Διάπλους Ισημερινού προς Rio de Janeiro | του Μανώλη Λυκάκη Σ’ ένα από τα ταξίδια μου, Αυγούστου πρωινό, η θάλασσα τον ύπνο της γαλήνια κοιμόταν, έτσι καθώς διασχίζαμε τον ισημερινό, μήτ’ η προπέλα τα νερά που τάραζ’ ακουγόταν. Μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή, από το πουθενά, μια δυνατή μας ξάφνιασε λίγων λεπτών βροχή, η πλώρη μόνο μούσκευε, στην πρύμη ήτανΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Κρυφό εικονοστάσιο | του Γιώργου Γωνιανάκη Της φίλησα μου φίλησε το χέρι. Πρώτη σκηνή της τελευταίας νύχτας. π ο υ σ’ η ύ ρ α κ α ι π ο υ σ’ έ χ α σ α ταινία μικρού μήκους Πέρασα ξαναπέρασα τόσες φορές με κείνη την κοπέλα, ιταλικής καταγωγής· δίχως σχεδόν να λύθηκαν τα χείλη δίχως σχεδόν να αλλάξουμεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο χρόνος Αύριο, με μπλε τριαντάφυλλα | της Ζωής Δικταίου Σκοτάδι βαθύ κλείνεις τα μάτια, βελούδο και σκόνη της μνήμης αφήνεσαι μα δεν ξεχνιέσαι γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω η σκουριά του φάρου, σκουριά της ψυχής. Κυκλωμένες με φεγγάρια οι θύμησες πληγές ανοικτές συνεχείς οι αντιθέσεις στον ορίζοντα… «η σοφία απέναντι στην άγνοια». Μη γελάς, ακούω καθαρά τη φωνήΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Πού να βρω τόπο να σταθώ… | της Άννας Τακάκη Γιάδες καιρούς τσι βρήκαμε, γιάδες καινούριους τρόπους, να γράφομε τα θέλω μας σε γυάλινο τεφτέρι, να λέμε τον χαιρετισμό σε γυαλικά που σπούνε, βουβά, δίχως τα χείλη μας ποτέ ν’ ανοιγοκλειούνε. Γυάλινος κι ο χαιρετισμός, μπόχικος, και φτηνιάρης δίχως ψυχή, δίχως πνοή, κόσμε, κάνε στην μπάντα. Να ποσταθώ σε μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άδεια πουκάμισα | της Μαρίας Σταυρίδου Σκιές που βιάζονται ν’ απομακρυνθούν που δε μιλούν… παραπατούν. Μια σιωπηλή αγέλη ντυμένη ασορτί μια στο μαύρο και μια στο γκρι και η στολή μονότονα μοντέρνα από διάσημο οίκο – φυλακή. Η παραγγελία ίδια… για σένα… για μένα ακόμη και για την παραδουλεύτρα την τυφλή. Άδεια πουκάμισα… στολισμένα και μη, πάντα με άρωμα «μηνΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το παγκάκι | του Γιώργου Ηρακλέους Κάθομαι συχνά σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο ολομόναχος, δεν έχω πού να πάω, έχασα τον δρόμο μου μες την διαστολή του χρόνου…. Καθώς περνούν τα χρόνια, οι λέξεις γίνονται πουλιά και κουβεντιάζεις μελωδικά μαζί τους γύρω από το παγκάκι, τα δάχτυλα μοιάζουνε κλωνάρια μυγδαλιάς και όσοι περνούν από το πάρκο είναι γνωστοί, μα δενΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μπαλάντα της κρίσης | του Γιώργου Γωνιανάκη Από την άγρια ανεργία ρημαγμένοι κι από του φόρου τη λυπητερή. Στροφή στ’ αριστερά και δεξιά βγαίνει ωστόσο ο τόπος –λένε– προχωρεί άλλο που ο τόπος πια δεν μας χωρεί απ’ τις περικοπές και τα μνημόνια. Μα μέσα του καθείς εκλιπαρεί: Μακάριοι που τρώνε μακαρόνια. Ο ΦΠΑ ράφι το ράφι ανεβαίνει ανάλγητοι μαςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο κάβος μου | του Μανώλη Λυκάκη Στης θάλασσας ορκίζομαι τη διάφανη γαλήνη, στις βάρδιες που σε σκέφτομαι μπροστά στην τιμονιέρα, στον γλάρο που μερόνυχτα ψηλά στην τσιμινιέρα, ακολουθεί τη ρότα μας, χωρίς να μας αφήνει. Ό,τι ακριβό στη ζήση μου έτυχε ν’ αγαπήσω, μια θάλασσα ’ναι απέραντη κι ένα καράβι πάντα κι εσένα που στα χέρια μου σας έχωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το ανθισμένο περβόλι | της Άννας Τακάκη Αν θες να ξεχαστείς βγες έξω στο ανθισμένο περβόλι σου. Χάιδεψε ένα λουλούδι, μύρισε ένα γαρύφαλλο. Μην το κόψεις. Είναι σαν να κόβεις τη χαρά που ανθίζει. Αν θες να ξεχαστείς περπάτησε δίπλα στις τριανταφυλλιές. Διάλεξε ένα χρώμα από τα χρώματά τους και ντύσε το γκρίζο σου. Αν θες να ξεχάσεις την κάψαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…