Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου Συνέχεια από το προηγούμενο Καθόμουν εκεί, δίπλα της, την παρακολουθούσα με δέος. Καθόμουν σ’ ένα σκαμνί που μού είχε φτιάξει ο πατέρας μου στο ξυλουργείο που δούλευε κι ούτε ανάσα, νόμιζα πως δεν έπαιρνα μέχρι να πει η γιαγιά με θαυμασμό: «Δόξα σοι!», που ούτε και αυτό το καταλάβαινα, όπως καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μαντινιάδα η φταίχτρα | της Άννας Τακάκη Νύχτα ως πάραργαi η αυλόπορτα άνοιγε σιγά σιγά, να μην τρίξουνε τα σίδερα κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε τα άδειασε όλα στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά και τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Πορεία | της Ελένης Βόισκου   Λεωφόρος κάπως ανηφορική. Κατάστρωμα ολοάδειο. Πήχτρα τα πεζοδρόμια, τα μπαλκόνια, οι ταράτσες. Σκαρφαλωμένοι και στα μεγάλα δέντρα. Από το βάθος πέρα, στη στροφή, οι «πρώτοι» σ’ εκείνο το σημείο αρχίζουν το χειροκρότημα. Ώστε φάνηκαν. Το παίρνουν οι πλαϊνοί. Κι όσο ο κόσμος πλημμυρίζει την ανηφορική λεωφόρο, το χειροκρότημα τραβά προς τα πάνω, παράλληλα μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου Μεγάλωσα, άλλαξα γειτονιές, άλλαξα τόπο, γνώρισα κι άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, άλλαξαν πολλά στη ζωή μου, πολλά εκτός από τις θύμησες και κάποιες από αυτές ξεκλειδώνουν την πόρτα του παλιού καιρού μαγικά, μ’ ένα γαρύφαλλο. Ας άλλαξαν τόσα. Κοιτάζω μέσα μου, όλα είναι απείραχτα εκεί. Τελικά, από αυτά που αγάπησαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γράμματα στην αθωότητα | της Ζωής Δικταίου Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου, λες και ήταν χτες… κυδώνι γλυκό του κουταλιού σε πιατάκι γυάλινο, με άρωμα κανέλλα … Η φωνή της ψιθυριστή, μ’ ένα τρέμουλο κι ένα παράξενο θρόισμα μαζί, σαν αεράκι που κατάφερνε να περνά με τρόπο μέσα από ξεχασμένη φυσαρμόνικα. Τα χελιδόνια σε χαμηλά τόξα, όπως τότε κιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γιατρός πατέρας | της Τούλας Μπούτου Ο γιατρός Δεναξάς κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι σφιγμένο σε ένα σπασμό, άκουγε μα δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη… Οι λέξεις έρχονταν μέσα από το ακουστικό. Μια φωνή άγνωστη, κι απρόσωπη: «Είστε ο γιατρός κ. Δεναξάς»; «Ναι – είχε προφτάσει να πει- Ορίστε, τι θέλετε;» «Είμαι συνάδελφος, γιατρός Προκοπίου. Σας τηλεφωνώ από τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η γιαγιά μου η Χρυσοδόντα | της Άννας Τακάκη Η γιαγιά Αννίκα, το γένος Χατζησταυράκη, γεννήθηκε κατά την τουρκική επανάσταση (1897), σε ένα μικρό οικισμό στο Αχλάδι, νοτιοανατολικά του χωριού Αγ. Τριάδα, Σητείας. Ήταν το δέκατο παιδί της οικογένειας. Δεν πήγε ποτέ σχολειό, δεν ήξερε να βάλει υπογραφή, αλλά ήξερε τι θα πει ζωή και πώς να την βαστάξει σταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ένα ταξίδι φως | της Ζωής Δικταίου «Ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου;» ρώτησε η γυναίκα και το αγόρι με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα μικρά σκιστά βλέφαρα, κοιτάζοντας την καταμεσής στα μάτια, της χαμογέλασε πλατιά μα και αινιγματικά. «Λοιπόν; ποιο μπορεί να είναι το όνομα μου, Γιάννη» ξαναρώτησε η γυναίκα κρατώντας μέσα στα χέρια της τα δικά τουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Oι τρεις παραμιές | της Άννας Τακάκη Μικρό κοπέλι ήτανε το Αννιό τότε, που με πολλή προσήλωση καθότανε στο καρεκλάκι του, να γροικά τις παλαιϊνές ιστορίες της γιαγιάς του Αννίκας. Εκείνη είχε το χάρισμα να διγάται, λες και γέμιζε ο τόπος όλος με πρόσωπα και πράματα μιας άλλης εποχής. Εικόνες ολοζώντανες γεμάτες μυστήριο. Για το μικρό κοράσι οι ιστορίες εκείνεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…