Τα σοφά λόγια των γιαγιάδων μιας άλλης εποχής, γράφει η Άννα Τακάκη
Τα ζήσαμε, τα ακούσαμε, τα μάθαμε από τα ίδια τα βιώματά τους.
Κι αν ήταν ακόμη εδώ η γιαγιά μας θα μας έλεγε:
-Εμείς παιδί μου δεν την εφοβούμαστε τη δουλειά, μούδε τσι κακουχές και τσ’ άγριες νύχτες εφοβούμαστε οντέ νυχτοπορπατούσαμε να πάμε στο μετόχι. Δεν εφοβούμαστε μούδε για κλέφτες, μούδε τσ’ αθρώπους να μασε κάνουνε κακό. Άθρωπος δεν ήβλαφτε, άθρωπο. Οι πόρτες μας ήτονε ανοιχτές μέρα νύχτα. Μόνο χειμώνα καιρό τσι κλείναμε, σαν ήκανε κρυγιάδα. Κι ανέ τύχαινε κιανείς διακονιάρης να προβάλει, ειντά ’ θελε να μασε κλέψει; Αξίας πράματα δεν είχαμε. Εκείνοι εθέλανε να τωσε στάξομε μια σταλιά λάδι να πάνε να το πουλήσουνε, ο θεός κι η μοίρα ντως κι αυτοινώ, το πώς εφτάξανε στη διακονιά.
Δεν την εφοβούμαστε τη δουλειά, μήδε την κούραση υπολογίζαμε. Η δουλειά μας ήθρεφε, μας εμεγάλωνε και μας εδυνάμωνε να’χομε αντοχές να κάνομε κοπέλια, πολλά κοπέλια, που τα γεννούσαμε όπου θελα να βρεθούμε. Καλά και μας ερχότανε οι πόνοι στο σπίτι. Μα ελόγου μας παιδί μου, μέχρι την τελευταία ώρα εδουλεύγαμε, κι αν ήτανε το κοπέλι βιαστικό το κάναμε όπου’θελα βρεθούμε. Γή στο χωράφι, γή μεσόστρατα, γή στα μετόχια, γη στσι σπηλιές οντεν ήθελα να ποσταγιάξομε από τη βροχή. Κι είντα παθέναμε; Όλα ήτονε φυσολογικά, παιδί μου. Άλλες απού ’χανε το χρόνο εγεννούσανε στα σπίτια ντως με τη μαμή. Τως εδίδανε ευχές και τ’αλατίζανε για να βγούνε μυαλωμένα. Τα φασκιόνανε για να’χουνε ίσα και γερά κόκκαλα κι αναθρεφότανε με το γάλα τσι μάνας τως. Όσες δεν είχανε γάλα το πηγαίνανε στσι παραμάνες, δηλαδή γυναίκες που είχανε γεννήσει τον ίδιο καιρό κι ήφτανε το γάλα ντως ν’ ανεθραφεί κι άλλο μωροκόπελο. Τα κοπέλια που πίνανε από το ίδιο βυζί τα λέγανε συναδέρφια γιατί ήπιανε γάλα από την ίδια μάνα. Κι εθρέφουντανε τα μωρά και μεγαλώνανε με ό,τι ετρώγαμε εμείς. Που’τανε οι κρέμες και τα ξέτερα φαητά που τωσε κάνουνε εδά; Το κάθε φαΐ που μαγερεύγαμε το κάναμε μασίδες (δηλ. το μασούσανε οι μανάδες) και τα ταΐζανε, όπως ταΐζουνε τα πουλιά τα ξεπετασάρια ντως.
Και να κατέχεις ένα ακόμη, παιδί μου, πως τα λεφτά δεν τα λογαργιάζαμε γιατί δεν τα ’χαμε. Δεν είχαμε λεφτά, μα φτωχοί δεν ελογούμαστε. Κι αφού δεν τα ’χαμε δε μασε λείπανε, γιατί είχαμε από όλα τ’άλλα. Πράμα δεν αγοράζαμε. Από το ψωμί, μέχρι το κρέας και τα ψάρια. Οι σουπιές και τα χταπόδια εβγαίνανε άμα’χε φουσκοθαλασσά στις παραλίες και τα πιάναμε. Το σπίτι μας είχε απ’ όλα τα ελέη από τα χέρια μας. Από όσπρια, από λαχανικά μέχρι φρούτα, μύγδαλα και καρύδια. Ανέ πεις για τυριά και γαλαχτοκομικά τα’χαμε πλουσιοπάροχα γιατί είχε κάθε σπίτι την κατσίκα ή την προβατίνα του. Τα σκυφομακάρουνα, το φιδέ, τη χυλόφτα, τον τραχανά, όλα τα σάζαμε με τα δυο μας χέρια. Και τα κλινοσκεπάσματά μας ως και τα ρούχα μας τα φαίναμε στο αργαστήρι. Οι κλωστές δικές μας κι αυτές. Από τα λινάρια και τα μπαμπάκια που φυτεύγαμε, από τσι μεταξωσκούληκες, π’ανεθρέφαμε κι από το τα μαλλιά των προβάτων, που κουρεύγαμε. Κι εσπέρναμε τους δικούς μας ντόπιους καρπούς και θερίζαμε, κι αλωνίζαμε με τα βούγια μας. Αλέθαμε το δικό μας στάρι, κριθάρι, κι είχαμε το αλεύρι μας. Εφυτεύγαμε περβόλια και κηπούλια για τα κηπικά και τα ζερζεβατικά μας. Και νοικοκερές είμαστε, παιδί μου, και αγρότισσες, κι ανυφαντούδες και μάνες και λαλάδες κι όλα τα κάναμε, κι όλα τα φέρναμε πέρας. Και οι γιορτές μας και τα πανεγύρια μας, οι αποσπερίδες μας και τα χωρατά μας, όλα είχανε τόπο κι εχωρούσανε. Τα κοπέλια μας από μωρά τα παίρναμε μαζί μας στα χωράφια για να μπαίνουνε κι αυτά στη ζωή και να μαθαίνουνε, να μη φοβούνται τη δουλειά, να μη σκοντάφτουνε σε πράμα. Από μικρά τα μαθαίναμε στη ζωή .
-Κι η κούραση γιαγιά; Κρέας και κόκκαλα είναι ο άθρωπος. Κουράζονται.
-Δεν υπήρχε κούραση, παιδί μου, γιατί ό,τι και να κάναμε το κάναμε με κέφι και καλή καρδιά. Είναι διασκέδαση η δουλειά, σαν τηνε κάνεις με κέφι.
Και να σου πω και το τελευταίο. Δεν είχαμε κανένα διασαξή να μας ορίζει. Εμείς είμαστε η πηγή, εμείς και το νερό που τρέχει στο αυλάκι.
Μάρτης 2020
Άννα Τακάκη