Τα νάζια… | του Αντώνη Κουκλινού Με ξεχαμπετωμένα τα ποκάμισσα, κακοζωζμένος με το σκαπέτι στον ώμο, εγιάγερνε στο χωργιό ο Νικολής. Αυλάκιαζε ένα ψιχάλι ποταμίδα, να φυτέψει πατάτες και τα κηπικά ντου. Ολοκάψωτος…, η μυρωδιά του ίδρου εξύνιζε απάνω ντου, απ’ αλάργο. Σαν εμπήκενε στο σπίτι, παρετά το σκαπέτι στο γύρο και βγάνει το ποκάμισσο. Αγλακά στη γούρνα κι ανοίγειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το χωριό που γεννήθηκα είναι οι Γκαγκάλες | του Μιχάλη Στρατάκη Κακόηχο όνομα, ακαταλαβίστικο, δίχως παραπομπές σε παραδεισένιους τόπους ή, έστω, σε μαρμαρένια αλώνια όπου ποταμοί τρέξανε τα αίματα Τούρκων καταχτητών μακελεμένων από κατσούνες Γκαγκαλιανών ημίθεων. Στον καρποφόρο μεσσαρίτικο κάμπο είναι κουκουβισμένο το χωριό μου, εκεί που σμίγουν και σφιχταγκαλιάζονται οι αέρηδες του Ψηλορείτη και των Αστερούσιων βουνών, εκεί πουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η Οδύσσεια της Οδύσσειας ως side effect ενός ιμάμ μπαϊλντί | του Γιάννη Χατζηχρήστου Τον Οδυσσέα, τον πραγματικό νικητή του πολέμου της Τροίας, λέμε ότι τον ξέρουμε τρομάρα μας. Την τύφλα μας την μαύρη ξέρουμε! Γιατί αν ξέραμε τι απέγινε και βάζαμε λίγο να δουλέψει και το ακατοίκητο ρετιρέ, αυτό που φέρουμε στο άνω μέρος του σώματος μας, δεν θαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αυτός που ήμουνα | του Γιώργου Ηρακλέους Αυτός που ήμουνα, δεν είμαι πια… Τώρα πνίγομαι μες τα λουλούδια της νοσταλγίας, κι αυτά μικρά, καθώς ανοίγουνε τα πέταλα τρέμουνε το δάκρυ μου σαν βροχούλα. Αυτός που ήμουνα, δεν θα γίνω ποτέ ξανά χαμένα χρόνια, ρυτίδες, βαθιά μέσα μου τύψεις και όσοι φύγανε… Γερνάω, πάει ο καιρός που ήμουνα νέος και αγίνωτος!ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αυχενικό | του Κώστα Μιχαήλ Μαρή Μπάζει η αρτιμέλεια της ψυχής μου απ’ τον αυχένα, ούτε μισόν αιώνα ακόμα δεν σεργιάνησα κι όμως παλεύω μες στου χρόνου την αρένα, απ’ τα μικράτα μου, μ’ όσους καημούς συνάντησα… Δεν έχω μπάρμπα στην Κορώνη, μα έχω ένα μες στα Λιβάδια, τ’ αοριού το χώμα σκάλισα, κάποτε αυτός με πήρε από το χέριΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ούτε η πρώτη στο Παρίσι ούτε η τελευταία στον κόσμο. Μικρές ιστορίες γυναικών. Elodi | της Ζωής Δικταίου Σκέτος, είχε απολαύσει την πρώτη γουλιά, ένας καφές μπορεί να ύψωνε σημαία στη θύμηση, μα χωρίς νοσταλγία πια. Με το άρωμα του καφέ να διαχέεται στην ατμόσφαιρα και το βουητό της λεωφόρου να φτάνει από παντού, ήταν σίγουρη πως η μέρα τηςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Γιαναμάθης | της Άννας Τακάκη Kείνους τους χρόνους τους καιρούς, –πάνε πολλά τέρμενα1 οπίσω– οι φαντάροι εκάνανε πολλά χρόνια στο στρατό. Σαν είχε φτάσει η ώρα ν’ απολυθούνε, γυρίζανε στα σπίτια τους κι εβρίσκανε τις γυναίκες τους ασούσσουμες2, αδύνατες και βασανισμένες, γιατί ’χανε να μεγαλώνουνε μωροκόπελα, που τους αφήνανε, είχανε και τη γης αμοναχές να τη δουλεύουνε για μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ομογενείς | του Αντώνη Μάρταλη Ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο κακός, όσο χαλασμένος και βλάκας. Βλάκας όχι στη δουλειά του, μα έξω απ’ αυτή. Μέσ’ στο μπακάλικο ή μάλλον στο παντοπωλείον του, των αδυνάτων αδύνατο να τον γελάσει κανείς ή έμπορος ήταν ή πλασιέ ή κλεπτομανής ή πεινασμένος. Μα έξω απ’ το μαγαζί του έφτανε να του κάνεις ένα μικρόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και που λες φίλε μου… | του Αντώνη Κουκλινού Έσκυψα μέσα μου να σμίξω, με παλιές αναμνήσεις. Σε παλιούς, όμορφους, ανέμελους, καιρούς. Κοπελάκι του δημοτικού… Στο χωργιό μου τη Γληγοργιά… Πάνω και κάτω Τεμενέλι, λέμε μνια περιοχή με πολλά μικιά περβολάκια. Με τρεχάμενο κρυγιό νερό και μνια στέρνα παραδίπλα. Από κεία ήχενε καταπότη και ποτίζανε ούλοι τα ζαρζαβατικά ντως. ΣεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…