Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Ο περιβολάρης του Μπρεχτ, κείμενο του Γ. Χ. Χουρμουζιάδη

Η κουβέντα για τον πολιτισμό δεν τελειώνει ποτέ. Τα θέματα που σχετίζονται μ’ αυτόν βγαίνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια. Φτάνει μόνο να παρατηρείς σωστά, όπως ο «περιβολάρης» του Μπρεχτ. Έτσι δε λέει σε ένα ποίημά του ο μεγάλος ποιητής; Μπορεί να βλέπουμε όλοι, λέει, τις μηλιές μέσα στο περιβόλι, από όσα καταλαβαίνει όμως ο περιβολάρης που τις φροντίζει εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτε. Ίσως να φαίνεται απλοϊκή αυτή η άποψη και αυτονόητη. Δεν είναι όμως, και δεν είναι, γιατί πίσω της κρύβεται ολόκληρη φιλοσοφική στάση απέναντι στη ζωή. Είναι η στάση που κρίνει τη δύναμη της συστηματικής παρατήρησης, τη δύναμη των αντικειμενικών πραγμάτων. Είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η άποψη που προσπαθεί ν αναδείξει τη σημασία της συνειδητοποιημένης συμμετοχής του προσώπου στα πράγματα της ζωής. Που προσπαθεί να αναδείξει ακόμα τον κίνδυνο που μπορεί να κρύβουν οι αυθόρμητες συμπεριφορές. Όλες εκείνες οι κινήσεις που μπορεί να τροφοδοτούνται από το φως, χωρίς να έχουνε μέσα τους ούτε μια από τις αχτίδες του. Μπορεί ακόμα να εμπνέονται από υψηλές ιδεολογίες κι όμως να μην έχουν ούτε ένα ίχνος από τις υψηλές τους ιδέες. Ναι, δεν είναι υπερβολή αν έλεγα πως υπάρχουν συμπεριφορές διεκδίκησης, συμπεριφορές, με αιτία την κοινωνική αγανάκτηση ή την πολιτική διαφωνία κι όμως να μη χαρακτηρίζονται από τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης στρατηγικής ή, έστω, τη σιγουριά μιας καλοσχεδιασμένης πρακτικής

Και βέβαια όλ’ αυτά δεν τα γράφω, γιατί θυμήθηκα το ποίημα του Μπρεχτ. Δεν προσπαθώ, με άλλα λόγια, να αναλύσω τα λόγια ενός ποιητή, για να βγάλω το κεντρικό νόημα, όπως λένε και στα πληκτικά μαθήματα των «νέων ελληνικών» στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Η καθημερινότητα μου τα έφερε όλ’ αυτά στο μπρος του μυαλού μου. Τα όσα βλέπω και τα όσα ακούω. Τα όσα μου λένε και προσπαθούν να με αναγκάσουν να τα ακούσω. Γιατί το μεγάλο μάθημα που βγαίνει μέσα από αυτά τα χυδαία «λεξήματα» και “ακούσματα” είναι πως κάθε μέρα όλο και πιο πολύ λιγοστεύουν οι «περιβολάρηδες» του Μπρεχτ. Λιγοστεύουν αυτοί που ξέρουν να καταλαβαίνουν το χρώμα και το άρωμα της μηλιάς. Και αναγκαστικά πληθαίνουν οι αυτοσχέδιοι συμβουλάτορες, οι τυχάρπαστοι «επαΐοντες». Λιγοστεύουν οι συνειδητοποιημένοι της δράσης και πληθαίνουν οι αυθόρμητοι των κραυγών και του θορύβου. Και το κακό δεν είναι πως όλ’ αυτά συμβαίνουν στον ανεξέλεγκτο χώρο των μέσων της ενημέρωσης. Δεν ήθελα να υπαινιχτώ με τα παραπάνω τη χλαλοή της τηλεοπτικής φλυαρίας ούτε την αγραμματοσύνη των γραμμένων στο πόδι έντυπων ψευδοαναλύσεων. Τα υποκείμενα με φοβίζουν. Με θλίβουν τα υποκείμενα της στέρησης και του μόχθου. Τα υποκείμενα της εκμετάλλευσης και της κρατικής κοροϊδίας. Με φοβίζουν, και με αγανακτούν πολλές φορές, όλοι αυτοί που με το ένα χέρι ματωμένο χουφτώνουν τα αγκάθια του καπιταλισμού και με το άλλο ψηφίζουν αυτούς που τα σπέρνουν και τα περιποιούνται.

Γι’ αυτό θυμήθηκα τα λόγια του Μπρεχτ. Γι’ αυτό μου ήρθε στο μυαλό το «περιβόλι» της κοινωνίας μας, με τις μηλιές του τις «χτικιάρες» και τους περιβολάρηδες τους ερασιτέχνες που ούτε από μήλα γνωρίζουν ούτε τα ωραία λουλούδια της μηλιάς εκτιμούν. Και μη νομίσετε πως γι’ αυτό φταίει το κακό το ριζικό μας ή ο θεός που μας μισεί. Φταίει η πολιτική προχειρότητα του τόπου μας, η έλλειψη της θεωρητικής μας ανάλυσης. Φταίει η απέχθεια προς τη φιλοσοφία. Φταίει το μπέρδεμα του αντικειμενικού με το υποκειμενικό. Φταίνε οι κρυμμένοι εθνικισμοί και οι άμετρες αρχαιολατρίες μας. Και ο ρατσισμός μας φταίει που τον τελευταίο καιρό όλο και πιο θρασύς σέρνεται στις γειτονιές που κάποτε μύριζε το φρεσκοκομμένο καρπούζι και ακούγονταν το σούρουπο οι βραχνές φωνές του Βαμβακάρη και του Μπάτη. Φταίνε και τα σχολειά μας. Οι ανέτοιμοι και κακοπληρωμένοι δάσκαλοι, τα σκάρτα βιβλία και οι χάρτινες γιρλάντες με τις ζητωκραυγές«Ζήτω ο Στρατός» και «Ζήτω το Εθνος» που κρέμονται από τους τοίχους σαν τις αποκριάτικες σερπαντίνες. Μα φταίμε κι εμείς. Εμείς οι «περιβολάρηδες» της ζωής. Εμείς (και δε μιλάω για τον εαυτό μου) που ποτίσαμε του κόσμου τις μηλιές με το αίμα μας. Εμείς που μετρήσαμε πέταλο με σέπαλο τα λουλούδια της αντρειοσύνης και ρουφήξαμε σταγόνα τη σταγόνα το γλυκό ζουμί της γύρης τους. Είπαμε, βέβαια, και λέμε κάθε μέρα τις μόνες πολιτικές αλήθειες που ακούγονται σ’ αυτόν τον τόπο. Είμαστε μπροστά. Αν μετρήσεις τις σηκωμένες γροθιές, θα βρεις πως οι πιο πολλές είναι δικές μας. Και τα προχειρογραμμένα συνθήματα στους τοίχους και στα πανό είναι εμπνευσμένα από τις δικές μας πολιτικές ιδέες. Φαίνεται όμως πως δεν μπορέσαμε ακόμα να περάσουμε την πολιτική μας σκέψη μέσα στο καθημερινό τσουκάλι του πολιτισμού. Φαίνεται πως δε διδάσκουμε με καθαρό τρόπο τη διαφορά του κοινωνικού από το πολιτικό. Του αυθόρμητου από το συνειδητό. Τη διαφορά του συναισθήματος από το ψυχρό συμπέρασμα. Ακόμα και στις τελευταίες, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις της αγροτιάς περίσσεψε το θεαματικό και το συναισθηματικό και μεις δεν το μαζέψαμε. Το τσίπουρο και το σουβλάκι μπορεί να θυμίζουν τα γλέντια των αρχαίων Σπαρτιατών, των κλεφτών και αρματολών πριν από τη μάχη, δεν οδηγούν στη νίκη όμως. Άλλο να έχεις αντίπαλο τους νηστικούς στρατιώτες του Δαρείου, ή τον Τούρκο του 1821 και άλλο τον κεφαλαιοκράτη του 1998. Χρειάζεται οργανωμένα και καλοστημένα μαθήματα ο λαός. Χρειάζεται συστηματικές «ασκήσεις (πολιτικής) ακριβείας». Χρειάζεται να μάθει μια άλλης μορφής «βία». Μια «βία» που, ασφαλώς, δε θα ματώνει τους δρόμους, ούτε θα στήνει γκιλοτίνες στις πλατείες. Θα στήνει όμως «λαϊκά δικαστήρια» στις γειτονιές, θα ξυπνήσει το δάσκαλο. Θα τον αναγκάσει να συνειδητοποιήσει τις αιτίες της φτώχειας του.

Ονειρεύομαι μιας άλλης μορφής «βία» που θα μπει μέσα στην επιστήμη, στην τέχνη, τον καθημερινό λόγο, μέσα στα χρώματα της ζωής, στα καφενεία, στις λαϊκές αγορές, στα λεωφορεία και στα χωράφια. Ονειρεύομαι μια άλλης μορφής «βία» που θα πάρει τη μορφή του πολιτισμού. Κι αυτό σημαίνει πως ονειρεύομαι μια «ΒΙΑ» που θα διαρρήξει τις συνειδήσεις των επαναπαυμένων. Γιατί όπως φαίνεται, οι κοιμισμένες συνειδήσεις δεν ανοίγουν πια με τα γνωστά μας κλειδιά. Ήρθε η ώρα της «διάρρηξης»!

Κυριακή 22 Φλεβάρη 1998

Γιώργος Χουρμουζιάδης

Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης (1932-2013), ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961-1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976-1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.

Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Εξελέγη βουλευτής με το ΚΚΕ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2000 και του 2004. Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978-1982), «Γόρδων» (1991-1995) και «Ανάσκαμμα» (2008-2013). Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων. Από το 1992 ο σ. Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:74