Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Ο κουρκουζάνης, του Αντώνη Κουκλινού

Μπροσάφορμος, νευρικός, μονόχνωτος και ξεροκέφαλος ήτονε από μικιός. Μη σε ’κούσει να του αντιμιλήσεις, σε όσα λέει. Με το παραμικρό είχε-νε όρεξη για καυγά. Στο ντουκιάνι δεν τον-ε παίζανε, μούδε κολιτσίνα, γιατί ’θελα γραντίσουμε με τη γκρίνια ν-του, α’ δε ν-τον ήθελε το χαρτί. Κοπελιάρης ήτονε, ο μπαγάσας, και καλός δουλευταράς, από τσοι λίγους στα γυροχώργια, μα γυναίκα δε ν-του σίμωνε κιαμνιά, για δεν είχε-νε την όρεξη, να βάλει ετσά τραβάγια στη γ-κεφαλή τζη.

Η μάνα ν-του δεν ήκαμε άλλα κοπέλια, η κακομίτσα, και το ’χεν-ε παράπονο, όντε θελ’ αν έρθει η κουβέντα, το ’λεγε.

-Αν-ε μού ’πεμπεν ο Θεός κι άλλα κοπέλια, δε θά ’σουν-ε ετσά κουρκουζάνης, Στρατή, γιά θελ’ ’α σολαγάσαι μνιά ολιά, μπάρε μου.

-Ο αφέντης σου δεν έσερνε τα λουργιά, όντεν έπρεπε και σε παραίτησε να κάνεις τση κεφαλής σου και να τα ’δα τα καταστόλια μας.

-Εξηντάρισα μπλιό κι εσύ, όπου γιάς, τριανταρίζεις και ’πόμεινες ετσά.

Όσο του βαταλαλεί η μάνα ν-του, γυρίζει τη γ-κεφαλή ν-του τα ίσα πάνω, να μη ν-την-ε ξανοίγει στα μάθια. Ανημένει να ’ποκάμει το τροπάρι, μπας και τον-ε ’φήσει ορνικό ν-του μα κιααααα….

-Ίντα κουβέντα ήπχιασες πάλι και με τρυγάς, ε-τόσην-ά ώρα, μάνα…!!! Στέσε το σάρακα για θα σηκωθώ να χτυπήσω όξω.

-Καλά, καλά, εγώ δε ξαναμιλώ κ’ αφρουκού τση καφκάλας σου, μα καλά θα σου ξελαμίσει τσι δουλειές απου σκέφτεσαι.

Ο κύρης του γροικά την αλληνομαχιά, μα δε μιλεί, γιατί κατέχει πως θα τον-ε καταχεργιάσει η κερά του. Όσα φέρνει η γι-ώρα όμως, δε ν-τα φέρνει ο κόσμος όλος, α-που λένε. Η χρονιά ήτονε λαδερή και στο χωργιό, είχανε καλή βεντέμα.

Οι φαμπρικάρηδες ετοιμάζουνε τσοι μποξάδες για να λαδώσουνε τσι φάμπρικες με τα λιγατάργια, ’σάμε να ντακάρουνε οι ελιές, να πέφτουνε. Εργάτης πάει κι ο Στρατής κάθα χρόνο, απού πχιάνουνε τα χέργια ν-του.

Δύσκολη δουλειά, να σακιάζεις τσ’ ελιές, από τα πατητήργια στσοι κοκκινόλουρους φάρδους, να τσοι σηκώνεις στη ράχη σου, να τσοι ντανιάζεις στη καρότσα τση μαούνας. Θέλει γερά μπράτσα, για να σκώνεις ε-τόσο-νά βάρος και ν’ ανεβαίνεις με το μαδέρι, στη καρότσα του φορτηγού.

Πχιάνουνε από πόρτα τα νοικοκυργιά και φορτώνουνε τσ’ ελιές, απού ’χουνε μαζωμένες οι μαζώχτρες. Πολλοί αθρώποι τοσ-ε δίδουνε τα κλειδιά του σπιθιού, ν’ αδειάσουνε αμοναχοί ν-τως το πατητήρι, αφου ’θελ’ ’α λείπουνε στην εξοχή.

Ετσά λαλιέται ούλος ο Χειμώνας κάθα λαδοχρονιά.

Μνιά ν-ταχινή εβροχολόγα και δεν επόρισε κιανείς όξω, να κάμει δουλειά. Οι φαμπρικάρηδες, μαζί και ο Στρατής, επήγανε να πάρουνε τσ’ ελιές από ένα σπίτι και σαν εφτάξανε εντάκαρε να ρίχνει νερό, με τα σταμνιά. Εγλακούσανε και τρυπώξανε μέσα στο σπίτι.

-Ελάστε μέσα να ξεκόψει, κι απός θ’ αδειάσετε το πατητήρι, τοσ-ε κάνει ο νοικοκύρης.

-Λαδοχρονιά ’ναι οφέτος και θα φτάξει Απρίλης ν’ αλέθωμε ακόμη ελιές στη φάμπρικα!

Εφώνιαξε τση κεράς του να βάλει μνιά ρακή, ’σαμε να περάσει η μπόρα, φέρνει ένα πχιατέλο σταφιδολιές, κόβγει κ’ ένα ραπάνι.

-Κάτσετε να πχιούμε-νε τη ρακή να ξεκουραστείτε και μνιάν ολιά.

Ήναφτε το τζάκι και στο μ-πυρόμαχο κάθουνται τρείς κοπελιές.

-Γειά σας, κοπελιές… Ξεκουράζεστε σήμερο; κάνει ένας από τσ’ εργάτες.

-Γειά σας…. κάνουνε και οι τρείς μαζί χαμογελαστές.

Είναι μαζώχτρες απου τσ’ έχει στο σπίτι ν-του ούλη τη Χειμωνιά, για το λιομάζωμα.

Οι δυό κοπελιές είναι ερχομένες κι άλλη χρονιά, εκτός τη μελαχρινή με τα μακρά μαλλιά απου ’ρθενε πρώτη βολά.

Η μελαχρινή εσηκώθηκε να φέρει δυό κουτσουράκια από την αυλή, να τα βάλει στη φωθιά… Στενοκοπχιά με τοσουσ-άς νομάτους και χρειάστηκέ-νε να μαζώξει τα πόδια ν-του ο Στρατής, να τση κάμει τόπο να περάσει.

Σαν επέρασε από δίπλα ν-του, τα μακρά μαλλιά τζη, εγγίξανε στο μάγουλό ν-του και του ’ρθενε αποσκέπαση! Μνιά μεθυστική μυρωδιά τον έλουσε κι ε-ντάκαρε να τρέμει το φυλλοκάρδι ν-του. Μνιά ζαλάδα σβουρίζει στη γ-κεφαλή ν-του, τάξε πως είχεν-ε πχιωμένο ούλο το μπουκάλι τη ρακή, αμοναχός του. Ξαναβάνει στα ποτήργια, να κεράσει το αφεντικό, και σκουτελοβαρίχνουνε.

-Εβίβα παληκάργια και καλή δύναμη.

-Εβίβα μας και καλά ξέτελα να ’χομε…!!!

Εμπήκε μέσα η κοπελιά με τα ξύλα στην αμπασκάλη και σηκώνεται ο Στρατής να την-ε βοηθήσει.

-Στάσου κοπελιά, να τα πάρω εγώ γιατί ’ναι στενοκοπχιά και δε μ-παντίδει να περάσεις… Έλα πέρασε κι εγώ θα τα φέρω.

Τον-ε ξανοίγει μ’ ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και του δίδει τα ξύλα. Τάξε πως τον-ε χτύπησε το ρεύμα.

Δεν ήφταιγε η ρακή, α-που ζαλίστηκε, μονο ετούτη-νέ η ομορφονιά…. Και πχοιός εδά; Ο Στρατής να πάθει ετσά στραπάτσο!!!

Σαν επέρασε, ήκατσε στο πεζουλάκι τση παρασιάς η κοπελιά, εσίμωσε με τα ξύλα ο Στρατής να τα βάλει να καίγουνται.

Εξανοιξέ ν-τον-ε μέσα στα μάθια κι εποσβολώθηκεν ο νους του. «Εδά θα πληρώσεις Στρατή τσοι μετρητοίς, ούλες τσι παραξενιές σου και τσι αγριγιάδες σου… Εδά θα βρείς το μαστορά σου και θα γενείς αρνάκι του γαλάτου».

Δεν επέρασε πολιώρα κι ε-ξέκοψεν ο καιρός… Επορίσανε όξω κι ε-ντακάρανε να σακιάζουνε τσοι φάρδους.

«Παντέρμες λαδολιές…, συρώνουνε το λάδι και κάνουνε τα σακιά ολολάδωτα…»

Φωνιάζει τ’ αφεντικό να φέρουνε δυό τρία στεγνά τσουβάλια, οι κοπελιές από την αποθήκη, για τσ’ εργάτες, να τα κάμουνε καπότο στη ράχη ν-τος, όντε θα φορτώσουνε τη μαούνα να μη ν-τρέχει το λάδι απάνω στη ράχη ν-τος.

Πρώτη-πρώτη εβγήκεν όξω η μελαχρινή και βάνει στη ράχη του Στρατή το τσουβάλι.

Γυρίζει από μπροστά ν-του, να του το στρώσει να κάτσει καλά στη γ-κεφαλή και μόνο απου δε ν-τον αγκάλιασε. Δε θέλει και πολύ να βρεθείς μνιά τζη μνιάς κουζουλαμένος του έρωντα.

Παντέρμη δύναμη μπροστά στη κοπελιά δε χαμπαργιάζει πράμα. Εβούτηξε το φάρδο στη ράχη ο Στρατής κι εσάλευγε απάνω στο μαδέρι, τάξε πως ήτον-ε φύλλο… Έπχιανε με τα μπράτσα ν-του τα τσουβάλια και τα ’βανε απάνω σ’ άλλο, λες κι είχανε μέσα μαρουλόφυλλα.

Σαν αδειάσανε το πατητήρι και φορτώσανε το φορτηγό, έγνεψέ τζη, πως θα ξαναγιαγείρουνε αργά, για να φέρουνε τσι κανίστρες με το λάδι.

Η παρέα τον εψυλλιάστηκε πως του ’ρεσε το μελαχροινάκι, μα δε βγάνει σφήνα κιανείς να του πει πράμα, γιατί μπορεί να το πάρει στραβά και πχοιός τον-ε γροικά ύστερα.

Σαν εγιαγείρανε στη φάμπρικα κι εβάνανε τη ζύμη στσοι μποξάδες, γροικά ο Στρατής να τσουτσουρίζουνε οι γ-αποδέλοιποι τη γ-κουβέντα τση ομορφονιάς και δε ν-του καλόρθεν-ε.

Εστραβομουτσούνιασε μα δεν είπεν-ε πράμα κιανενούς.

Έχτιζε τσοι μποξάδες στο πιεστήριο κι ο νους του εταξίδευγε στο χάδι τω μαλλιώ τζη.

Ήκαμέ ν-του τη καρδιά – χουμά, κουτάλια – ετούτη-νέ η ομορφογυναίκα. Ετσά μεθιά, ετσά ζαλάδα, δε ν-του ξανά ’τυχε ποτές ν-του.

Τση μάνας του τα λόγια έρχουνται ’δα ένα-ένα, για να του ξυπνήσουνε το θυμητικό, απου του ‘λεγε κάθε φορά, να βάλει μνιά σταλιά νερό στο κρασί ν-του αν-ε θέλει να βρει το σειρά ν-του.

Δεν εθώργιε την ώρα να βγεί το λάδι να το πάνε στο σπίτι τ’ αθρώπου, για να τη γ-ξανά ιδεί.

Με το που φτάξανε, ήτονε σκοτεινιασμένα μπλιό και δεν ήφεγγε. Εφώνιαξε ο νοικοκύρης να φέρουνε το φανάρι και πορίζει πεσίχαρη όξω να φέξει.

Με το φανάρι στη χέρα, κλουθά του Στρατή ’σάμε την αποθήκη με τα πιθάργια ν’ αδειάσει τη γ-κανίστρα το λάδι.

Παρόλη τη γ-κρυγιώτη είχενε τσι μανίκες του ανεσκουμπωμένες κι εθώργιε τα μαλλιά ν-του και τα μπράτσα ν-του να γιαλίζουνε από τα λάδια. Τον-ε παρατηρεί από τη γ-κορφή ως τα νύχια και του κάνει.

-Δύσκολη δουλειά η φάμπρικα (χαμογελώντας)….

-Και να μαζώνεις από χάμε, κουρκουβιστή ελιές ούλη την ημέρα. χειρότερο είναι.

-Ό,τι μπορεί ο καθένας, κι όπως του ταιργιάζει.

-Έτσά ’ναι οι δουλειές στα χωργιά… Από πού ’σαι κοπελιά;

-Από τη Μακεδονία είμαι… Οι φιλενάδες μου έχουνε ξανάρθει κι άλλες χρονιές. Εγώ πρώτη φορά έρχομαι.

-Και… πως σου φαίνουνται τα μέρη μας;

-Πολύ ωραία είναι και μ’ αρέσει η Κρήτη γιατί έχει καλοσυνάτους ανθρώπους.

-Αν-ε σ’ αρέσει να σου βρούμε-νε γαμπρό να σε παντρέψωμε στο χωργιό μας, τση κάνει το αφεντικό, απου παρακολουθεί το λάδι να γεμίζει το πιθάρι.

-Λέτε να βρώ γαμπρό και να γίνω Κρητικοπούλα; Χαμογελά και ξανοίγει το Στρατή μέσα στα μάθια!

-Στρατή! Εεε Στρατή….Για σένα λέμε-νε! Επήρες το χαμπάρι; Του κάνει το αφεντικό και τον-ε σκουντά στη χέρα…

Εξάνοιγε τη γ-κοπελιά βουβός κι αποσβολωμένος και με το που τον-ε σκούντηξε εξιπάστηκε…

-Ιντα λέτε για μένα; Δεν ε-κατάλαβα…!!!!

-Εμένα πας να ξεγελάσεις, Στρατή; Από τη ν-ταχινή α-που εκουτελώσετε και τση πήρες απ’ τα χέργια τα ξύλα, σας ε-πήραμε ούλοι χαμπάρι και βάνω στοίχημα πως ούλη τη ν-ημέρα δεν την έβγαλες από τη σκέψη σου! Μα νά σου πω; Τα ίδια σου κι εκείνη! Γιατί σήμερο, κάνει τσι δουλειές με το στανιό τζη.

Ετούτη-νά η κουβέντα τον-ε σιγούρεψε, πως κι εκείνη δε μ-πάει πίσω και πως τον-ε σκέφτεται.

Μα δεν είναι τυχαίο πως επόρισε ντελόγω πρώτη στην αυλή με το φανάρι, να του φέξει!

-Αφεντικό! Εσύ το λες! Μα δε γ-κατέχομε, ίντα θα πει κι η κοπελιά!

-Γιάντα δε ν-την-ε ρωτάς αμοναχός σου, Στρατή, να μάθεις αν-ε θέλει; Εμένα πάντως μου φαίνεται πως την-ε σέρνει η γι-όρεξη…!!!!

Η κοπελιά γροικά τη γ-κουβέντα και χαμογελώντας λέει στο αφεντικό….

-Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, ο κουμπάρος ίντα θα πει;

-Ωπαααα! Να τα μας! Γροικάς εδά, Στρατή; Και κουμπάρος, λέει, έγω! Να φάμε-νε θέλει κουφέτα; Ίντα λες;

-Ακόμη δε γ-κατέχω μήδε τ’ όνομα τση κοπελιάς και κουφέτα γυρεύγομε;

-Ελισσάβετ! Με λένε, Στρατή….

-Αλισσαβή!!! Ωραίο όνομα έχεις!!!

-Εδα πού ’μαθες και τ’ όνομα, κανόνιζε τα υπόλοιπα, Στρατή, κι έπαέ ’μαι ‘γω, να φέρω τα κουφέτα και τσι λαμπάδες.

Η δουλειά σοβαρεύγει ως φαίνεται κι όση-να ώρα αδειάζουνε τσι κανίστρες στα πιθάργια, η Αλισσαβή κλουθά στο μ-πόδα του Στρατή και του φέγγει με το φανάρι.

Ολοφάνερο, πως θέλει κι εκείνη.

Σαν εφκαιρέσανε ούλο το λάδι στα πιθάργια, ήπχιανε και μνιά ρακή με την οφτή πατάτα και σαν ήρθενε η γι-ώρα να καληνυχτίσουνε ο γ-εις τον άλλο, επέταξε τη μπηχτή τ’ αφεντικό!

-Στρατή! Ανημένω πότες θα πχιούμε-νε τη ρακή, για να κόψωμε τη κλωστή!

-Να μ’ ανημένεις και θα σου πέψω ογλήγορα το σημάδι, κουμπάρε….

Ροδοκοκκινισμένος, με το που εμπήκε-νε στο σπίτι και τον είδε-νε η μάνα ν-του επαραξενεύτηκε και τον-ε ρωτά «ίντα συμβαίνει».

-Δεν έχω πράμα… Κουρασμένος είμαι, μάνα…

-Εμένα δε με ξεγελάς, Στρατή! Σε κατέχω καλά… Γιός μου είσαι!

-Ένα δυό ρακές έχω πχιωμένες, μόνο παραίτησέ με… Και βάλε πράμα να φάω, να πα να θέσω, να ξεκουραστώ.

Δεν του ξαναμίλησε γιατί και να το κάμει δε θα βγάλει άκρα… Εκένωσε και του φωνιάζει να κοπχίασει στο τραπέζι να χαφτεί μνιά μπουκιά φαΐ.

Όση ν-ώρα τρώει τον-ε ξανοίγει καλά-καλά και δε τζη το βγάνεις απ’ το μυαλό πως για να ’χει ετσέ χρώμα η μούρη ν-του, πράμα καλό του ’τυχε κι άνοιξε το ζουμπούλι ν-του.

-Εδά που θα ’ποφάς, να βγάλεις τα ρούχα να στα πλύνω και σου ’χω απάνω στο κρεβάτι άλλα, να βάλεις τη ταχινή που θα πας στη φάμπρικα.

-Καλά, μάνα. Άμε να θέσεις και ’ξά μου.

Την άλλη μέρα στη δουλειά, δεν είχεν-ε μνυαλό για πράμα. Δεν έβγαλε άχνα αθρώπου! Μόνο σκέφτεται την ομορφονιά.

Επαλάμνιαζε πυρήνα αμοναχός του και ήκαμε τίγκα τη καρότσα τση μαούνας! Φορτώνει, ξεφορτώνει τσουβάλια κιο όμως δεν ήφυγε λεφτό η σκέψη ν-του από την Αλισσαβή!

Ο καιρός έστρωσε για τα καλά κι ούλοι σολατσέρνουνε στα λιόφυτα και δε μ-πομένει αρθούνι στο χωργιό, παρά μόνο οι καλά γερόντοι.

Εχει στ’ αμέντε ν-του όμως αργά, όντε θα γιαγέρνουνε στο χωργιό, να την-ε ιδεί να περνά και ν’ ανοίξει το ζουμπούλι ν-του μνιά σταλιά, του καψερού.

Όντεν εφάνηκε ν-ούλη η μπαργαλιά να περνά, με τα μουλάργια φορτωμένα γεμάτους τσοι φάρδους ελιές, εκλούθανε και η Αλισσαβή με τσοι αποδέλοιπους. Εσίμωσε να τη γ-καλησπερίσει και η καρδιά ν-του κοντεύγει να κλατάρει…

-Καλησπέρα, Αλισσαβή. Καλή ξεκούραση..!

-Να ’σαι καλά, Στρατή μου, κ’ εσύ καλή ν-αργαδινή να ’χεις.

Εξάνοιγέ-ν την-ε ’σάμε να ’ποκολώσουνε, μα δε κραθιέται μπλιό.

Ανημένει τη γ-Κυργιακή νά ’ρθει α-που δε μ-πάνε στη δουλειά για να πέψει το μαντάτο τση κοπελιάς με τη μάνα ν-του. Ώρα να το μάθει κι εκείνη α-που να μη ν-τον-ε ρωτά κάθε ν-τις και λίγο, ίντα συμβαίνει.

Σα ν-το ’κουσε η μάνα ν-του, ετροζάθηκε απ’ τη χαρά τζη.

Δε ν-το βάνει ο νους τση πως, εμέρεψε έτοσ-ές ο άθρωπος, μα τό ’χενε καταλάβει από τη πρώτη βολά, α-που εγιάγειρε στο σπίτι και θωρεί ροδοκοκκινισμένα τα μάγουλά ν-του.

Εγλύκανε τ’ αχείλι ν-του, ήλλαξε ο ψυχικός του κόσμος κι αθρώπισε ντελόγω.

Εκούστηκε ν-όμως πως το Σαββάτο στο χωργιό να παίξει στο καφενείο σινεμά και άλλαξε τα σχέδια του Στρατή.

Θέλει να σέρνει αγκαζέ την Αλισσαβή και να κλουθούνε οι γονέοι ν-του, να πάνε στο καφενείο, φανερά, για να ιδούνε και οι χωργιανοί, πως ογλήγορα θα φάνε κουφέτα.

Ο κουμπάρος έτοιμος, κι η δουλειά έσασε ντρέτα! Εκατεβήκανε οι γονέοι τζη ντελόγω και εσμίξανε τα συμπεθεργιά.

Το Σαββάτο στο καφενείο εδίδανε κ’ επαίρνανε οι ευκές για τα καλά στέφανα και ο Στρατής εβάστα ν-τη χέρα τσ’ αγαπημένης του ευτυχισμένος.

Ο κουρκουζάνης, ο μπροσάφορμος, ο ξεροκέφαλος, ο νευρικός, α-που δε ν-του σίμωνε εύκολα κιανείς γιατί τον-ε φοβούντο-νε, σήμερο είναι ο πχιά γλυκός άθρωπος του χωργιού.

Μα γιάιντα κοντώ; Γιατί τα μάθια τση μελαχρινής, είχανε το ‘’φάρμακο’’ α-που θα ’μερέψει το ‘’θεργιό’’, α-που εκουβάλιε μέσα ν-του και τον-ε ξαγρίγευγε. Έσμιξε το ήμερο τζη ζωής του και θα καταλαγιάσει μέσα ν-του.

Έσμιξε και η Μακεδονία με τη γ-Κρήτη, για άλλη μνιά βολά, να βλοήσει ετούτο-νέ το γάμο.

Η αγάπη σμίγει και βλογά…

.

Αντώνης Κουκλινός

Φλεβάρης του 2021

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:156