Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στο 59ο Φεστιβάλ κινηματογράφου Βερολίνου. 12.02.2009.Photo by Sean Gallup/Getty Images.
Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Έκλεισαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Πότε πέρασαν;

Θυμάμαι κάτι αστεία για αυτόν που κυκλοφορούσαν παλιά. Όσοι μεγάλωσαν την δεκαετία του 90 θα τα θυμούνται.

Καθυστερούσε κάποιος στο ραντεβού του και οι φίλοι τον πείραζαν «ρε φίλε είσαι αργός σαν πλάνο του Αγγελόπουλου».

Συζητούσε μια παρέα να πάει σινεμά και να δει κάτι ελαφρύ και έλεγαν «παιδιά μην δούμε καμία βαριά κουλτούρα, τίποτα Αγγελόπουλο».

Περίμενες κάμποση ώρα σε μία δημόσια υπηρεσία και έλεγες «βαρέθηκα σαν να ήμουν σε ταινία του Αγγελόπουλου».

Θυμάμαι τους ΑΜΑΝ (νυν Ράδιο Αρβύλα) να κάνουν χαβαλέ όταν βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα. Έπαιρνε ο Κανάκης συνέντευξη και καλά από τον Αγγελόπουλο (που τον έκανε ο Καλυβάτσης). Η συνέντευξη ήταν τόσο αργή που ώσπου να απαντήσει ο Αγγελόπουλος, ο Κανάκης είχε γεράσει και είχε πεθάνει.

Παπαριά αστείο αλλά όλοι γελούσαν. Κι ας μην είχανε δει ούτε μία του ταινία. Κι εγώ γελούσα. Κι ας μου είχε αρέσει ο «Μελισσοκόμος» που τον είχα πετύχει τυχαία ένα βράδυ στην ΕΡΤ2.

Τίποτα. Ο Αγγελόπουλος είχε γίνει τρολιά της εποχής και συνώνυμο του «βαρετού», του «δυσνόητου», της «θολοκουλτούρας».

Βέβαια, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να σατιρίζεις τον ελιτισμό και την δηθενιά των διανοούμενων. Στο να αποδομείς τους καλλιτέχνες που μιλάνε εσκεμμένα μία γλώσσα ακατανόητη για τους πολλούς και κατανοητή μόνο για την «παρέα» τους.

Πάντως, αυτή δεν ήταν η περίπτωση του Αγγελόπουλου.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και ο Γιώργος Αρβανίτης κατά τη διάρκεια γυρισμάτων.

Το «πρόβλημα» του Αγγελόπουλου ήταν οτι εκπροσωπούσε μία Ελλάδα ποιητική, στοχαστική, ευαίσθητη, την στιγμή που κυρίαρχη κουλτούρα έπρεπε να γίνει ο Πέτρος Κωστόπουλος, τα «βυζιά» του Nitro και ο Θέμος Αναστασιάδης με τα σούργελα που καλούσε σε εβδομαδιαία βάση.

Ο Αγγελόπουλος έκανε σινεμά-γέφυρα: ένωνε με εικόνες το Παρελθόν, το Παρόν και το Μέλλον του ελληνισμού. Και η ομίχλη στις ταινίες του, πανταχού παρούσα, δεν είναι καθόλου τυχαία: συμβολίζει τον πεσιμισμό του για το τι μέλλει γενέσθαι.

«Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα και πεθαίνουμε…» κραυγάζει με καημό ο Θανάσης Βέγγος στο «Βλέμμα του Οδυσσέα».

Βλέπεις, η Ελλάδα έμπαινε στον αστερισμό της ΠΑΣΟΚάρας και μετατρεπόταν σε ένα απέραντο μπουζουξίδικο κυρίαρχη αξία του οποίου ήταν το μότο «ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας».

Ο Αγγελόπουλος, λοιπόν, για αυτήν την Ελλάδα συμβόλιζε τον μίζερο γέρο, απομεινάρι μίας άλλης εποχής, που γκρινιάζει συνέχεια αντί να «περάσει καλά όπως όλοι».

Για αυτό έπρεπε να αποδομηθεί, να γελοιοποιηθεί, να παραγκωνιστεί. Να γίνει «ακίνδυνος» ώστε να μπορέσει ο νεοέλληνας να βουτήξει στην καταναλωτική αφθονία και στον δυτικό τρόπο ζωής χωρίς τύψεις και ενοχές.

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του και όσο και να ψάξεις δεν θα βρεις ούτε ένα αφιέρωμα αυτές τις μέρες στην τηλεόραση για αυτόν και το έργο που άφησε. Ούτε μία ταινία ακόμα και στα κρατικά κανάλια. Και μιλάμε για το εγχώριο σκηνοθετικό ανάλογο του Ρίτσου ή του Ελύτη.

Αλλά από Survivor και Batchelor είμαστε φουλ.

Τώρα, πολλές φορές, λέμε μεταξύ μας «ωραία ταινία για ελληνική». Αλήθεια έχουμε σκεφτεί πόσο απαξιωτικός χαρακτηρισμός είναι αυτός για το ελληνικό σινεμά;

Σαν να λέμε «καλή οδηγός για γυναίκα».

Έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε εθνική επιτυχία άμα μία ταινία Έλληνα δημιουργού (και όχι ελληνική) φτάσει στα Όσκαρ ή άμα μία ελληνική σειρά την πάρει το Νέτφλιξ.

Και ο Αγγελόπουλος γύρναγε ταινίες στην Ελλάδα με θέματα εμπνευσμένα κυρίως από την νεοελληνική Ιστορία, τον λάτρευαν σαν θεό σε Γαλλία και Ιαπωνία, τον έλεγαν «δάσκαλο» ο Χέρτζογκ, ο Κουστουρίτσα και ο Βέντερς ενώ ο Κουροσάβα, ο Ταρκόφσκι και ο Μπέργκμαν (ίσως οι πιο μεγάλοι σκηνοθέτες του 20ου αιώνα) του έπλεκαν το εγκώμιο σε κάθε ευκαιρία.

Και ηθοποιοί τεράστιοι, όπως ο Μπρούνο Γκανς, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι θεωρούσαν τιμή τους να παίξουν σε ταινία του και δεν τους πείραζε ούτε όταν ντούμπλαρε τις φωνές τους με Έλληνες ηθοποιούς.

Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλος και άλλα τόσα επί χίλιες φορές. Εμείς, όμως κάναμε χαβαλέ με τα «αργά πλάνα» του, χασμουριόμασταν και παριστάναμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τις ταινίες του. Ενώ στην ουσία δεν θέλαμε να καταλάβουμε.

Τώρα, η Ελλάδα έπαψε να είναι το μπουζουξίδικο που ήταν.

Τώρα, κάθε καλοκαίρι καταστρεφόμαστε ολοσχερώς από τις πυρκαγιές στην πρώτη υψηλή θερμοκρασία ενώ μία κλασική βαρυχειμωνιά μπορεί να κάνει την πιο μεγάλη εθνική οδό της χώρας να φρακάρει για οχτώ ώρες.

Τώρα, εκατό άνθρωποι την ημέρα πεθαίνουν από κορονοϊό, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν φτάνουν ποτέ σε ΜΕΘ.

Τώρα, που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, ίσως να είναι καλή ευκαιρία να αφήσουμε για λίγο τον χαβαλέ.

Και να αναστοχαστούμε.

Πώς τα καταφέραμε έτσι;

Πώς θα βγούμε από αυτήν την «βαρυχειμωνιά»;

«Κατέγραψε με τρόπο πικρό την περιπέτεια της ψυχής του Έλληνα» είχε πει ο Χάρυ Κλιν για τον φίλο του όταν πέθανε.

Εμείς ας κρατήσουμε κάτι πιο αισιόδοξο που είχε πει ο ίδιος ο Αγγελόπουλος σε ανύποπτο χρόνο: «Αυτό που σήμερα λέμε αδύνατο, είναι το εφικτό του μέλλοντος».

Η περιπέτεια συνεχίζεται.

Μανόλης Μούστος

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:108