Η Μαρία και ο… διακονιάρης! του Μιχάλη Στρατάκη
Ήτανε μια φορά, μάθια μου, κι έναν καιρό, μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ…
Μαρία τηνε λέγανε.
Μαρία Καραβάνου, θυγατέρα του Μάρκου και της Βαγγελιώς, ακριβοθυγατέρα των γνωστών προυχόντων, γνωστών όχι μοναχά στους Έρφους όπου εκατοικούσανε, μα σ’ ολόκληρο το Μυλοπόταμο και σ’ ολόκληρη την Κρήτη.
Πάνω από εκατό φιλιότσους και φιλιότσες είχανε κι άλλους τόσους κουμπάρους.
Ίσαμε κει που ‘φτανε η θωριά τ’ αθρώπου, κι ακόμη παραπέρα, εφτάνανε οι περιουσίες και το καλιμέντο τους.
Αρισμαροβιτσόβεργα και διαμαντένια πέτρα, ξακουστή για την ομορφιά της στο Μυλοπόταμο, ήτανε η Μαρία.
Εκείνα τα πέτρινα χρόνια του ’36, που στης ανάγκης τα θρανία και στης φτώχειας το σκολειό, εμάθαιναν την κοινωνία και τον πόνο τον παλιό όλα τα κοπέλια. Οι γονέοι τους εκατέχανε απ’ όξω κι ανακατωτά και την κοινωνία και τον πόνο.
Μόνο η Μαρία δεν έκατσε σ’ εκείνα τα πυρωμένα θρανία, αφού τα γονικά της εκραθιούντανε οικονομικά και τηνε μεγαλώνανε σαν όμορφη κυρά κι ακριβοθυγατέρα.
Άλλα εφτά κοπέλια είχανε ο Μάρκος και η Βαγγελιώ Καραβάνου, μα η Μαρία ήτανε η πιο χαϊδεμένη τους. Η μεγάλη αδυναμία τους.
Για τούτο και επαναστάτησε ο καπετάν Μάρκος Καραβάνος, οπλαρχηγός του Ελευθέριου Βενιζέλου, σαν εψυχανεμίστηκε πως η ακριβοθυγατέρα του ήτανε ερωτευμένη και μάλιστα μ’ έναν φτωχό λυράρη, Γιάννη Ρακιντζή τονε λέγανε.
Στό ίδιο χωριό, στους Έρφους εκατοικούσε ο ντελικανής Γιάννης Ρακιντζής, με τους γονέους του Μιχάλη και Μαρία και με τα άλλα έξι αδέρφια του.
Λεβεντονιός και όμορφος ωσάν τον ήλιο ο λυράρης, αλλά στον ήλιο που του ‘μοιαζε, μοίρα δεν είχε.
Φτώχεια καταραμένη εψυχοπλάκωνε ολημερίς κι οληνυχτίς την οικογένεια.
Στα 42 του χρόνια, ο πατέρας εσκοτώθηκε και όλες οι ευθύνες κι ο ρόλος του πατέρα εμονοστοιβαχτήκανε στους ώμους του Γιάννη, που ήτανε ο πρωτότοκος, κατά που ορμήνευε η πρεπιά της Κρήτης.
Ο Γιάννης ο λυράρης, η Μαρία η χαροκαμένη κυρά, έξι μικρά κοπέλια και η ασήκωτη φτώχεια, ήτανε όλο το βιός και η περιουσία του Γιάννη. Μόνη ανασεμιά η λύρα του.
Και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, ήτανε και αριστερός, σαφί στη μπούκα των χωροφυλάκων, των αγροφυλάκων και των ποδέλοιπων ρουφιάνων του συστήματος.
Όλοι τούτοι δεν τον άφησαν να μάθει και την τέχνη που τ’ άρεσε, αυτή του χαρκιά, παρότι επήγαινε πολύ καιρό στο χαρκιδιό για να μάθει.
Σαφί τονε κυνηγούσανε, σαφί τονε πιάνανε, σαφί ετρομοκρατούσανε όποιον ήθελε να τονε συντράμει στο σήκωμα του σταυρού του.
Ετούτονα το λεβέντη, που από το κούτελο του δεν έτρεχε ιδρώτας, αλλά αίμα, ετούτονα που σαν έπιανε τη λύρα αυτή άρχιζε να κλαίει αμοναχή της, πρίχου αγγίξει το δοξάρι τις χορδές, ετούτονα το παλικάρι αγάπησε η Μαρία, η ακριβοθυγατέρα των Καραβάνων, που στις φλέβες τους εκυλούσε το πατρογονικό αίμα των Σφακιών, του Ασκύφου και της Νίπου, απ’ όπου αυτοξωρίστηκαν στους Έρφους μετά από ‘να φονικό.
Εχοχλάκισε το σφακιανό αίμα. Ο Μάρκος ξαναγίνηκε Καπετάν Μάρκος και μια σπίθα έφτανε για να γενούνε οι Έρφοι σαν το Αρκάδι, που είναι και γείτονας τους.
Μα ανάθεμα τονε τον έρωτα, σαν το πυρωμένο σίδερο είναι. Όσο περσότερο τονε χτυπάς με το σφυρί, τόσο πιο γερός γίνεται.
Οι πιο σεβαστοί γέροντες του χωριού, επέσανε απάνω στον Καπετάν Μάρκο Καραβάνο παλεύοντας να πετύχουνε έναν σασμό και ν’ απομακρυνθεί από το χωριό η απειλή των αλληλοσκοτωμών.
Άλλοι, επέσανε απάνω στον Γιάννη και στη Μαρία παλεύοντας να τους φέρουνε στα σύγκαλα τους.
Μήτε οι πρώτοι, μήτε οι δεύτεροι πετύχανε το σκοπό τους.
«Δε δίνω, μπρε, την κόρη μου, σε άντρα που ποτές του δεν εζώστηκε τ’ άρματα» εφώνιαζε ο Καπετάν Μάρκος και τση φωνές τους εγροικούσανε ακόμη και οι κάτοικοι της Βιράν Επισκοπής.
Για άρματα εμίλιε, μα όλοι εκατέχανε πως η φτώχεια του ντελικανή ήτανε η πραγματική αιτία της άρνησης του να βλογήσει την αγάπη των κοπελιών.
Ο Καπετάν Μάρκος, εκλειδαμπάρωσε τη θυγατέρα του στο σπίτι τους και εμπρόκωσε και τα παραθύρια και τα παντζούρια, παρά τα παρακάλια της Βαγγελιώς, της γυναίκας του και παρά τα κλάματα της Μαρίας.
Μερόνυχτα ήτανε φυλακισμένη στην κάμαρη της η Μαρία και μήτε το παραθύρι δεν εμπόριε να ανοίξει, για να ξανοίξει όξω, κατά τη δημοσιά, που εκάτεχε πως ήτανε χωσμένος ο καλός της και με τα δάκρυα του έγραφε τ’ όνομα της στο χώμα.
Η μόνη παρηγοριά της ήτανε που μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, άκουγε μια λύρα να κλαίει τραγουδώντας και να τραγουδά κλαίγοντας. Εκάτεχε ποιος έπαιζε τη λύρα και γιάντα την έπαιζε.
Περνούσανε οι μέρες, στο παραθύρι της Μαρίας εξεραθήκανε οι βασιλικοί κι η μαντζουράνα, ο Καπετάν Μάρκος φαινότανε να ‘χει αρνέψει, οι Έρφοι αργοκυλούσανε στον ποταμό της βασανιστικής καθημερινότητας, ώσπου μιλιούνια ψίθυροι ενωθήκανε, εγενήκανε φωνή και εκείνη η φωνή εμάργωσε όλους τους κατοίκους και πρώτον τον Γιάννη Ρακιντζή, τον λεβεντονιό λυράρη της φτώχειας, της αδικίας και του σεβντά.
Η μικρή Μαρία, είχε εξαφανιστεί από το χωριό της.
Ο πατέρας της την είχε εξορίσει, μα κιανείς δεν εκάτεχε πού.
Εκείνη τη μέρα που μαθεύτηκε η εξορία της Μαρίας, μήτε πουλί επέταξε, μήτε πουλί εκελάιδησε.
Όλα τα πουλιά του Μυλοποτάμου, εμάργωσαν κι αυτά ακούγοντας τους θρήνους που ‘βγαζε η λύρα του Γιάννη….
Μια πατουχιά τόπος είναι το Μυλοπόταμο και γρήγορα μαθεύτηκε πως η Μαρία Καραβάνου είχε ξoριστεί στο Χαμαλεύρι, ένα μικρό χωριό όπου ζούσανε στενοί συγγενείς του Καπετάν Μάρκου, οι Ψαρήδες.
Στα χέρια τους και στη φροντίδα τους άφησε ο πατέρας Καραβάνος την ακριβοθυγατέρα του, με ξεκάθαρες εντολές για την προστασία και την ασφυχτική επιτήρηση της.
Άθρωπος γεννημένος δεν εμπόριε, όχι να την πλησιάσει, μα μήτε να τηνε δει.
Μετά από τη φυλακή του πατρογονικού της, ήρθε μια άλλη φυλακή των μπαρμπάδων της να αλυσοδέσει τα όνειρα, τις σκέψεις και τις πεθυμιές της.
Σ’ εκείνηνα τη φυλακή εμαράζωνε η κακομοίρα μέρα με τη μέρα και μουσκίδι από τα δάκρυα ήτανε κάθε πρωί το μαξιλάρι της.
Μα δεν εμπόριε να κάμει πράμα, εχτός να ονειρεύεται και να κλαίει.
Κι όσο ονειρευότανε έκλαιγε, κι όσο έκλαιγε ονειρευότανε.
Ο Γιάννης της ήτανε και το μαρτύριο και η λύτρωση της.
Στους Έρφους, ο ντελικανής Γιάννης Ρακιντζής, έχοντας μάθει πως η καλή του βρισκότανε φυλακισμένη στο Χαμαλεύρι, έψαχνε να βρει τρόπους αφενός να πληροφορηθεί σε πιο απ’ όλα τα σπίτια των Ψαρήδων ήτανε και αφετέρου να μπορέσει να τηνε δει και να της μιλήσει.
Ολημερίς εγύριζε στα χωράφια και στα γκρεμνά, με τη λύρα μόνη παρηγοριά του κι ολημερίς κι ολονυχτίς έχωνε την ψυχή του στο καβούκι της κι αυτή βλογιότανε από τση χορδές και το δοξάρι και πόριζε ξαλαφρωμένη.
Έσερνε το δοξάρι στις χορδές και ετραγούδιε τον ίδιο και τον ίδιο θρήνο του Ρωτόκριτου.
«…Κατέχω το κι ο κύρης σου
γλήγορα σε παντρεύει,
ρηγόπουλο αρχοντόπουλο,
σαν είσ’ εσύ γυρεύει…
…Ας τάξω ο κακορίζικος
πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
ένα κεράκι αφτούμενο
εκράτου κι έσβυσε μου…
…Ας τάξω πως επιάστηκα
‘πο μιας γυναίκας τρίχα
και ‘σπασ’ η τρίχα κι έχασα
στον κόσμο ότι κι αν είχα…»
Ελυρόπαιζε κι έκλαιγε, έκλαιγε και λυρόπαιζε.
Για τη Μαρία του, που ήτανε το μαρτύριο και η λύτρωση του.
Στην απόγνωση του, του ήρθε η πιο κουζουλή ιδέα που θα μπορούσε να γεννήσει νους αθρώπου και την έβαλε αμέσως σ’ εφαρμογή.
Εντύθηκε διακονιάρης!
Εσκέπασε την κεφαλή του μ’ ένα μαυρομάντιλο και το ‘δεσε ποκάτω από το πηγούνι του, όπως όλοι οι ζητιάνοι που εγύριζαν τα σπίτια στα χωριά ζητιανεύοντας μια στάξη λάδι, ένα παξιμάδι και μια χούφτα λαδολιές, έβαλε ρούχα που μήτε αληθινός διακονιάρης θα ‘βαζε ποτές του, πέταξε τα παπούτσια του για να πορπατεί αξυπόλητος και ώρα που σουρούπωνε βρέθηκε στο Χαμαλεύρι, μ’ ένα τενεκέ στη χέρα για να διακονάται το λάδι και με μια χιλιοτρύπητη βούργια για τις ποδέλοιπες ελεημοσύνες των χωριανών.
Αξυπόλητος, κουρελοντυμένος, με το μαύρο τσεμπέρι να σκεπάζει την κεφαλή του, άρχισε να χτυπά τση πόρτες του χωριού, ίσαμε να τ’ ανοίξουνε, να τονε δούνε, να τον ακούσουνε να διακονάται σχωρνώντας τα ποθαμένα τους και με δάκρυα ν’ αυλακώνουν τα μάγουλα του.
Μόνο εκείνα τα δάκρυα ήτανε αληθινά, όλα τ’ άλλα ψεύτικα.
Εχτύπα τις πόρτες, άλλες ανοίγανε κι άλλες παρέμεναν σφαλιχτές.
Η κάθε πόρτα που δεν άνοιγε, ήτανε και μια μαχαιριά στην καρδιά του Γιάννη, που σκέφτότανε πως θα μπορούσε να ‘ναι μέσα η Μαρία και δεν θα τηνε θώριε.
Πολλοί χωριανοί, που ανοίγανε τση πόρτες τους του δίνανε ελεημοσύνη, αλλοι τονε διώχνανε.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν εκόντευαν να τελειώσουνε τα σπίθια του χωριού, μα ο Γιάννης συνέχιζε να χτυπά πόρτες.
Μέχρι που μια πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμα της φανερώθηκε η Μαρία.
Δεν τονε γνώρισε για τούτο του ‘πε να περιμένει να του φέρει μια ολιά λάδι.
Ανεβοκατέβηκε από την πίσα στον παράδεισο ο ντελικανής. Στην πίσα εβρέθηκε επειδή δεν τονε γνώρισε η Μαρία και στον παράδεισο εσκαρφάλωσε επειδή την είδε.
Αναμεσίς πίσας και παραδείσου, όσο την εθώριε να του βάνει στο ντενεκάκι λάδι με το λαδικό, τα μάθια του αρχίσανε να τρέχουνε σαν τον Ιορδάνη ποταμό.
Παραξενεύτηκε η Μαρία και άρχισε να τονε ξανοίγει με ανάκατη την περιέργεια, την υποψία και τη λαχτάρα.
«Εγώ είμαι, μη μιλήσεις» της είπε ο Γιάννης και ανάμεσα στα σχωρέματα που της έλεγε για την ελεημοσύνη, της ψιθύρισε έναν τόπο έξω από το χωριό και μια συγκεκριμένη ώρα.
Το λαδικό έπεσε από τη χέρα της Μαρίας, την ώρα που εσφάλιζε την πόρτα, την ώρα που ο αγαπημένος της είχε γενεί ένα με το σκοτάδι…
Ένας από τους κορυφαίους Κρητικούς καλλιτέχνες, δημιουργούς και πιστούς υπηρέτες της παράδοσης, ο αείμνηστος Κώστας Μουντάκης ή Μουντόκωστας ή Μούντης ή αηδόνι της Κρήτης, λίγα χρόνια μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, συγκλονισμένος κι ο ίδιος, ηχογραφούσε τον πρώτο του δίσκο, αυτόν που του χάρισε δίκαια μια εξέχουσα θέση στο πάνθεο των Κρητικών λυράρηδων και τραγουδιστάδων.
Να η καταπληχτική μαντινάδα που ετραγούδηξε ο Μουντόκωστας, καταφέρνοντας να χωρέσει σε δυό δεκαπεντασύλλαβους, μια αγάπη, του Γιάννη Ρακιντζή, που ολόκληρος ο ντουνιάς δε μπορούσε να τηνε χωρέσει:
«Σαν το ζητιάνο έρχομαι,
στην πόρτα σου και στέκω,
να μ’ ελεήσεις δε ζητώ,
μονάχα να σε βλέπω» !
Και μόνο που έγραψα τη μαντινάδα του Κώστα Μουντάκη, εθολώσανε τα μάθια μου και δε μπορώ να ξετελέψω την ιστορία.
Εξάπλωσε η ψυχή μου στο δοξάρι και ντάκαρε να σέρνεται απάνω στις τρεις χορδές τση λύρας, ματώνοντας τηνε.
Από τα ψυχαμάθια μου δε λέει ν’ αλαργέψει η εικόνα του σεβνταλή ντελικανή διακονιάρη και τση ομορφοθυγατέρας, που μια χαραμάδα πόρτας είναι αρκετή για μπορέσουνε οι καρδιές τους ν’ ανταμώσουνε και ν’ αγκαλιαστούνε, πέμποντας στο γέρο διάολο όλα τα ‘μπόδια, αθρώπινα, θεϊκά ή διαολικά.
Δε μπορώ να συνεχίσω να βάνω τα 24 στρατιωτάκια μου σε μια σειρά, γιατί και η δική μου καρδιά εκέντησε φουρνέλο και πέταξέ το στο νου μου.
Αμοναχός μου τραγουδώ τη μαντινάδα του Μουντάκη, πασκίζοντας ν’ αποδιώξω τη θολούρα από τα μάθια μου:
«Σαν το ζητιάνο έρχομαι,
στην πόρτα σου και στέκω,
να μ’ ελεήσεις δε ζητώ,
μονάχα να σε βλέπω».
Στο Χαμαλεύρι θα ξομείνουνε απόψε και ο νους και η ψυχή μου, για να μερώσουνε.
Όση κι αν είναι καταχνιά
και σκοτεινιά μεγάλη,
θα τηνε βρει την περασά
ο ήλιος να προβάλει…
Σαν ενύχτωσε για τα καλά και το φεγγάρι εμεσουράνησε κι όταν στο Χαμαλεύρι είχανε κοιμηθεί μέχρι κι οι σκλόπες, η Μαρία με χίλιες προφυλάξεις κατάφερε να ξετρυπώσει από τη φυλακή της και να γενεί ένα με τη σκοτεινιά.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι της πολλώ λογιώ, μα πιότερο από τη λαχτάρα της να ξαναβρεθεί δίπλα στο Γιάννη και λιγότερο από το φόβο της μη και αντιληφτούνε το φευγιό της οι συγγενείς και «δεσμοφύλακες» της.
Μα και του Γιάννη τα φυλοκάρδια, τους ίδιους βρόντους εβγάνανε, καρτερώντας την καλή του στη χωσά όπου της είχε ορμηνέψει.
Δεν εκάτεχε αν η Μαρία θα πήγαινε κι αυτό ήτανε το αβάσταχτο μαρτύριο του.
Ίσαμε που την είδε να κοντοσιμώνει κουκουβιστή και κρυβόμενη πίσω από δέντρα και θάμνους.
Σε δευτερόλεφτα αιωνιότητας βρεθήκανε ο γεις στην αγκαλιά του άλλου.
Ανακατευτήκανε τα δάκρυα τους στα μάγουλα και στα μαλλιά τους και μοναχά τρεις λέξεις ξεστομήσανε την ίδια στιγμή κι οι δυο τους; «Πάμε να φύγουμε».
Εσηκωθήκανε, εσφουγγίξανε τα μάθια τους, βάζοντας οριστικό τέλος στην εποχή των δακρύων, πιαστήκανε από το χέρι και εντακάρανε να πορπατούνε προς τη λευτεριά και την ευτυχία τους.
Είχε κανονίσει ο Γιάννης Ρακιντζής να πάνε να κρυφτούνε στην Αλφά, κεφαλοχώρι του Μυλοποτάμου, το χωριό του Κώστα Μουντάκη, όπου είχε συγγενείς μπιστικούς, μεταξύ των οποίων και το σόι του Μουντόκωστα.
Πολύς ο δρόμος, κακοτράχαλος, αφού ήσανε υποχρεωμένοι να περιορίζουνε τα ζάλα τους μακρυά από τη δημοσιά, από φόβο μη γίνουνε αντιληπτοί.
Ώρες επορπατούσανε, χωρίς να σταματήσουνε μήτε για μιαν ανάσα.
Μα τα καταφέρανε, γιατί η καρδιά τους είχε δανείσει τα αετόφτερα της στα πόδια τους.
Μήτε γκρεμοί τους σκιάξανε, μήτε ρουμάνια, μήτε λέσκες, μήτε χαράκια.
Το γλυκοχάραμα τσ’ αυγής τους βρήκε να περνούνε την αυλόπορτα της συγγενικής κρυψώνας τους.
Τα ξυπόλητα πόδια του Γιάννη είχανε γεμίσει πληγές, μα και τα ποδαράκια της Μαρίας δεν επήγαιναν πίσω, αφού με πασουμάκια είχε δραπετέψει από το Χαμαλεύρι.
Στο κονάκι των συγγενών παρέμειναν κλειδαμπαρωμένοι δυο μέρες, μακρυά από τα μάθια των χωριανών και από τον κίντυνο που υπήρχε να μάθει ο Καπετάν Μάρκος την κρυψώνα τους.
Την τρίτη μέρα, αργά το βράδυ, επορίσανε από το σπίτι.
Επήγανε στη εκκλησία του χωριού, όπου τους ανίμενε ο παπά Μανόλης, εφημέριος της Αλφάς, για να τους στεφανώσει.
Μόνο ο παπά Μανόλης, ο Γιάννης και η Μαρία ήσανε παρόντες. Κιανείς άλλος.
Μήτε λίχνος, μήτε καντήλι άναψε στην εκκλησιά και όλα τα λόγια του παπά ψιθυριστά ειπωθήκανε. Μα σίγουρα εφτάξανε στ’ αφτιά του Θεού, γιατί ο Θεός μόνο ψιθύρους ακούει. Ψιθύρους και σιωπές. Γιαυτό είναι Θεός.
Αυτός ήτανε ο γάμος της ακριβοθυγατέρας του Καπετάν Μάρκου Καραβάνου.
Όχι όπως τον ονειρευότανε ο ίδιος, μα όπως τον ονειρευότανε η Μαρία.
Κι ο καλός Θεός, τα όνειρα των κοπελιών αφρουκάται και όχι τα όνειρα των γονέων. Γιαυτό είναι Θεός.
Βράδυ έγινε ο γάμος και πρίχου ξημερώσει ο Θεός την ημέρα, οι νιόπαντροι βρισκότανε στο δρόμο της νέας φυγής τους.
Όλο το σόι της νύφης, με μπροστάρη τον πατέρα της έψάχνανε να βρούνε το ζευγάρι κι αυτό είχε γίνει γνωστό στην Αλφά.
Αξημέρωτα ξεκινήσανε ο Γιάννης και η Μαρία, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, για τη σωτηρία τους από του διώχτες τους.
Καινούργιος Γολγοθάς ήτανε κι αυτό το ταξίδι προς το Μεγάλο Κάστρο, μα κι αυτός ο Γολγοθάς δεν θα ‘τανε ο τελευταίος τους, αφού ο Θεός ποτέ δε δίνει στον άθρωπο αμοναχά ένα Γολγοθά. Κουβαρντάς είναι άμα ντακάρει και μοιράζει Γολγοθάδες. Γιαυτό είναι Θεός.
Εφτάξανε κάποτε στο Μεγάλο Κάστρο, δίχως να τους πάρουνε χαμπάρι οι διώχτες τους και αφού εκάμανε το σταυρό τους και είπανε «Δόξα σοι ο Θεός», εξανασταυροκοπηθήκανε και είπανε «Παναγιά βοήθα».
Και η Παναγιά τους βοήθησε να βρεθούνε από το λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου, στο λιμάνι του Πειραιά.
Εκεί χαθήκανε τα ίχνη τους.
Στην Αθήνα εκάτσανε κοντά τέσσερις χρόνους κι ένας Θεός κατέχει ίντα τραβήξανε οι κακορίζικοι.
Εργάτης, όπου έβρισκε δουλειά, εδούλευε ο Γιάννης και αν δεν ήτανε και η λύρα του να συντρέμει στο μεροκάματο, μαρτύριο θα ‘τανε η ζωή τους.
Μα ήτανε άξιος άντρας ο Γιάννης και πανάξια γυναίκα η Μαρία.
Ακουμπώντας ο γεις στον ώμο τ’ αλλουνού, εκαταφέρανε κι ανεβήκανε στην κορφή του Γολγοθά τους, δίχως να βαρυγκομήσουνε, και το μόνο που απόμεινε ήτανε να ανιμένουνε την ανάσταση τους.
Οι καμπάνες εχτύπησαν χαρμόσυνα στα 1939, όταν γεννήθηκε το πρώτο κοπέλι τους. Βαγγελιώ το βαφτίσανε, για χάρη της μάνας της Μαρίας, της Βαγγελιώς Καραβάνου.
Ετούτονα το γεγονός ήτανε και ο καταλύτης που προκάλεσε το χάραμα της μέρας της λαμπρής, για τον Γιάννη, τη Μαρία και τη μικρή Βαγγελίτσα.
Η γιαγιά, πλέον, Βαγγελιώ Καραβάνου, πήρε στους ώμους της όλο το φορτίο και την ευθύνη του σασμού.
Και τα κατάφερε.
Αφού εμαλάκωσε όσο έπρεπε τον Καπετάν Μάρκο, τον άντρα και κύρη της, εγύρισε τον κόσμο ανάποδα και μπόρεσε ν’ ανακαλύψει και την ακριβοθυγατέρα της με τον άντρα της και το κοπέλι τους, το κοπέλι που ήτανε το πρωτεγγόνι της κι έφερνε και τ’ όνομα της.
Από κεί και πέρα, ο Θεός εντάκαρε να χαμογελά στους μυριοκατατρεγμένους.
Γιατί ο Θεός, πάντα χαμογελά στον άθρωπο, αφού πρώτα τον βασανίσει. Γιαυτό είναι Θεός.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Γιάννης Ρακιντζής με τη γυναίκα του τη Μαρία και τη Βαγγελίτσα τη μοναχοθυγατέρα τους, εξαναφτάνανε στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου, όπου τους περιμένανε πολλοί, μα πρώτος έτρεξε να τους αγκαλιάσει, δακρυσμένος, ο Καπετάν Μάρκος Καραβάνος.
Λίγα χρόνια αργότερα, γεννήθηκε και ο Γιάννης Ρακιντζής ο νεότερος, ο φίλος μου στους Έρφους Μυλοποτάμου και η λαμπρή έγινε λαμπρότερη.
Σήμερο, κλείνοντας ετούτη τη διήγηση, χαμογελώ.
Και σιγοτραγουδώ δυό μαντινάδες:
«Ούλα τα βάσανα ο Θιός,
σε δυνατούς τα δίνει,
γιατί σ΄ αδύναμους ποτέ,
δεν έχει ‘μπιστοσύνη» !
Και…
«Τσ’ αγάπης σου το Γολγοθά,
με το σταυρό στον ώμο,
χίλιες φορές να τονε βγω,
Μιχάλης Στρατάκης
γραφιάς