Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Γεροντίστικες ιστορίες | του Αντώνη Κουκλινού

Εσηκώθηκενε αξημέρωτα για δε ντου κόλλανε ύπνος…

Τονε θωρεί η γρά και εντάκαρε να του φωνιάζει…

-Ίντα σηκώθηκες αξημέρωτα… στο ν’ εργάτη θα πάς..? θέσε μα δε ν’ είναι ώρα ακόμη.

-Δε μπορώ να κοίτωμε μωρή Κατίνα… επχιαστήκανε τα πλευρά μου.

-Και που σηκώθηκες να πας τέθια ώρα..? οι πετεινοί ακόμη δε ν’ εκράξανε τση ταχινής.

-Και ίντα φωνιάζεις εδά… κοπέλι είμαι να με μπουζάσεις στο κρεβάτι με το ζόρε..?

-Ανεμίζω ίντα θες… και λίγη η τραβάγια σου… το τζίγαρο γυρεύγεις και κάνεις σα ντο βυζανιάρικο απου του λείπει η ρόγα.

-Ναι μωρή Κατίνα ήβρηκές το δα…..!!!

Κουβέντα στη κουβέντα επήγε και στο μαγεργιό.

-Ίντα θες να σου μαγερέψω σήμερο… πέμου να κατέχω.

-Εδά απου θα κατεβω στο ντουκιάνι, ανε περάσει ο ψαράς θα πάρω μνιά ολιά ψάρι, να μου το τηγανίσεις να βάλεις και μπόλικο αρισμαρί και ξύδι στη ν’ υστεργιά.

Έβαλε τα τσουράπχια ντου, εκαλικώθηκε τα στιβάνια και δίδει όξω.

Σάμε να το νε ιδεί το κουλούκι, έπαιζε πήδους και ντανιές με τη ν’ αλυσίδα, να του σιμώσει.

Παντέρμο οζό καλόχαρο απού ναι…

Εχάιδεψέ ντου τη γ-κεφαλή κ’ έκατσε ντελόγω χάμε.

Ελάργαρε στο ντουκιάνι να πχεί το γ-καφέ και να πάρει τσιγάρα να φουμάρει.

-Καλημέρα Καφετζή… το γ-καφέ μου και οχτώ τσιγάρα Ματσάγγος.

Ετσά τα ‘γοράζει χύμα… η κούτα έχει ογδόντα οχτώ τσιγάρα και μέρα με τη μέρα, τη ν’ αδειάζει σε μνιά ν’ εβδομάδα.

Ο καφετζής έχει στο ντολαπάκι μέσα, ξεχωριστή κούτα του γέρο… δε θέλει να τη ξαναπατήσει, απου το ν’ ήφηκε ατσίγαρο μνιά βολά και μάνισέ ντου.

Μπουρουξής είναι και ήκαμε μέρες να πατήσει το μ-πόδα ντου στο ντουκιάνι.

Ήρθενε η γ’ ώρα και του ψαρά.

Επήρε ένα γ-κιλό σαβρίδια μεγαλοπά και τα πάει τση κερά Κατίνας στο σπίτι.

-Γειάε κέ ίντα πήρα… φρέσκα σαβριδάκια να τα καθαρίσεις να φάμενε το μεσημέρι.

Η κερά ντου κατέχει τα χούγια ντου και το νε ποσάζει όπως τ’ αρέσει.

-Να πάω θέλει να βρώ οξυνίδες τω ν’ ορνηθώ ένα γ-καλάθι, να τσι ταϊζεις εδά που ντακάρανε τ’ αυγό.

-Άμε μα να μη ν’ αργήσεις, για θα στέσω σε μνιά ολιά το τηγάνι ίδια δά θα καθαρίσω τα ψάργια.

Η γρά Κατίνα δε ν’ αφέγγει καλά… από το ένα αμάτι ίσα, ίσα διανοιρίζει κ’ από τ’ άλλο θωρεί μα όη καλά.

Έστεσε το τηγάνι και αλευρώνει τα ψάργια…

Στο παρακούζινο σε μνιά θυρίδα στο ν-τοίχο, ήβανε το αλεύρι σε ένα σακούλι, δίπλα στο καφκί με το αλάτσι.

Ετεσές τσι μέρες, επήγε και πήρε σκόνη σ’ ένα σακούλι να πλύνει τα ρούχα και τη ν’ ήφηκε μπρόσκαιρας εκειά στο γύρω.

Εμπέρδεσανε τα σακουλάκια οι γερόντοι και η γρά, αλεύρωσε με τη σκόνη τση μπουγάδας τα ψάργια.

Σα ν’ ήκαψε το λάδι, πχιάνει δυο και τα βάνει μέσα.

Σε δυό λεφτα ήβγανε αφρούς το τηγάνι, απου εξεχυλούσανε και χύνουντονε χάμε.

Ξανοίγει η γρά καλά, καλά τα ψάργια να κολυμπούνε στο ν’ αφρό κ’ ευτυχώς απάνω στη ν’ ώρα ήρθενε η γειτόνισσα να τση φέρει σκουτελικό.

-Θειά Κατίνα έπαέ σε..?

-Ναι παιδί μου… έμπα γιατί μαγερεύγω του γέρο μου.

Σα ν’ είδενε το τηγάνι να ξεχειλίζει αφρούς να χύνονται τση κάνει…

-Ε θειά ίντα ψήνεις..?

-Ψάργια τηγανίζω, μα δε γατέχω γιαϊντα μου το κάνει σήμερο ετονέ το πράμα, τάξε πως έβαλα κριάς και το ξαφρίζω.

Σιμώνει στο τραπέζι και πχιάνει ένα ψάρι ‘’αλευρωμένο’’ και το μυρίστηκε.

-Θειά..??? πουνε το αλέυρι..? που το χεις..?

-Εκειέ στο ν-τοίχο παιδί μου στη τρύπα έχω το σακούλι.

Σα ν’ εκατάλαβε ίντα συμβαίνει, τση πχιάνει το τηγάνι και το πάει όξω στη ν’ αυλή.

-Θειά κατέχεις ιντά ‘καμες..? αλεύρωσες τα ψάργια με τη σκόνη τση μπουγάδας… δε ν’ είναι αλεύρι στο σακούλι σκόνη είναι.

-Ώφου ίντα μου γίνηκε να ψακώθούμε κ’ εδά απου θα ν’ άρθη πχιός θα το νε παλέψει, απου θα θέλει το ψάρι, άρω ν’ άρω να φάει.

Θειά μη στενοχωράσαι… ψάρι επήρα και του λόγου μου σήμερο μα δε ντό ‘ψησα και θα στο δώσω να του το μαγερέψεις, μονο ξέπλυνε καλά, καλά το τηγάνι και πάω να στο φέρω.

Επέταξε πέρα το σακούλι με τη σκόνη και τηγανίζει του γέρο το ψάρι.

Μόνο πως είναι πλιά μικιό από ‘κειονά που γόρασε εκείνος.

Σα ν’ ήκατσε στο τραπέζι να φάει, ξανοίγει καλά, καλά τα ψάργια και ξεί τη γ-κεφαλή ντου.

-Μωρησή Κατίνα… ίντα είναι ετονέ το ψάρι… εφύραξε στο τηγάνι..? πρώτη βολά θωρώ ψάρι να πολιγένει….

-Φάε δα και λίγη η τραβάγια σου..!

– Ψαρούκλες ήφερα μωρή στο σπίτι τη ταχινή, εξέχασές το..?

-Τρώε και μη φωνιάζεις, μα ψάρι είναι κ ετονέ..!!!

Επείνα ο γεροντής και με δυό κρασά απου το ν’ επότισε απανωτά η γρά Κατίνα, εποξέχασε και τση ‘’μεζούρας’’ για το μπόι τω ψαργιώ.

Όσο για τη σκόνη…τη ν’ εσφεντούριξε πέρα κ’ οντε θα τση χρειαστεί να πλύνει τα ρούχα, είναι μνιά ολιά ξεχασάρα και θωρώ να βάλει αλέυρι χαχαχα

Εκειά θα γυρεύγει το ν’ αφρό, μα… το ν’ είπχιανε τα ψάργια…

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:104