Χρόνος ανάγνωσης περίπου:26 λεπτά

120 χρόνια από τη γέννησης της αγαπημένης και παραγνωρισμένης ποιήτριας

Σαν σήμερα γεννήθηκε πριν από 120 χρόνια μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς, μποέμ και καλλιεργημένη, με σπάνια ευαισθησία και ποιητική ιδιοσυγκρασία, ζει στα νεορομαντικά χρόνια του Μεσοπολέμου, παραδομένη στον έρωτα και στον θάνατο, εκστατικά, μοιραία, τραγικά. Ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε σαν σήμερα στις 1 Απρίλη 1902 στην Καλαμάτα, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ». Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή «Μαργαρίτες», την οποία δεν εξέδωσε. Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά «Έσπερος» (Σύρου), «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πανδώρα», «Παιδική Χαρά» και «Εύα». Κομβικό σημείο συνιστά η σχέση της με τον Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Τον γνώρισε όταν υπηρετούσαν και οι δύο ως υπάλληλοι στη Νομαρχία Αττικής το 1922, μια σχέση ερωτική και λογοτεχνική. Τον δεσμό τους διακόπτει πρόωρα ο Καρυωτάκης εξ αιτίας της αρρώστιάς του (πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα). Η Πολυδούρη του ζητεί να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά εκείνος αρνείται μια τέτοια θυσία. Διατηρούν μια εύθραυστη φιλία ως το 1924, αλλά εκείνη δεν παύει να είναι ερωτευμένη μαζί του. Χώρισαν, αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να αγαπιούνται, που αποδεικνύεται με τα γράμματα που του είχε στείλει και τις εκατό και πλέον φωτογραφίες της που φύλαγε στο μπαούλο του ο Καρυωτάκης και βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά και από ποιήματά του. Το ερωτικό της πάθος για εκείνον διατρέχει όλο το έργο της και ο αυτόχειρας ποιητής γίνεται πηγή έμπνευσης και ερέθισμα ποιητικής δημιουργίας. Η σχέση τους αυτή ορίζει και τον ιδιαίτερο διάλογο της Πολυδούρη με το ποιητικό έργο του Καρυωτάκη, του οποίου ακολουθεί το πνεύμα και τους τρόπους χωρίς να το μιμείται, διεκδικώντας έτσι για τον εαυτό της μια ιδιαίτερη θέση στο σύμπαν των ποιητών του λεγόμενου «καρυωτακισμού».

Από γράμμα του Καρυωτάκη στην Πολυδούρη. [Πιθανώς γραμμένο το 1922 και δοσμένο στην Πολυδούρη, πρωτοδημοσιεύθηκε το 1966 στα Ευρισκούμενα, Β’, σελ 100]:

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
(Εἶναι ἐδῶ; Εἶναι ἐκεῖ; Ἔφυγε; Θά ῾ρθει; Ποῦ εἶναι; Ἡ τελευταία;)
Ἄ! Τὸ δάσος πέρα. Ἕνα τραπεζάκι κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀπόμερο πεῦκο.
Καὶ ἡ νύχτα ποὺ ἐρχόταν σιγὰ σιγὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ νιώσουμε.
Ἡ βοὴ τοῦ βραδινοῦ ἀνέμου στὰ κλαδιά. Τὰ λόγια ποὺ ἔλειπαν.
Τὰ χέρια ὠχρά. Τὰ μάτια καὶ τ᾿ ἀστέρια. Μεσάνυχτα.
Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα δὲν εἶχε εἰπωθεῖ.
(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Ἐγωισμός;)
Κι ἄλλοτε ἡ θάλασσα. Τὰ πλοῖα ποὺ ἔφευγαν στὸν ὁρίζοντα παίρνοντας τὰ ὄνειρά μας.
Ὁ φλοῖσβος μὲ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἐκεῖ πάνω στὸ βράχο τ᾿ ἄφθονα καὶ ἀνεξήγητα δάκρυα. Ἡ μοναξιὰ στὸ ἀπέραντο. Τὰ φιλιά. Ἡ ψυχή…
(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αὐταπάτη;)
Ἄλλες φορὲς ἡ αὐγὴ ἀναπάντεχη καὶ προδοτική.
Ἀπὸ δρομάκια τὸ κουραστικὸ γύρισμα. Οἱ πρῶτοι θόρυβοι τῆς ἡμέρας. Ἡ γλυκιὰ μεταμέλεια στὸ πρόσωπο ποὺ φωτιζόταν ὁλοένα. Τὸ χαῖρε…
(Ἔφυγε; Δὲ θά ῾ρθει πιά; Τελευταία;)

Κόρη μιας καλλιεργημένης γυναίκας με προοδευτικές ιδέες, η Πολυδούρη ενδιαφέρεται για τα ζητήματα ισότητας των φύλων. Φίλη της Μυρτιώτισσας (Θεώνη Δρακοπούλου) – στην οποία κληροδότησε το αρχείο της -, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της διευθύντριας του περιοδικού «Ελληνίς» Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού, συνεργάζεται με γυναικεία περιοδικά και γνωρίζεται με τις φεμινίστριες λόγιες της εποχής που δίνουν έμφαση στο στοχαστικό πνεύμα της.

To 1924 εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήρε μέρος σε παράσταση του έργου του Νικοντέμι «Το Κουρέλι» και πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Pigier. Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία. Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, στις 21 Ιούλη του 1928, την συγκλονίζει και δίνει την χαριστική βολή στην ήδη επιβαρυμένη και κλονισμένη υγεία της.

Οι νεαροί ποιητές της εποχής την ερωτεύονται ο ένας μετά τον άλλον και της συμπαραστέκονται με αφοσίωση. Ακόμη κι όσοι δεν την αγαπούν μαγεύονται από την προσωπικότητά της, ο άσημος τότε Γιάννης Ρίτσος, που τη γνωρίζει στο φθισιατρείο «Σωτηρία» όπου νοσηλεύονται και οι δύο, και ο Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος συγκινείται από την περήφανη μορφή της που αναπαύεται σε ένα δωματιάκι τρίτης κατηγορίας του θεραπευτηρίου.

Πέθανε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων στην κλινική Χρηστομάνου. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της πρόλαβε να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Τρίλλιες που σβύνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929).

Η Μαρία Πολυδούρη τοποθετείται στη γενιά των νεορομαντικών ή παρακμιακών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, μαζί με ονόματα όπως του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Ουράνη.

Ο Γ. Κορωναίος σε άρθρο του στη δεκαετία του ‘50 αναφέρει σχετικά: «Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσά μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο». Στο πρώιμο ποιητικό της έργο διακρίνονται έντονες νεορομαντικές τάσεις, επιρροές από το ρεύμα του συμβολισμού και βιωματικό ύφος, ενώ μετά την αρρώστια της, την επιστροφή στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το μελοδραματικό στοιχείο υποχωρεί και ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Η γραφή της είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά με θεματικό προσανατολισμό γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Έγραψε επίσης μια νουβέλα με τίτλο «Μυθιστόρημα» και κάποιες ποιητικές μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων της του 1982 με επιμέλεια του Τάκη Μενδράκου.

Ανεπίδοτη Επιστολή

Μαρίας Πολυδούρη

(1 Απριλίου 1902 – 29 Απριλίου 1930)


Αγαπητοί φίλοι!

Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!

Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.

Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι – οι λίγοι – προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… – ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους – δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν – είμασταν – δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…

Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω – αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή – μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσέ με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…

Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…

Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…

Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.


Με αγάπη

Μαρίκα Πολυδούρη

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη

12 Μαΐου Μεσάνυχτα


Δυστυχισμένη για πάντα! γιατί να το μάθω; γιατί να μη ζω καλλίτερα μέσα στο γλυκό όνειρο της αγάπης του που τόσο ανύποπτα δεχόμουν; Τάκη Τάκη! Πονεμένος όπως ήσουν, ανίκανος να βαστάξεις μόνος το βάρος του πόνου, ζήτησες κάποιον να σε βοηθήση και βρήκες μένα. Το δέχτηκα σαν ένα μπουκέτο άνθη κι’ αν δεν παραπονεθώ σε σένα πως να παραπονεθώ στη μοίρα μου; Τι λοιπόν; Εγώ είμαι το καταφύγιο της κάθε πονεμένης ψυχής… είμαι η βουβή σπηλιά που αποκρίνεται με την ηχώ στους στεναγμούς του κουρασμένου διαβάτη… αδερφή του ελέους με την κουρασμένη καρδιά; ε Τάκη;

Όταν σκέπτομαι μέσ’ στα νευρικά φιλιά που μου δίνεις πως κάποια άλλη που την έσπρωξε η μοίρα κοντά σου πριν από μένα σε δίδαξε να φιλής έτσι… και στα σφιχταγκαλιάσματά σου τ’ απελπισμένα μου φαίνεται πως ακούω τη φωνή της καρδιάς σου να μου φωνάζη – φτωχό πλάσμα! – όταν φανερά ξάστερα βλέπω μέσα στα μάτια σου τον ταξειδιάρη λογισμό σου να φεύγη σαν πουλί μακρυά μου και να μου αφήνη μόνο τα χέρια σου πλεγμένα στα δικά μου… όταν στ’ αγκάλιασμά μας κείνο που κάνει αδύνατη την ιδέα του χωρισμού…

νοιώθω με μια ανατριχίλα θανάτου τη σκιά της άλλης να υψώνεται μεταξύ μας και να μας χωρίζη πως θέλεις να μην πονώ αφού αγαπώ τόσο;…

Τάκη μου λετρεμένε! άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή… σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω… τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου τη Γυναίκα σου την προσφέρω… Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσέ με αν άνθρωπος καθώς είμαι πονώ… πονώ πολύ μπροστά σου.


15 Μαΐου Κυριακή βράδυ


Λιγώτερο πονώ από χθες βράδυ που τον άκουσα να μιλή ειρωνικά για τις υποψίες μου πως αγαπάει ακόμα την πρώτη. είπε μάλιστα μια φράσι τόσο ταπεινωτική για κείνη που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Σκέφτηκα: πρέπει ασφαλώς να μη την αγαπά πεια για να μιλή έτσι για κείνην άλλως θα είνε ένας πολύ κακός.

Αλλά χίλιες άλλες σκέψεις με κυκλώνουν. Οι πονεμένοι στίχοι του μαρτυρούν τον μεγάλο πόνο που έχυσε στην ψυχή του Εκείνη. Το ότι την αγάπησε πολύ είνε αναμφισβήτητο. Το ότι την αγαπάει ακόμα χωρίς να το θέλει πολύ πιθανόν. Μου είχε ειπή ότι προ 3 χρόνων είχε διακόψει σχέσεις μαζί της κι’ όμως ήρθε προ ολίγων ημερών στο Γραφείο του, την είδα να κάθεται σιμά του. (Ξέρω ακόμα ότι επρόκειτο να πάη σπίτι της που ήταν άρρωστο το παιδί της. Μου είπε μάλιστα ο ίδιος – υποπτεύομαι πολύ την αλήθεια του – πως οι δικοί του (φίλοι της αγάπης του και εν γνώσει του σκανδάλου αυτού) τον έστελναν να πάη σπίτι της να ιδή το παιδί της). Μου είπε ακόμα πως της επανέλαβε τελειωτικά πλέον και πολύ απότομα πως δεν την αγαπάει.

Εννοώ πως όλα αυτά είνε ψέμματα που τα λέει για να με πείση πως μ’ αγαπάει, δεν του έκανα όμως καμμιά νύξι για να μη τον λυπήσω.

Ξέρω πως η επίδρασι που έχει απάνω του αυτή η γυναίκα έφθασε μέχρι του σημείου να τον απορροφήση, να του αφαιρέση κάθε ζωή… να τον καταστρέψη. Την αγαπάει από παιδάκι μέχρι τώρα που λευκές τρίχες εστόλισαν το νεανικό του κεφάλι, πως λοιπόν θέλω να την ξεχάση για λίγες μέρες σχεδόν που μπήκα εγώ στη ζωή του; Είμαι ένα δροσιστικό στον πόνο του και τίποτε πλέον, έτσι μου λένε τα λόγια του… τα μάτια του… οι στίχοι του.

Κάθε δάκρυ μου που πλημμυρίζει τη ραγισμένη καρδιά μου είνε ένα χάδι στο ρυτιδωμένο από τον πόνο πρόσωπό του – στο κουρασμένο του μέτωπο, τι άλλο σημάδι θέλω; μου είπε πως με λυπάται γιατί τον αγαπώ… ότι είμαι γι’ αυτόν μια παρηγοριά…

Δεν τον μισώ για όλο αυτό το ψέμα που μου χαρίζει, δεν θα τον μισήσω ποτέ! Για τις αμαρτίες μιας ιδιότροπης γυναίκας πρέπει να υπάρξη ένα θύμα και είμαι γω.


Μια Κυριακή ολόκληρη που δεν τον είδα. Μου είπε ότι αναγκάστηκε να πάη ή μάλλον να συνοδεύση την αδελφή του σε κάποια εκδρομή στην Πεντέλη.

Η σκέψι μου δεν έφυγε ούτε στιγμή από σιμά του. Τον ακολουθούσε στο δρόμο του, στις ομιλίες του με τη συντροφιά, στο φαγητό του… στα γέλοια του…

Κι’ ευχαριστημένη στη σκέψι αυτή, γελαστή στρέφω τα μάτια στο παράθυρο ν’ αντικρύσω τον αποσπερίτη, το αγαπημένο αστέρι που διώχνει τις σκοτεινιές της ψυχής μου σαν κρυφή ελπίδα – Με θυμάται; –


16 Μαΐου 2 μετά το μεσονύχτι


Είχε μεσολαβήσει μια μέρα που δεν ιδωθήκαμε κι’ έτσι σήμερα με τι λαχτάρα βρέθηκε ο ένας κοντά στον άλλον! τι θέρμη που έχουν τ’ ατέλειωτα φιλιά του. αρχίζω να πιστεύω πως μ’ αγαπάει. Χθες δεν επήγαν στην εκδρομή και το απόγευμα στις 6 ήλθε σπίτι μου. Εχτύπησε το κουδούνι αλλ’ όλοι έλειπαν, εγώ εκοιμώμουν, δεν κατώρθωσα να το ακούσω. Ελυπήθηκα πολύ γιατί ένοιωσε τη λύπη που ένοιωσα κι’ εγώ όλη την ημέρα μακρυά του! Έχω μόλις γυρίσει απ’ τον περίπατό μας. Το καινούργιο φεγγάρι παραμόνευε με ζηλιάρα περιέργεια τα φιλιά μας.


17 Μαΐου Μεσάνυχτα


Εγώ είμαι το θύμα! Τι να γίνη; Ζητούσα μέσα στο σκοτάδι το φως που δίνει η αγάπη, ζητούσα ν’ αγαπήσω. Γιατί ν’ αγαπήσω έναν ευτυχή που τόσα άλλα πράγματα είνε σε θέσι να του δώσουν την ευτυχία; Η αγάπη μου για γιατρικό στα χείλη σου Τάκη! Είμαι η δροσερή βρυσούλα που μάταια ζητάει να σε ποτίση τη λησμόνια. Και σε βλέπω ν’ αγωνιάς στην αγκαλιά μου ενώ τα χέρια μου άτονα, αδύναμα υψώνονται σε παράκλησι – απόδωσέ τον μου! –

Του Καρυωτάκη

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.

Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.

Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούργιας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.

Όνειρο

Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.

Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο

στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.

Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.

Λησμονιά

Μ᾿ ἐρωτευμένη τὴν καρδιὰ σὲ γνώρισα ἄγριο Δάσο.
Ἔπινα στὸ ἀεροφίλημα τὴ μυστικὴ εὐωδιά σου.
Πρόσμενα μὲ τὸ ξάστερο σκοτάδι νὰ περάσω,
ὅταν τ᾿ ἀερινὸ στοιχιὸ περνοῦσε στὰ κλαδιά σου.

Σὲ γνώρισα σ᾿ ἐρωτικὲς νύχτες ρυτιδωμένη
θάλασσα σὰν τὸ μέτωπο τῆς συλλογῆς, περνοῦσε
πάνω σου χάδι ἡ σκέψη μου καὶ πάντα ἡ ἀνθισμένη
ἄκρη σου μὲ τὰ εὐωδιαστὰ φύκια μὲ προσκαλοῦσε.

Σᾶς γνώρισαν οἱ ἐρωτικὲς νύχτες μου ὡραῖα λουλούδια,
διάφανα, ἀχνά, πολύχρωμα, σὰ φωτεινὰ σημάδια.
Βαριὰ ἡ δροσιὰ σὰ φίλημα καὶ ξεχυνόνταν χνούδια
χρυσὰ ᾿πό τὰ σμιγμένα σας βλέφαρα στὰ σκοτάδια.

Τώρα στὸ φῶς τῆς ἀρνησιᾶς δομένα, ἔτσι ἀλλαγμένα
μοῦ δείχνεσθε, στὴ συλλογὴ τὸ νοῦ μου πάω νὰ χάσω.
Τάχα εἶστε σεῖς ποὺ γνώρισα; Σεῖς εἶστε ἀγαπημένα
λουλούδια, θάλασσα ἀργυρή, πυκνὸ τῶν πεύκων Δάσο;

Τα χέρια σου

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

Ο πόθος της ζωής

Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.

Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.

Εξομολόγηση

Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε».
Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα
θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε.

Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι
τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα,
ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι,
μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα.

Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη
τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει
μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι
μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη.

Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι
μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει.
Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο;
Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!

Η αγάπη του ποιητή

Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

Στο δρόμο που σε πήρα μοναχή…

Στὸ δρόμο ποὺ μὲ πῆρε μοναχὴ
δὲν ξέρω πῶς, ἀλήθεια,
βρῆκα μία νέα μέσα μου ψυχὴ
κι᾿ ὄνειρα βρῆκα πλήθια.

Μέσ᾿ στὸ μισὸ τὸ φῶς, ἦταν γλυκὸ
νέο φύτρο τὴν ἐλπίδα
νὰ τὴ θωρῶ σὰ μάγο μυστικὸ
καὶ σὰ ζωοδότρα ἀχτίδα.

Ἦταν γλυκὸ πῶς ἄνθιζε ἡ καρδιὰ
μέσα στὸ νέο κορμί μου.
Ἀνοίγανε τὰ μάτια στὰ κλαδιά,
τραγούδαγεν ἡ ὁρμή μου.

Ὁ νοῦς μου ὁραματίζοταν. Τρελλὰ
φτερὰ τὰ δυό μου χέρια
καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μούγνεψε δειλά,
μοὔστειλε περιστέρια.

Καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μ᾿ ἕνα ἀστραφτερὸ
δρεπάνι μὲ σιμώνει
κι ἀφοῦ μου θέρισε ὅ,τι δροσερὸ
μ᾿ ἄφησε πάλι μόνη.

Δε θα ξανάρθης πια…

Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.

Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.

Δὲ θἄρθης! …Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.

Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;

Ποιός ξέρει;…

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.

Η θλίψη της δύσης

Ἔτσι κι᾿ ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ἔστι κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας ἐφυλορρόησαν ὅλα
καθὼς τὰ ξαγναντῶ κάθε φορά.
Καὶ κάθε μία φορὰ ρουφῶ ἀπὸ τὴν ἀνατολή τους
ὅλη τὴ ροδοστάλακτη χάρη τους καὶ μεθῶ
ἀκόμα κι᾿ ἀπ᾿ τὴ σιγανή, τὴν ὑστερνὴ πνοή τους.
(Ἔτσι, τὴ κάθε μιὰ χαρὰ τὴ χαίρομαι ὅλη ὡς πέρα).
Μὰ ἔτυχε ἀπόψε βλέποντας τὴ Δύση, νὰ σκεφτῶ
πὼς τάχατες ἡ ἀγάπη μας θἄσβηνε κάποια μέρα…
Κι᾿ ὅπως ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ὅπως κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας φυλορροοῦσαν ὅλα
εἶχα μιὰ θλίψη τούτη τὴ φορά…

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνον για κείνον…

Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας;
Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ
τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της,
τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή!

Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου
ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα,
ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.

Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου
μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία
κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου
θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία.

Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του,
ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ;
Στὸ χωρισμό μας τοὔφερναν σὰ χελιδόνια οἱ στίχοι
μήνυμα, πὼς ἀπὸ μακριὰ διπλὰ τὸν ἀγαπῶ.

Τώρα καμμιά, καμμιὰν ἠχὼ δὲν ἄφησε ἡ φωνή μου
σπαραχτικὴ ὅταν γέμισε μιᾶς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Ὅμως ὅλοι φοβήθηκαν καὶ γὼ πιστεύω ἀκόμα
ἀληθινὰ πὼς τὴ βαριὰ χτύπησα πόρτα τοῦ Ἅδη.

Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας;
Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει.
Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.

Αμφιβολία

Ὁ νέος ποὺ πρόσμενες νἀρθῇ
δὲν ἦρθε μήτε ἀπόψε.
-Μὰ τί θὰ τοὔλεγες; Γιατί;
Ἄσε τὸ μάταιο νὰ χαθῆ.
Τὸ ἄμοιρο φύτρο κόψε.

Μὴ σοῦ πλανεύει τὴν καρδιὰ
τὴ χιλιοπαθημένη,
μία ἀναγελάστρα ἐπιθυμιά.
Στὴν ἐαρινὴν αὐτὴ βραδιὰ
μία πίκρα εἶνε χυμένη.

Μὰ δὲν ἀκοῦς τὴ συμβουλή,
τόσο ἡ μαγεία σὲ δένει.
Μήτε κι᾿ ἀπόψε δὲ θαρθῆ
κ᾿ ἔτσι θὰ γίνῃ πιὸ πολὺ
τὸ αὔριο ποὺ περιμένει.

Στὰ σκοτεινά του μάτια φῶς
ἡ ἀπουσία θὰ χύση,
τ᾿ ἀδέξια χέρια του, μὲ ὁρμὴ
συγκρατημένη, ἕνας κρυφὸς
καημὸς θὰ τὰ φιλήση

καὶ θὰ τὰ ἰδῶ νὰ μοῦ ἁπλωθοῦν,
νἆναι δειλὰ στὴ νίκη,
γλυκὰ στὴν πίστη πὼς μποροῦν,
κύμα χαδιῶν, νὰ μὲ τραβοῦν
στὸ βάθος σὰ χαλίκι.

Η αποτυχημένη συμφωνία

Τὸ βράδι τῆς μεγάλης πρόβας. Μπαίνουν,
ἄφωνα χελιδόνια, οἱ μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στῆθος,
μὲ μία βιασύνη ἀργὴ καὶ νευρική.

Οἱ κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
ἐπίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.

Ὁ μουσουργὸς μαζὶ μὲ δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
καὶ τίποτε ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.

Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.

Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-

Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ

τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ

κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.

Κάτι σὰν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-

Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ἀνοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.

Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.

Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.

Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε…
«Μιὰ τόσο δίχως χρῶμα μουσική»!

Στη φίλη μου

Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!

Σε σένα

Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ
διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια
κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ
μαργαριτάρια καὶ κογχύλια

Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ
μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια
νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ
στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια.

Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ
ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω
ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ
τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω.

Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ
ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη
χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ
Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Η αγάπη του ποιητή

Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:127