Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Με το γ-καφέ ντου έστεκε μπροστά στο πανωπόρτι, ο Μιχελής να ξανοίγει όξω τη ν’ αμυγδαλιά. Εντακάρανε και φουσκώνουνε τα κλαδιά τζη, γιατί ξεπετά τ’ αμάθια σιγά, σιγά ν’ ανθίσει.Στο καιρό τζη ανθισμένη είναι το στολίδι τση γειτονιάς.

Απάνω στο ντράφο οι σπουργίτες ξετινάσου ντα φτερά ντως και τζιμπολογούνε τα ψωμόθρουλα από χάμε. Ένα γόνατο οι οξυνίδες γύρου, γύρου ώρα και οι όρνιθες απού θα ντακάρουνε τ’ αυγό κάθα μερα…

Πρωί ‘ναι ακόμη και κάνει κρυγιώτη για να πορίσει όξω, από ντα δά.

Για μνιά στιγμή, πέφτει τ’ αμάτι ντου απέναντι… στο παραθύρι του γείτονα.

Μέσα από τη κουρτίνα διανειρίζει τη σκιά ντου, να κάθεται στη ν’ ίδια θέση.

Για εκείνο οι ομορφιές, οι μυρωδιές και τα χαμόγελα δε ν’ έχουνε και πολύ σημασία.

Η κακιά στιγμή, τα ‘φερε ούλα ανάποδα στη ζωή ντου.

Το ατύχημα με το αμάξι, έφερε δυό συμφορές.

Το στραπάτσο που μπορεί να μη ξανασαλέψει από τη μνιά και τη λεγάμενη από τη ν’ άλλη, απου επήρε δρόμο ντελόγω, μόλις έμαθε τα καθέκαστα.

Το τιμόνι το παντέρμο, θέλει και μνιά σταλιά τύχη, άμα σου λάχει η κακιά ώρα, φταις δε φταις, θα μπλέξεις.

Απομονωμένος και κλεισμένος στον εαυτό ντου, δε μιλεί, μα και δε θέλει να θωρεί άθρωπο μπλιό.

Η μάνα ντου η κακομοίρα, γαναχτά να του βγάλει μνιά λέξη με το τσιγγέλι από το στόμα.

Καθήμενος στο καρότσι πηγαίνει σάμε το παραθύρι και μέσα από τη κουρτίνα κάθεται με τσι ώρες, να ξανοίγει στο δρόμο.

Όσο περνά ο καιρός, χειροτερεύγει η κατάστασή ντου.

Δε ν’ έχει θέληση για πράμα και ετούτη να η κατάσταση, έχει μαυρισμένη τη ψυχή τση μάνας του.

Γυρίζει στα χωράφχια όπου ιδεί ξωμονάστηρο, μπαίνει ν’ άψει κερί και το νε μοιρολογάτε, αζωντανό.

Εκειά που το νε ξανοίγει ο Μιχελής να κάθεται μέσα από τη κουρτίνα, σκέφτεται να πάει να του μιλήσει.

Δε ντο πολυσκέφτηκε, μα σα ν’ έκαμε τη κίνηση κι ανοίγει τη ν’ αυλόπορτα, έστριψε το καρότσι και του γυρίζει τη πλάτη να του δείξει πως θε θέλει παρέες.

Μα δε ν’ είναι και η πρώτη φορά που το κάνει…

Ο γιατρός έχει βγάλει μαλλιά η γλώσσα ντου, να λέει πως πρέπει να κάμει κουράγιο δυό ζάλα τη ν’ ημέρα θα δυναμώσει και θα ιδεί μεγάλη διαφορά στα πόδια ντου.

Από το ένα αφτί μπαίνουνε και πορίζουνε, από τ’ άλλο.

Επήγανε και στση λεγάμενης στο διπλανό χωργιό και τη παρακαλέσανε να κάμει μνιά προσπάθεια κι από τη δική τζη τη μπάντα, να βοηθήσει τη κατάσταση, μπάς και σηκωθεί, να πετάξει πέρα το καρότσι.

Μπααα…είπενε θα πάει μα…όλο τάσει και ξετάσει κι εκείνη.

Ετσά περνά ο καιρός και εφτάξαμενε στη ν’ Άνοιξη.

Χαρά Θεού η μέρα ούλοι οι αθρώποι στα χωράφχια και έχει ερημώσει το χωργιό.

Εσηκώθηκε νε η μάνα ντου να πορίσει θα πχιάσει πάλι απου τη ν’ άκρα τα ξωμονάστηρα να παρακαλεί τσ’ Αγίους και να μοιρολογάτε.

Τέθοια μέρα κι αντί να πορίσει όξω, αυτός κάθεται εκεί… πίσω από τη κουρτίνα.

Η αμυγδαλιά του Μιχελή φορτωμένη στο ν’ αθό, στολίζει τη γειτονιά.

Άκρα ησυχία… που και κακαρίσμα γροικάς μόνο από τσι όρνιθες από κανου ντ’ αυγό.

Εκειά που κόντευγε ν’ αποκοιμηθεί στο καρότσι, γροικά ένα χτύπο στο δρόμο…

Κάπχοιος ετράκαρε με μηχανή…

Γυναικεία φωνή φωνιάζει βοήθεια…

Κάνει να τραβήξει τη κουρτίνα να ιδεί, μα κάνει πίσω…

Σκέφτεται πως και να θέλει δε μπορεί να βοηθήσει στη κατάσταση ντου.

Οι φωνές απόξω συνεχίζουνε…

Μέσα στο χιαρχηντισμό ντου γροικά να φωνιάζει τ’ όνομά ντου.

Γνωστή η φωνή…

Το αίμα ανέβηκε στη κεφαλή ντου… ιντα να κάμει…?

Σέρνει τη κουρτίνα, και θωρεί τη κοπελιά ντου στη ν’ αμυγδαλιά από κάτω λουσμένη στ’ αθούς απου επέσανε από το χτύπο στη ρίζα του δεντρού.

Ανοίγει τη πόρτα και πορίζει με το καρότσι όξω…

Πως θα το κάμει απου έχει τρία σκαλούνια και θα γκρεμιστεί.

Μέσα στη ν’ απογοήτευση ίντα θα κάμει, χωρίς να το καλοσκεφτεί, δίνει κάτω με το καρότσι μαζί.

Επήρε κάμποσες τούμπες σάμε που βρέθηκε ξαπλωμένος στη ν’ αυλή.

Το καρότσι είχενε πεταχτεί πέρα μπουμπουρισμένο.

Στσι φωνές τση για βοήθεια, εντάκαρε να σέρνεται οσά ντο ν’ όφη χάμε και πολεμά να τση σιμώσει.

Ένας πόνος σφάχτης σε ούλο ντου το κορμί, τρυπά τσι σάρκες του.

Τα λόγια του γιατρού έρχουνται οσά ντα σφυργιά να του χτυπόυνε τα μηλίγγια…

Έσφιξε τ’ αδόδια και σηκώθηκενε στα γόνατα.

Με τα χέργια στο χώμα σέρνεται στα τέσσερα και με τα μάθια καρφομένα απάνω τζη προσπαθεί να τση σιμώσει.

Λες και ο Θέος έπεψε επίτηδες τέθοια μέρα σήμερο, να μη ν’ υπάρχει ψυχή στο χωργιό να βοηθήσει.

Μα και η μοίρα τζη να τη φέρει σάμε τη πόρτα ντου απόξω, να τη μισερώσει…

Κοντώ η τιμωρία τζη νάναι ετούτο να που γίνηκενε.; απου δεν επάτησενε τα πόδιατζη να του συμπαρασταθεί στα δύσκολα..;

Κι όμως… η αγάπη τζη δε ν’ έπαψε ποτέ για εκείνονε…

Οι γ’ εδικοί τζη σα ν’ εκούσανε το χαμπέρι πως δύσκολα θα ξανασταθεί στα πόδια ντου, δε ντη ν’αφήκανε να ξεμυτίσει απου το σπίτι… ένα μισερό ίντα κοντώ θα το νε κάμει για να το νε νταντεύγει και να χαραμίσει τα νιάτα τζη…

Απαγορέψανε και σ’ εκείνονε να τση ξαναμιλήσει…

Γι αυτό εβουβάθηκενε στο καρότσι και δε ν’ ήθελε να ξανασιμώσει αθρώπου…

Ετσά επήρε την απόφαση να δώσει ένα τέλος στη ζωή τζη.

Μα να το κάμει μπροστά ντου να ιδεί με τα ίδια ντου τα μάθια πως ξεψυχά για εκείνονε…

Τυχερή στην ατυχία τζη όμως…

Τα χαμηλά κλαδιά τσ’ αμυγδαλιάς τη γκρεμίσανε και δε ντη ν’ αφήκανε να κλουθά τση μηχανής σάμε το τοίχο…

Οι φωνές τση ήτονε πλιά φόβος, παρά πόνος…

Μερικές γρατζουνιές μόνο… σαν είδε την αντίδρασή ντου να γκρεμιστεί με το καρότσι και να συρθεί στα γόνατα, κατάλαβε πως τελικά το γιατρικό ντου είναι η δύναμη της αγάπης του.

Κοντοφτάνει να τση σιμώσει και με τρεμουλιαστή φωνή τση φωνιάζει… έρχομαι…!!!

Ξαπλωμένη όπως είναι και με τσ’ ανθούς τσ’ αμυγδαλιάς ανακατωμένους στα μαλλιά τζη, λες και ετοιμάζουντονε για νύφη…

-Αγάπη μου ίντα πήγες να κάμεις…; δε με σκέφτηκες ..;

-Ίντα τη θέλω τη ζωή μου χώργια σου…καλιά να σκοτωθώ…!

Γονατιστός τη πήρε αγκαλιά και σαν κατάλαβε πως δεν έχει πράμα σοβαρό, τση ζήτηξε να φέρει το καρότσι.

-Στο καρότσι δε θέλω να σε ξανα’ι’δώ να κάθεσαι…θα πάμε μαζί μέσα όπως, όπως.

Σαν ήρθενε η μάνα ντου απ’ όξω και θωρεί το καρότσι μπουμπουρισμένο στη ν’ αυλή, πχιάνει τα μαλλιά τση και σέρνει μούγκρος.

Σαν εκατάλαβε ίντα συμβαίνει έκανε το σταυρό τζη χαχαλιές.

Οι προσευχές τση κάθα μέρα να δοξάζει το Θεό, επχιάσανε τόπο.

-Νύφη μου θα σε κάμω και δε με γνιάζει να με κόψουνε λουρίδια το σόι σου..!

Αποφασισμένοι και οι δυό, μνιά γροθιά, να αντιμετωπίσουνε τσ’ εδικούς τση, το πρώτο πράμα που καταφέρανε είναι να σταθούνε και οι δυό στα πόδια ντος…

Γιατί όσο αυτός ήτονε καθηλωμένος στο καρότσι κι εκείνη ζωή δε ν’ είχενε.

Σαν ήρθενε απ’ όξω ο Μιχελής και είδενε τσι σερμαθιές τση μηχανής και το καρότσι στη ν’ αυλή μπουμπουρισμένο, εγλάκανε να ρωτήξει…

Μα σαν εμπήκενε μέσα και τους είδενε αγκαλιασμένους αγαλλίασε η ψυχή ντου και χωρίς να το καταλάβει εβρέθηκενε και κουμπάρος…

Η ανθοδέσμη τση νύφης ήτονε οι ανθοί τσ’ αμυγδαλιάς του…εκείνη τσ’ εγλύτωσενε από τα χειρότερα..!

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:110