Οι σιωπηλές συζητήσεις | της Μαρίας Σταυρίδου Οι συζητήσεις πια έγιναν σιωπηλές στις γωνιές του δρόμου κάτω από τις νεκρές μουριές. Σε μέρη που η μοναξιά έγινε οικοδέσποινα φορώντας επώνυμα γυαλιά. Καλεσμένοι αδιάφοροι και ο χορός της ψευτιάς το πικ της βραδιάς. Φιγούρες αδύναμες… σκοτεινές που ψάχνουν καταφύγια ανάμεσα στις ενοχές. Οι συζητήσεις πια έγιναν σιωπηλές. Ποιος να φωνάξει καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το όραμα | του Γιώργου Ηρακλέους Κόκκινα τριαντάφυλλα ανθίσανε στου κήπου μου τον φράχτη, σκαρφάλωσε ψηλά η τριανταφυλλιά! Τα δειλινά, όταν βασιλεύουν τα λουλούδια αντάμα με τον ήλιο, η οραματική μορφή του νέου με τα χρυσαφένια μαλλιά, το χλωμό το πρόσωπο και το φωτεινό σαν της Σελήνης με επισκέπτεται. Μου δείχνει έναν αριθμό στο χέρι, ένα κίτρινο άστρο στην καρδιάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Νύχτα απ’ το χωριό | του Κώστα Μιχαήλ Μαρή Στον Άη Γιώργη, στο μετοχικό ξωκλήσι, στο πέργιαβλο τση γειτονιάς, στην γ-κάτω Βρύση, κάτω απ’ το ρίζωμα του γέρου Ψηλορείτη, πήρα αναπνιά κι από την γ-κούνια ανασηκώθηκα, το πρώτο ζάλο του χορού έσυρα κι ανδρώθηκα… Σ’ αμπέλια, σόχωρα, γυρόφραχτα λημέρια, κάτω απ’ του ήλιου τη φωθιά κι από τ’ αστέρια, μεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Είπες, να ξεκουράσω την ψυχή απ’ την άρνηση | της Ζωής Δικταίου Είπες, να ξεκουράσω την ψυχή απ’ την άρνηση έχει μείνει πολύς δρόμος ακόμη, στάλα – στάλα η βροχή, λέξεις προσευχής ρωτάς ο έρωτας, πάντα παρών μονίμως απών, αλμυρό νερό που μεγεθύνει τη δίψα. Φτερό λευκό η σκέψη σου σε καταγάλανο ουρανό κι όμως, είσαι εσύ που εξαργύρωσες τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Θα’ θελα… | της Μαρίας Σταυρίδου Θα ’θελα να χανόμασταν εκεί έξω… στη ζωή Δυο ασήμαντοι περιπατητές χωρίς σάκο επιβίωσης χωρίς διαβατήρια… ή καταπίστευμα ηθικής Δυο παράνομοι εισβολείς στον έρωτα αποφασισμένοι να γευτούν γεύσεις και ενοχές Ένα σκοτεινό μονοπάτι χαραγμένο για δυο ένας αποτυχημένος μποξέρ και μια νεαρή Ζαν Ντ’ Αρκ μελό Αταίριαστοι στη ζωή… απόλυτα ταιριαστοί στην ηδονή ΚουρασμένοιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι πρόσφυγες | του Γιώργου Μπίμη Σαν τα πουλιά οι άνθρωποι οδοιπορούν στη μπόρα, στο κύμα και στον άνεμο, έρμοι, σε ξένη χώρα… Ανήθικε πολιτισμέ του βάρβαρου αιώνα, νήπια, γέροι κι άρρωστοι, ριγούν σ’ έναν κυκλώνα. Από του Άδη τα στενά, μαύρες σκιές περνάνε, νιοι και μανάδες κι ορφανά που λυτρωμό ζητάνε. Μα οι μέρες δεν αλλάζουνε στου δειλινού τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το προσφυγόπουλο | του Γιώργου Ηρακλέους Πού πήγε εκείνο το μικρό παιδί που μάζεψα απ’ τους παγωμένους δρόμους; Δεν είχε όνομα, έκλαιγε μες στη νύχτα πλάι στο γκρεμισμένο σπίτι του φεγγαριού… Δε μιλούσε, με κοίταζε βουβό σαν να λεγε: «Αφήστε με να γυρίσω στην πατρίδα μου, στη γειτονιά μου…». Στα χέρια του κρατούσε δυο λιωμένα παπούτσια, ξυπόλυτο, μύριζε ιδρώτα καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Νυχτοπερπατητής | Κώστα Μιχαήλ Μαρή Νύχτα περπάτησα στης μοναξιάς τους δρόμους, κόντρα στα σύνορα, στης λογικής τους νόμους, γιόρταζα πάντα νύχτα μόνος με τον πόνο, σ’ εμένα πίστευα, μα πιο πολύ στο’ χρόνο… Νύχτα ψηλάφισα αμαρτήματα και πάθη, γεύτηκα μέλι απ’ το κεντρί, ρόδο απ’ τ’ αγκάθι, χρώσταγα σ’ όνειρα, σιωπές, ψυχή και σώμα και λάθη από το παρελθόν, πληρώνωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Εκεί που ξοδεύτηκαν οι αναμνήσεις | της Ζωής Δικταίου Γύρισα, πάλι τον Αύγουστο αμίλητη, μάτια θολά, όμως τίποτα δεν τα εμποδίζει να κοιτάζουν με τον ίδιο τρόπο, προς το τέλος του μήνα η πανσέληνος με μια υποψία φθινοπώρου οι νύχτες, κάτι απ’ αγιάζι στο παράθυρο μα πως γίνεται κάθε φορά εκεί που ξοδεύτηκαν οι αναμνήσεις εκεί που τις πήρε τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…