Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας | της Άννας Τακάκη

[Απόσπασμα ]

Ρόδο μου τριαντάφυλλο, μπουμπούκι που μ’ ανοίγεις

αγόρι μου, φεγγάρι μου, νύχτες που λαμπιρίζεις.

Ήλιε μου μεροχρύσωτε, απ’ τα χρυσά σου σπόρια

βλαστόσυραν, λουλούδισαν οι κήποι, τα περβόλια.

Πανσέδες, και νερατζανθοί, γαρούφαλλα με ντάλιες

λευκά κρινάκια του Μαγιού, ευωδιαστές λεβάντες,

Ράντισαν όλο τον ντουνιά, τη γειτονιά μας όλη,

εσύ ’σ’ η κρήνη τ’ ουρανού, τ’ ολάνθιστο περβόλι.

Εσύ ’σ’ η γάργαρη πηγή, βασιλικού φρεσκάδα

άνοιγμα πρωινής χαράς, του λόγγου η λιακάδα.

Περιστεράκι στην αυλή, άσπρο, λευκό σαν χιόνι

λεύκανες την καρδούλα μου, που ’ταν χλωμή και μόνη.

Χελιδονάκι νιόφερτο, φτερούγισμα τ’ αέρα

φωλιά ’κανα τσ’ αγκάλες μου, νύχτα, αυγή και μέρα.

Μαζί με σε κι η Άνοιξη να φωλιαστεί, καλέ μου

κι η μάνα φύση να γευτεί τις χάρες σου, ακριβέ μου.

Υγιέ, καμάρι ζηλευτό, μικρό βυζασταράκι*

ω, τρυφεροπλασούδικο στσ’ αγκάλης μου τ’ αυλάκι.

Σταλιά-σταλιά που σου ’δινα το γάλα τω βυζιώ μου

γουλιά-γουλιά το ρούφαγες, γερός να ’σαι μικρό μου.

Να σε θωρώ να χαίρομαι, να ζω, να καμαρώνω

στο ζάλο* σου τ’ ασερνικό, υγιέ, ν’ αναφτερώνω.

Το σώμα πετραμύγδαλο, χτύπος μη σ’ το ραγίζει

θρέφω σου, βυζανάρι* μου, κι η υπομονή με ’ρίζει*.

Τα μάτια μου νυχτομερίς σ’ εσένανε στυλώνω

και τη ζωή μ’, αστέρι μου, ολάκερη απλώνω,

Σκέπαστρο στο κορμάκι σου το απαλαγγιγμένο

άλλη μια να ’χεις φορεσιά, αν θα βρεθείς βρεμένο.

****

Η θάλασσα εσίμωσε, γιε, στο πλατύσκαλό μου

για να θωρώ στα κρούσταλα νερά το πρόσωπό μου,

Που ’λαμπε απ’ τα μάτια σου, άστραφτε στη θωριά σου!

Μορφή αλλιώτικ’ έπαιρνε, βλαστάρι μου, κοντά σου.

Λύρες, λαούτα και βιολιά στην πόρτα μου λαλούσαν,

αηδόνια σιγοντέρνανε και γλυκοκελαηδούσαν,

Ως με ξανοίγανε, υγιέ, οι θαλασσιές σου χάντρες

που ’χαν του κόσμου τσ’ Ομορφιές, αμέτρητες τις Χάρες.

Μάτια μου θαλασσόβρεχτα, ωκεανού σταγόνες

μέσα τους αγιάζονται οι παγεροί κυκλώνες .

Βλέμμα που με ταξίδευε την Πλάση να γνωρίσω

κι απ ’το δικό σου ερχομό, διπλή ζωή να ζήσω.

Να ζήσω να σε χαίρομαι, μοσκογαρούφαλό μου

και να θωρώ απ’ τα μάτια σου, ω, φως των ομματιών μου!

Χειλάκια ροϊδοκόκκινα, τριανταφυλλιές μου βιόλες

σαν τ’ άνοιγες, οι αρετές σ’ εστεφανώναν όλες.

Xεράκια απαλούδια μου, άγγιγμα της ψυχής μου,

ασπρόκρινά μου μυριστά, στο βάζο της ζωής μου.

Κορμάκι που σε στόλιζα με των ματιών τα λούσα

και σου ’βαζα για φυλαχτό της έγνοιας μου τα κρούσσα*.

Γαλάζια χάντρα πέρναγα, υγιέ μου, στο λαιμό σου,

μη σε βασκάζουν αητοί, πουλί μου, στ’ όνειρό σου.

Μορφή μου μελιστάλακτη, σαν σε γλυκοκοιτούσα

στην τρυφερή σου ύπαρξη τον κόσμο ερευνούσα.

Παιδί μου, εσύ μου δίδαξες στσ’ υπομονής τη σκάλα

πως τα μεγάλα στη ζωή, γεννιούνται στάλα-στάλα.

Στάλα τη στάλα σ’ έθρεφα στσ’ αγάπης μου τον κόρφο

και την εικόνα σου ’κανα, κρυφό του χρόνου πόθο.

Τα μικροπατουχάκια σου, τα δυο σου παλαμάκια

γιε, σου τα γραμμοτύπωνα μη φεύγουν σαϊτάκια.

Και τα ξανθά μαλλάκια σου, με μπούκλες στολισμένα

που πέρναγα τα δάχτυλα τα μεταξαγγιγμένα,

Τα ’λουζα αβρά, τα χτένιζα, σου τα μοσχοβολούσα,

στου αγεριού το χάιδεμα τα μεροπερπατούσα.

Τα λογο-παιγνιδίσματα, τα πρώτα σου τα λόγια

τα ταίριαζα, αγόρι μου, χάντρες για κομπολόγια.

Κι ως τα μπελόνιαζα*, υγιέ, μέρα με την ημέρα,

με της καρδιάς μου τα ’παιζα το δροσερόν αέρα.

Τα μωρο-μπουσουλίσματα στο πρώτο σου σοκάκι

συνόδεμα ’πο το κραχτό, κρυστάλλινο γελάκι,

Θυμάμαι… δεν τα ξέχασα, στις χάντρες να ματίσω*

μέσα στα φύλλα της καρδιάς να τα περαματίσω*.

Μα όσο μου μεγάλωνες κι οι χρόνοι επερνούσαν

πουλιά ’ταν τα λογάκια σου, πουλιά που κελαηδούσαν.

Οι χάρες σου ξομπλιάζανε* κορώνες και παλάτια

νιους βασιλιάδες μ’ αυλικούς, στα φτερωτά τους άτια.

Πώς τρέχανε οι ευγενείς οι χάρες σου οι περίσσες

καθώς με γλυκοξάνοιγαν* οι χάντρες σoυ οι πλουμίστρες!*

Ω, πως με καρτερούσανε τα ροδομάγουλά σου!

Μπουκέτο αφροζούμπουλα, να πάρω τ’ άρωμά σου.

Τα χείλια σου τα κερασιά, τα χορτασμένα χείλια

μιλούσανέ μου στην καρδιά με λόγια χίλια μύρια.

Κι εγράφαν πολυσέλιδα χαράς στα φυλλοκλάδια

που μέχρι να ’ρθεις, άγραφα ’πομένανε και άδεια.

****

Σαν θα τραβώ χαντροκλωστή απ’ της καρδιάς το ργυάκι

ριγεί με η ψυχούλα σου, μικρόχρονο αντράκι!

Γροικώ τα δυο χειλάκια σου, για «τ’ άδικο» να λένε

κι αρχίζαν τα ματάκια σου πολλές φορές να κλαίνε.

Σκεφτόσουνα και μίλαγες, σαν να ’σουνε μεγάλος

κι εγώ σ’ αφουγκραζόμουνα* με ζήλος και με πάθος.

Στα σύννεφά ’φτανε η χαρά κι ήσουν ψηλά τ’ αηδόνι

όταν φτερούγες σου ’δινα στου θάρρους σου τ’αμόνι.

Να φτιάχνεις, να μεγαλουργείς, να βγάζεις την ψυχή σου

να χτίζεις πύργο τη χαρά, κάστρο τη θέλησή σου.

Τη φαντασία απλόχερα στην έδωκεν ο Πλάστης…

Καράβι κάν’ το σπίτι μας κι εγώ θα ’μ’ επιβάτης.

Κι εσύ -θυμάσαι γιόκα μου; Μου το ’λεγες ο ίδιος

«μάνα μου, είσαι η χαρά» και με διαπέρνα ρίγος.

Απλά, βαθόψυχα, στρωτά, σου ’δειχνα τα δρομάκια

κι εσύ ’πο πίσω κλούθαγες μ’ ορθάνοιχτα ματάκια.

Κάθε πρωί και κάθ’ αργά, στην κούδα* μου ξωπίσω

διψούσες, διψασμένο μου, ζωή να σε ποτίσω.

Πώς στέκεται, – με ρώταγες – ψηλά κει το φεγγάρι;

και σου ’λεγα: Η αγάπη μας στυλώνει το με θάρρη.

Πώς τα διαμάντια τ’ ουρανού, πώς, πέφτουν στην ποδιά μας;

Και σου ’λεγα: Αν θέλουμε, όλα είναι δικά μας.

Ρωτούσες με, ακριβογιέ, με κεντημένο* στόμα

κι εγώ κοντά σου το ’νιωθα ότι παιδί ’μαι ακόμα.

Παιδί εσύ, παιδί εγώ, τι άλλο θέλεις, γιε μου;

Να! τα πλασούδια του θεού παρέα τους μας θέλου.

Και τα πετούδια τ’ άχολα τ’ αθώα ζουζουνάκια

τα πιο σεμνά και ταπεινά στης γης τα περβολάκια,

Από των Εσπερίδων μας τον κήπο που βλαστίζει

ζήλεψαν τα χρυσόμηλα και σμάρι τα γυρίζει.

****

Στις Μαγικές τις Γειτονιές, νύχτες με φεγγαράδες

που ’παίζαν λαουτιέρηδες νοσταλγικές καντάδες,

Θυμάσαι, που μετρούσαμε του ουρανού τ’ αστέρια

κι απλώναμε εσύ κι εγώ, ψηλά τα δυο μας χέρια;

Κι ύστερα ανεβαίναμε στην πλάτη του ανέμου

που πήγαινέ μας μυστικά στους Γαλαξίες, γιε μου.

Την Πούλια, τον Αυγερινό, και τον Αποσπερίτη

στην αγκαλιά μας φέρναμε, γυρίζοντας στο σπίτι.

Κι όταν στα νανουρίσματα, εκοίμιζά σ’ αγάλια

στη συντροφιά μας βάζαμε τη Γη με τ’ακρογιάλια.

Το βασιλιά το Βάτραχο, τον Κοντορεβιθούλη

τη Σταχτοπούτα τη φτωχή, μα και τον Τοσοδούλη,

Θυμάσαι; Τους κοιμίζαμε κάτ’ απ’ το μαξελάρι

και ξύπναγες αρχοντικά με πρόσωπο φεγγάρι.

*****

Των άστρων, συ, τ’ αστέρωμα, λευκό μαργαριτάρι

ήλιε που βγαίνεις το πρωί με τ’ ουρανού τα θάρρη.

Μικροπλασούδι σ’ έκανα, κι άντρα σε καμαρώνω.

Στης λεβεντιάς τ’ ανέθρεμα, τ’ αχείλι μου τεντώνω.

Τ’ αχείλι μου ροδόφυλλο, σαν γελαστό φεγγάρι

να σε θωρώ, πώς χαίρομαι, των πόθων μου καμάρι!

Ω, λεβεντοθρεμένε μου και λυγερόκορμέ μου

ω, θησαυρέ των θησαυρών και ζωηρέ βλαστέ μου.

Κάμε τον κόσμο μια κοψιά, κράτησ’ ένα κομμάτι,

γέψου ό,τι δε γεύτηκα και παραπάνω κάτι.

Κάμε τη Γης μιαν ασκελιά* και μη βαρυγκωμήσεις

βάλε τη στάμνα στην πηγή, νερό να τη γιομίσεις.

Και σαν γιομίσεις το σταμνί, πιες το να ξεδιψάσεις,

κράτα στο τέλος μια ρουφιά, μη και ξαναδιψάσεις.

Σου ’δωκ’ αϊτέ μου τα φτερά, ν’ανοίγεις να τ’απλώνεις.

Σε κάθ’ αλαργοπέταμα, τ’ ανάστημα να υψώνεις.

Από μικρό σου φώτιζα με φάρους την ψυχή σου

σου ’βαζα στύλους την πυγμή, πλίνθους τη θέλησή σου.

Να μη σε παρασύρνουνε δρόλαπες, καταιγίδες

θεμέλιο να ’ναι οι γνώσεις σου, κολώνες οι ελπίδες.

Βάστα το δοιάκι της ζωής και χάραζε πορεία

με τα μερτέμια του καιρού και με τη νηνεμία.

Ορθόπλωρη η σκέψη σου και η βουλή σου απέργια*

να ’ναι, για να σε σέβονται Γύπες και Περιστέρια…

Γλωσσάρι:

* βυζασταράκι: νιογέννητο που βυζαίνει

* ζάλο: βήμα

* βυζανάρι: νιογέννητο που βυζαίνει

* ’ρίζει : ορίζει

* λούσα: στολίδια

* κρούσσα: κρόσσια

* μπελόνιάζω: περνώ την κλωστή στη βελόνα

* ματίζω: κολλώ

* περαματίζω* υφαίνω στον αργαλειό με περαμάτιση (σχέδιο)

*ξομπλιάζω: στολίζω περίτεχνα

* ξανοίγω: κοιτάζω

* πλουμίστρες: με χρώματα και σχέδια (ρ. πλουμίζω)

* αφουγκράζομαι: ακούω με προσοχή

* κούδα: η άκρη του φορέματος

* κεντημένο: υπερβολικά διψασμένο (ρ. κεντώ)

*σέται: σείεται

* δρόλαπας: βροχή μαζί με σφοδρό αέρα

* απέργια: ζωηρή, ανήσυχη

 

 

Άννα Τακάκη

.

.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:72