Χρόνος ανάγνωσης περίπου:31 λεπτά

Ας μεταφερθούμε σε μία εποχή όχι πολύ μακρινή, ούτε πολύ κοντινή σε έναν τόπο παρθένο, τότε που τα ζώα μιλούσαν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι καταλαβαινόντουσαν όλοι μεταξύ τους.

Η Ίζα ζούσε σε μια καλύβα μέσα στο δάσος, με τους γονείς της και τις τρεις αδερφές της. Υπήρχε ένα έθιμο τότε σε εκείνα τα μέρη όταν το κορίτσι πήγαινε δεκαοκτώ χρονών το αφήνανε οι γονείς του μέσα στο δάσος το βράδυ τον γενεθλίων του για να διαλέξει μόνο του το δρόμο του. Το πρωί εκείνης της ημέρας που η Ίζα θα έκλεινε τα δεκαοκτώ της χρόνια ήταν πολύ ανήσυχη, ο ήλιος ήταν τόσο λαμπερός και την ξύπνησαν οι ακτίνες που έμπαιναν μέσα στην καλύβα, οι αδερφές της ήταν έξω και έπαιζαν σκαρφαλώνοντας στα δέντρα, έβαλε γρήγορα ένα κομμάτι πανί επάνω της και βγήκε έξω να παίξει μαζί τους όπως συνήθιζαν τόσα χρόνια, το δάσος είχε τόσο πλούσια βλάστηση που μπορούσες να πηδήξεις από το ένα δέντρο στο άλλο με μεγάλη ευκολία, άλλες φορές τα κορίτσια συνήθιζαν να ανεβαίνουν στην κορφή των δέντρων και να τραγουδάνε κι αυτό ήταν πραγματικά πολύ διασκεδαστικό γιατί τα φύλλα και ο άνεμος μετάφεραν το τραγούδι τους πολύ μακριά και τους άκουγαν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι μετέπειτα με την σειρά τους τραγουδούσαν κι αυτοί κι έτσι μια απαλή μουσική πλανιόταν πάνω από την περιοχή με τις νότες και τις χροιές των φωνών τους να φτάνουν και να αγγίζουν ως και τα σύννεφα …

Η Ίζα όμως ήξερε ότι ήταν η τελευταία μέρα που θα τους έβλεπε και θα έπαιζε μαζί τους και στενοχωριόταν μέσα της αλλά ήταν και χαρούμενη που επιτέλους μεγάλωσε και θα βγει στο δάσος για να βρει τον δρόμο της. Όμως προσπαθούσε να μην δείξει σε κανέναν τους φόβους της προπάντων στην μητέρα της και στον πατέρα της, ήταν ένα έθιμο το οποίο έπρεπε να γίνει, σκεφτόταν, «πρέπει να βρω τον δρόμο μου…» έλεγε συνέχεια από μέσα της και προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό της. Ή Ίζα μπορούσε να διακρίνει την μητέρα της να κοιτάει με χαρά και ευγνωμοσύνη που η κόρη της μεγάλωσε αλλά και με λύπη γιατί θα την έχανε, όμως ήταν σαν είχανε συμφωνήσει όλοι μεταξύ τους, σιωπηλά, πως δεν θα αναφερθούν σε αυτό το γεγονός μέχρι να έρθει το βράδυ και να πάει δώδεκα η ώρα, αυτήν την ώρα η Ίζα θα αποχαιρετούσε τους γονείς της για το μεγάλο της ταξίδι στο δάσος. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας η μητέρα της Ίζας μαζί με τον πατέρα της έβγαλαν το μεγάλο πανί με τα πολύχρωμα σχέδια, κάτι σαν ένα τεράστιο τραπεζομάντιλο και το τοποθέτησαν μπροστά από την καλύβα όπου έβαλαν επάνω του ένα σωρό καρπούς, άλλους ωμούς και άλλους μαγειρεμένους και η μικρή της αδερφή έφερε ένα ποτό που έφτιαχνε ο πατέρας της και περιείχε μέσα τον χυμό από 12 καρπούς και όποτε το έπινες σου ερχόταν να τραγουδήσεις και να χορέψεις και ήπιανε όλοι τους από λίγο και τραγουδήσανε ξανά όλοι μαζί και ήρθαν και τα ζώα του δάσους που όποτε καταλαβαίνουν πως οι άνθρωποι έχουν κάποια γιορτή μαζεύονται κι αυτά για να ακούσουν το τραγούδι τους και να φάνε και κανέναν ξεχασμένο καρπό πάνω από το τεράστιο τραπεζομάντιλο.

Έτσι εμφανίστηκε πρώτη η οικογένεια των ελαφιών που ζούσε λίγο παραπέρα από την καλύβα αλλά και η οικογένεια των μικρών αρκούδων, ήρθε και το σπουργίτη ο φίλος της Ίζα κι έκατσε στον ώμο της κι άρχισε να κελαηδάει κι αυτό μαζί με το τραγούδι της, μία νότα έβγαζε η Ίζα ένα κελάηδισμα το σπουργίτι και γέλαγε η Ίζα και χαιρόταν κι είχε μεθύσει με την γλύκα από τους 12 καρπούς και το κελάηδισμα του σπουργιτιού κι ήρθε η ελαφίνα έπειτα προς το μέρος της την κοίταξε με το τρίτο της μάτι, που βρίσκεται ακριβώς στην μέση από το μέτωπο της και λένε πως αν κάποιο ελάφι σε κοιτάξει με το τρίτο του μάτι βλέπει κατευθείαν στην ψυχή σου μέσα κι η Ίζα κοίταξε βαθειά κι αυτή μες στα δικά του κι είδε όλα τα παρθένα δάση που υπάρχουν πάνω στην γη κι άνεμους και βουνά ψιλά, έπειτα το ελάφι την σκούντηξε απαλά με τα κέρατα του ώσπου την σήκωσε και την παρέσυρε σε έναν χορό μαγικό κι Ίζα άρχισε να χορεύει ασταμάτητα χαρούμενη μέχρι που πήγε η ώρα δώδεκα…

Η μητέρα της Ίζας της είχε φτιάξει ένα μικρό δισάκι περασμένο σε ένα μακρύ ξύλο για να μπορεί να το κρατήσει και να το κουβαλήσει. Της έβαλε μέσα λίγα πράγματα για να φάει και να πιεί για την πρώτη μέρα, λίγους καρπούς και χυμό από τους 12 καρπούς, έπειτα η Ίζα θα έπρεπε να αναζητήσει μόνη της την τροφή της. Η μητέρα της, της έδωσε το δισάκι την φίλησε στο μάγουλο τρείς φορές κι έπειτα την αγκάλιασε «ήρθε η ώρα», της είπε, «εδώ έχεις τα απαραίτητα μέχρι να μάθεις να βρίσκεις μόνη σου τελείως τροφή…», της χάιδεψε έπειτα τα μαλλιά έβαλε το χέρι της στο στέρνο της μικρής Ίζας ανάμεσα στο λαιμό της και στο στήθος της και της είπε «να μάθεις να επικοινωνείς με την καρδιά σου..» κι απομακρύνθηκε, ο πατέρας της έστεκε στην άκρη σοβαρός μα στα μάτια του μπορούσες να διακρίνεις ένα μείγμα χαράς και λύπης έσκυψε την φίλησε στο μέτωπο και της έδειξε το ξύλο που ήταν δεμένο το δισάκι της «με αυτό θα μπορέσεις να φτάσεις ακόμα και τον πιο ψιλό καρπό Ίζα… και θα το χρειαστείς σαν στήριγμα όταν τα πόδια σου δεν θα αντέχουν άλλο… σε ώρα ανάγκης μην διστάσεις να το χρησιμοποιήσεις για άμυνα… κρύβει πολλούς κινδύνους το δάσος…» και απομακρύνθηκε καθώς την κοίταζε στα μάτια. Τα μάτια της Ίζας ήταν βουρκωμένα αλλά δεν έκλαψε, κρατήθηκε, τον κοίταξε απλά ένωσε τις παλάμες των χεριών της μπροστά από το πρόσωπο της κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά του κι έτρεξε γρήγορα να αγκαλιάσει τις αδερφές τις. «Αγαπημένες μου», τους είπε, « ελπίζω να τα ξαναπούμε όταν θα βγείτε κι εσείς για να βρείτε τον δικό σας δρόμο στο δάσος… το ξέρω δεν αργεί αυτή η ώρα… θα τα ξαναπούμε», κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της κι ένα άλλο από τα μάτια της μικρότερης αδερφής κι έπειτα ακολούθησε και η μεσαία…

Το σπουργίτι με το ελάφι συνόδευσαν την Ίζα ως εκεί που ξεκινάει το δάσος, ως εδώ είπε το ελάφι, τώρα περπατάς μόνη σου από δω και πέρα και να θυμάσαι όποτε υπάρχει σκοτάδι μπροστά σου και δεν μπορείς να δεις καθαρά να κοιτάς πίσω σου θα είμαι εκεί για να σου δανείσω το φώς μου, κι απομακρύνθηκε, έπειτα την πλησίασε η αρκούδα που είχε πιει τόσο πολύ πιοτό από αυτό με τους δώδεκα καρπούς που ακόμα μίλαγε τραγουδιστά, «αν νοιώσεις πως χρειάζεσαι αγάπη για να προχωρήσεις, πίστη κι αφοσίωση να κοιτάζεις πίσω από τα δέντρα μικρή μου κι εγώ θα σου τα δώσω…» και κάνοντας μια πιρουέτα εξαφανίστηκε. Έμεινε μοναχά το σπουργίτι να την κοιτάζει και να φτερουγίζει στο πλάι της… «θα φύγεις κι εσύ;…» του είπε η Ίζα κι ήταν εμφανώς στενοχωρημένη κι ίσως και λίγο ευάλωτη, «Όχι…» αποκρίθηκε το σπουργίτι, «εγώ είμαι φίλος σου… χρειάζεσαι κάποιον να μιλάς και να τραγουδάς σε όλη την διαδρομή… άσε που μπορώ να πετάω ψιλά και να βλέπω τι γίνεται πάνω στα δέντρα αλλά και πέρα από αυτά…».

Κι έτσι η Ίζα ξεκίνησε εκείνο το βράδυ, μαζί με το σπουργίτι για το ταξίδι της μέσα στο δάσος, στάθηκε μπροστά στο σκοτάδι που απλώνονταν μπροστά της για λίγο σιωπηλή, έπειτα κοίταξε πίσω της κι είδε την οικογένεια της πιασμένους χέρι, χέρι να την κοιτάζουν κι ένοιωσε την αγκαλιά τους πάνω στο κορμί της, έπειτα κοίταξε πίσω από το δέντρο κι είδε την αρκούδα να τραγουδάει και να πίνει από το πιοτό με τους δώδεκα καρπούς και χαμογέλασε για λίγο, στάθηκε μπρός στο σκοτεινό δρόμο και λίγο παραπέρα ήταν το ελάφι με το τρίτο του μάτι να φωτίζει το μονοπάτι, τότε η Ίζα είδε πως ο δρόμος έχει χωριστεί στα δύο κι είχε δύο μονοπάτια μπροστά της. «ο δρόμος άλλαξε…», είπε στο σπουργίτι έκπληκτη, «σπουργίτι βλέπεις; Έχει χωριστεί στα δύο, καμία άλλη μέρα δεν ήταν έτσι το μονοπάτι, σπουργίτι μου και τώρα τι θα κάνω;» είπε η Ίζα κάπως ανήσυχη «πρέπει να διαλέξεις ένα από τα δύο μονοπάτια…» της είπε το σπουργίτι, «και ποιο να διαλέξω… δεν ξέρω… βοήθησε με… πήγαινε ως την άκρη να δεις ποιο είναι πιο εύκολο και πες μου…», είπε η Ιζα στο σπουργίτι κι αυτό με ένα φτερούγισμα πέταξε μακριά της και της απάντησε «μην ανησυχείς, όποιο από τα δύο και να πάρεις καταλήγει στον ίδιο προορισμό Ίζα» και έφυγε μακριά, η Ίζα σαστισμένη του φώναξε, «που πας; Γιατί με αφήνεις μόνη μου… είσαι ο φίλος μου…» και η φωνή του σπουργιτιού ακούστηκε από πολύ μακριά «κάποιες αποφάσεις πρέπει να τις παίρνουμε μόνοι μας Ίζα… Θα τα πούμε παρακάτω…». Η Ίζα έμεινε μόνη της μπρός από το σκοτάδι που είχε κάνει το μονοπάτι να χωρίσει στα δύο, και τώρα ποιον δρόμο να διαλέξω άραγε σκεφτόταν καθώς έκανε το πρώτο βήμα της προς το άγνωστο…

Είχε αρχίσει να ξημερώνει, ο ήλιος άρχισε να αχνό φαίνετε από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων και οι ακτίνες του έφεγγαν σιγά, σιγά τον δρόμο της. Περπατούσε κοντά στις έξι ώρες ασταμάτητα και τα πόδια της είχαν αρχίσει να κουράζονται. Ό δρόμος που διάλεξε για την ώρα της φαινόταν σαν όλα τα μονοπάτια του δάσους δεν είχε καμία διαφορά, αν και όλη αυτή την ώρα προχωρούσε μες στο σκοτάδι, μόνο η σελήνη της έφεγγε λίγο τον δρόμο της και μπορούσε να διακρίνει τις πέτρες που υπήρχαν κάτω ώστε να μην πέσει πάνω τους και σκοντάψει. Σκεφτόταν σε όλη την διαδρομή αν πήρε την σωστή απόφαση που διάλεξε αυτό το μονοπάτι και προσπαθούσε με την φαντασία της να δει πώς θα ήταν ο άλλος δρόμος του δάσους, όμως έπειτα σκεφτόταν τα λόγια του σπουργιτιού, «όλοι οι δρόμοι καταλήγουν στον ίδιο προορισμό», και καθησύχαζε την σκέψη της.

Έκατσε έπειτα κουρασμένη από το περπάτημα κι από τις σκέψεις της, κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί, αισθανόταν πως οι φίλοι της την είχαν εγκαταλείψει, το σπουργίτι είχε να φανεί από τότε που η Ίζα επέλεξε μονοπάτι, αλλά και το ελάφι και η αρκούδα δεν είχαν φανεί καθόλου παρότι σε όλη την διαδρομή ήθελε στήριξη κι αγάπη και λίγο φώς για να βλέπει μες στα σκοτάδια. «Λες να έχω πάρει τον λάθος δρόμο τελικά γι αυτό η αρκούδα, το σπουργίτι και το ελάφι δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα;», αναρωτιόταν, «αφού κοίταξα πίσω από τα δέντρα αλλά δεν είδα την αρκούδα όταν αισθανόμουν μοναξιά, και πίσω μου όταν μπροστά μου το σκοτάδι ήταν πυκνό… και το σπουργίτι ο φίλος μου… λες να χάθηκε;». Η Ίζα άνοιξε το δισάκι που της είχε φτιάξει η μητέρα της, αποφάσισε να φάει κάτι και να ξεκουραστεί για λίγο, αφού έφαγε κάνα δυο καρπούς και ήπιε και λίγο από το χυμό με τους δώδεκα καρπούς , άρχισε να τραγουδάει… Μέσα στο γλυκό τραγούδι της που θύμιζε το νανούρισμα της μητέρας της, την πήρε για λίγο ο ύπνος κάτω από την σκιά που απλωνόταν από τα φύλλα του μεγάλου δέντρου.

Η αρκούδα, το ελάφι και το σπουργίτι που σε όλη την διαδρομή ήταν δίπλα της, αλλά ο φόβος δεν την άφηνε να τους δει, πλησίασαν κοντά της και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Ο φόβος κι η ανασφάλεια, φίλοι μου, έκαναν την εμφάνιση τους…», είπε το ελάφι στην αρκούδα και στο σπουργίτι καθώς ξάπλωνε δίπλα στην Ίζα για να ξεκουραστεί κι αυτό από την διαδρομή, «καθίστε να ξεκουραστούμε λίγο», είπε το

σπουργίτι, «όλο το βράδυ άκουγα τις σκέψεις της μικρής Ίζας… πόσες σκέψεις κάνει ένας άνθρωπος μες στο μυαλό του όταν νομίζει πως έχει πάρει τον λάθος δρόμο…», είπε το σπουργίτι με ένα βαρύ αναστεναγμό κι έκατσε πάνω στο ένα κέρατο του ελαφιού, «της λείπει η ασφάλεια του σπιτιού της…», είπε η αρκούδα και ξάπλωσε κι αυτή δίπλα ταλαιπωρημένη, «θα καταλάβει πως το κουβαλάει μαζί της, σιγά, σιγά, όπως η χελώνα το καβούκι της…» κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της.

Η Ίζα όταν άνοιξε τα μάτια της είχε ξημερώσει για τα καλά. Ήταν ξαπλωμένη λίγες ώρες κι όμως ήταν σαν να έχει αποκοιμηθεί για μέρες. Σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί της, ξεσκόνισε λίγο το μακρύ της φόρεμα, έδεσε το δισάκι της ξανά πάνω στο ξύλο καθώς κοίταξε τριγύρω για τους φίλους της κι αφού δεν είδε κανέναν, ξεκίνησε να προχωράει πάλι. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, το δάσος ήταν καταπράσινο και το μόνο που ακούγονταν ήταν οι φωνές και το πέταγμα των πουλιών. Η Ίζα έψαχνε για το σπουργίτι ανάμεσα στα κελαηδίσματα που άκουγε, είχε αρχίσει να της λείπει πολύ η παρουσία του και αισθανόταν μόνη της. Το σπουργίτι πετούσε ψιλά και παρακολουθούσε τα βήματα της και το κελάηδισμα του είχε χαθεί μέσα σε τόσα κελαηδίσματα που άκουγε η Ίζα και δεν το αναγνώριζε πια.

Προχωρούσε αργά, σαν να μην ξέρει που πηγαίνει, σε κάθε βήμα σταματούσε και μύριζε τα λουλούδια και κλώτσαγε τις πέτρες που έβρισκε κάτω, άλλες φορές σήκωνε το ένα πόδι της επάνω και προσπαθούσε να προχωρήσει μόνο με το ένα σαν να κάνει κουτσό, μα δεν τα κατάφερνε κι έπεφτε κάτω και ξανασηκωνόταν και σκουπιζόταν και πάλι από την αρχή σαν να ναι κάποιος που ξεκινάει από το μηδέν και δεν ξέρει που πάει και τι θα συναντήσει. Σε μια από τις αποτυχημένες προσπάθειες της να περπατήσει με το ένα της πόδι έπεσε μέσα σε ένα λάκκο με νερό, λίγο παρακάτω απλωνόταν ένα ξέφωτο και στο βάθος ένας γκρεμός, σηκώθηκε από την λακκούβα και έκανε έτσι βρεγμένη όπως ήταν ένα βήμα και κοίταξε από κάτω, το μονοπάτι κοβόταν και πελώρια βράχια απλώνονταν παντού . Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο κι έτσι βρεγμένη όπως ήταν, την κατέβαλε η απελπισία.

Η Ίζα ένοιωσε την παρουσία του Γκρεγκ κατευθείαν και γύρισε το κεφάλι της προς το μονοπάτι να δει ποιος την κοιτάει. Τον είδε να στέκεται στα μισά του μονοπατιού και να την κοιτάει αποσβολωμένος. «τι κάνεις εδώ;», της είπε μετά από πολύ ώρα κι η Ίζα ένιωσε ένα φτερούγισμα στο στήθος και ένα μούδιασμα στο κεφάλι κι ένα τραύλισμα στο στόμα κι ήταν όλα σαν τα συμπτώματα του Έρωτα που της είχε διηγηθεί η μητέρα της ένα βράδυ. «Χάθηκα…», είπε η Ίζα και έσκυψε το κεφάλι κοιτώντας τα βρεγμένα και λασπωμένα της ρούχα…

Ο Γκρεγκ την πήρε μαζί του στον πύργο που έχτιζε μέσα στο δάσος, είχε βγει κι αυτός ένα βράδυ πριν πολύ καιρό για να αναζητήσει το μονοπάτι του κι έπειτα από πολλές διαδρομές, κύκλους και μονοπάτια που δεν οδηγούσαν πουθενά, βρήκε αυτό το σημείο που τα δέντρα έκαναν μία τέλεια σκιά και το χώμα ήταν πολύ γόνιμο κι ήταν ανοιχτοσιά τόσο μεγάλη που έβλεπες όλο τον γκρεμό απέναντι και τα βουνά με τα πελώρια δέντρα. Αν ανέβαινες στο πιο ψιλό σημείο του πύργου έβλεπες ακόμα και τα βράχια κάτω από τον γκρεμό. Ήταν το πιο όμορφο σημείο του δάσους σίγουρα. Ο πύργος ήταν φτιαγμένος από χώμα, νερό και ρίζες νεκρών δέντρων που ο Γκρεγκ είχε βρει στο δάσος, έφτιαξε ένα μίγμα από όλα αυτά κι έβαλε όλη την μαεστρία που του είχε διδάξει ο πατέρας του. Η Ίζα κοιτούσε τον πύργο και της φαινόταν τεράστιος, δεν είχε καμία σχέση με την καλύβα που έμενε αυτή κι η οικογένεια της στο δάσος, η καλύβα της ήταν φτιαγμένη με κορμούς από δέντρα, φυλλωσιές και λίγο χώμα και δεν είχε παραμόνο ένα πάτωμα. Η Ίζα ενθουσιάστηκε πολύ που κάποιος μπορούσε να φτιάξει ένα τόσο μεγάλο πύργο. Ο Γκρεγκ έδειξε στην Ίζα τον μικρό ποταμό που υπήρχε λίγο πιο κάτω, «πήγαινε να πλυθείς…» της είπε κι εγώ θα φέρω κάτι να φάμε, φαίνεσαι ταλαιπωρημένη από το περπάτημα…» και της έδωσε ένα μακρύ πανί να φορέσει μετά από το μπάνιο της στον ποταμό, που η Ίζα το έκανε ένα τέλειο λευκό φόρεμα, τον κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε πως αυτός ήταν ο έρωτας που η μητέρα της, της μιλούσε όταν ήταν μικρή κι έφυγε τρέχοντας προς τον ποταμό να καθαρίσει το κορμί της.

Ο Γκρεγκ που και σε αυτόν ο έρωτας στόχευσε τα βέλη του την κοιτούσε με την άκρη των ματιών του, προσεχτικά ώστε να μην τον δει να την κοιτάει. «Ώστε αυτός είναι ο έρωτας…» ψιθύρισε ο Γκρεγκ σαν να μιλάει σε κάποιον αόρατο φίλο του και συνέχισε να ακονίζει με μια μικρή αυτοσχέδια λεπίδα ένα κομμάτι ξύλο που θα του χρησίμευε να κόψει τους καρπούς από τα δέντρα.

Όσο ο Γκρεγκ έλειπε η Ίζα είχε πλυθεί και καθαριστεί, καθόταν έξω από τον πύργο σκεφτόταν και τον περίμενε να γυρίσει, κοιτούσε τον πύργο και της ήρθε η σκέψη πως θα ήταν ωραία να ζούσε εδώ. Ο πύργος ήταν ψιλός και φαινότανε γερός. Της άρεσε που ήτανε τυλιγμένος με φύλα και αυτή η πλευρά του δάσους την ενθουσίαζε, τα μεγάλα δέντρα, τα καταπράσινα πλατιά τους φύλλα, «αν ανέβω εδώ και τραγουδήσω θα με ακούσουν ως την άλλη άκρη του δάσους…» σκεφτόταν, «θα μπορούν να ακούσουν ως κι οι αδερφές μου το τραγούδι μου…». Η Ίζα άρχισε να εξερευνεί τον χώρο, «είναι όλα τόσο όμορφα εδώ…» σκεφτόταν, «νομίζω πως είναι ότι ονειρευόμουν…» και ίσως για πρώτη φορά μέσα σε όλη αυτή την διαδρομή ξέχασε για λίγο το σπουργίτι, το ελάφι και την αρκούδα και περίμενε τον Γκρεγκ υπομονετικά να έρθει.

Ο Γκρεγκ γύρισε με το δισάκι του φορτωμένο με πράγματα, καρπούς, χόρτα, λοτούς και ότι άλλο μπορείς να βρεις στο δάσος για τροφή. Εκείνη την μέρα έκατσαν και φάγανε παρέα, κοιταζόντουσαν στα μάτια και δεν μιλούσανε πολύ. Διάβαζαν ο ένας τις σκέψεις του άλλου και κατά έναν περίεργο τρόπο συμφωνούσαν και οι δύο πως ο έρωτας τους είχε σημαδέψει. Η Ίζα έβγαλε από το δισάκι της το χυμό από τους δώδεκα καρπούς και καθώς ήπιανε κι οι δύο άρχισε να τραγουδάει, ήταν εκείνη η στιγμή που ο Γκρεγκ αποφάσισε πως θέλει η Ίζα να μείνει μαζί του στον πύργο του, αυτόν που ήταν φτιαγμένος με χώμα, νερό και τις ρίζες των νεκρών δέντρων… αυτόν που με τόση μαεστρία είχε φτιάξει όπως του είχε διδάξει ο πατέρας του, μα έλειπε ένα βασικό συστατικό από όλο αυτό το μείγμα που μέχρι εκείνη την ώρα ο Γκρεγκ δεν το γνώριζε…

Το σπουργίτι είχε κάτσει πάνω σε ένα κλαρί ενός δέντρου και άκουγε το τραγούδι της Ίζας… είχε αρχίσει να νυχτώνει, οι δύο νέοι επικοινωνούσαν με τα μάτια του έρωτα και συμφωνούσαν για τα πάντα… Το σπουργίτι έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε περιμένοντας να περάσει αυτή η νύχτα και τα μαγικά ξόρκια του έρωτα να χάσουν σιγά, σιγά την ισχύ τους…

Οι επόμενες δύο ημέρες βρήκαν την Ίζα στον Πύργο μαζί με τον Γκρεγκ να τον βοηθάει να τον τελειώσουν και να κάνει σχέδια για το μέλλον. Η Ιζα κουβάλαγε χώμα μαζί του και έβρισκε από το δάσος τις πιο γερές και νεκρές ρίζες ώστε να πλέξει καλά στα θεμέλια του. Το όνειρο του Γκρεγκ ήταν να τον κάνει όσο πιο ψιλό μπορούσε. «Μα γίνετε αυτό;» σκεφτόταν η Ίζα που φοβόταν πως ο Πύργος ήταν ήδη αρκετά ψιλός, έπειτα όμως κοιτούσε τον Γκρεγκ στα μάτια και έβλεπε αυτή την λάμψη που είχε δει και στην αρχή και την είχε μαγέψει και συνέχιζε να πλέκει… να πλέκει και να μαζεύει ρίζες από το δάσος… κι ο Γκρεγκ να φέρνει καρπούς από το δάσος για να τρώνε και τον κοιτούσε στα μάτια και συμφωνούσε σε ότι και αν τις έλεγε.

Η Ίζα είχε ξεχάσει για λίγο το σπίτι της, τους γονείς της αλλά και το σπουργίτι, με το ελάφι και την αρκούδα. Ήταν τόσο προσηλωμένη στον Γκρεγκ και στο όνειρο του να κάνει τον πύργο ψιλό που πλέον δεν είχε τίποτε άλλο σημασία για αυτή παρά το όνειρο το δικό του. Ήθελε να τον ικανοποιήσει. Ήθελε κατά κάποιον τρόπο να τον ευχαριστήσει που βρέθηκε στον δρόμο της και δεν ήταν μόνη της σε αυτό το ταξίδι, πιστεύοντας μέσα της πως το ταξίδι της τέλειωσε στο δάσος και είχε βρει αυτό που έπρεπε να βρει…

Οι δύο νέοι φαινόντουσαν τόσο ευτυχισμένοι… Ο Γκρεγκ σκεφτόταν τα λόγια του πατέρα του «προσπάθησε να φτιάξεις ένα οικοδόμημα τόσο γερό που να αντέχει το οποιοδήποτε βάρος και άνεμο Γκρεγκ…» , κι ο Γκρεγκ κοίταζε τον πύργο και την Ίζα κι αισθανόταν κι αυτός πως έχει φτάσει στο τελικό στάδιο της αναζήτησης του στο δάσος.

Το σπουργίτι, με το ελάφι και την αρκούδα παρατηρούσαν τα δύο παιδιά να δουλεύουν ασταμάτητα και την Ίζα να μεταμορφώνεται σιγά, σιγά από παιδί σε γυναίκα κι η λάμψη στα μάτια της να χάνετε σιγά, σιγά και να προσπαθεί να γίνει ένα κομμάτι από το όνειρο του Γκρεγκ πιστεύοντας πως αυτός είναι ο προορισμός της, όμως δεν έβλεπε το πρόσωπο της που άλλαζε αυτές τις δύο μέρες και την αθωότητα της που έφευγε, ούτε την κούραση της έβλεπε όμως… είχε προσηλωθεί στον στόχο, και στόχος ήταν να φτιάξει μαζί με τον Γκρεγκ έναν ψιλό πύργο, τόσο ψιλό που όταν θα ανέβαινε στον τελευταίο όροφο θα τραγουδούσε το πιο όμορφο τραγούδι… «Είναι μέρες τώρα που η Ίζα δεν μας έχει αναζητήσει…», είπε το σπουργίτι, «νομίζει πως έφτασε στον προορισμό της…», απάντησε το ελάφι που με το τρίτο του μάτι έβλεπε το μέλλον, «μήπως να πάμε να τις μιλήσουμε;», είπε η αρκούδα, «να της πούμε πως πρέπει να σταματήσουν να χτίζουν…», «όχι..» είπε το ελάφι κατηγορηματικά, θα το καταλάβουν μόνοι τους…

Οι δύο μέρες πέρασαν μες στην κούραση για τους δύο νέους, η Ίζα έχανε την λάμψη της και ο Γκρεγκ την δύναμη του… μοναδικός στόχος πλέον ήταν το χτίσιμο του πύργου. Το βράδυ της τρίτης μέρας κάθισαν ταλαιπωρημένοι όπως ήταν μαζί και δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν, έφαγαν απλά και τους πήρε ο ύπνος αγκαλιά. Η Σελήνη ήταν σαν μια στρογγυλή μπάλα κι ο ουρανός είχε γίνει θολός, ούτε ένα αστέρι δεν μπορούσες να διακρίνεις από τα σύννεφα που είχαν απλωθεί σε αυτόν. Η Ίζα που από την πρώτη μέρα ένοιωσε τις σκέψεις του Γκρεγκ, αυτή την μέρα δεν ένοιωθε τίποτα απολύτως… το απόλυτο κενό υπήρχε ανάμεσα τους κι αυτό την τρόμαξε λιγάκι, όμως κοιμήθηκε χαϊδεύοντας του τα μαλλιά και προσπαθώντας να τραγουδήσει ένα γλυκό τραγούδι για να τους πάρει ο ύπνος, όμως καμία λέξη δεν μπορούσε να βγει από τα χείλη της, καμία νότα να σχηματιστεί… ήταν πολύ κουρασμένη!

Το επόμενο πρωί οι δύο νέοι ξύπνησαν με το που έκανε την εμφάνιση του ο Ήλιος στο δάσος, οι ακτίνες του καρφώθηκαν στα μάτια και των δύο και σηκώθηκαν ζαλισμένοι από την ζέστη του. Η Ίζα μηχανικά πήγε κατευθείαν προς τον ποταμό να πλύνει το πρόσωπο της. Ο Γκρεγκ την έβλεπε από μακριά, «είναι τόσο όμορφη…» σκέφτηκε, «δεν θέλω να την χάσω… πως μπορώ να την κρατήσω για πάντα εδώ μέσα στον πύργο; Μπορεί κάποια στιγμή να θελήσει να φύγει από κοντά μου… άλλωστε

την βρήκα στην άκρη του γκρεμού, στην αρχή της αναζήτησης της στο δάσος, που ξέρω αν θα θελήσει κάποια στιγμή να δει τι γίνετε κι από την άλλη πλευρά, να εξερευνήσει κι άλλα μονοπάτια… Ω θα ήμουν κενός τότε…» , ο Γκρεγκ σκεφτόταν και οι σκέψεις του είχαν αρχίσει να πλέκουν ανασφάλειες μες στο μυαλό του κι όσο περισσότερο σκεφτόταν τόσο οι ανασφάλειες έδεναν μεταξύ τους με κόμπους γερά τα όνειρα του και τα συναισθήματα του. Η Ίζα πηγαίνοντας προς το ποτάμι για να βρέξει το πρόσωπο της κοίταξε μέσα στο νερό και είδε στην αντανάκλαση του αντί για τον εαυτό της ένα λιοντάρι να σχηματίζετε παράλληλα με το πρόσωπο της και λίγο παραπέρα καθόταν το ελάφι και την παρατηρούσε με το τρίτο του μάτι… «ελάφι φίλε μου..», του φώναξε η Ίζα, «πες μου, γιατί δεν μπορώ να ακούσω πλέον τις σκέψεις του Γκρεγκ, όπως στην αρχή… μα και οι δικές μου σκέψεις πλέον είναι θολές… είμαι στον σωστό δρόμο;» και το λιοντάρι που είχε εμφανιστεί η μορφή του μες στο ποτάμι εξαφανίστηκε και το ελάφι που καθόταν στην απέναντι όχθη την κοίταξε με το τρίτο του μάτι και μία λάμψη σαν κεραυνός εμφανίστηκε μπροστά της. Η Ίζα τρόμαξε τόσο πολύ που έτρεξε κατευθείαν στον Γκρεγκ. «Γκρεγκ οι βροχές θα αρχίσουν σιγά, σιγά κι εμείς δεν έχουμε τελειώσει με τον πύργο ακόμα… πρέπει να βιαστούμε…», του είπε λαχανιασμένη και ο Γκρεγκ σκεφτόταν πως θα κάνει τον πύργο πιο σταθερό αλλά και πως θα κάνει την Ίζα να μην φύγει από κοντά του.

Εκείνη την ημέρα τα δύο παιδιά δούλεψαν σκληρά, ο Γκρεγκ μάζευε ρίζες και η Ιζα έπλεκε ασταμάτητα, τα μάτια και των δύο είχαν χάσει κάθε λάμψη πλέον. Η Ίζα αισθανόταν τα πόδια της βαριά και κουρασμένα, πλέον δεν μπορούσε να περπατήσει ανάλαφρα όπως παλαιότερα… «θα φταίει η κούραση σκεφτόταν… όμως πρέπει να δουλέψω, να κάνω γρήγορα, ο βροχές θα έρθουν κι ο πύργος δεν είναι έτοιμος ακόμα πρέπει να φτιάξουμε και τον τελευταίο όροφο…», έλεγε από μέσα της για να καθησυχάσει τον εαυτό της, όμως δεν έβλεπε πως μαζί με τις ρίζες έπλεκε και χοντρές αλυσίδες γύρω από τα πόδια της σιγά, σιγά…

Ο Γκρεγκ γύρισε από το δάσος και άφησε όσες ρίζες είχε μαζέψει στην είσοδο του πύργου… «θα μπορούσες να κάνεις λίγο πιο γρήγορα Ίζα…» της είπε, «νομίζω πω όση ώρα λείπω από τον Πύργο εσύ τραγουδάς και τεμπελιάζεις κι εγώ προσπαθώ να βρω τις καλύτερες ρίζες…», η Ίζα γύρισε και τον κοίταξε κι η μορφή της είχε γίνει σαν την μορφή του λιονταριού που είχε δει στην αντανάκλαση του ποταμού το πρωί που είχε πάει να πλύνει το πρόσωπο της, «πως τολμάς και το λες αυτό Γκρεγκ; Το τελευταίο διάστημα δεν κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο να πλέκω τις ρίζες που μου φέρνεις, δεν έχω βγάλει ούτε μία νότα, ούτε ένα στίχο από τα χείλη μου τρείς μέρες τώρα, νοιώθω τα πόδια μου βαριά και κουρασμένα και οι σκέψεις σου… δεν τις ακούω πια… δεν τις νιώθω…» είπε με δυνατή φωνή και έκανε να σηκωθεί απότομα από το χώμα που καθόταν και έπλεκε ασταμάτητα, όμως είχε ξεχάσει πως μαζί με τις ρίζες της έπλεκε και τις αλυσίδες της στον πύργο κι έτσι όπως πήγε να σηκωθεί, ξαναέπεσε κάτω απότομα … «νομίζω απλά πως πρέπει να κάνεις πιο γρήγορα…» της είπε ο Γκρεγκ «και τίποτε άλλο… άλλωστε νομίζω πως απλά η ικανότητα σου να τραγουδάς έχει χαθεί Ίζα και δεν φταίει ο πύργος για αυτό… κάνε όμως πιο γρήγορα τώρα, θέλω ο πύργος να είναι τέλειος για εσένα και ύστερα θα τραγουδάς όλη μέρα…» και οι ρίζες από τα πόδια της Ίζας σιγά, σιγά απλώνονταν και στα δικά του πόδια… ώσπου δενόντουσαν μεταξύ τους με περίεργους κόμπους και κομπάκια και έπλεκαν νοητά ένα περίεργο δέσιμο μεταξύ τους.

Η Ίζα άρχισε να σκέφτεται την οικογένεια της και τους φίλους της, ο ουρανός έξω γίνει συννεφιασμένος και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Κοίταζε στις κορφές των δέντρων για να βρει το σπουργίτι και δεν μπορούσε να δει τίποτα, κοίταζε και για την αρκούδα αλλά ούτε αυτήν την έβλεπε, η μοναξιά είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της, κι η ανασφάλεια επίσης… «νομίζω πως θέλω να φύγω», είπε η Ίζα στον εαυτό της «αλλά δεν μπορώ να αφήσω τον Γκρεγκ… πως θα μπορούσα να το κάνω αυτό;…» και συνέχισε να πλέκει τις νοητές αλυσίδες γύρω από τα πόδια της…

Ο Γκρεγκ που κατάλαβε τις προθέσεις της Ίζας έτρεξε προς τον ποταμό, είχε χάσει κι αυτός την σύνδεση του με τον φίλο του τον αετό και το γεράκι, κοιτάχτηκε στον ποταμό και είδε τον εαυτό του γερασμένο και κουρασμένο… οι μαύρες σκέψεις είχαν πάρει την λάμψη από το πρόσωπο του όπως τα σύννεφα της προηγούμενης νύχτας είχαν θολώσει τον ουρανό… Ο Γκρεγκ τρόμαξε από τη όψη του…

Εκείνο το βράδυ τα δύο παιδιά κοιμήθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο. Η Ίζα δεν έκανε καμία προσπάθεια να τραγουδήσει, ο Γκρεγκ σκεφτόταν την μορφή που είχε δει σαν αντανάκλαση στον ποταμό… «αν είναι ‘έτσι η όψη μου σε λίγο καιρό η Ίζα δεν θα με θέλει, θα θελήσει να φύγει…» σκεφτόταν καθώς την κοίταζε που κοιμόταν, «πρέπει να φτιάξω γρήγορα τον πύργο και να την βάλω να μείνει στον τελευταίο όροφο… από εκεί δεν θα μπορέσει να φύγει ποτέ…» έλεγε από μέσα του και ο αετός και το γεράκι πετούσαν ψηλά πάνω από τον πύργο, «οι ανασφάλεια έκανε την εμφάνιση της…» είπε ο αετός στο γεράκι, «προσπαθεί με νύχια και με δόντια να την κρατήσει κοντά του από φόβο…» είπε το γεράκι, «μήπως να πάμε να τους κόψουμε τις αλυσίδες που έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους;» αποκρίθηκε ο αετός, «Όχι» απάντησε το γεράκι κατηγορηματικά, «πρέπει να κάνουν βουτιά προς τα μέσα για να ολοκληρωθεί ο κύκλος τους..» και πέταξαν μακριά, πέρα από τα σύννεφα του ουρανού, κοντά στην σελήνη που έστεκε σαν στρογγυλή μπάλα πάνω από τον Πύργο και τα σύννεφα ετοιμαζόντουσαν να ρίξουν τις πρώτες ψιχάλες και ο Πύργος ακόμα δεν ήταν έτοιμος… ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν…

Όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα ο Γκρεγκ ήταν πολύ αλλαγμένος, δεν κοίταξε ούτε μίλησε καθόλου στην Ίζα, αλλά και η Ίζα ήταν αλλαγμένη πολύ, δεν είχε καμία ανάγκη να του μιλήσει ούτε να τραγουδήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει με τον τελευταίο όροφο του πύργου πιστεύοντας πως μετά όλα θα τελειώσουν… Πλέον προχωρούσε με δυσκολία μες στον Πύργο, οι αλυσίδες της είχαν γίνει τόσο βαριές και χοντρές που σχεδόν έσερνε τα πόδια της… ο Γκρεγκ της έλεγε όλη την ώρα να κάνει πιο γρήγορα, είχαν κάνει την εμφάνιση τους οι πρώτες ψιχάλες έξω και φοβόταν πως δεν θα τα καταφέρουν να τελειώσουν γρήγορα… «Γκρεγκ δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα…» είπε η Ίζα σε μια προσπάθεια της να ανέβει τις σκάλες του Πύργου για να πάει στον επάνω όροφο και να πλέξει κι εκεί τις ρίζες της, «θα φταίει το ότι δεν έχεις το μυαλό σου εδώ Ίζα…» απάντησε ο Γκρεγκ, «τον τελευταίο καιρό δεν είσαι καθόλου γρήγορη , γενικά η όψη σου έχει αλλάξει, μέχρι και την ικανότητα σου να τραγουδάς έχει χάσει…» της είπε ο Γκρεγκ και το πρόσωπο του σκοτείνιαζε ακόμα περισσότερο, «αν είναι κουρασμένη δεν θα μπορεί να φύγει από τον Πύργο ποτέ…» σκεφτόταν ο Γκρεγκ, «θα χτίσουμε πολλούς ορόφους και η Ίζα θα είναι εδώ μέσα και θα πλέκει… με τόσες αλυσίδες τριγύρω δεν θα μπορέσει να φύγει..» σκεφτόταν από μέσα του και έπλεκε κι αυτός μαζί με την Ίζα και φυλάκιζε ταυτόχρονα και τα δικά του πόδια…

Η Ίζα άρχισε να μην αντέχει έψαχνε τρόπους να κόψει τις αλυσίδες αλλά δεν μπορούσε να βρει κανέναν , δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχαν φυτρώσει στα πόδια της ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Γκρεγκ είχε αρχίσει να της φέρετε έτσι «λες να μην με αγαπάει πια;» σκεφτόταν, «αλήθεια είναι πως έχω χάσει την λάμψη μου και την ικανότητα μου να τραγουδάω… ίσως να μην τον ευχαριστεί αυτό πια… μπορεί να θελήσει να με διώξει… και τι θα κάνω έξω στο δάσος; Δεν ξέρω τα μονοπάτια… ίσως να φταίνε οι αλυσίδες… αν τις κόψω μπορεί να ξαναγίνουν όλα όπως πρώτα… όμως αυτό σημαίνει πως θα είμαστε ελεύθεροι πλέον και ο Γκρεγκ μπορεί να φύγει, ή να θελήσει να με διώξει… άλλωστε όπως λέει και ο ίδιος η όψη μου έχει αλλάξει πλέον…» και η όψη της Ίζας σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο και αισθανόταν αιχμάλωτη μέσα στις αλυσίδες που η ίδια είχε δημιουργήσει… κι ο Γκρεγκ εκείνη την μέρα δεν έχανε ευκαιρία και λεπτό που να μην την ταπεινώνει και να μην την πληγώνει και η Ίζα έσπαγε μέσα της σε χίλια κομμάτια και ο Έρωτας είχε αλλάξει μορφή είχε γίνει εξάρτηση, φόβος κι ανασφάλεια…

Η Ίζα κατάφερε να ανέβει μέχρι τον προτελευταίο όροφο εκείνο την μέρα και να δέσει τα τοιχώματα με τις ρίζες των δέντρων. Σχεδόν σερνόταν σε όλη την διαδρομή από το βάρος που είχαν οι αλυσίδες της, «αν τα καταφέρω μέχρι αύριο που θα έρθουν οι δυνατές καταιγίδες

ίσως να με ξανά αγαπήσει ο Γκρεγκ και το πρόσωπο μου να ξανά βρει την λάμψη του…» έλεγε στον εαυτό της και έπαιρνε δύναμη ώσπου βρέθηκε στον προτελευταίο όροφο κι εκεί είδε μια μεγάλη πόρτα, σκέφτηκε να την ανοίξει αλλά μετά δίστασε έπειτα σύρθηκε μέχρι εκεί και η πόρτα άνοιξε από μόνη της, μπροστά της αντίκρισε έναν τεράστιο καθρέφτη κι είδε το σώμα της γυμνό καλυμμένο όλο από τις ρίζες των νεκρών δέντρων, γεμάτο πληγές και κοψίματα… Τρόμαξε τόσο πολύ που έβαλε τα κλάματα έκλαιγε για ώρες μπροστά από τον καθρέφτη και κοιτούσε τις πληγές της, κάθε πληγή ήταν και μια απόρριψη του Γκρεγκ, κάθε δέσιμο και μία ανασφάλεια δικιά της αλλά και μία απόρριψη των δικών της ικανοτήτων… η λάμψη της είχε φύγει για τα καλά… ξανακοίταξε τον καθρέφτη και έκανε μικρά βήματα ώστε να πάει κοντά του, οι ρίζες σερνόντουσαν από τα πόδια της κι ένα διαπεραστικό βουητό ακούγονταν από το σύρσιμο τους.

Η Ίζα έπιασε τον καθρέφτη και ένιωσε την παρουσία του ελαφιού στο πλάι της να κοιτάει με το τρίτο του μάτι τον καθρέφτη κι από πίσω ο Γκρεγκ να στέκει κι αυτός με τις δικές του πληγές ανοιχτές και να την κοιτάει… Η Ίζα έβαλε μια δυνατή κραυγή μέσα από τον καθρέφτη έβλεπε την βροχή που ολοένα και δυνάμωνε, ο Γκρεγκ πήγε προς το μέρος της και προσπάθησε να της μιλήσει όμως μιλούσε με λέξεις ακατανόητες σαν πρωτόγονες κραυγές, δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα από όσα λέει η Ίζα, του είπε να σταματήσει γιατί την τρομάζει, όμως ο Γκρεγκ δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Ίζα, στα αυτιά του ακούγονταν οι λέξεις σαν συρσίματα, σαν απόκοσμοι ήχοι… μιλούσαν πλέον διαφορετική γλώσσα κι όλο το βράδυ μέχρι να έρθει το ξημέρωμα έριχνε ο ένας πάνω στον άλλο τα βουητά του, τις κραυγές του και τα συρσίματα του και οι πληγές στα σώματα και των δύο μεγάλωναν και τα σώματα τους άλλαζαν κι η μορφή τους παλλόταν πέρα δώθε και σήκωναν τα χέρια τους και τα πόδια τους στην προσπάθεια τους να μιλήσουν όμως καμία λέξη δεν έβγαινε μόνο βουητά και κραυγές ώσπου η Ίζα έκατσε μπρός στον καθρέφτη και δεν απαντούσε, δεν μιλούσε, δεν αποκρινόταν απλά έβλεπε το σώμα της να

ματώνει και τίποτε άλλο μέχρι που ήρθε το ξημέρωμα και μια δυνατή βροχή ξέσπασε στον ουρανό.

Τα σύννεφα είχαν περικυκλώσει τον Πύργο και οι αστραπές και οι κεραυνοί έπεφταν τριγύρω τους με δύναμη η Ίζα προσπαθούσε να ξεφύγει από τις αλυσίδες της και να φύγει από τον Πύργο, ο Γκρεγκ που έβλεπε τον μεγαλύτερο του φόβο να πραγματοποιείται και την Ίζα να θέλει να φύγει από κοντά του έκανε ότι μπορούσε για να την αποτρέψει, της κράταγε τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά, προσπαθούσε να την συγκρατήσει να μείνει εκεί μαζί του κι η Ίζα προσπαθούσε να κόψει με τα δόντια της, της ρίζες που είχε πλέξει η ίδια γύρω από τον εαυτό της κι από τον Γκρεγκ… «δεν καταλαβαίνει πως αν δεν κόψουμε τις ρίζες μας και τις αλυσίδες θα μείνουμε εδώ μέσα για πάντα με τις πληγές στα σώματα μας…» σκεφτόταν η Ίζα όμως δεν μπορούσε να του μιλήσει, να του το πει, ο Γκρεγκ δεν καταλάβαινε τίποτα… μόνο αυτοί οι διαπεραστικοί ήχοι ακούγονταν που είχαν αντικαταστήσει τις λέξεις… Τα δύο παιδιά πάλευαν μεταξύ τους και ο αετός και το γεράκι πετούσαν ψιλά στον ουρανό πάνω από τον Πύργο μουσκεμένοι και οι δύο από την βροχή και το ελάφι είχε κρυφτεί μες στο σκοτάδι, η αρκούδα είχε μπει μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου και περίμενε την καταστροφή να τελειώσει, μόνο το σπουργίτι κελαηδούσε όμως η φωνή του δεν ακουγόταν από τον θόρυβο που έκαναν οι αστραπές και τα βουητά των λέξεων τους …

Κι ήταν εκείνη η ώρα που τα σύννεφα είχαν τυλίξει εντελώς την σελήνη κι ο ουρανός ήταν εντελώς θολός, η βροχή έτρεχε ασταμάτητα λες και η φύση όλη πάλευε με τις δικές της αλυσίδες… Τότε ένας κεραυνός κατευθύνθηκε ακριβώς πάνω στον πύργο, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε κι ο Πύργος άρχισε να τραντάζεται καθώς ο κεραυνός έσκιζε το τελευταίο πάτωμα στα δύο και οι δύο νέοι πέσανε με φόρα προς το κενό καθώς ο Πύργος άρχισε να φλέγεται από πάνω προς τα κάτω μέχρι που έπιασε όλος φωτιά…

Η Ίζα κι ο Γκρεγκ έμειναν κάτω στο πάτωμα για αρκετή ώρα σαν να ήταν νεκροί… Η βροχή τους ξέπλενε όλο το βράδυ μέχρι που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου εμφανίστηκαν και μαζί με αυτές απομακρύνθηκαν κι οι τελευταίες ψιχάλες από τον ουρανό. Η βροχή είχε καθαρίσει τα σώματα των δύο παιδιών από τις πληγές τους και από την λάσπη. Το ελάφι πήγε δίπλα από την Ίζα και με το ένα του κέρατο την τράβηξε και την σήκωσε όρθια, έπειτα πήγε προς τον Γκρεγκ και σήκωσε και αυτόν. Ο Ήλιος έκαιγε σχεδόν τα πάντα και καθάριζε την θολούρα που υπήρχε στην ατμόσφαιρα και από το έδαφος άρχισε να φεύγει η υγρασία της βροχής. Οι δύο νέοι στεκόντουσαν ο ένας απέναντι από το άλλο εντελώς γυμνοί, το σπουργίτι άρχισε να κελαηδάει και η αρκούδα πήγε δίπλα από την Ίζα και την κοίταξε, «αυτό είναι το σπίτι σου…» της είπε και της έδειξε την καρδιά της, «ποτέ μην περιμένεις να νιώσεις ασφάλεια μέσα σε έναν Πύργο που ο πρώτος κεραυνός θα τον ρίξει κάτω μες στις φλόγες Ίζα… όποτε θες να νοιώσεις ασφάλεια θα κοιτάς εδώ μέσα… μέσα σου…» και η αρκούδα απομακρύνθηκε «δεν με χρειάζεσαι άλλο…» της είπε καθώς χανόταν μέσα στο δάσος. Έπειτα ο αετός και το γεράκι κοίταξαν τον Γκρεγκ «εδώ είναι η δύναμη σου…» του είπαν και του έδειξαν το μέτωπο του «με αυτή την δύναμη θα ελευθερώνεις και δεν θα φυλακίζεις από την ανασφάλεια σου Γκρεγκ.. Ένα οικοδόμημα πρέπει να έχει γερά θεμέλια για να αντέξει τις προκλήσεις και να μην στηρίζεται σε δόλιες προθέσεις… ο Πύργος που πήγες να φτιάξεις δεν είχε γερά θεμέλια γιατί του έλειπε το τελευταίο υλικό που δεν σου είπε ο πατέρας σου… κι αυτό είναι η Αγάπη…» είπε το γεράκι και πέταξε μακριά μαζί με τον αετό… Το ελάφι κοιτούσε με το τρίτο του μάτι την Ίζα καθώς πήγαινε προς το μέρος της και την σκούντηξε με το κέρατο του απαλά «τώρα έμαθες να βλέπεις μες στα σκοτάδια σου Ίζα…» της είπε και απομακρύνθηκε κι αυτό, η Ίζα κοιτούσε τους φίλους της να φεύγουν και τότε κατάλαβε πως σε όλη την διαδρομή ήταν μαζί της απλά αυτή δεν τους έβλεπε, θυμήθηκε τότε τα λόγια της μητέρας της «να μάθεις να μιλάς με την γλώσσα της καρδιάς…» ίσως για αυτό δεν με καταλάβαινε ο Γκρεγκ την προηγούμενη μέρα συλλογίστηκε καθώς τον κοιτούσε να στέκεται απέναντι της κι ύστερα κοίταξε το σπουργίτι «θα φύγεις κι εσύ καλέ μου φίλε;…» του είπε, «έχεις μάθει πλέον να τραγουδάς μέσα σου Ίζα… νομίζω δεν με χρειάζεσαι άλλο» και φτερούγισε στον αέρα διαγράφοντας έναν νοητό κύκλο γύρω από τους δύο νέους που έστεκαν γυμνοί ο ένας απέναντι από τον άλλο δίχως αλυσίδες στα πόδια τους πλέον τυλιγμένες και δύο μονοπάτια παράλληλα εμφανίστηκαν μπροστά τους … «Ώρα να πηγαίνουμε Ίζα…» είπε ο Γκρεγκ καθώς πήρε το δισάκι του στον ώμο και ξεκίνησαν για την πορεία τους προς το άγνωστο…

Όλγα Βακούφη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:113