Οι πρώτες μου θύμησες από το λιομάζωμα φωτισμένες με το αχνό φως των περασμένων χρόνων, είναι εκεί γύρω στα έξι, όταν έπαιρνα από το χεράκι τον τετράχρονο αδελφό μου για να πάμε στο λιόφυτο και να βρούμε τους γονείς μας που είχαν φύγει αξημέρωτα.
Όλη την ημέρα έπρεπε να τον προσέχω και να τον απασχολώ να μην γκρινιάζει. Έτσι, μαζεύαμε ελιές και τις βάζαμε στα καλαθάκια μας και πλάθαμε πηλό για να κάνουμε διάφορες κατασκευές. Εγώ έκανα ανθρωπάκια που τα ονόμαζα Βενιζέλους, επηρεασμένη από τους χωριανούς μου, που εάν εξαιρέσεις τον μπαμπά μου και ένα-δυο ακόμα Κομμουνιστές, όλοι οι υπόλοιποι ήτανε Βενιζελικοί και δη φανατικοί. Αλλά έκανα και κουζινικά, τσικάλια, πιατικά, πιρουνοκούταλα. Το παιδί από μικρό δείχνει την κλήση του.
Μας άρεσε πολύ να ξαπλώνουμε στο χώμα ανάσκελα, να παρακολουθούμε τα σύννεφα και να μαντεύουμε τα διάφορα σχήματα που δημιουργούσαν.
Η επόμενη περίοδος ήτανε από τα εφτά μου μέχρι τα δώδεκα, που δεν μπορούσα όμως να βοηθήσω πολύ γιατί πήγαινα στο σχολείο ακόμα και το Σάββατο.
Εκείνοι οι χειμώνες ήτανε πολύ βαριές με πολλά χιόνια, κρύα και βροχές. Υπήρχε περίοδος που ούτε ακτίνα Ηλίου δεν βλέπαμε για αρκετό καιρό. Οι ημέρες που δεν δουλεύαμε ήτανε οι βροχερές, όταν είχε χιόνι, η μεγάλη αργία των Χριστουγέννων και οι παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς για να κάνομε τα Χριστόψωμα, τα γλυκά, να τηρήσομε το έθιμο των χοιροσφαγίων κι εμείς τα παιδιά να πούμε τα κάλαντα.
Η ημέρα των Φώτων εθεωρήτο επίσης μεγάλη αργία, γιατί κατέβαινε λέει ο Χριστός στη Γη, αγίαζε τα νερά και γαλήνευαν οι ουρανοί και τα πελάγη.
Η πρωτοχρονιά όμως δεν ήταν αργία γιατί σύμφωνα με την παράδοση όποιος δούλευε την Πρωτοχρονιά θα ήταν καλά και θα δούλευε όλη τη χρονιά.
Το κρύο δεν ήταν ανασταλτικός παράγοντας, ας ήταν και πολύ τσουχτερό. Μπορεί στα κεραμίδια να δημιουργούνταν σταλαχτίτες λόγω του υπερβολικού ψύχους – που τους κόβαμε τους βουτούσαμε μέσα σε ζάχαρη ή πετιμέζι τους γλύφαμε με πολύ ικανοποίηση σαν να ήτανε το καλύτερο γλύκισμα- αλλά εμείς δουλεύαμε.
Θυμάμαι τον αδελφό μου που όλη την ημέρα κοιτούσε τον ουρανό και έλεγε ”Πάμε να φύγομε γιατί κιονέ το νέφαλο θα φέρει βροχή και θα γενούμε ολόγροι”. Και δυστυχώς οι προφητείες του δεν έβγαιναν πάντα αληθινές.
Και εγώ παρακαλούσα εκείνα τα χρόνια να έχει κακό καιρό για να μην πηγαίνω στις ελιές.
Προτιμούσα να είμαι στο χωριό, να μην κρυώνω, να μην βρέχομαι ,να μην κουράζομαι, να μην λερώνομαι και να παίζω με τους φίλους και τα ξαδέλφια μου, με τα λιγοστά παιχνίδια μας, χειροποίητα τα περισσότερα.
Και όταν ο Παναγιώτης ο Ασπρογέρακας με την σύζυγό του και χωριανή μας Νότα Σκουλά, έστειλαν από τη Λευκάδα στη μνήμη της μητέρας τού Παναγιώτη κυρά Μαλβίνας, είκοσι κούτες με βιβλία για το σχολείο, ανακάλυψα τη μαγεία που κρυβόταν σε αυτά και μίσησα τις ελιές, γιατί ήθελα μόνο να διαβάζω.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήτανε ο Αλέξης Ζορμπάς του Ν. Καζαντζάκη και το οποίο τελείωσα σε δύο ημέρες αφού έβρεχε και δεν είχαμε ελιές. Για να τιμήσω εκείνη την ανάμνηση ονόμασα και το τέκνον Αλέξη αν και ο παππάς το αποκάλεσε Αλέξιο και επίσης ως Αλέξιος αναφέρεται στην αστυνομική του ταυτότητα.
Το επόμενο βιβλίο που διάβασα ήτανε τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, που αν και ήμουν παιδί ακόμη, δεν ξέρω για ποιο λόγο μαγεύτηκα με την καθαρεύουσα αφού δεν την είχα ακόμα διδαχθεί και αφού πολλές από τις λέξεις και φράσεις, μού ήταν άγνωστες.
Τρέχει ο νους αενάως. Επανέρχομαι.Όμως πήγαινα στις ελιές και μπορώ να πω ότι παρά την ηλικία μου βοηθούσα υπερβαίνοντας τις δυνάμεις μου πολλές φορές, μάλλον για να επιβεβαιωθώ και για να επιβραβευθώ από τους γονείς μου.
Αλλά για να αντέξω την αγγαρεία, προσπαθούσα να παρακολουθώ τη φύση που με τρέλαινε παιδιόθεν.Το ρυάκι που ήτανε στην άκρη του δρόμου πολύ μου άρεσε. Δεν χόρταινα να ακούω το κελάρυσμα του νερού του. Έριχνα μέσα πέτρες ώστε να προκαλώ δίνες σε σημεία που λίμναζε το νερό και για να εκτρέπω την ροή του ως άλλος Ηρακλής με την Λερναία Ύδρα και έτσι δημιουργούσα άλλα μικρότερα ρυάκια για να μην είναι μόνο του. Σε κάποια σημεία δημιουργούνταν μικροί καταρράκτες και φανταζόμουν ότι κάπως έτσι λίγο μεγαλύτεροι θα ήτανε και του Νιαγάρα.
Και εκείνη τη λακκούβα που μάζευε τους γυρίνους πόση ώρα την παρακολουθούσα για να δω-όπως μου είχε πει ο μπαμπάς μου- τη μεταμόρφωσή τους σε βατράχους, εις μάτην.
Τους δε μελιτάκους (μυρμίγκια) πρόσεχα με τις ώρες, που έτρεχαν προς συλλογή της τροφής τους και βοηθούσα κάποιους από αυτούς να την μεταφέρουν στη φωλιά τους, που όμως η εμφάνισή τους ήτανε ένδειξη ότι δυστυχώς δεν θα βρέξει. Αντίθετα, πολύ μου άρεσε να ακούω το κρώξιμο των βατράχων, ένδειξη επερχόμενης βροχής.
Όταν έβρισκα κάποια κάμπια μέσα στα χόρτα καθόμουν από πάνω της με πολύ αγωνία, μήπως δω το θαύμα τής μεταμόρφωσης και εκείνης σε πεταλούδα, που ποτέ όμως δεν αξιώθηκα.
Όταν δε, βλέπαμε της Κεράς τη ζώνη ,δηλαδή το ουράνιο τόξο, τρέχαμε και το κυνηγούσαμε λες και θα μπορούσαμε ποτέ να το πλησιάσουμε και λέγαμε την παροιμία: ”Ανέ ντη δεις τη νταχινή πήγαινε στη δουλειά σου, μ’ ανέ ντη δεις αργά αργά κάθιζε στη φωλιά σου”.
Η ωραιότερη όμως παρατήρηση ήταν το σούρουπο, που άρχιζε ο ήλιος να κατηφορίζει προς το μασκάλι της Γέννας και να δημιουργούνται απίστευτες παραστάσεις σχημάτων από υπέροχους χρωματισμούς.
Εκείνη την εποχή είχα και την πρώτη μου τραυματική εμπειρία, όταν ο μπαμπάς έπρεπε κάθε δεκαπέντε ημέρες να παραβρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Μύρωνα για να δίνει το παρών. Αυτή η ποινή τού είχε επιβληθεί και η πλέον επιεικής όπως το αναλογίζομαι σήμερα. Ένας φόβος με διακατείχε όλη την ημέρα μέχρι να επιστρέψει. Ο φόβος μήπως δεν ξαναγυρίσει σπίτι μας, μήπως και τον στείλουν και αυτόν εξορία στη Γυάρο όπως τον θείο τον Μανούσο, τον αδελφό του. Kαι πώς θα αντέχαμε την απουσία του; Δεν μπορούσα όμως να εξομολογηθώ και να μοιραστώ αυτόν τον φόβο μου σε κανέναν, που τελείωσε εφτά χρόνια αργότερα!!
Η περίοδος από τα δώδεκα έως και τα δεκαοκτώ που ήμουν στο Ηράκλειο στο Γυμνάσιο ήταν εκείνη που με έκανε να αγαπήσω τις ελιές.
Ερχόμουνα στο χωριό τις διακοπές, μετρώντας τις ημέρες μια-μια μη θέλοντας να τελειώσουν. Είχα αλλάξει πολύ μακριά από τους γονείς μου. Τους σκεφτόμουν να ταλαιπωρούνται μόνοι τους- γιατί και ο αδελφός μου ήτανε πλέον στο Ηράκλειο μαζί μου- ένοιωθα απερίγραπτη λύπη και παρακαλούσα να μην βρέξει ούτε μια ημέρα για να βοηθήσω όσο μπορούσα. Ειδικά τα χρόνια από το 1971-1974 που ήταν μωρό η αδελφή μου, η μητέρα μου έμενε στο σπίτι και ο μπαμπάς μου πήγαινε μόνος του στις ελιές.
Ήτανε όμως χρονιές που μπορεί να έβρεχε μερικές μέρες ή και όλη την περίοδο των διακοπών και έτσι δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε την ελαιοκομιδή.
Και δεν ήτανε βέβαια και λίγες οι φορές που μας ΄΄έπιανε’’ η βροχή- μια που δεν υπήρχε τότε ΕΜΥ ώστε να προβλέπει τον καιρό, και οι προφητείες του Κελάρη- Κεαλάρ το κανονικό του επίθετο- οιωνοσκόπου και μερομηνιά, δεν έβγαιναν πάντα αληθινές περί καλοκαιρίας και μέχρι να πάμε στο χωριό γινόμαστε ολόβρεχτοι.
Είχαμε όμως έγνοια και εάν έκανε καμιά αναρέσα πηγαίναμε να τελειώσουμε κάποιες ελιές που είχαμε αφήσει στη μέση.
Ήθελα να σηκώνομαι πολύ πρωί για να βοηθώ στην προετοιμασία του φαγητού και στο φόρτωμα του ζώου για το χωράφι.
Να βάλουμε στο άλογο το σαμάρι και να φορτώσουμε τις ανάπλες, ένα τσιγκάκι, τσουβάλια, σπάγκο, βελόνα, τα φαγητά, το νερό και να κινήσουμε για το λιόφυτο με τα πόδια.
Κάναμε αρχή συνήθως από αμμουδερά χωράφια γιατί πέφτανε οι ελιές πιο γρήγορα από τα βαρικά και από τις μουρατολιές και τις χοντρολιές, που πέφτανε κάτω και εκείνες πολύ νωρίς.
Φτάναμε στο λιόφυτο και επειδή συνήθως οι ελιές ήτανε πολύ βρεγμένες από τη δροσούλα και δεν έπρεπε να τις ραβδίσουμε για να μην ξεραθούνε, ξεκινούσαμε από τα ανατολικά που ήταν έτοιμες μια που οι πρώτες ακτίνες του ηλίου τις είχαν στεγνώσει.
Απλώναμε κάτω από την ελιά τις ανάπλες, δηλαδή πανιά τσουβαλένια πολύ βαριά και αργότερα νάιλον ελαφρά μεν αλλά συμπαγή, που εάν φυσούσε δυνατός άνεμος τα τίναζε και μαζί με αυτά και τον ελαιόκαρπο, και αρχίζαμε με βέργες που κάναμε από ίσια κλαδιά ελιάς ή πρίνου, να χτυπάμε το δέντρο μέχρι να πέσουν όλες οι ελιές. Εάν ήτανε μικρά τα λιόδεντρα τα προσέχαμε πολύ και με μεγάλα πλαστικά χτένια τα χτενίζαμε και μαζεύαμε τον καρπό.
Εγώ συνήθως ανέβαινα πάνω στην ελιά σαν η πιο ελαφριά και έριχνα τον καρπό που δε φτάναμε από το έδαφος και αυτόν που ήταν στα ενδιάμεσα κλαδιά, έκανα δηλαδή το ξεξύλισμα. Τις περισσότερες όμως φορές έκανα ακροβατικά και βρισκόμουν πάνω στις ανάπλες .
Στο κολατσιό τρώγαμε κάτι στο πόδι όπως σαλμούς και γουρουνάκια σε κονσέρβα, τυρί, ψωμί, παξιμάδι, ελιές, φρούτα και συνεχίζαμε μέχρι το μεσημέρι να φάμε πάλι και να καθίσουμε κανένα μισάωρο να ξεκουραστούμε λίγο.
Γύρω στις τρεις σταματούσαμε για να καθαρίσουμε τις ελιές από τα κλαδιά και τα πολλά φύλλα, να τις βάλουμε στα τσουβάλια και να ξεκινήσουμε για το χωριό να μην νυχτωθούμε στο δρόμο. Τα τσουβάλια τα αφήναμε στο λιόφυτο μέχρι να μαζευτούν καμιά σαρανταριά και να κάνουμε ένα αλεστό.
Στην επιστροφή για το χωριό είχαμε γεμίσει τις τσέπες μας με σταφίδες, συκοπιταρίδες, κιοφτέρια και τις γιορτές κουλουράκια και τρώγαμε σε όλον τον δρόμο.
Φτάνοντας στο χωριό αλλάζαμε, πλενόμασταν όπως -όπως, τρώγαμε κάτι βιαστικά και πηγαίναμε για να βεγγερίσουμε στα σπίτια ειδικά των Ανωγειανών που είχαν έρθει να μαζέψουν και εκείνοι τις ελιές τους.
Από όποια γειτονιά και αν περνούσες άκουγες ιστορίες, παραμύθια, χορούς, φωνές και γέλια. Τώρα περνώ, τα περισσότερα σπίτια είναι κλειδαμπαρωμένα και η απόλυτη σιωπή με θλίβει και γεμίζει με παράπονο την καρδιά μου για την εγκατάλειψη.
Αυτό μέχρι τα 14 μου, που ήρθε το ρεύμα στο χωριό, όλοι αγοράσαμε τηλεοράσεις, κλειστήκαμε μέσα και η κάθε οικογένεια πλέον δεν ασχολείτο παρά μόνο με τα του οίκου της.
Όταν ερχόταν η δική μας σειρά, μας ειδοποιούσαν και πηγαίναμε στο ελαιοτριβείο των Δαμανίων, που είχαν οι εργάτες μεταφέρει τα τσουβάλια με το ελαιόκαρπο και αλέθαμε.
Παρακολουθούσα την όλη διαδικασία η οποία επειδή το εργοστάσιο εκείνα τα χρόνια ήτανε με μποξάδες και όχι φυγοκεντρικό όπως σήμερα, χρειαζόταν πολύς κόπος για να παραχθεί το λάδι.
Τρελαινόμουν να βλέπω το χρυσάφι να τρέχει με ροή ζωηρή και να γεμίζει τα βαρέλια και χαιρόμουν πολύ όταν γέμιζε ένα βαρέλι και συνέχιζε να γεμίζει το επόμενο και λυπόμουν όταν η ροή γινόταν ασθενής όλο και περισσότερο, μέχρι που σταματούσε.
Κατά την διαδικασία της άλεσης σκεφτόμουν πόσα πράγματα μας δίνει το ιερό δέντρο της ελιάς και πως δεν πετάς τίποτα από αυτήν. Εκτός από το πολύτιμο λάδι της, παίρνουμε τα φύλλα που τα μάζευαν οι βοσκοί για ζωοτροφή, τα κλαδιά που χρησίμευαν για να κάνουν τον φούρνο, τα ξύλα για να ανάψουν το τζάκι, τη σόμπα, και τη φωτιά για το μαγείρεμα και το ζέσταμα του νερού και τις ελιές για να γίνουν παστές, τσακιστές, κολιμπάδες.
Όταν το σπίτι είχε ελιές και ψωμί, η οικογένεια δεν πεινούσε.
Τελειώνοντας η όλη διαδικασία μας έφερναν οι φαμπρικάροι με το φορτηγό στο χωριό το λάδι 3-4 βαρέλια μαζί με την πυρήνα, που αφήναμε να ξεραθεί λίγες ημέρες, την βάζαμε στο τζάκι και δεν υπήρχε καλύτερο καύσιμο.
Το λάδι που κρατούσαμε για οικιακή χρήση το βάζαμε σε ένα πιθάρι και το υπόλοιπο σε βαρέλια για πώληση και αγορά προϊόντων.
Με το πρώτο λάδι φτιάχναμε κουβαρωτούς τηγανίτους όπως τους λέγαμε τότε, σημερνό όνομα λουκουμάδες.
Το λάδι ήτανε εισόδημα, που επειδή κρατούσαμε στα σπίτι μας αγοράζαμε τα πάντα με την πώλησή του.
Ο Αντώνης από το Αρκαλοχώρι δυο φορές την εβδομάδα ερχόταν με το αυτοκίνητό του και ήτανε ένα κινητό μπακάλικο.
Ο Νικολής ο ψαράς από την Αλικαρνασσό μια φορά την εβδομάδα μας έφερνε τα ψάρια.
Ο Βαγγέλης από τους Κουνάβους τα ρούχα .
Ο Μπαλτζής από τα Δαμάνια, μάς προμήθευε με φρούτα και λαχανικά.
Ο Γιάννης από το Χουδέτσι με είδη λευκά, ραπτικής, πλεκτικής, και υφαντικής.
Όλες αυτές οι αγορές γινότανε και με τυροκομικά προϊόντα, αφού το χωριό μου είναι κατ΄ εξοχήν κτηνοτροφικό, αλλά κυρίως με λάδι.
Εάν η χρονιά ήτανε κακή δηλαδή δεν είχαμε ελιές ή είχαμε λίγες, πηγαίναμε και κάναμε μεροκάματα στου παππού και επειδή είμαστε μικροί άρα η δουλειά μας λίγη, αντί χίλιες δραχμές που έπαιρναν οι ενήλικες, εμείς τα παιδιά παίρναμε πεντακόσιες.
Κάποιες άλλες χρονιές που υπήρχε μεγάλη βεντέμα κάναμε δανεικούς. Δηλαδή μαζευόμασταν εμείς, θείοι, παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια και μαζεύαμε όλοι μαζί τις δικές μας ελιές και μετά όλοι μαζί πάλι των υπολοίπων.
Ο πατέρας μου που πολύ αγαπούσε τους ανθρώπους, τελειώνοντας πήγαινε και έκανε κανένα καερέτι δηλαδή μια άμισθη βοήθεια, σε κάποιους συγχωριανούς μας.
Μετά τα εικοσιδύο μου που ‘’έφυγε’’ ο Μπαμπάς και εγκατασταθήκαμε μόνιμα πλέον στο Ηράκλειο, αναλάβαμε τη συντήρηση της περιουσίας, εγώ και ο αδελφός μου.
Η μητέρα έμενε με την Πανωραία μας στο Ηράκλειο και εγώ με τον αδελφό μου πηγαινοερχόμαστε στο Χωριό.
Είχαμε πια αγροτικό ένα θεριό ISUZU πράσινο, που ο αδελφός μου το είχε ‘’πειράξει’’ με εξάτμιση και ρόδες τρακτέρ και πήγαινε παντού. Είχαμε και νάιλον μεγάλα και ελαφριά που δεν χρειαζότανε να φέρεις όλες τις πέτρες του λιόφυτου να τις βάλεις πάνω τους για να μην τα σηκώνει ο αέρας.
Αλλά η μεγάλη βοήθεια ήτανε το ελαιοραβδιστικό. Δεν είχαμε πια ανάγκη από βοήθεια. Όλη μέρα ρίχναμε με δύο βέργες, μαζεύαμε τις ελιές σε ένα μεγάλο νάιλον και μετά τις τρεις σταματούσαμε και τις καθαρίζαμε.
Κάποια στιγμή ο αδελφός μου αγόρασε ένα χωνί από αυτά που βάζουν στα αυτοκίνητα οι πλανόδιοι έμποροι για να διαλαλούν την πραμάτεια τους και το συνέδεσε με το κασετόφωνο του αυτοκινήτου που αν και η φασαρία του ελαιοραβδιστικού ήτανε πολύ ενοχλητική, ακούγαμε την μουσική όπως και οι παραπλήσιοι ελαιοραβδιστές.
Μόλις καθόμασταν το μεσημέρι, με την μπουκιά στο στόμα και για να εκμεταλλευτώ τον χρόνο, έτρεχα να βρω βρούβες για βραστές, τσιγαριστές, γούλες, χοχλιούς, αμανίτους.
Μια χρονιά κατεβαίνω στο σπιτάκι του Ξυλουρονικόλα και βλέπω τον οψιγιά γεμάτο αμανίτους λες και τους είχανε σπαρμένους. Από την πολύ χαρά μου αρχίζω και φωνάζω σαν τρελή, τρέχει ο αδελφός μου αλαφιασμένος νομίζοντας ότι κάτι σοβαρό έπαθα, βλέπει τους αμανίτους και μου λέει. “Την άλλη φορά που θα μουγκρίσεις θα γενεί επαέ του Κουτρούλη ο γάμος”.
Σχολώντας πηγαίναμε πια στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μια και το δικό μας ολοχρονής ήτανε κλειστό.
Η ξυλόσομπα ξελόχιζε και η γιαγιά, μάς περίμενε με τα υπέροχα φαγητά και τις εξαίσιες γεύσεις τους.
Δεν προλαβαίναμε να μπούμε μέσα στο σπίτι και άρχιζε ο παππούς:
‘’Βάλε μπρε τω γκοπελιώ να φάνε πράμα, για θα πεινούνε τέθοια ώρα’’.
Ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς μάς ετοίμαζε καθημερινά.
Από βρουβόπιτες, αγνόπιτες, αμανίτους οφτούς και τηγανιτούς με αυγά, σφουγγάτο, λαχανοντολμάδες, κότα ντόπια με κοτόσουπα ζεστή και μοσχομυριστή, χοιρινό με κεντανέ, αρνί οφτό στη ξυλόσομπα, πρόβειο κρέας με ξυνόχοντρο στο ζουμί, λουκάνικα, απάκια, τσιλαρδιά τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων, ψωμί φτάζυμο ή με προζύμι, τυριά ,μυζήθρες χόρτα, σαλάτες. Και όλα ντόπια, καθαρά χωρίς ορμόνες και φυτοφάρμακα. Δεν υπάρχουν σήμερα τέθοιες μυρωδιές και γεύσεις.
Καμιά φορά, όταν είχε πολύ κακοκαιρία μέναμε στο χωριό.
Η χαρά της γιαγιάς και του παππού δεν περιγραφόταν όταν μετά τις παραινέσεις τους να μην φύγουμε μην τυχόν και πάθουμε κάτι λόγω νύχτας και κακοκαιρίας με το αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο Ηράκλειο, συμφωνούσαμε να ξωμείνουμε στο χωριό και μάλιστα στο σπίτι τους.
Είναι απίστευτο πόσο μου άρεσε να ξαπλώνω στο καναπεδάκι δίπλα στη ξυλόσομπα, και να αφήνω την γιαγιά δίνοντάς της μεγάλη χαρά να με σκεπάζει με την καλύτερη μπελεντένια της, να χουχουλιάζω, να ακούω το τραγούδι της σόμπας και το θόρυβο των ξύλων όπως καίγονταν, αλλά κυρίως απολάμβανα την αγάπη, την τρυφερότητα και την ζεστασιά αυτών των δυο ακριβών γερόντων, και τις ιστορίες της γιαγιάς Μαρίας- Καρατζομαρίας και του παππού Γιώργη- Μιλτιαδογιώργη.
Κάθε φορά που θυμάμαι αυτές τις βραδιές έρχονται στο νου μου οι στίχοι του Δημήτρη Αποστολάκη:
”Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό
βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό…
Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά έτοιας λογής ν’ αρχίζει
και σε καιρούς αλλοτινούς ο νους τση ν’ αρμενίζει.
Να μου μιλεί σιργουλευτά για κείνα και για τ’ άλλα
για μαγικά, για έρωτες, για φονικά μεγάλα.
Για βασιλιάδες νιους καλούς που κάστρα επατούσαν
τσι μάισσες και τα θεριά σκοτώναν κι ενικούσαν.
Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς δόξευγε το μυαλό μου
στον κόσμο των παραμυθιών γύριζ’ ο λογισμός μου.
Έσβησ’ ο χρόνος ο κακός μαζί με τη χαρά μου,
τσι ιστορίες τση γιαγιάς από τα όνειρά μου.
Κι έρχουντ’ απ’ τον παλιό καιρό Θε μου να ‘ταν αλήθεια
ώρες αεροφύσημα κείνα τα παραμύθια.
Μην κλαις μικρή μου και πληγές ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι’’.
Ιφιγένεια Μανουρά
ΥΓ1. Όταν αποφάσισα να γράψω για το λιομάζωμα, πλημμυρίδα συναισθημάτων με κατέκλυσε. Συναισθήματα χαράς για όσα έζησα όλα αυτά τα χρόνια, λύπης για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έφυγαν και μου λείπουν πολύ και απερίγραπτη νοσταλγία.
Πώς να αρχίσω; Πώς να περιγράψω άτομα, εργασίες, συναισθήματα;
Ξεκινούσα, έγραφα, αφαιρούσα, προσέθετα πάλι, ξανααφαιρούσα και το μυαλό να τρέχει ταυτόχρονα σε χίλιες αναμνήσεις που να μην μπορώ να βάλω σε τάξη. Με τη σκέψη ότι δεν θα τα κατάφερνα, σταματούσα.
Ημέρες μετά, ξεκινούσα πάλι. Σκέφτηκα να αφαιρέσω κάποιες λεπτομέρειες, αλλά ήταν σαν να πρόδιδα αναμνήσεις και συναισθήματα.
ΥΓ2. Δεν ξέρω αλήθεια γιατί όλο και συχνότερα επιστρέφω στα παιδικά μου χρόνια. Δεν ξέρω γιατί με συγκινούν τόσο πολύ και μου φέρνουν στα μάτια κρουνούς δακρύων όλες αυτές οι αναμνήσεις. Μου λείπει η ξεγνοιασιά, οι άνθρωποι που με αγαπούσαν άνευ όρων και όσο πάει λιγοστεύουν; Είναι επειδή δεν καταφέραμε να κάνουμε τον κόσμο παραμύθι, είναι που έχω μεγαλώσει, όλα αυτά μαζί, ή είναι και ο στίχος του ποιητή: ‘’Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια”…
Σημ. Η εικόνα που συνοδεύει το άρθρο είναι ο πίνακας με τίτλο «το μάζομα των ελαιών εν Μυτιλήνη» (1933) του Θεόφιλου Κεφαλά – Χατζημιχαήλ.