυτή τη μαγεία κάνοντας βόλτες στην κουβέρτα, με την τσιμινιέρα να παίζει τον δικό της σκοπό. Η επικοινωνία με τους δικούς μας μέσω ασυρμάτου ήταν ακόμη εφικτή, όσο ήμασταν κοντά στις στεριές.

Η Αυστραλία σ’ αυτό το πρώτο μου μπάρκο ήταν η μεγάλη μου έκπληξη. Το πλοίο θα έμενε τρεις μέρες και θα είχα κάποιο χρόνο να συναντήσω τους συγγενείς μου στη Μελβούρνη. Τη γιαγιά, τον παππού μου, τις θείες, τους θείους και τα εξαδέλφια μου. Τη δεκαετία του εξήντα όλη σχεδόν η οικογένεια του πατέρα μου ξενιτεύτηκε. Πήρα το αεροπλάνο για τη Μελβούρνη, όπου με περίμεναν στο αεροδρόμιο μετά βαΐων και κλάδων. Η συγκίνησή μου δεν περιγράφεται. Γενάρης μήνας κατακαλόκαιρο εκεί. Μεγάλο πάρτυ μου έκαναν για την απροσδόκητη εμφάνισή μου στη μακρινή ήπειρο. Όταν με πήγαν στην ελληνική συνοικία με τα μαγαζιά, τις ελληνικές ταμπέλες και όλα τα συναφή, ένιωσα πως ήμουν ακόμη στην Ελλάδα. Ένας ελληνισμός που ξεριζώθηκε για να φυτευτεί σε νέα γη.

Από τη μακρινή Αυστραλία βάλαμε ρότα προς το άγνωστο. Οι οδηγίες ήταν πλεύση προς Σιγκαπούρη μέχρι νεοτέρας. Ώσπου μετά από μέρες κατέφθασε νέο τηλεγράφημα πως το πλοίο μας θα ερχόταν για δέσιμο στο λιμάνι του Σκαραμαγκά. Μια πετρελαϊκή κρίση άφησε για κάποιο διάστημα τα πλοία δεμένα στα λιμάνια εκείνη την εποχή. Το ταξίδι μας από το Σίδνευ μέχρι τον Πειραιά, κράτησε τριανταπέντε μέρες, γιατί το πλοίο πήγαινε με μειωμένη ταχύτητα λόγω οικονομίας. Τριανταπέντε μέρες μονότονες, μοναχικές. «Μήδε γλάρου φτερούγισμα, μήδε ασυρμάτου σήμα»… όπως έγραφα πολύ αργότερα. Μια επιστροφή που δεν ήθελα να γίνει ακόμη, σ’ αυτό το πρώτο μου μπάρκο. Όμως είχα πάρει το θαλασσινό βάπτισμα, είχα ήδη τις εμπειρίες μου και τα πολυποίκιλα συναισθήματα.

Άννα Τακάκη

.

.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:117