«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω»… ο ποιητής των λαών του κόσμου Πάμπλο Νερούδα | του Θεματοφύλακα ιστορικής μνήμης
Διακρίθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και θεωρείται ο σπουδαιότερος ποιητής του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες. Σαν σήμερα, πριν από 49 χρόνια πέθανε ο κορυφαίος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα σε ηλικία 69 χρονών, στην πόλη Σαντιάγο της Χιλής. «Ποίηση και πάλη των τάξεων οι στίχοι μου», είχε πει ο ίδιος στο Συνέδριο των οπαδών της ειρήνης στο Μεξικό. «Οι στίχοι μου δε θέλουνε να υποταχτούνε στο αποκαρδιωτικό δράμα ενός κόσμου σε παρακμή, ούτε και στην αφηρημένη και βασανιστική λατρεία για προσκύνηση για ό,τι δε σημαίνει πια τίποτα το ζωντανό».
Ο Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, γνωστός ως Πάμπλο Νερούδα γεννήθηκε στο Παράλ της Χιλής, στις 12/7/1904. Δίχρονος, με το σιδηροδρομικό πατέρα του, εγκαθίσταται στο χωριό Τεμούκο. Από μικρός διαβάζει φημισμένους Λατινοαμερικανούς και Ευρωπαίους συγγραφείς. Στο Γυμνάσιο, η καθηγήτριά του Γκαμπριέλα Μιστράλ (λογοτεχνικό ψευδόνυμο της Lucila Godoy Alcayaga), η πρώτη Λατινοαμερικάνα που πήρε Νόμπελ Λογοτεχνίας, τον μυεί στην κλασική ρωσική λογοτεχνία. Γυμνασιόπαιδο, ακόμα, δημοσιεύει ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, με διάφορα ψευδώνυμα, αφού δεν του επιτρέπει ο πατέρας του. Έτσι υιοθετεί και το όνομα Νερούδα, από τον Τσέχο συγγραφέα Γιαν Νερούντα (Jan Neruda). Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο γαλλική φιλολογία και μετέχει στους φοιτητικούς αγώνες. Αφήνει το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Ηλιοβασιλέματα».
Το 1927 μπαίνει στο διπλωματικό Σώμα. Από το 1934-1937 είναι διπλωμάτης στην Ισπανία. Παίρνει μέρος στη μάχη του ισπανικού λαού. «Ο κόσμος άλλαξε κι έχει αλλάξει και η ποίησή μου», λέει ο Νερούδα. Το 1937 γράφει την ποιητική συλλογή «Ισπανία στην καρδιά». Το 1942 και το 1943 γράφει δυο «Τραγούδια αγάπης για το Στάλινγκραντ».
«Στα τέλη του 1943 ξαναγύρισα στο Σαντιάγο. Εγκαταστάθηκα στο σπίτι που απόκτησα με το σύστημα των δόσεων. Η χώρα μου δεν είχε αλλάξει: Τρομερή φτώχεια στις περιοχές των μεταλλείων και η κομψή κοινωνία που γέμιζε το Κάντρι Κλαμπ. Έπρεπε ν’ αποφασίσω. Η απόφασή μου μού στοίχισε καταδιώξεις και στιγμές εκρηκτικές», γράφει ο Νερούδα. Στις 15/7/1945 οργανώνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής, του οποίου εκλέγεται και γερουσιαστής.
Ο Νερούδα, επειδή καταγγέλλει τον εκλεγμένο και με τις ψήφους του ΚΚΧ Πρόεδρο Γκονσάλες Βιδέλα, διώκεται. Με εντολή του παράνομου πλέον ΚΚΧ, βγαίνει στην παρανομία. Διασχίζοντας τις βουνοκορφές των Άνδεων, περνά στην Αργεντινή. Με το διαβατήριο του φημισμένου Αργεντινού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας (Miguel Ángel Asturias Rosales), φθάνει στο Παρίσι. Οι Πικάσο, Ελυάρ και Αραγκόν φροντίζουν να του δοθεί πολιτικό άσυλο και γαλλικό διαβατήριο.
Το 1950 έγινε μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Επισκέπτεται πολλές φορές την ΕΣΣΔ, όπου τις εμπειρίες αυτής της περιόδου της ζωής του καταγράφει στο λυρικό ημερολόγιο «Τα αμπέλια και ο άνεμος». Στην ΕΣΣΔ γνωρίζει σπουδαίους Σοβιετικούς δημιουργούς και τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ.
Το 1951 τού απονέμεται το βραβείο «Στάλιν».
Ο Νερούδα, από το 1952 έως το 1957, ζει στην πατρίδα του. Στη δεκαετία του 1960, το ΚΚΧ απονέμει στον Νερούδα το μετάλλιο «Ρεκαμπάρεν» (η ανώτατη κομματική διάκριση στη μνήμη του πρωτοπόρου «οδηγητή» της εργατικής τάξης της Χιλής). Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Μετά τη νίκη της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular) στέλνεται ως πρέσβης στο Παρίσι. Η χιλιανή κυβέρνηση ζητά από τον ποιητή της να γυρίσει από το Παρίσι, για να βοηθήσει στις εκλογές της 4ης Μάρτη 1973. Άρρωστος, ήδη, επιστρέφει το Γενάρη του 1973.
Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου…
Στις 6 Σεπτέμβρη του 1973, ο χιλιάνικος λαός τιμά τον ποιητή του, στο Στάδιο του Σαντιάγο. Παρών και ο ίδιος, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του.
Στις 11 Σεπτέμβρη, με τις πλάτες των ΗΠΑ, εκδηλώνεται και επικρατεί στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον στρατηγό Πινοσέτ, που ανατρέπει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, η οποία διήρκεσε 1.141 μέρες. Ο Πρόεδρος Σαλβαδόρ Αλιέντε πεθαίνει ηρωικά, υπερασπιζόμενος το προεδρικό μέγαρο. Τα γεγονότα επιδεινώνουν την υγεία του Νερούδα, που βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό και στερούμενος και την ιατρική περίθαλψη. Πεθαίνει στις 23 Σεπτέμβρη 1973.
Ο χιλιάνικος λαός, παρά τις σκληρές διώξεις, αψηφά την προειδοποίηση του καθεστώτος, να μη γίνει η κηδεία του Νερούδα δημόσιο γεγονός και συνοδεύει στην τελευταία κατοικία του τον ποιητή, τραγουδώντας τη Διεθνή και τον Ύμνο της Λαϊκής Ενότητας. Η κηδεία του Νερούδα μετατρέπεται στην πρώτη αντίσταση του χιλιάνικου λαού στη χούντα του Πινοσέτ. Ήταν η πρώτη μεγάλη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στην αμερικανοκίνητη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής, ενώ τα έργα του ήταν απαγορευμένα στην χώρα του μέχρι και το 1990.
«Κάποιος μ’ ακούει και δεν το ξέρουν,
όμως εκείνοι, που γι’ αυτούς τραγουδάω και που
το ξέρουν
συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο»
Έτσι τέλειωνε ο Πάμπλο Νερούδα το ποίημά του «Ο Λαός», ξέροντας ότι και μετά το θάνατό του, τα τραγούδια του για το λαό του και όλους τους βασανισμένους λαούς, θα είναι πάντα πηγή δύναμης της πάλης των λαών για το δικό τους μέλλον. Γι’ αυτό που και ο ίδιος πάσχιζε μ’ όλες του τις δυνάμεις μέσα από τις γραμμές της οργανωμένης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης…
Ο Π. Νερούδα, το 1972, έλαβε το βραβείο Νόμπελ. Παρ’ όλα αυτά δε δίστασε να τονίσει: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε σε ποίημά του, το 1955:
Πάμπλο
Πάμπλο Νερούδα
αδερφέ μου
αδερφέ του κόσμου.
Το γράμμα που μου ‘στειλες δεν το ‘λαβα –
Πολλά σίδερα βάζουν στη νύχτα
για να μην ανταμώσουνε τα χέρια μας.
Δεν ξέρουν
πως τα χέρια μας σκάβουν κάτω από τα σίδερα.
Δεν ξέρουν
πως οι στίχοι μας ανατέλλουν πάνω από τα σίδερα.
Δεν ξέρουν πως για εμάς σίδερα δεν υπάρχουν…
Η Δανάη Στρατηγοπούλου – Χαλκιαδάκη, πνευματική προσωπικότητα, πάντα ανήσυχη και ασυμβίβαστη, η τραγουδίστρια με τη βελούδινη φωνή, που ονομάστηκε «αηδόνι του Αττίκ», ήταν συνάμα η ποιήτρια που, με τη μεταφραστική πένα της, πρώτη «έφερε» στην Ελλάδα τα ποιητικά «Άπαντα» του μεγάλου Χιλιανού, παγκόσμιου ποιητή, Πάμπλο Νερούδα και το κορυφαίο του «Κάντο Χενεράλ». Η ελληνική ευαισθησία της έσμιξε «με τον αντρίκειο χιλιανό λόγο και γέννησε στα Γράμματά μας τον Έλληνα Νερούδα », έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Έλληνας ποιητής επιλέγει να απευθυνθεί και στον Νερούδα στο περίφημο ποίημά του «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί», όντας εξόριστος στον Άη Στράτη.
…Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Ερεμπουργκ, στον Αραγκόν και στον Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου, παρά μονάχα, να, γιατί και ‘μεις όπως και ‘σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα ‘ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή…
Εξεγερμένη Αμερική (1800) –
Οικουμενικό Τραγούδι (1950),
IV.─ Οι Ελευθερωτές
Η χώρα μας, χώρα πλατιά, ερημωμένη,
ψίθυρους γέμισε και στόματα και μπράτσα.
Πήρε μια ήρεμη φωνή να σιγοκαίει,
κρυφά το ρόδο το παράνομο συνάζει,
ώσπου τραντάχτηκαν, σκεπάστηκαν οι κάμποι
από έναν άγριο καλπασμό κι αχό μετάλλων.
Ήταν η αλήθεια της σκληρή σαν το αλέτρι.
Τη γη διάλυσε, θεμέλιωσε τον πόθο,
καταποντίστηκε η άθλια προπαγάνδα,
μες στην απόκρυφη την άνοιξη βλασταίνει.
Ήταν το άνθος της βουβό, κι απαρνημένο
το συναγμένο φως, ξυλοκοπήθηκε άγρια
η συνεργατική μαγιά και το αιθέριο
φιλί απ’ τα καταχωνιασμένα λάβαρά της,
όμως ανάβλυσε τσακίζοντας τους τοίχους,
κι από τη γη τα δεσμωτήρια ξεριζώνει.
Ένας αγέλαστος λαός έγινε η κούπα
κι άντλησε αυτή από κει ιδέες αποδιωγμένες
και τις μετάδωσε στα πέρατα του κόσμου,
ατσαλωμένες στου λαού τα εργαστήρια.
Kαι μέσα από παλιές σελίδες ξεχασμένες,
βγήκε με τα φτερά της άνοιξης στους δρόμους.
Είναι η ώρα η χτεσινή, τ’ απομεσήμερου ώρα,
ώρα του σήμερα ξανά και της ελπίδας
ανάμεσα σε δυο στιγμές: θανάτου – γέννας,
σε κακοτράχαλη εποχή που πλέει στο ψέμα.
Πατρίδα, σ’ έχουνε γεννήσει ξυλοκόποι,
αβάφτιστα παιδιά, μαστόροι ξυλουργείων,
αυτοί που μες από τα σπλάχνα τους –πετώντας,
σαν τα πουλιά–, δώσανε μια σταγόνα αίμα,
και σήμερα πιο δυνατή ξαναγεννιέσαι,
εκεί που ο δεσμοφύλακας και ο προδότης
πως ήσουν πίστευαν για πάντα ποντισμένη.
Σήμερα απ’ το λαό θα γεννηθείς σαν τότε.
Σήμερα απ’ την καπνιά θα βγεις κι απ’ τη δροσούλα.
σήμερα θα ’ρθεις και τις πόρτες θα τραντάξεις
με χέρια ρημαγμένα, με κομματιασμένη
ψυχή που άντεξε, και με χιλιάδες μάτια
που ο θάνατος ποτέ δεν μπόρεσε να σβήσει,
με εργαλεία ταπεινά,
όπλα κρυμμένα κάτω απ’ τα κουρέλια.
Στον Εμιλιάνο Ζαπάτα
Κι όταν γίναν αβάσταχτες οι πίκρες
στη γη, και μόνο αγκάθια ρημαγμένα
ήταν των χωρικών ο μόνος κλήρος,
κι όπως ξαναφανήκανε τα όρνια
με τις γενειάδες τις φριχτές και τα μαστίγια,
ήρθε καλπάζοντας έν’ άνθος και μια φλόγα…
Μεθυσμένο πηγαίνω
και στην πόλη τραβώ…
χλιμίντρησε η ανατολή που αχνοφαινόταν
και σείστηκε η γη απ’ τα μαχαίρια,
βγήκε ο παρίας απ’ τη μαύρη του την τρύπα
κι έπεσε σαν ξεσπυρισμένο καλαμπόκι
στην άγρια μοναξιά που βασιλεύει.
στον αφέντη να πω
που με κάλεσ’ εκεί
Τότε ο Ζαπάτα έγινε αυγή κι έγινε η γη του.
Και φάνηκε στου ορίζοντα το βάθος
η αρματωμένη φύτρα του λαού του.
Με τα νερά και με τα σύνορα χυμάνε
η σιδερένια νερομάνα της Κοαουίλας
και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρας:
μες στο σαρωτικό του βήμα μπαίνουν όλοι,
της αγροτιάς τ’ αλογοπέταλα τυφώνας.
πως κι αν φύγει απ’ το ράντσο
θα γυρίσει ξανά
Μοίρασ’ εσύ ψωμί και γη:
κι εγώ κοντά σου.
Τα γλαυκά μάτια της αγάπης μου αφήνω.
Τώρα, Ζαπάτα, πάω με τη δροσούλα
που πίνουν οι αυγινοί καβαλαραίοι,
απ’ τις φραγκοσυκιές ρίχνω ένα σμπάρο
μέχρι τα σπίτια με τα ρόδινα ντουβάρια.
…στα μαλλιά κορδελάκια
μην κλαις για τον Πάντσο…
Πάνω στις σέλες το φεγγάρι αποκοιμιέται.
Ο θάνατος το στρώνει κι έχει αράξει
μαζί με τους στρατιώτες του Ζαπάτα.
Κάτω απ’ της μαύρης νύχτας τα ταμπούρια
το όνειρο κρύβει καλά το ριζικό του,
υφαίνοντας το ζοφερό του πέπλο.
Τρώει η φωτιά τον άγρυπνον αγέρα:
ιδρώτας, ξίγκι και της νύχτας το μπαρούτι.
…Μεθυσμένο πηγαίνω
να ξεχάσω ζητώ…
Πατρίδα ζητάμε για τον ταπεινωμένο.
Χωρίζει το μαχαίρι σου τον κλήρο
οι ντουφεκιές κι οι καβαλάρηδες τρομάζουν
τους μπράβους και το δήμιο με τα γένια.
Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
Σήκω και κάλπασε με τον Ζαπάτα.
…Να τον πάρω μαζί μου
μ’ αυτός μου ’πε ποτέ…
Μεξικό, έρημη αγροτιά, αγαπημένη
πατρίδα μου στους σκλάβους μοιρασμένη:
πίσω απ’ το αραποσίτι ήρθαν στον ήλιο
οι ιδρωμένοι κεντυρίωνές σου.
Έρχομαι να σε τραγουδήσω απ’ το χιόνι.
Στη μοίρα σου άφησέ με να καλπάσω
μπαρούτι και αλέτρια φορτωμένος.
…κι ας ήταν να κλάψει:
γιατί να ’ρθω ξανά;…
Γουαγιακίλ (1822)
Σαν μπήκε ο Σαν Μαρτίν, κάτι από νύχτιο
δρόμο ακαθόριστο, πετσί και ίσκιους,
μπήκε στη σάλα.
Ο Μπολίβαρ καρτερούσε.
Αιστάνθηκε ο Μπολίβαρ το τι ερχόταν.
Αέρινος, μεταλλικός, αστραπιαίος
τα πρόβλεπε όλα, αμέσως, στο φτερό,
κι έτρεμε σύγκορμος
εκεί, μες στο κατάκλειστο δωμάτιο
στης Ιστορίας τα σκοτάδια.
Ερχόταν απ’ τα υψίπεδα του απείρου,
απ’ τ’ αστροφώτιστο διάστημα,
ακάθεκτος καλπάζει ο στρατός του
διαλύοντας τα μάκρη και τη νύχτα,
σε αόρατο ένα σώμα καπετάνιος,
σέρνοντας πίσω του χιονοστιβάδες.
Tρέμει το φως της λάμπας και η πόρτα
πίσω απ’ τον Σαν Μαρτίν κρατάει
τη νύχτα που αλυχτάει, ποτάμι
ζεστό και τον ξεβράζει μέσα.
Τα λόγια τους ανοίγουν μονοπάτι
που πάει κι έρχετ’ απ’ τον ένανε στον άλλον.
Κι έτσι συνομιλώντας οι δυο άντρες,
συγκρούστηκαν, ξεγλίστραγαν,
ξεφεύγαν, διαφωνούσαν.
Έφερνε ο Σαν Μαρτίν από το Νότο
ένα σωρό δυσοίωνες προβλέψεις,
τη μοναξιά των ακατάβλητων ιππέων,
τα άλογά τους που φρουμάζουν
στη γη χτυπώντας τις οπλές τους,
να ενώσει τους γενναίους του μ’ εκείνον.
Μπήκαν απ’ τη Χιλή μαζί του
σκληρόπετσοι αγρότες μουλαράδες,
στρατός αργός και σιδερένιος,
προετοιμασμένοι για τη μάχη,
λάβαρα με τ’ αρχαία ονόματά τους
πάππου προς πάππου εκεί στην πάμπα.
Μιλώντας σαν να πάλευαν σώμα με σώμα,
βουβά, βαθύ ένα χάσμα τους χωρίζει.
Δεν ήταν λόγια, ήταν εκρήξεις
άγριες από δυο αντίπαλα πεδία,
μια πέτρα ανθρώπινη που πέφτει
σε τοίχο αδιαπέραστου μετάλλου.
Τρέχουν χωρίς αντίκρισμα οι λέξεις.
Μπροστά του ο καθείς έβλεπε τώρα
μόνο τα λάβαρά του.
Ο ένας, μια εποχή με άνθη πυρακτωμένα,
ο άλλος, παρελθόν ροκανισμένο
κι όλος ο πόνος του στρατού του.
Κάτασπρο χέρι πλάι στον Μπολίβαρ
καρτέραγε, τον αποχαιρετούσε,
μάζευε τα φλεγόμενα σπιρούνια,
λινά έστρωνε στο νυφικό κρεβάτι.
Ο Σαν Μαρτίν μένει πιστός στις πεδιάδες.
Ένα άτι τ’ όνειρό του που καλπάζει,
βραχνάς με χαλινάρια και με ρίσκα.
Ελευθερία του η ομοψυχία της πάμπας.
Σιτοβολώνες τον προστάζουνε στη νίκη.
Έχτιζε ένα όνειρο ο Μπολίβαρ,
σ’ άλλη διάσταση, άσβεστη μια φλόγα
τρέχει και πυρπολεί τα πάντα,
όνειρο αλλιώτικο, που τον κρατάει
σαν φυλακή, παραδομένον στην αχλή του.
Πέφτει η σιωπή κι οι λέξεις πεθαμένες.
Και ξανανοίγει η πόρτα, μπαίνει πάλι
η νύχτα της Αμερικής, πλατύ ποτάμι
με χίλια στόματα διαμιάς που ανοιγοκλείνουν.
Κι αυτή τη νύχτα ο Σαν Μαρτίν ξαναγυρίζει
στην απομόνωσή του, στα σπαρτά του.
Θα πορευτεί ο Μπολίβαρ μοναχός του.
Ερωτικά
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το αργυρό που σε γεννά.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη μου,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου μου το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πέθαινα.
Aν με ξεχάσεις…
Ένα
θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ λίγο λίγο.
Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ’έχω λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.
Ήσουνα το μπερέ το γκρι και η ήσυχη καρδιά.
Στα μάτια σου παλεύανε του δειλινού οι φλόγες.
Και τα φύλλα πέφτανε στο νερό της ψυχής σου.
Στα χέρια μου πιασμένη σαν το αναρριχητικό,
συλλαμβάνουν τα φύλλα την αργή φωνή σου κι ήσυχη.
Πυρά της έκπληξης όπου η δίψα μου καιγόταν.
Γλυκέ γαλάζιε υάκινθε πλεγμένε στην ψυχή μου.
Νιώθω να ταξιδεύουνε τα μάτια σου απ’ το μακρινό φθινόπωρο:
γκρίζο μπερέ, φωνή πουλιού, καρδιά σπιτίσια
όπου αποδημούσαν τα βαθιά τα θέλω μου
κι έπεφταν τα χαρούμενα φιλιά μου σαν τη θράκα.
Απ’ το καράβι ο ουρανός. Ο κάμπος απ’ τους λόφους.
Η θύμησή σου είν’ από φως, καπνό και ήσυχη λιμνούλα!
Πιο πέρα από τα μάτια σου καιγόντουσαν τα δειλινά.
Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στριφογύριζαν στην ψυχή σου.
Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.
Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου
με ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου;
Εγώ είμ’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου
με ψηφία καπνού στ’ αστέρια το Νότου!
Άσε με… άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν’ ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.
Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.
Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ’ άραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.
Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να ’ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ’ έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ’ τα μάτια σου
ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.
Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Στην ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ’ αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.
Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει,
ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
Στο βίντεο που ακολουθεί: Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Heiner Vogt, Πάμπλο Νερούδα, Κάντο Χενεράλ, με τη χορωδία Rundfunk, Ανατολικό Βερολίνο 1980
Επιμέλεια-επιλογή: Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης