Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Βαρά-βαρά Λασθιώτικα, του Εμμανουήλ Συμιανάκη

Βαρά-βαρά Λασθιώτικα

– Πολλά τα έτη σου, θειά Φταλία.

– Πολλά και τα δικά σου, ντελικανή. Μα ποιος είναι ο αφέντης σου, γιατί δε γρωνίζω κακονίζικο;

– Γιάιντα, μπρε θειά, ασκορδαπσούς έχεις στα μάθια και δε φέγγεις ντίπι;

– Ντα γατέω, καημέχαρο! Επήα στη Σμυρνάκαινα να με σάσει, μπαντιμός ήμουνε γραντισμένη, αλλά ήχασα τα ζάλα. Μια αφούρα με μποδιάζει να θωρώ τσ’ αθρώπους!

– Αφέντης μου, θειά, είναι κειοσάς, ο Κωστής ο Λουμπούνης.

– Ποιος, μωρέ παιδί μου! Ο κατσαμπρόκος που ’ναι πιο μικιός κι από το-ν α-μελίτακα;

– Μα ίντα λες, μπρε ε-του λόγου σου, πού ’σαι πλιά κοντή κι από το στούμπωμα τση λεμονάδας. Ας εκάτεχα, μπρε θειά! Κανυώρος ήτονε ο ορτάκης σου, οντέ σε ’νεμάζωξε; Εγρίκουνα ότι ο κύρης σου, του ’ταξε την αμπλά σου και την αργατινή, α-πού ’ρθενε να την-ε πάρει, του πάσαρε την αφεδιά σου. Εδά α-πού σε θωρώ, ντουχιουντίζω, πώς τα κατάφερες κι ήκαμες τόσα-νά κοπέλια, απού ’σουνε τόσο-νά μικιή.

– Ντα δεν ήκουσες ιντά ’πενε η Χιώτισσα, οντέ τση κάμανε την ίδια ερώτηση; «Μικιή ’μαι, μωρέ, εγώ, μα το βγόδωμα μου είναι μεγάλο!». Μωρέ σύ σατανά, εσκωθήκανε τα πόδια να κοπανίσουνε τη γ-κεφαλή; Ντα ’σένα ο κύρης σου, απού κρεμαντολίστηκε για να σε σπείρει; Απού ’τανε η μάνα σου μεγάλη, σαν τη ματζέτα;

– Ίντα σε γνοιάζει εσένα, θειά; Αυτός ήλεγε, οντέ του το λέγανε: «Εγώ ραφώνω, μόνο σκάσετε».

– Για κειο-νά ήκαμε, φαίνεται η ματζέτα, η μάνα σου, τέθοιο βούι, σα γ-και τον απατό σου!

– Άμε, μπρε, θειά, στο διάοτσο να κατέχω πού σε ’χω, ήμαρτόν σε Θέ μου!

.

(Για όσους δεν κατάλαβαν το αρχικό κείμενο ή θέλουν να το προωθήσουν σε κάποιον που δεν θα το καταλάβει το μεταγράφουμνε στα Νέα Ελληνικά.)

Πολύ βαριά Λασιθιώτικα

– Καλημέρα σας, κυρία Ευθαλία.

– Καλημέρα σου και εσένα παλικάρι. Μα ποιος είναι ο πατέρας σου, γιατί δεν διακρίνω καλά καημένε μου.

– Γιατί βρε κυρά μου, χαλάζιο έχετε στα μάτια σας και δεν βλέπετε καθόλου;

– Που να ξέρω καημένε μου. Πήγα στην Σμυρνάκαινα για να με φτιάξει (γιατρέψει), μήπως και ήμουν ματιασμένη, αλλά έχασα και τα βήματα που έκανα. Μια ομίχλη με εμποδίζει να βλέπω τους ανθρώπους!

– Πατέρας μου κυρία, είναι εκείνος ο Κώστας ο Λουμπούνης.

– Ποιος βρε παιδάκι μου; Αυτός ο μικροκαμωμένος που είναι πιο μικρός κι από το μυρμήγκι;

– Μα τι λέτε τώρα κυρία μου, που είστε πιο κοντή από το καπάκι της λεμονάδας. Ας ήξερα βρε κυρία, στραβός ήταν ο άνδρας σας όταν σας πήρε; Άκουσα ότι ο πατέρας σας, του έταξε την αδελφή σας και το βράδυ που ήρθε να την πάρει, του πασάρισε εσένα. Τώρα που σας βλέπω, συλλογίζομαι πώς τα καταφέρατε και κάνατε τόσα παιδιά, ένεκα που ήσασταν τόσο μικρή.

– Μήπως δεν έχεις ακούσει τι είπε η Χιώτισσα όταν της έκαναν την ίδια ερώτηση : «Μικρή είμαι βρε εγώ αλλά το εργαλείο μου είναι μεγάλο!»

– Βρε ‘συ σατανά σηκώθηκαν τα πόδια να κτυπήσουν το κεφάλι;

– Γιατί εσένα ο πατέρας σου δεν κρεμάστηκε για να σε γεννήσει (ο άντρας γεννά η γυναίκα τίκτει) ένεκα που η μητέρα σου ήταν μεγάλη σαν την νεαρή αγελάδα;

– Τι σας νοιάζει εσάς κυρά μου;

– Αυτός έλεγε, όταν του το έλεγαν : «Εγώ κολλάω πάνω στη γυναίκα μου μόνο σκάστε».

– Γι’ αυτό έκανε φαίνεται η νεαρή αγελάδα, η μητέρα σου, τέτοιο βόδι σαν και σένα!

– Πήγαινε κυρά μου στο διάολο, να ξέρω πού σε έχω, ήμαρτον σε Θεέ μου!

.

Κείμενο: Εμμανουήλ Συμιανάκης του Ευσταθίου, από Αγ. Γεώργιο Λασηθίου

Μεταγραφή – Επιμέλεια στα Νεοελληνικά: Χατζάκης Κωστής

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:62