Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Το χιόνι

Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.

Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.

Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.

Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.

Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,

την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό

μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε

τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν

μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,

μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.

Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο

που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του ‘βαλε

δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα

κ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τα’ απόγευμα.

[Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τομ. 3ος, Κέδρος]

Πρώτο χιόνι А. Пластова 1946.

Χιόνι

Χιόνι που πέφτει έξω!

σαν παγοπώλης του θανάτου

ο Θεός

με κόκκινα απ’ τον πυρετό τα μάτια

Καπνός Θεού στη στέγη

ουρλιάζει η γυναίκα

στο κρεβάτι

σαν παγωμένο περιστέρι

χιόνι που πέφτει έξω.

[Μίλτος Σαχτούρης, Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958]

Πρώτο χιόνι А. Пластова 1946.

Χιόνι

Τι καλά που ’ναι στο σπίτι μας

τώρα που όξω πέφτει χιόνι!

Το μπερντέ παραμερίζοντας,

τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι

να σκεπάζει όλα τα πράματα:

δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.

Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση

μαζεμένη τόση ασπρίλα!

Όμως κοίτα, τουρτουρίζοντας

το κορίτσι εκείνο τρέχει.

Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας,

ψωμί λέγει πως δεν έχει, πως κρυώνει, πως επάγωσε…

«Έλα μέσα, κοριτσάκι.

Το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι.»

[Κώστας Καρυωτάκης, Τραγούδια για παιδιά, 1919-1922]

Ο κυνηγός, Rockwell Kent’s. 1921

Κι αν χιονίζει στο πνεύμα
κι αν κρυώνουν οι μεγάλες ιδέες
ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει.

[Νίκος Καρούζος, Ποιήματα στη Μαρία, 1985]

Ο αετός, Pieter Bruegel, 1565-

Μέρες του χιονιού

Κάθεται απάνω στσ΄ ουρανούς, κι αλέθει και ζυμώνει

ο ανεμοδάρτης ο βοριάς και διασκορπά το χιόνι

στα όρη, στσι ψηλές κορφές, στων αγριμιώ τα μέρη,

πού ΄ναι δοχές τω γερακιώ και των αητώ λημέρι,

να πέφτει στούπα στην αρχή, ανάλαφρη και λίγη

κι αγάλι-αγάλι ολόκληρη την πλάση να τυλίγει.

Πέτρες χαράκια και κλαδιά, λαγκάδια δασωμένα

με του βοριά την σκολιανή τη φορεσά ντυμένα

κι όλα τα πλάγια σόγεμα, και στα τζουγκριά του δέτη

να σπά το κρούσταλλο χοντρά κομμάθια και να πέφτει.

Και κάθεται ο γέρο-βοριάς στο θρόνον αγριεμένος

με τα παχιά ντου νέφαλα κατάσαρκα ντυμένος,

και σ’ έγνοια τόση βρίνεται ήλιος να μην προβάλλει,

κι απου τα όρη τη στολή την άσπρη να του βγάλει,

που με σπουδή τα νέφαλα και μ’ εχταγή μαζώνει

και σφιχτοπεριπλέκει τα, κι ολόγυρα τ’ απλώνει

ρίχνει το χιόνι χαχαλιές και χάμαι το στοιβιάζει

κι όλα τση γης τα ζωντανά και τ΄άψυχα σκεπάζει.

Μα μια μικρή ν-αμυγδαλιά που βιάστηκε ν’ ανθίσει

κι είχε με τσ’ άνοιξης χυμούς κι αρώματα γεμίσει,

στέκει βουβή κι αμίλητη, κρυγιά και παγωμένη

και τον αφέντη τ΄ουρανού μ’ ελπίδα περιμένει

να πέψει μιαν αχτίνα ντου να τη χαϊδολογήσει

και με κουράγιο να σταθεί πάλι ν’ αναντρανίσει.

Η πεθυμιά τζη ως φαίνεται κι η τόση τζη λαχτάρα,

τα νέφαλα εξεπέρασε και τη βαριάν αντάρα

κι έκουσε ο ήλιος τον καημό κι επόνεσ’ η ψυχή ντου

και με περίσσαν εχταγή δείχνει την ‘ορεξή ντου.

Σκίζει τα νέφη και περνά, κι αρχίνηξε το χιόνι

απάνω στσ’ άγουρους αθούς και τα κλαδιά να λιώνει…

Φρέσκος, λουσμένος, λαμπερός ήλιος ζεστός προβαίρνει,

κι όλη την πλάση σπλαχνικά στην αγκαλιά ντου παίρνει.

Ελιώσανε τα κρούσταλλα, ξεθύμαν’ η κρυγιότη

κι εγιάγειρ΄η αμυγδαλιά στη στόρηση την πρώτη.

Ο μανισάρης ο βοριάς μισεύγει ντροπιασμένος

απου τα λαμπερά σπαθιά του ήλιου πληγωμένος

κι η μέρα χαμογελαστή ξοδιάζεται και πηαίνει

με φως καθάριο, κι ευωδιές, κι αθούς πλημμυρισμένη.

[Γιώργης Καράτζης, ΔιαΚρητικά, 2008]

Απογευματινό χιόνι στην Kanbara, από την σειρά «53 σταθμοί του Tōkaidō», 1833-

Το χιόνι

Στον Κρίτωνα Ζωάκο

Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά -χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε- βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
-κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια,
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.

Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.

Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.

Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας -όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης -όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.

[Ανέστης Ευαγγέλου, Το χιόνι και η ερήμωση, εκδόσεις χειρόγραφα, 1994]

Πρώτο χιόνι, Николай Дубовской, 1910

Στρόβιλοι από χιόνι

Στρόβιλοι από χιόνι
σβήνουν κάθε ίχνος.
Η αυγή απαλή
μας ξυπνά απ’ τον ύπνο.

Αστραπές στο πλάτος
τ’ ουρανού μας λάμπουν.
Μαλακό το πάθος
λίκνισμα στους κάμπους.

Κουρασμένα πλήθη
πάλι θ’ ακλουθήσω
τη λευκή Κυρία
ίσως συναντήσω.

Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ (Александр Александрович Блок)

Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παππά
[Παγκόσμια ποιητική ανθολογία, Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Διόσκουροι, 1975]

Χειμερινό τοπίο με χιονόπτωση κοντά στην Antwerp Lucas van Valckenborch, 1575

 

Ο θάνατος το στρώνει

Μαύρες κουκκίδες
Διάττοντες στο χιόνι
Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα
Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει
Λιώνει κι αυτή
Χιόνι στο χιόνι
Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά
Ο χρόνος-
Κι ο θάνατος το στρώνει

[Γιάννης Βαρβέρης, Ο θάνατος το στρώνει, εκδόσεις Ύψιλον, 1988]

Σκιέρ στο Y μπροστά από το Paalhuis στο Άμστερνταμ, Johannes Beerstraaten, 1660

Το χιόνι σε περίμενε ή (Αδυναμία)

Σαν έκαψες τις γέφυρες
πίσω σου,
το χιόνι σε περίμενε
στη στροφή.
Δικό σου το πρόβλημα
η λύση του
δική σου
Πρόσεξε μόνο
γλυκά μη γείρεις.
Στο χιόνι
ο ύπνος θάνατος

Απρίλης ’84

[Μαρία Καρδάτου, Ερωτικός ένοικος, 1987]

Χωριό στο χιόνι, Frits Thaulow, 1891

Χιόνια

προσπαθούσε να κόψει ο ένας
το κεφάλι του άλλου και να το φάει
τόσο πολύ αγαπούσαν

ήμασταν στ’ αλήθεια πολύ ερωτευμένοι
διασχίζαμε τρέχοντας την πλατεία Ομονοίας
μου ‘μπηγες σύριγγες στα μάτια
γινόμουν νερό και κυλούσαμε
χιόνι λιωμένο
ανάμεσα σε μετανάστες
παλιά φρικιά
καρέκλες καφενείων
και τουαλέτες

καμιά φορά παίρναμε τα όρη
μας ήθελε τρελούς αυτή η συνήθεια
επίσης άλλοτε παρίστανε καθένας μας τον αποσβολωμένο

μια μέρα είπες θα σε διαδεχτεί η άνοιξη
είπα κι εγώ θα φάω το καλοκαίρι
τι δουλειά είχαμε εμείς
λιωμένα χιόνια
μέσα σε όλα αυτά – μου λες;

κούμπωσε πάλι το παντελόνι σου
δώσ’ μου τη φούστα
αυτός ο πάγιος χειμώνας
δεν θα τελειώσει έτσι εύκολα

[Κατερίνα Ζησάκη, Μισέρημος, Μανδραγόρας, 2018]

Χιόνι στην Argenteuil, Claude Monet, 1875

Χιόνι

Άφες αυτοίς το αντάμωμα, την ωραιότητα του σώματος,
τις έξυπνες γυναίκες, την ολοκλήρωση,
εγώ αλλού έστρεψα τα μάτια:
το γκρίζο τ΄ουρανού, η αθωότητα της πολιτείας –
δεν πήγα, δεν ξέρω…
Όχι άλλο ξενύχτι,
όχι χρώματα, ερωτήσεις και λόγια. Τίποτα.
Τίποτα που να θυμίζει.

Οι πληροφορίες τον ήθελαν χαμένο, μακρινό.
Κανείς δε ρώτησε, απλώς μετέδιδε,
είχε αρχίσει να εισβάλει το μυστήριο
στις ιστορίες που χρησίμευαν γι΄αποσπερίδες.

Τη νύχτα στη σχολική αίθουσα
τα παιδιά κουρασμένα,
αρκούσε μια λέξη, για να μπει φωτιά,
να σπάσει ο τοίχος,
να γαυγίσει ο σκύλος,
σκούρες οι πορτοκαλιές, τα κάγκελα,
ο δρόμος κουραστικός, φτωχά τα δέντρα,
τα σπίτια μουγκά, οι άνθρωποι, ο χρόνος της νύχτας,
της νύχτας το χιόνι
απλωμένο στις βαθιές πολυθρόνες
με τις ανταύγειες της τηλεόρασης
στο ρυθμό του montage.

Παράλυτος.
-Χαμήλωσε τη φωνή!

Η λειτουργία της φωνής είναι καλωδιακή, διαστημική, αυτόματη,
αινιγματική, εύκολη, επιτυχημένη.
Η γυναίκα εκτείνει το χέρι της φωνής,
του χρώματος, της αλλαγής, της γεύσης
σχεδόν ευτυχισμένη που της επιτρέπεται.

Πιο βαθιά το χιόνι στο κάθισμα,
διαποτίζει τα μπαμπάκια, τις ραφές,
τα μεγάλα τριαντάφυλλα της στόφας,
τον κίνδυνο της αγκύλωσης.
Τα μάτια σαν σφαίρες,
το κορμί άγνωστο, αγνώριστο –
Ποτέ δεν άγγιξε το κορμί:
το παγωμένο χιόνι.
Καταπίνει,
ουρλιάζει.

Είναι κανείς εδώ που να φωνάζει;

[Γιώργος Καρτάκης, αδημοσίευτα]

Στο Dusk Boston κοινό στο λυκόφως, Childe Hassam, 1885-1886

Βασίλισσα του χιονιού

Φευγαλέες σκιές
νωπού παρελθόντος
στο νου μου
τις ιριδίζουσες ίνες
ακροβατείτε ασύστολα

Ποια έκρηξη
-ουράνια ή χθόνια-
στο άπειρο έσπειρε
τα μύρια θραύσματά σας
που απρόσκλητα καρφώθηκαν
στις κόρες των ματιών μου
και
-σαν από τύχη, μοίρα ή πεπρωμένο-
γίνανε πρίσμα για να ιδώ
χρωματισμό τον κόσμο;

Κραδαίνουν οι ισχυρισμοί σας
ματωμένο λάβαρο
στο στεγνό μου κουφάρι
Σπαρταρώ κάτω απ’ το βάρος σας΄
κι ας λυγίζω
δεν θέλω να πάψει αυτός ο πόνος

Αφρίζουν τα σκοτάδια μου
μέσα τους λιώνουν
κι ό,τι ανθίζει
είναι κάτι μωβ σκληρά λουλούδια
που ευωδιάζουν

[Χριστίνα Γεωργιάδου, Γόος, Δωδώνη, 2019]

Χειμώνας, Андрей Андреевич Мыльников, 1979

Χιονίζει πάνω στην κινέζικη γη

Χιονίζει πάνω στην κινέζικη γη,
η παγωνιά πολιορκεί την Κίνα.

Ο άνεμος, γκρινιάρης γέροντας,
απλώνοντας τα παγωμένα νύχια του,
γαντζώνεται στα ρούχα των περαστικών
και με λόγια παλιά όσο κι η γη
μουρμουρίζει ατέλειωτα.

Εσείς, χωρικοί της Κίνας,
καθώς προβάλλετε μέσ’ απ’ τα δάση
οδηγώντας τα κάρα σας,
με τις γούνινες κάπες στο κεφάλι,
αψηφώντας τον βαρύ χιονιά,
για πού τραβάτε;

Μάθετε,
είμαι κι εγώ απ’ τη δική σας ράτσα.
Μέσ’ απ’ τα ρυτιδιασμένα πρόσωπά σας
εγώ ξεχωρίζω
τους μήνες και τα χρόνια του μόχθου
εκείνων που ζουν στη στέπα.

Κι εγώ
δεν είμαι πιο ευτυχισμένος.
Κυλώντας πάνου στο ποτάμι του χρόνου
τα κύματα της αθλιότητας,
πόσες φορές με βούλιαξαν και με ανέβασαν΄
η εξορία κι η φυλακή
μου πήραν τις μέρες τις πιο ακριβές
από τα χρόνια της νιότης.
Η ζωή μου το ίδιο αξιολύπητη
σαν τη δική σας.

Χιονίζει πάνω στην κινέζικη γη,
η παγωνιά πολιορκεί την Κίνα.

μια χλωμή λάμπα του λαδιού αργοσαλεύει.
Ποιος κάθεται δίπλα της μέσα στη βάρκα
με το κεφάλι σκυφτό
με το κεφαλομάντιλο το μαύρο ξεσχισμένο;
Νέα γυναίκα με ξεχτένιστα μαλλιά,
το πρόσωπο μαραζωμένο,
το σπιτικό σου,
φωλιά της ευτυχίας και της ζεστασιάς,
δεν κάηκε απ’ τον άσπλαχνο κατακτητή;
Μια τέτοια νύχτα σαν κι ετούτη,
δεν έχασες τον άντρα και προστάτη σου
και τώρα δραπετεύεις μ’ ένα θανάσιμο τρόμο
από τα βόλια τα εχθρικά;

Αλίμονο, αυτή την κρύα νύχτα
τόσες γριές μανάδες μας ζαρώνουν
μακριά πολύ απ’ τα σπιτικά τους,
ξένες, θαρρείς, που δεν κατέχουν
σε ποιες καινούριες στράτες θα τις φέρουν
οι ρόδες τ’ αμαξιού την άλλη μέρα.

Κι έπειτα,
ο κινέζικος δρόμος
είναι τόσο ανώμαλος
και λασπερός.

Χιονίζει πάνω στην κινέζικη γη,
η παγωνιά πολιορκεί την Κίνα.

Πάνω στη στέπα, τη νύχτα του χιονιά,
στις πυρπολημένες πεδιάδες,
τόσοι αγρότες χάσανε τα ζωντανά τους,
χάσανε την καλή τους γη
και τώρα σπρώχνονται
στο βρώμικο σοκάκι της απελπισίας.

Η απέραντη γη μας πεινασμένη
απλώνει ένα τρεμάμενο χέρι προς τον ουρανό
και ικετεύει.

Ο πόνος κι οι καημοί της Κίνας
είναι ατέλειωτοι,
σαν αυτή τη νύχτα του χιονιά.

Χιονίζει πάνω στην κινέζικη γη,
η παγωνιά πολιορκεί την Κίνα.

Πατρίδα,
οι αδύναμοι ετούτοι στίχοι,
γραμμένοι κάποια νύχτα δίχως λάμπα,
μπορούνε τάχα να σου φέρουν λίγη ζεστασιά;

Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
[Άι Κινγκ (Aì Qīng), Κινέζικη ποίηση, Πλέθρον, 1982]

Το κάστρο Burg Eltz στον Mosel, Caspar Johann Nepomuk Scheuren, 1851

Βήματα στο χιόνι

Όλα τούτα τα βήματα στο παγωμένο χιόνι…
τι κομπολόι μοναξιές!
θα ρθει μια μέρα ο ήλιος
να σβήσει τις άσπρες πληγές
που ξανοίγουνε άπειρες φορές;

Βήματα μικρά, δισταχτικά,γλιστρήματα,
βήματα προσεχτικά παιδιών που θαμπώθηκαν…
Βήματα ονείρου, γλυκά, απαλά,ξανθά
τρυφερής αγαπημένης…
Βήματα πολύ βαθιά,σκληρά,σταθερά
του άντρα με την πέτρινη καρδιά…
Βήματα μικροσκοπικά,στραβά,αβέβαια:
κάποια γριούλα τρέχει και σάμπως χάνεται
μες στο χειμώνα…

Πόσα αχνάρια ανάκατα,μπλεγμένα
αδιάφορα το ένα για το άλλο!
Έτσι λοιπόν αδιάκοπα ποδοπατούνε την καρδιά μας;

Για δες! Κει κάτω μοναχό του,σιωπηλό
μικρό πουλί με παγωμένα τα φτερά, ίδιος απόστολος
πηδολογάει γοργά από το ένα στο άλλο βήμα
κι ανάμεσά τους δένει όλ’αυτά τα πεπρωμένα.

Μετάφραση: Σωτήρης Γ. Τσαμπηράς

[Nτανιέλ Ντιλιέρ [Danièle Duliere], Σύγχρονη γαλλική ποίηση του Βελγίου, Πρόσπερος, 1991]

Χειμερινό τοπίο με δεξιότητες σκι, Johann Albrecht Dietzsch, 1750

Το χιόνι

Ολόκληρος ο τόπος του Βορρά
σε χίλια λι πάγου είναι κλεισμένος
σε χίλιες χιονοθύελλες κλειστός.
Κοίτα τις δυο μεριές του Μεγάλου Τείχους…
Μόνο μια απέραντη αναστάτωση έχει μείνει.
Απ’ τις ψηλές και χαμηλές πλαγιές του Κίτρινου Ποταμού
δε βλέπεις πια τα νερά να κυλούν.
Τα βουνά είναι ασημένια φίδια που χορεύουν,
οι πλαγιές ελέφαντες που λάμπουν μες στον κάμπο.
Με τους ουρανούς θέλω ν’ αναμετρηθώ.
Με καθαρό καιρό
είναι τόσο όμορφη η γη,
σαν κοπελιά με φόρεμα λευκό
και πρόσωπο ολοπόρφυρο.
Έχουνε τέτοια χάρη τα βουνά κ’ οι ποταμοί
που στο κυνήγημά τους
αμέτρητοι λεβέντες παραβγαίνουν.
Οι αυτοκράτορες Σιχ-Χουάγκ και Γου-Τι ήταν σχεδόν αμόρφωτοι.
Οι αυτοκράτορες Τάι-Τσουγκ και Τάι Τσου ήταν χωρίς καρδιά.
Ο Γενίς Χαν το τόξο του ήξερε μόνο να λυγίζει ενάντια σ’ αετούς.
Κι όλοι τους στο χτες ανήκουν―μόνο σήμερα γεννιούνται άντρες με καρδιά.

Μετάφραση: Πέτρος Διαμαντής
[Μάο Τσε Τουνγκ (毛泽东 / 毛澤東), Τέχνη και καλλιτέχνες, Εικοστός αιώνας, 1953]

Χειμωνιάτικη λεωφόρος, Егоров Рождественский , 1896

Χιονίζει μέσα στη νύχτα

Ούτε ν’ ακούς μια φωνή απ’ τον άλλο κόσμο
Ούτε να βάζεις μες στο υφάδι των στίχων
πράματα αμύθητα
Ούτε ν’ αναζητάς τη ρίμα σάμπως χρυσικός
Ούτε όμορφα λόγια, ούτε μεγάλη πέννα.

Τούτο το βράδυ ― ευλογημένος νάναι ο Θεός ―
είμαι πιο πάνου
πολύ πιο πάνου απ’ όλα τούτα.
Τούτο το βράδυ
ένας τραγουδιστής είμαι των δρόμων
είναι γυμνή η φωνή μου δίχως μπιχλιμπίδια
Γυμνή φωνή που τραγουδάει για σένα
ένα τραγούδι που δε θαν τ’ ακούσεις.

Χιονίζει μες στη νύχτα
Κ’ είσαι μπροστά στις πύλες της Μαδρίτης
Έχεις μπροστά σου ολάκερη στρατιά από πολιτείες
Μια στρατιά που σκοτώνει ό,τι πιο ωραίο στον κόσμο ετούτο
Τη νοσταλγία, την ελπίδα, τα παιδιά, τη λευτεριά.

Χιονίζει μες στη νύχτα.
Απόψε μπορεί να ξεπαγιάζουν
τα μουσκεμένα πόδια σου.
Χιονίζει
Και ίσως ενώ σε σκέφτουμαι
την ίδια τούτη τη στιγμή
μπορεί και να σε βρίσκει η σφαίρα
Και τότε πια ούτε χιόνι, ούτε άνεμος.
Χιονίζει.

Εσύ που τώρα μπρός στις πύλες της Μαδρίτης λες «δε θα περάσουν»
Υπήρχες δίχως άλλο κι από πριν.
Ποιος είσουν; πούθε ερχόσουν; ποιά ήταν η δουλειά σου;
Μπορεί και να ’χεις έρθει απ’ τα ορυχεία της Αστούριας
Μπορεί στο μέτωπό σου ένας επίδεσμος ματόβρεχτος
Να κρύβει μια λαβωματιά που πήρες στο Βορρά
Μπορεί και να ’ταν το ντουφέκι σου
πούριξε τη στερνή τη σφαίρα
όταν τα γιούνγκερς καίγαν το Μπιλμπάο.
Ή μπορεί νάσουν κάνας μεροκαματιάρης
στο αγρόχτημα ενός κάποιου κόμητα Φερνάντο Βαλεσιέρο ντε Καρτόμπαν
Ή μπορεί νάχες στην Πουέρτα ντέ Σολ κανένα μικρομάγαζο
και να πουλούσες φρούτα με τα χτυπητά της Ισπανίας χρώματα.
Μπορεί να μην είχες καν επάγγελμα
Μπορεί και νάχες μια ωραία φωνή
Μπορεί και νάσουν σπουδαστής ή της φιλοσοφίας ή του δικαίου
και νάχουν μείνει τα βιβλία σου κάτου απ’ τις ρόδες
των ιταλικών θωρακισμένων.
Μπορεί στον ουρανό να μην πιστεύεις
ή μπορεί νάχεις μες στον κόρφο σου
κανένα σταυρουλάκι περασμένο σ’ ένα σπάγγο.
Ποιός είσαι, πώς σε λένε, πόσο χρόνων είσαι;
Δεν έχω δει, μήτε θα ιδώ το πρόσωπό σου.
Μπορεί ‒ ποιός ξέρει ‒ να θυμίζει αχνά τα πρόσωπα
εκείνων που τσακίσαν τον Κολτσάκ στη Σιβηρία.
Μπορεί πάλι να μοιάζει με το πρόσωπο εκεινού
που κείται στο πεδίο της μάχης του Τουμλουμπουνάρ
Ακόμη μπορεί νάσαι ολόιδιος το πορτραίτο
του Ροβεσπιέρου.
Δεν άκουσες ποτέ σου τ’ όνομά μου, κι ούτε θα τ’ ακούσεις.
Ανάμεσά μας είναι θάλασσες, βουνά,
αυτή η καταραμένη μου ανημπόρια
κ’ η Επιτροπή της μη – επεμβάσεως.
Δε μπορώ μήτε νά ’ρθω στο πλευρό σου
μήτε και να σου στείλω ένα κασόνι με φυσίγγια
ή λίγα φρέσκα αυγά
ή ένα ζευγάρι μάλλινα, τσουράπια.
Κι ωστόσο ξέρω πως τα πόδια σου
ριζωμένα στις πύλες της Μαδρίτης
κρυώνουνε σα δυο γυμνά παιδιά
και ξέρω ακόμη
πως ό,τι ωραίο κι ό,τι μεγάλο υπάρχει
ό,τι μεγάλο κι ό,τι ωραίο θα βρει μια μέρα ο άνθρωπος
(ετούτο πούναι η τρομερή λαχτάρα της ψυχής μου)
το ξέρω πως χαμογελάει μέσα στα μάτια του φρουρού μου,
μπρος στις πύλες της Μαδρίτης,
και ξέρω ακόμη πως εχτές, αύριο, κι απόψε βράδυ
αχ, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο
παρά μονάχα να τον αγαπάω.

[Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet Ran), Για τον εμφύλιο της Ισπανίας, 1937]

Χειμωνιάτικη ευχαρίστηση στον πάγο, Gerrit Battem, 1684

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:114