Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η Πηγάϊδα… της Έφης Μιχελάκη

Μα εφάνηκε μου προς στιγμή καθώς περνούσα οπροχθές, πως πιο πάνω εκειά στο σώχωρο στη καλουργιά, ήκουσα γέλια και χαχανητά τω γ-κοπελιώ…

Ήγνοιασε σε, λέω σύντουνούς μου και προσπερνώ. Και σα δε μπιτίζει ένα μ-πράμα δε θα ξεπεράσω ποτές μου, μιαν εχταγή απ’ τα κοπελάτα μου, που τση ’κολουθώ κι ακόμη. το καλοκαιρινό υπαίθριο και βραδινό κατούρημα στ’ αμπέλι !

Περίττου να’ ναι και τ ‘ αμπέλι πλατύφυλλο, και βραδιά που να ‘χει γέμωση το φεγγάρι… Μα ο κεντρικός υπαίθριος καμπινές μας ήτονε στο βαθύ ρυάκι στη Πηγάϊδα.

Υπήρχε ένα μυστήριο σε όλη ετουτηνά τη διαδικασία… Μια μυστική συνωμοσία ήτονε το κατούρημα στο χωργιό μου. Ταμπού ήτονε ετοτεσάς, ταμπού παραμένει κι ακόμη.

Σώπατο είχανε καωμένο το ρυάκι να πηγαινόρχουνται οι χωργιανοί, κι επηγαίνανε σαφή αμοναχοί ντως και παράπαντας, και κιανείς δεν ερώτα την ώρα εκεινά τον άλλο που πάει, Κι ως ηθελ’ α κουτελώσουνε στο ρυάκι δυό νομάτοι, περιττού μου, αν ήτονε άντρας και γυναίκα, εχαμηλώνανε τα μάθια ντως απ την εντροπή ντως.

Είχανε κανονισμένες αναμεταξύ ντως και τσ’ ώρες που θελ’ α πηγαίνει ο καθανείς τως. Εκατέχανε, δηλαδή, το πότε είναι καλά να πάνε. 7:10 επήγαινε ο Γιώργης, 7:15 ο Στελιανός, 7:22 ο Χρήστος.

Πρόγραμμα είχανε βγαρμένο αμίλητο κι ακουβέδιαστο, και δε το σπούσανε και ποτέ ν-τως.

Ωρες που δεν εδιασφάλασε άθρωπος, όποιος είχε ζόρε, ήσφιγκε ντελόγο στο βαθύ ρυάκι, χωσμένος εκειά στα χάμπαθα και στσοι βάτους, ήκανε τη δουλειά ντου, και δεν ετάρασε και καθόλου, εξάνοιγε καλά-καλά ζερβά και δεξά, και δεν τονε γροίκα μούδε η μια ντου μπάντα… Όμως είχανε πάντα και το αμέτι ντως, γιατί κατέχανε καλά πως εκειά γύρω-γύρω εδιασφαλάσανε κι οι διαόλοι, τα κοπέλια.

Εμείς τα κοπέλια απής ’θελ’ α σκολάσομε εκατέχαμε την ώρα που εκάνανε την ανάγκη ντως οι χωριανοί μας. Εδιαλέγαμε τσοι πιο κακόσυρους τσοι πιο βλαστημιάρηδες και τσοι κακόχολους αθρώπους. Παρακατεύγαμε χωσμένοι στσοι βάτους και στα τραφούλια, κι ως θελ’ α κουκουβίσουνε για την ανάγκη ντως, εντακιέρναμε τσοι σφυρές και τα τραγούδια. Κι αυτοί χιαρχιντισμένοι, εζώνανε το πατελόνι ντως, όπως όπως, και τε, μας σε πετούσανε πέτρες.

Εκειά να γροίκας βλαστημίδι!!.

Αφήναμε τζοι ν’ αλαργάρουνε μια ολιάς, κι ύστερα εβάναμε τα γέλια και τα χάχανα. Κι αυτοί αναψοκοκκινισμένοι μας αντιγιαγέρνανε -«οι χίλιοι διαόλοι να σας επάρουνε κι ακόμη αν έχει τόπο», και μας σε βάνανε πούλους σταυρωτούς.

Και σαν εγυρίζαμε στο σπίτι αργά, εκειανά τα γέλια που κάναμε μας σε βγαίναμε πάντα ξινά. Τρώγαμε εστόσο-να ξύλο απ’ τσοι γονέους μας, απου βάναμε και στσι τσέπες μας, κι αιτία ήτονε η Πηγάιδα, κι ο καταπότης κι η Χούντα εν γένει. Κι όμως το δε αύριο, πάλι εκειά εκλαρωνίζαμε κι ατζιριτούσαμε όλη μέρα.

Και σήμερο ακόμη οντε περνώ απ τη Πηγάϊδα, ακόμη πονεί ο κώλος μου (με το συμπάθειο κιόλας)…

Η Πηγάϊδα…

«Όντέ ψοφά ο γάϊδαρος καυλώνει» ελέγανε στο χωργιό μου. Και το λένε κι ακόμη, και δεν είναι κι ολότελα ψώμματα. Ετσά το λοιπόν, τα μεγαλύτερα στρούσια την εποχή τση τσιφτελιάς στην εφταετία, τα σύρανε οι χωριανοί μου το ’72 με ’73, όντεν είχανε ‘ποφαωμένη την ουρά του γαιδάρου μπλιό.

Ένα δικαστήριο ήτονε η αφορμή τοτεσάς, και σάχτηκε το αποχετευτικό όλης τση πάνω γειτονιάς στ’ Ασήμι, μα κι οι εξωτερικοί καμπινέδες στα σπίθια του χωριού μας. Μέχρι τότεσάς υπήρχε το υπαίθριο ξαλάφρωμα στη Πηγάϊδα.

Η Πηγάϊδα ήτονε το σημείο αναφοράς τση πάνω γειτονιάς. Ο τόπος που όλα τα κοπέλια μονοπαντίζαμε μετά το σκολειό για το παιχνίδι, μα κι ο τόπος που κάνανε την ανάγκη ντως οι χωριανοί μου, ψηλό και χοντρό ντως νερό. Απαγορευμένος τόπος δηλαδή.

Βορειοανατολικά τση πηγάιδας ήτονε ένα ξερό ρυάκι, που οι χωριανοί το επισκεφτότανε στο ζόρε και στην ανάγκη. Ο απώπατος δηλαδή, ο υπαίθριος καμπινές μας. Μα δεν επηγαίνανε όλοι εκειά. Οι πχιά πολλοί εκάνανε την ανάγκη ντως στον αχεργιώνα, στα αχύργια, που είχανε για τα μαρτάρικα οζά ντως γή στα σόχωρα και στοι κοπρολάκκους.

Υπήρχανε και σπίθια που είχανε εξωτερικό καμπινέ, μα καλά λίγα. Ετούτονα το υπαίθριο ξαλάφρωμα συνεχίστηκε μέχρι το 1972. Ύστερα εσάχτηκε καμπινές στο προαύλιο του σκολειού, κι εγαναχτίσανε οι δασκάλοι να μασ-ε μάθουνε να κάνομε την ανάγκη μας στο καμπινέ.

Ως ήθελ’ α ζητήξομε την άδεια του δασκάλου να πάμε προς νερού μας, εγέρναμε απάνω κι επιάναμε τα διάπαντα και τα ρυάκια του χωργιού, γή τα αμπέλια για να ξελαφρώσομε. Άλλο ξύλο κι απ’ τσοι δασκάλους ετόσεσάς. Ίσως ήτονε η ανάγκη για ελευθερία, ίσως κι η εντροπή μας ποιος κατέχει…

Ρυάκι δεν υπάρχει μπλιό, το μπαζώσανε κι αυτό, κι όλοι έχομε το καμπινέ στο σπίτι μας μέσα…

Έφη Μιχελάκη

κτηνίατρος

Το παρόν κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Κωστή Φραγκούλη, του Ευαγγελιστή και γνήσιου εκφραστή του αυθεντικού Κρητικού λόγου, που έφυγε σαν σήμερα -11 Φεβρουαρίου- πλήρης ημερών το 2005 και άφησε πιο φτωχά τα Κρητικά γράμματα..

Ήταν ο άνθρωπος που με σφυρηλάτησε και μ’ έμπασε στο χαρκιδιό μιας χαλίσικης εποχής που δε ξαναγιαγέρνει, κι έκτοτε η καταφυγή στο προγονικό λόγο μόνο πλατύ χαμόγελο μου δίδει.

Λίγα για τον Κωστή Φραγκούλη

Ο Σητειακός Κωστής Φραγκούλης, υπήρξε ένα πραγματικό φαινόμενο, αφού μόνο με το Δημοτικό και τρίμηνη φοίτηση στο Γυμνάσιο κατέκτησε την πιο ψηλή θέση στην Κρητική Λογοτεχνία.

Γεννήθηκε στη Λάστρο Σητείας και σε ηλικία 16 χρονών έφυγε για το Ηράκλειο, όπου από σύμπτωση έγινε τυπογράφος. Ταυτόχρονα με την τυπογραφική τέχνη, άρχισαν και οι πρώτες λογοτεχνικές του ανησυχίες γράφοντας ένα είδος χρονογραφήματος στην τοπική εφημερίδα, “Ίδη” η οποία κέρδισε αμέσως το αναγνωστικό κοινό με το δροσερό ύφος του. Στα 25 του χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα, εργαζόμενος συνεχίζοντας την τυπογραφεία κι εκεί εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή “Μ’ ανοιχτά φτερά”. Ύστερα από την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο και απέκτησε ιδιόκτητο τυπογραφείο με τη φίρμα “Ανταίος” ενώ παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία.

Για 35 συνεχόμενα χρόνια έγραφε μια δική του στήλη χρονογραφήματος που είχε τίτλο “Λόγοι και Αντίλογοι” με το ψευδώνυμο “Ανταίος”.

Το τυπογραφείο ήταν η αιτία για τον Κώστα Φραγκούλη να έρθει πολύ κοντά με τους λόγιους της εποχής κάτι που είχε μεγάλη επίδραση στην πορεία του. Με τις κρητολογικές έρευνες και μελέτες και τις συνεχείς ενασχολήσεις τους με θέματα λογοτεχνικά, παραδοσιακά, γλωσσικά κλπ, βοήθησαν τον Κωστή Φραγκούλη να ανακαλύψει την παραδοσιακή του ταυτότητα. Ετσι γεννήθηκαν τα “ΔΙΦΟΡΑ” όπου καταξίωσαν τον Κωστή Φραγκούλη στο χώρο της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ο αριστοτέχνης του δεκαπεντασύλλαβου Κωστής Φραγκούλης είναι και κορυφαίος πεζογράφος με τρεις συλλογές συναρπαστικών διηγημάτων και χρονικών, ένα μυθιστόρημα και αμέτρητα δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά όλης της Ελλάδας. Οι ρίμες και οι χιλιάδες μαντινάδες του, έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς, αριστουργήματα του αυθεντικού κρητικού λόγου με πλούσια και ευρηματική φαντασία, επιγραμματική λιτότητα και ομοιοκαταληξία εκπληκτικά πλούσια.

Αξιώθηκε να περάσει τις πύλες του μεγαλύτερου Πνευματικού Ιδρύματος της Ελληνικής Επικράτειας, της Ακαδημίας Αθηνών και να τιμηθεί με το Α! βραβείο για το δίτομο ποιητικό του δημιούργημα, τα “ΔΙΦΟΡΑ”.

Τα “ΔΙΦΟΡΑ” είναι το σημαντικότερο ποιητικό δημιούργημα της Κρητικής Λογοτεχνίας από την εποχή του Βιτσέντζου Κορνάρου και έχει χαρακτηρισθεί, από Ελληνες και ελληνόφωνους ξένους γλωσσολόγους, Ευαγγέλιο του γνήσιου κρητικού λόγου, έργο για το οποίο ο Κώστας Φραγκούλης τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το πρώτο βραβείο.

Το τραγούδι “Βοσκαρουδάκι Αμούστακο” που κυκλοφόρησε από τον δάσκαλο της κρητικής μουσικής Ρεθεμνιώτη λυράρη Κωστή Μουντάκη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε ένα δισκάκι βινυλίου 45 στροφών είναι μια διασκευή του στο ποίημα του Κωστή Φραγκούλη (Ανταίου) με τίτλο “Αποθυμιά”, μέσα από τη συλλογή “Τα Δίφορα”.

Τον Φεβρουάριο του 2005 έφυγε πλήρης ημερών, κάνοντας φτωχότερη την Κρητική Λογοτεχνία.

ΠΗΓΗ για τα βιογραφικά στοιχεία του Κωστή Φραγκούλη.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:94