Η Διονυσιακή λατρεία μέχρι σήμερα
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο και σημερινό πολιτισμό. Έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πατρική γη. Οι Αποκριές, με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, κατάγονται από τις αρχαιοελληνικές διονυσιακές γιορτές. Η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση κάθε μορφής ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων. Έθιμα πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του. Στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς, πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου!
Ο Διόνυσος ήταν κυρίως θεός του κρασιού. Όμως, αρχικά, η εξουσία του απλώνονταν σ’ ολόκληρη τη φύση, τότε που το «νόμιμο» και το «παράνομο» δεν είχαν ακόμη εξεύρει ιστορικές τους ισορροπίες στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα, που κυριεύει τους πιστούς του, που φαντάζομαι μέσα στο μεθύσι τους, πως και οι ίδιοι συμμετέχουν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Δία, γεννήματος μια θρασύτατης «θεϊκής παρανομίας» του Δία και ταυτόχρονα μιας ολέθριας «πράξης αποκατάστασης της νομιμότητας» με την εκδίκηση της Ήρας. Στην αρχαία κοινωνία, με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, προκαλούν τον ποθητό διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα και την ένωσή της με το θείο. Οι διονυσιακές γιορτές για τις γυναίκες στην αρχαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε πως ήταν οι μοναδικές μέρες του χρόνου που απολάμβαναν την απόλυτη και «ασύστολη» ελευθερία τους!
Η διονυσιακή έκσταση, πραγματώνει επιτέλους την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας, το: εκτός εαυτού… Οι «οργιαστικοί» χοροί συνοδεύονταν από μουσική, που έπαιζαν τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα, ο φρυγικός αυλός και ο «Πανικός δίαυλος». Μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει ο Ευριπίδης στις «Βάκχες», τη φωτιά, που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει! Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, και θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης, ως θεό της ποίησης και της μουσικής. Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν ιδιαίτερα όντα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Η πατρίδα των Σάτυρων ήταν η Αρκαδία. Οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο τράγου – αίγας (=Αιγίπαν) στα πόδια , με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους. Οι Σειληνοί κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία, είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου, μοιάζοντας πολύ με Κενταύρους…
Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Ήταν μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Ο Διόνυσος εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του, με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία! Πρώτος αυτός έζεψε βόδια, εφηύρε το άροτρο, συνέβαλε στην ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, παρουσιαζόταν ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν!
Τα Διονύσια ή Φαλλοφόρια, ήταν πανελλήνιες γιορτές προς τιμή του Διονύσου με σημαντικότερα κέντρα τους την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Σμύρνη, την Κέρκυρα, τη Νάξο, τη Δήλο, τη Τήνο, τη Σικυώνα, τη Μίλητο και τη Βοιωτία. Περιελάμβανε οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές, διθυράμβους και ιθυφαλλικούς ύμνους, συχνά αυτοσχέδιους, της στιγμής, διαγωνιζόμενοι και μεταξύ τους. Όριζαν και βραβεία (π.χ. αμφορείς γεμάτους κρασί, κούπες, ή κανάτες, μεζέδες, πλακούντες, γλυκά, ξεραμένα φρούτα, κ.τ.λ.) για τους νικητές που ταγούδαγαν σε ομάδες μεικτές ανδρών – γυναικών, αποβάλλοντας κάθε μορφής σεμνοτυφία! Οι πανηγυριστές ανταλλάζανε σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες, συμπόσια με μουσική και χορό. Τους μασκαρεμένους, ο Αριστοφάνης ονομάζε «Ονοκώλες». Ο λαός μας, έδωσε πιο συγκεκριμένες ονομασίες και σε κάθε τόπο λέγονται διαφορετικά: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσωπεία, Μουτζούνες, Μασκαράδες και Καρνάβαλοι. Φοράνε βοδινά κέρατα, μάσκες και γιδοπροβιές, φέρουν πολλά κουδούνια στη μέση και στον λαιμό, κι ένα φαλλικό κουδούνι ανάμεσα στα σκέλια τους. Πηδάνε και χορεύουν, δημιουργούν πραγματικό πανδαιμόνιο, προς τιμήν του σύγχρονου Διόνυσου, που ταυτίζεται με τον Βάκχο, τον προστάτη της αμπελουργίας, του κρασιού, του θεάτρου και γενικά της παραγωγικής δύναμης της γης. Οι συμμετέχοντες περνούν αυτές τις μέρες γιορταστικά, άσωτα. Κολακεύουν τον Διόνυσο, με τη φασολάδα στο τσουκάλι, το «μπουρανί» και τον φαλλό, χλευάζονται για τις ηθικολογίες τους, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται για τον κοινωνικό συντηρητισμό και την κατάπνιξη του κοινωνικού αυθορμητισμού και κυρίως διακωμωδούν τον σεξουαλικό συντηρητισμό που επιβάλει η θρησκευτική ηθικοπλασία…