Χρόνος ανάγνωσης περίπου:20 λεπτά

Η αξεβράκωτη… | του Αντώνη Κουκλινού

Νοικοκύρηδες και καλοστεκούμενοι ήτονε…

Οι πλιά δουλευταράδες του χωργιού, μα ίσαμ’ εκειά.

Και οι δυό ντονε κοντά στα σαράντα, με δυό χρόνους διαφορά.

Σπίθια γυρομπεντενιασμένα, χωράφχια ούλα σώπατα και περβόλια με πηγάδια ούλα ποτιστικά.

Ένα σωρό μαξούλια βγάνουνε κάθα χρόνο και γεμίζου ντα πιθάργια, λάδια και καρπό.

Ίντα τα θες όμως… καταδιά ν’ ανοίξουνε σπιτικό δικό ντο νε δε ν’ έχουνε ακόμη καωμένη.

Κι’ ούλα τα φταίει η γρά, η μάνα ντος… σκιάς δέκα χρόνους περνά το ν’ αφέντη ντως και ετσα στραβόξυλο δε ν’ έχει άλλο το χωργιό.

Η μνιά τση ξινίζει κ’ η γι’ άλλη τση βρωμεί… δυό τρία προξενιά απου τω ‘σε πέψανε, σα ντό κουσε, ετσίνα οσά ντη ν’ αελιά κι εχάλανε τη δουλειά.

Ότι πεί αυτή γίνεται… τρείς άντρες, δυό γιούς κι ο αφέντης τως τσ’ έχει να στέκουνε στο ν’ ένα μ-πόδα… ένας άκλαιρος μπάρμπας τση, τη νε πάντρεψε με το ν’ Αθανάση απου το ν’ είχενε δουλευταρά στα χωράφχια ντου και σα ν’ επόθανε τση τά ‘φηκενε ούλα στ’ όνομά τζη.

Για κειό νά επήρενε ουλονώ το ν’ αέρα και τσι λαλεί εδά, από ένα μ-πόρο.

Στο χωργιό τη νε τσουτσουρίζουνε λιόχεντρα… κιανείς δε θέλει να μπερδέσει στη γλώσσα τζη… ακόμη κι ο παπάς φοβάται να τη νε ξεμολοήσει στη ν’ εκκλησά.

Μνιά ν’ αμπλά απου έχει στο χωργιό, αρά και που θα κουτελώσουνε να πούνε το χαιρετισμό, γιατί στα σπίθια ντως δε μ-πατεί τα πόδια τζη, μούδε η μνιά μούδε η γ- άλλη και είναι αιτία πως τση τά ‘γαψε ούλα αφτινής.

Άμα έχεις να κάμεις με έτσα αθρώπους καλιά να λείπει.

Κιαμνιά χωργιανή δε θέλει να μπεί νύφη εκειά μέσα να γραντήσει… μα και να θέλει δηλαδή δε θα τη ν’ αφήσει η ψακωμένη.

Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως…

Μνιά ν’ ημέρα, η γρά ήσπριζε τσ’ αυλές κ’ εστραβοπάτησε στο σκαλούνι και τα στένει καντηλιέρι.

Επρήστηκενε ο πόδας τση κι εγίνηκενε μπριντούσκι… έσπασε και ένα πλευρό και μουγκρίζει οσά ντο βούι από τσι πόνους.

-Παναγία μου ίντα μου γίνηκε και εσκοτώθηκα, απου να βγού ντα μάθια ντος, απου με βλαστημήξανε.

Γροικά τσι κατάρες ο άντρας τση και τση κάνει…

-Να βρούμενε κιαμνιά γυναίκα να σε ποσάζει εδά που δε μπορείς να μεταξεσύρεις, να μα σε μαγερεύγει, να μα σε πλύνει κιόλας.

-Και πχιά κοντώ θα βρείς να μου κουβαλήσεις μέσα στο σπίτι μου, όχι δε θέλω, εσείς θα κάνετε τη λάτρα του σπιθιού.

-Μα ίντα λες εδά πως θα κάμωμε εμείς τα νοικοκεράτα σου…!!! Πχιός θα μαγερεύγει πχιός θα πλύνει πχιός θα κάθετε να σε ποσάζει…

Θα πάω να ρωτήξω στα γυροχώργια αφού δε θες χωργιανή και θα βρώ άθρωπο να μα σε κατασταίνει.

Η αλήθεια είναι πως εποκατούμωσε η γρά γιατί θωρεί τα δύσκολα πως δε ντα βγάνουνε οι άντρες πέρα…

Εκαβαλήκεψε το μουλάρι και γέρνει τα ίσα πέρα, να γυρεύγει γυναίκα για το σπίτι.

Σα ν’ έφταξε στο διπλανό χωργιό, ήκατσε σ’ ένα καφενείο να πχεί καφέ και να ρωτήξει το γ-καφετζή.

-Μπα να κατέχεις καφετζή κιαμνιά γυναίκα να θέλει να δουλέψει στο σπίτι μου..; γιατί ήπεσε η κερά μου και είναι κατάκοιτη και είμαστονε τέσσερεις νομάτοι και θέμενε τη λάτρα και τα μαγεροψήματα μας.

Έξυσε τη γ-κεφαλή ντου ο καφετζής και του κάνει…

-Μνιά γ-κοπελιά γύρω στα τριάντα ήχασε τη μάνα τζη εδά και μνιά ολιά γ-καιρό και επόμεινε ορφανή… να τση φωνιάξω κ’ ανε θέλει, θα σού ‘ρθει γάντι η δουλειά.

-Άμε μρε κουμπάρε να τση το πεις και μιστό θα κάμεις…

-Να πάω θέλει μα να κατέχεις πως δε ν’ έχει παει ποτές στση αλάργω απ’ το χωργιό μας και θα νάναι δύσκολο μνιά ολιά.

-Άμε να τση φωνιάξεις και θα τα κουβεδιάσωμε έπαέ μπροστά σου ούλα.

Εσιβάστηκενε η κοπελιά αλλά με μνιά συμφωνία… να τη νε φέρνουνε κάθα Σαββάτο να θυμνιάζει τη μάνα τζη και να ποτίζει τσ’ αυλές του σπιθιού.

Εμάζωξε δυό τρία ρούχα κι επέζεψε στο μουλάρι να πάνε στο χωργιό.

Με το που τη ν’ είδενε η γρά, εστρούφηξε τη μούρη τζη και ντακέρνει τη ν’ ανάκριση…

-Γιάντα φορείς το μπολίδι στη γ-κεφαλή, κιανείς επόθανε..?

-Έχασα τη μάνα μου πριν λίγο γ-καιρό γι’ αυτό φορώ τα μαύρα…

-Έχεις οικογένεια..; άντρα…κοπέλια..;

-Όσκες…ολομόναχη επόμεινα…

-Κατέχεις να μαγερεύγεις…; να μα σε πλύνεις και να ποσάζεις τσι δουλειές του σπιθιού…; α δε γατέχεις να γιαγύρεις στο χωργιό σου για δε θέλω άλλους μπελάδες στη γ-κεφαλή μου.

-Γυναίκα είμαι κοντοσιμώνω τα τριάντα μπλιό, λες να μη γατέχω να κάνω τη νοικοκερά…; σιγά το δύσκολο.

-Κι αφού είσαι καλή νοικοκερά γιάντα δε ν’ επαντρεύτηκες ίσαμε εδά…;

-Ετούτη να τη κουβέντα θα τη γ-κάμωμε άλλη γ-ώρα ανε θες… εδά έχομε άλλη δουλειά…να σαπουνίσωμε το μ-πόδα σου απου είναι πρησμένος και να μου πεις ίντα θες να μαγερέψω.

Οι δυό γιοί ελείπανε στη ν’ εξοχή και σάμε να βραδιάσει, το σπίτι, εγίνηκενε κούπα… λάμπει από τη λάτρα και μοσκομυρίζει.

Η γρά ξαπλωμένη στα κάτασπρα σεντόνια, με τσι μαξελάρες στα πόδια τζη, ταϊσμένη και ποσασμένη.

Με το που φτάξανε στη ν’ αυλή επόρισε όξω να τσι καλησπερίσει και να βοηθήσει να ξεφορτώσουνε τα μουλάργια και να κουβαλήσουνε μέσα τα ξύλα.

-Καλώς όρισες στο κονάκι μας… από πού μας έρχεσαι και πως σε λένε κοπελιά;

-Κυργιακή με λένε και έρχομαι από το διπλανό χωργιό… ο αφέντης σας ήρθενε και με βρήκε.

Σα ν’ εσυστηθήκανε κ’ εμπήκανε μέσα, είχενε το τραπέζι στρωμένο και καθίζουνε να φάνε…

Ευκαιρία για κουβέντα και να μάθει ο ένας τ’ αλλού τη ν’ ιστορία…

-Εγώ επόμεινα απάντρευτη για δε ν’ έχω στο ν’ ήλιο μοίρα και εδά απου έχασα και τη μάνα μου χειρότερα… εσείς όμως απου τά ‘χετε ούλα γίαντα επομείνετε ετσά λογιώς… πχιά είναι η αιτία…

-Δε ν’ ήρθενε το τυχερό μας ακόμη, τση κάνει ο Γιώργης ο πλιά μεγάλος… η αλήθεια είναι πως ετούτα νά τα πράματα τα κανονίζει κι ο Θεός κιαμνιά φορά ως φαίνεται.

-Μπορεί να ναι και του Θεού μα πρέπει πως φταίμενε κι εμείς… κάνει ο Κωστής ο πλιά μικιός… η μνιά μα σε ξινίζει κ’ η γ- άλλη δε μα σ’ αρέσει… μα ίντα τα θες άμα κάνουνε άλλοι τα κουμάντα…

Οι κουβέντες εγροικούντονε στα αφθιά τση γράς, και γροικά να κρεπάρει…μα ίντα θα κάμει απου δε μπορεί να ταράξει…

Δε ντη ν’ είδενε με καλό αμάτι ετούτη να τη ν’ αξεβράκωτη απου επήγε κι ανεμάζωξε ο προκομμένος τση… και ως καταλαβαίνει η δουλειά θα μπερδέσει εδά πολλώ λογιώ.

Για τα νοικοκεράτα τζη δε μπορεί να τση βρεί ψεγάδι, γιατί ξετρέχει ούλες τσι δουλειές.

Εκειονά από τη τρώει είναι η γλώσσα τζη, απου έχει για ούλα μνιά ν’ απάντηση και σε αποστομώνει.

Δε θα τα πάνε καλά καθόλου ως φαίνεται, γιατί σάμε εδά είχε τ’ απάνω χέρι σε ούλα και εδά θωρεί να μη τζη περνά… και το πλιά σπουδαίο είναι πως… ως δείχνει το πράμα ο Γιώργης τη νε ψιλοκόβγει με τα μάθια ντου.

Αφρουκάται ίντα λένε και βράζει στο ζουμί τζη…

-Με το κύρη σας εκάμαμε μνιά συμφωνία και κάθε Σαββάτο θα με πηγαίνετε στο χωργιό να θυμνιάζω τη μάνα μου, να ποτίζω τσ’ αυλές και να ανοίγω τσι πόρτες να μη ρημάξει το σπίτι μας.

-Εγώ θα σε πηγαίνω με το μουλάρι και θα σε φέρνω οπίσω μη ν’ ανησυχείς…τση κάνει ο Γιώργης… κι ανε θες και πράμα δουλειά να κάμωμενε να πάρω και το ν’ αδερφό μου να βοηθήσει…ίντα λες εσύ Κωστή…;

-Ναι ναι… ανε χρειαστεί έπαέ με και του λόγου μου.

Ο πατέρας καμαρώνει στο τραπέζι… δε βγάνει άχνα γιατί φοβάται τη γρά πως θα του στραβομουτσουνιάσει, μα γροικά τσι γιούς και ξεχειλίζει η καρδιά ντου ευχαρίστηση.

Τη ταχινή εσηκωθήκανε αξημέρωτα και εποχασκώσανε…

Η Κυργιακή είχενε ετοιμάσει το γ-καφέ με πρωινό και τσι περίμενε στη κουζίνα… είχενε βγάλει το μπολίδι απου τη γ-κεφαλή και όπως επέφτανε τα μαλλιά τζη στσι κουτάλες εγίνηκενε άλλος άθρωπος.

-Καλώς τσι ελάστε να πχείτε το γ-καφέ να ξυπνήσετε…

-Καλημέρα Κυργιακή… έβγαλες το μπολίδι και έφεξε το σπίτι…τση κάνει ο Γιώργης.

-Έβγαλά το γιατί το πένθος το δικό μου δε ν’ είσαστονε υποχρεωμένοι να το’ χετε μέσα στο σπίτι… κατέχω πως και η μάνα μου θα μου τό ’λεγε να το βγάλω.

-Καλά τό ’καμες μα δε πειράζει… η μάνα μας σε είδενε σήμερο…;

-Η μάνα σας δε μ’ είδενε ακόμη γιατί κοιμάται, αλλά μου φαίνεται πως δε με χονεύγει καθόλου και τάξε πως θα ν’ έχομε εξελίξεις… α δε τσ’ αρέσω, θέλω να μου το πεί ντρέτα μπροστά μου, απου να σηκωθώ να φύγω… δε μ’ αρέσει να με στραβοξανοίγει, για δε ν’ είμαι κοπελάκι και εδά απου θα σηκωθεί θα τα ξεκαθαρίσομε.

Μόνο που τό ‘κουσε ο Γιώργης το ν’ έκοψε κρυγιότη… κατέχει πως η μάνα ντου δε γ-κουντουρίζει και φοβάται τη δουλειά πως θα χαλάσει… δε ν’ είπενε όμως πράμα γιατ’ είν’ η γ-ώρα για τη ν’ εξοχή… σηκωθήκανε να φύγουνε και κόβγει μνιά βγιόλα απου τη γλάστρα και τη δίδει τση Κυργιακής.

-Εμείς φεύγομε και θα τα πούμενε αργά πάλι Κυργιακή…

Η βγιόλα είναι σημάδι πως τη κάνει γούστο και τάξε πως κι εκείνη το ίδιο.

Εξύπνησε η γρά και μπήχνει τσι φωνές…

-Δε ν’ είναι κιανείς επαέ μέσα να μου δώσει μνιά βοήθεια…; ολομόναχη με φήκετε…;

Αγλακά η Κυργιακή και πάει…

-Καλημέρα, καλημέρα έπαέ είμαι, τη κουζίνα καθαρίζω από τσι καφέδες… πέ μου ίντα θες να σου ετοιμάσω να φας για να πχείς τα φάρμακά σου.

Σάμε να τη νε ιδεί με τα μακρά μαλλιά στσι κουτάλες εστρούφηξε…

-Μάχιαλά….ήβγαλες μωρή το μπολίδι…; μάλιστας… ήφηγες απου το χωργιό σου και εξεπένθυσες ντελόγω… ανεγκεμένη σε θωρώ….έτοιμη για παντριγιά… εμά ζόρεεεεεε.

-Δε θα σου κάμω το χατίρι να πχιάσωμε κουβέντα… ανε θες πέ μου ίντα να σάσω να φας και ότι άλλο θες… εγώ για ετούτο νά είμαι στο σπίτι σου… εγώ ανε πενθώ γι ανε γυρεύγω παντριγιές είναι εδική μου τραβάγια και δε σου πέφτει λόγος…

-Ίντα λες μωρή πως δε μου πέφτει λόγος… εγροίκουνε οψάργας τσι μπηχτές σου τάχα μου… γιάντα είναι οι γιοί μου ακόμη απάντρευτοι… μα άμα είναι να βρούνε μνιά ν’ αξεβράκωτη σα ν’ εσένα, καλιά να τσι θάψω…

-Έχεις κοντώ να πεις κ’ άλλα…; α ν’ είναι να τα πεις εδά για θα σηκωθώ να σε παραιτήσω σύξυλη ετά στο κρεββάτι και θα πάω στο σπίτι μου… όρεξη δε ν’ έχω να θωρώ να ξινίζεις τα μούτρα σου και να με καταφρονείς…. Μπορεί να μη ν’ εχω βράκα να βάλω μα το κούτελό μου το χω καθαρό…

Κρίμας τα κοπέλια σου απου είναι αθρώποι με αιστήματα και θα ‘χανε οικογένεια καωμένη και οι δυό γιοί σου γιατί τ’ αξίζουνε, με μνιά μάνα όμως, σαν και του λόγου σου δε ντο θωρώ ποθές γραμμένο…

Αδέ ν’ είχενε το μ-πόδα μπαταρισμένο, θελα σηκωθεί να τση μοντάρει να τη νε ξεμαλλιάσει από τα νεύρα τζη… εστρούφηξε κι εντάκαρε τσι σκληρές….

-Χτύπα μωρή αξεβράκωτη όξω απου το σπίτι μου και μη ξαναπατήσεις το μ-πόδα σου έπαέ στο χωργιό…φύγε από μπρός μου…ξεκουμπίδια…

Άλλη κουβέντα δε χρειάστηκε να ’κουστεί… εμάζωξε η Κυργιακή τα πράματα βάνει και το μπολίδι στη γ-κεφαλή και γιαγέρνει στο χωργιό τζη με τα πόδια.

Σά ν’ ήρθενε στο σπίτι ο Αθανάσης, εψυχανεμίστηκε ντελόγω τη δουλειά….

-Ίντα συμβαίνει… που ‘ναι η Κυργιακή…ίντα βρώμα είν’ ετουτη νά που γροικάται στο σπίτι…;

-Σπολά’ι’τί σου απού επρόκοψες να μου βρείς τη ν’ αξεβράκωτη να τη ν’ ανεμαζώξεις στο σπίτι μου μέσα και μ’ έκαμε σκουπίδια πρωί, πρωί κι απος εσηκώθηκε κ’ έφυγε…. Μα καλιά τό ‘χω…ετσά αθρώπους δε τζι θέλω.

Εγούρλωσε τα μάθια ντου απου εβγάνανε σπίθες…

-Έκαμες πάλι του κεφαλιού σου εεεε…; Επόβγαλες ετσά καλό ν’ άθρωπο απου το σπίτι και σε βρήκα μέσα στα σκατά να βρομείς… πχιός θα σε πλύνει εδά πχιός θα σε ξεβρωμέσει… κατέχεις κιανένα να του φωνιάξω…;

-Φώνιαξε τσ’ αμπλάς μου να ’ρθει και λίγη η τραβάγια σου… μη μου φωνιάζεις…!!!

-Εγώ θα τση φωνιάξω μα δε ντο θωρώ να κοπχιάσει, γιατί κι αυτή αξεβράκωτη τη νε λες και το γατέχει.

Κι ετσά εγίνηκενε… μούδε η αμπλά τζη εκόπχιασε να τη νε πλύνει…

-Ίντα θα κάμω εδά…ευτυχώς και λείπουνε τα κοπέλια, να μη θωρούνε τα χάλια σου…

Είδε κι απόειδε ο κακομοίρης και τη ν’ έβγαλε όξω στη ν’ αυλή ήπχιασε το λάστιχο να τη νε καθαρίσει… και δε ν’ έφτανε ετούτο να μα είναι και αμαγέρευτοι.

-Ίντα κάθομαι και σου φρουκούμαι… κατέχεις ίντα σου πρέπει εδά…; Να σε πάω σ’ ένα γηροκομείο να σε παραιτήσω να ξεμπλέξω… ετούτο νά σου πρέπει και θα το σκεφτώ καλά απόψε ετούτο νά…ανάθεμα και τα χωράφχια σου και τα καλά ντως…

Σα ν’ ήκουσε τη κουβέντα ετούτη νά, εποκατούμωσε η γριά.

-Αδέ ν’ αλλάξεις κεφαλή εσύ…θ’ αλλάξω εγώ το τροπάριο έπαέ μέσα στο σπίτι… εκατάντησες γεροντοπαλίκαρα τα κοπέλια μας για δε μα σε σιμώνει άθρωπος μπλιό… ήβρηκα γυναίκα τση προκοπής να μα σε ποσάζει και να σε ξεσκατίζει κάθα μέρα και τη ν’ επόβγαλες… άλλα μπλήρη ίντα κουβέντες θα τσ’ είπες, για να σηκωθεί να μα σε παραιτήσει να φύγει… μα να γατέχεις πως του Γιώργη δε θα του ’ρθει καθόλου ετούτο να και θα τα μπήξετε εδά που θα κοπχιάσει απ’ όξω.

-Ίντα δουλειά ‘χει ο Γιώργης και το ν’ ανεκατώνεις στη κουβέντα… δε μού ’ρεσε και τη ν’ επόβγαλα… ίντα κοντώ να το νε ρωτήξω θέλει…;

-Εδά απου θα ’ρθει, να του το πεις και θα πάρεις τη ν’ απάντηση….

Σα ν’ επροβάλανε στη ν’ αυλή και τη θωρούνε τσ’ ογρασές χάμε και τη μάνα ντως στη καρέκλα να στεγνώνει, εκακοβάλανε…

-Ίντα εγίνηκε στο σπίτι μας πατέρα που είναι η Κυργιακή…

-Ρωτήξετε τη μάνα σας απου κατέχει….

Ντελόγω εκατάλαβε ο Γιώργης πως η Κυργιακή είναι φευγάτη, γιατί το πρωί τα λόγια τζη ήτονε ξεκάθαρα…

Αναστέναξε και γυρίζει προς τη μάνα ντου…

-Επόβγαλες τη γ-κοπελιά από το σπίτι…εφοβήθηκες να μη σου κλέψει κιανένα γιό…;

Ίντα άλλο κοντώ φταίει… νοικοκερά είναι και καλής ψυχής άθρωπος… όμορφη γυναίκα και ικανή να στέσει σπίτι… εσύ όμως έκαμες πάλι το δικό σου… να μη ιδείς γυναίκα να μα σε σιμώσει…

-Δε ν’ ήτονε γυναίκα για τσι γιούς μου και μη μου μανίζετε ούλοι σας… φτάνουνέ με οι πόνοι μου στα πλευρά και στο μ-πόδα…δε με λυπάστε γριά γυναίκα…;

-Δε ν’ ήτονε γυναίκα για τσι γιούς σου… και πχιά κοντώ είναι σο’ι’κιά να τη νε κάμεις νύφη, απου δε χονεύγεις άθρωπο στο γ-κόσμο… μα ίντα κάθομαι και σ’ αφρουκούμε ετόσανα χρόνια και θωρώ τα κοπέλια μας να μαραζώνουνε χωρίς γυναίκα… έπαέ θα τα ξεκαθαρίσομε σήμερο και να το πάρεις απόφαση.

Ο Γιώργης εμπήκενε μέσα στο σπίτι και φωνιάζει τ’ αφέντη ντου, πως θέλει να μιλήσουνε.

-Πατέρα… φεύγω… ετούτη νε τη βολά δε γροικώ πράμα… θα πά’ να βρω τη Κυργιακή να τη νε καλοπχιάσω, να τση ζητήξω συγνώμη και θα κάμω ότι με φωτίσει ο Θεός από ’κειά και πέρα…

-Να πας παιδί μου κι ανε θες θα ν’ άρθω και του λόγου μου, να τση ζητήξω συγνώμη.

-Ναι πατέρα καλιά να πάμενε μαζί…

Σα ν΄είδενε η γρά γιό και πατέρα να φεύγουνε, εκατάλαβε ντελόγω τη δουλειά…

-Ανε μ-πατε να τη ν’ ανεμαζώξετε οπίσω, να κατέχεις Γιώργη πως θα σε κάμω ξόπαιδο… έπαε στο σπίτι μου κάνω τα κουμάντα εγώ.

Εξαγρίγιεψε ο Αθανάσης και ξεσπαθώνει…

-Το σπίτι σου… τα λεφτά σου… τα χωράφχια σου… τα κουμάντα σου… κάτσε έπαέ αμοναχή σου να τα λουστείς… πάμε Γιώργη κ’ άστη νε να βαταλαλεί …!!!

Τόπε και τό καμε…

Εκαβαλικέψανε τα μουλάργια να πά να βρούνε τη γ-κοπελιά στο χωργιό τζη.

Σάμε να φτάξουνε τα κουβεδιάσανε δρόμο, δρόμο και τα συμφωνήσανε πως με τη γρά δε βγαίνει άκρα και πως θα κόψουνε τη γ-κλωστή με τη Κυργιακή κι απός θα ιδούνε ίντα θα πογενεί.

Ανταμώσανε τη Κυργιακή να κάθεται στη ν’ αυλή σκουτουργιασμένη μα σα τζ’ είδενε επρόβαλε στη μ-πόρτα.

-Καλώς τσι εμπάστε μέσα…

-Ήρθαμε να σου ζητήξομε συγνώμη κ’ εγώ κ’ ο Γιώργης γιατί ελείπαμενε απου το σπίτι και σε καταχέργιασε η γυναίκα μου, άδικα τω ν’ αδίκω.

-Κάτσετε να φέρω ένα μ-ποτήρι νερό να ξεκαψωθείτε και θα σας τα πω..

Εμπήκενε μέσα να ετοιμάσει μνιά ρακή και θωρεί απάνω στο τραπέζι ο Γιώργης τη βγιόλα απου τσή ’δωκενε στη χέρα τη ταχινή… η καρδιά ντου επήγε στο ν-τόπο τζη γιατί εκατάλαβε πως η κοπελιά το νε θέλει.

-Η κερά σου είναι μνιά γυναίκα σκληρή, άπονη και κακόψυχη… οι κουβέντες απου μού ’πενε δε σηκώνουνε κιαμνιά συγνώμη μα από σας θα τη νε δεχτώ γιατί δε τζη μνοιάζετε. Μα μη μου ζητήξετε να ξανά ‘ρθω για δε θα το κάμω… πονεμένος άθρωπος είμαι και δε θέλω άλλες τραβάγιες στη γ-κεφαλή μου.

Εσηκώθηκενε ο Γιώργης και πχιάνει το λουλουδάκι απου το τραπέζι και τση το δίδει στη χέρα.

-Ως είναι μαραμένη η βγιόλα που θωρείς, είναι η καρδιά μου για σένα Κυργιακή.

Ήρθα με το ν’ αφέντη μου γιατί έχω τη ν’ ευκή ντου να σου ζητήξω να γενείς γυναίκα μου… κι ανε μου πεις το ναι θα κάτσω έπαέ δε γιαγέρνω στο χωργιό.

Εξάνοιγε αποσβολωμένη το Γιώργη κ’ ετρέμανε τα χέργια τζη να βαστούνε τη βγιόλα.

-Ίντα να πω εδά… χαημένα τά ‘χω και δε γατέχω…

-Να πεις το ναι στο γιό μου να σε κάμω θυγατέρα μου… αυτό περιμένει κ’ αυτός κ’ εγώ…

-Ναι θα πω μα… χωρίς τη ν’ ευκή τση μάνας σου δε γατέχω α ν’ είναι σωστό.

-Τη μάνα μου να μη ντη λογαργιάζεις… δε τζη πέφτει λόγος και η απόφασή μου δε ν’ αλλάζει… πέ μου από πχιό θα σε ζητήξω να του φωνιάξεις ντελόγω να κοπχιάσει.

-Δε ν’ έχω κιανένα στο κόσμο, μόνο το ξερό μου το κορμί… τη μάνα μου είχα μα….

-Δώσετε τα χέργια κοπέλια μου κι από δα κ’ ύστερα είναι δική μου δουλειά… εγώ θα τα ξεκαθαρίσω όπως πρέπει με τη γ-κερά μου.

Εδώκανε τα χέργια και όρκο στο Θεό, μαζί με τη ν’ ευκή τ’ αφέντη, να ζήσουνε και να προκόψουνε.

-Γιώργη άντε δα να πάμενε στο χωργιό, ν’ ανεμαζώξεις τα ρούχα σου και να βρούμενε δαχτυλίδι τση κοπελιάς… γιατί κατά πως φαίνεται θα κάτσεις σόγαμπρος έπαέ.

Σα ν’ εμπήκανε στο σπίτι εγλάκανε ο Κωστής να μάθει τα καθέκαστα και σαν έμαθε πως εδέχτηκενε η κοπελιά επέτανε απου τη χαρά ντου.

-Να ζήσετε αδερφέ μου…!!! Και να πάρω κ’ εγώ σειρά εδά γιατί εμεστώσαμε μπλιό…!

Γροικά από μέσα η γρά τα συχαρίκια και κόντεψε να κόψει το αίμα τζη… μα δε βγάνει άχνα… κατέχει πως μυρίζει μπαρούτι…

Εμπήκενε μέσα ο Αθανάσης και τση κάνει χαρτί και καλαμάρι την απόφαση του Γιώργη να φύγει από το σπίτι να ζήσει με τη Κυργιακή και πως ήδωκενε την ευκή ντου στα κοπέλια και τση λέει να κάμει κ’ αυτή το ίδιο.

Απάνω στη κουβέντα μπαίνει μέσα κ’ ο Γιώργης με τα ρούχα ντου ανεμαζωμένα έτοιμος να φύγει.

-Φεύγω πατέρα γιατί σκοτεινιάζει… όποτε με χρειαστείς κατέχεις που θα να ‘μαι κ’ έλα να με βρείς…

Πάει να πορίσει και του φωνιάζει η μάνα ντου…

-Που κοντώ θα πας και αποχαιρετάς… τη μάνα σου δε ντη νε λογαργιάζεις στη κατάστασή τζη…; ήρθενε μνιά ξενομπάτισσα και μα σ’ έκαμε μαλλιά κουβάργια το σπίτι… γιάντα Γιώργη μου το κάνεις ετονά το πράμα…

-Ποτέ σου δε ν’ εσκέφτηκες το σπίτι σου μάνα… όλο τση κεφαλής σου κάνεις μνιά ζωή… σιμώνω τα σαράντα και ίντα κατάλαβα…; πράμα…τα λεφτά σου, τα χωράφχια σου, τα λάδια σου, τα ξύδια σου…

Εγώ πάω να βρώ το ν’ άθρωπό μου… ανε θες να δώσεις τη ν’ ευκή σου θα τη νε δεχτώ μα θα τη μοιράσεις, σε δυό αθρώπους… στο γιό σου και τη νύφη σου… αλλιώς δε ντη νε θέλω…

-Να πας και να μου γάφεις… ευκές δε δίδω ετσά που τι γυρεύγετε… δε θα κάμεις πολύ καιρό και θα μου χτυπάς τη μ-πόρτα να σ’ ανοίξω… εκειά που πας θα πεινάσεις…

Γροικά ο κύρης του να ποβγάνει το κοπέλι και ξεσπαθώνει…

-Πέ μου μωρή σήμερο εμαγέρεψες…; έστρωσες τραπέζι, έπλυνες, επαράσυρες τσ’ αυλές…; όχι… κατάκοιτη είσαι κι αντί να προσεύχεσαι να ξανασαλέψεις, ποβγάνεις το κοπέλι σου και παρακαλείς να πεινάσει και να σέρνεται στα πόδια ντου να σου χτυπήσει τη μ-πόρτα να ζητήξει ελέηση… ετόση να κακία και εγωισμό δε ντο ν’ έχει άθρωπος.

Μα θα σου πω εγω πχιός θα πεινάσει εδά… τα χωράφχια για να τρως θένε χέργια να τα παλεύγουνε μέρα, νύχτα…τη ταχινή παίρνω και το Κωστή και φεύγω… θα το νε παντρέψω κι αυτό σα και το Γιώργη να βρούνε το σειρά ντως…

Και να γατέχεις πως ήβρηκα αφεντικό να δουλέψωμε και οι τρείς να μη πεινούμε… και κάτσε έπαέ αμοναχή σου να τρως τα κομμάθια σου.

Εποχάσκωσε η γριά… δε ντο περίμενε ετούτο να το πράμα…

-Και θα φύγετε να με παραιτήσετε έπαέ ολομόναχη…; απου δε μπορώ να σαλέψω…; ίντα θα πογεννώ με τέθειο χάλι…

-Δε φεύγομε εσύ μα σε ποβγάνεις με τη ξεροκεφαλιά σου…ίσαμε δά ’καμες ότι ήθελες…από δα και πέρα θα κάμω εγώ κουμάντο… και δεν έχεις να διαλέξεις… ή την οικογένειά σου με ότι απόφαση κ’ αν έχει παρμένη, η κανόνιζε τη πορεία σου… μα να το κατέχεις πως το άδικο δε ντο θέλει ο Θεός.

Δε ν’ επρόλαβε να ποκάμει τα λόγια ντου και πέφτει ξερή απ’ τη καρέκλα χάμε… τη νε λαντούρισε νερό και τσή ’πεζε σκαμπίλια στη μούρη, να ξυπνήσει.

Εφωνιάξανε τση μαμής και τσί ΄καμε μνιά βελόνα και τη βάλανε να ξαπλώσει… μα… μούδε μιλεί, μούδε λαλεί…

-Νοσοκομείο θέλει ντελόγω… γιατί τη ν’ έπχιασε συμφόρεση και θωρώ τη μπούκα τζη πως εστράβωσε μόνο αγλακάτε γιατί δε ν’ είναι τα πράματα καλά.

Στο νοσοκομείο επαληθεύτηκενε η μαμή…

Συμφόρεση τη ν’ έπχιασε τη κακομοίρα, εκόπηκενε η μιλιά τζη, εζάβωσε κ’ η μνιά τζη χέρα και ο πόδας τση τάξε πως δε ν-ταράσσει καθόλου…

Ο γιατρός εσύστησε φροντίδα στο σπίτι και μπορεί με τον καιρό να ξαναβρεί τη μιλιά τζη μα…δύσκολο…

Ίντα θα κάμουνε δα απου θέλει μνιά γυναίκα να τη σάζει και να πχιάνουνε τα χέργια τζη…

Αλλάξανε και τα σχέδια του Αθανάση… εδά δε ν’ εχει κουνημό απου το σπίτι και τα κοπέλια εσκουτουργιαστήκανε… μάνα ντος είναι… καλή, κακή, δε θα τη ’φήσουνε ετσά.

Ο Γιώργης άλλαξε κι αυτός γνώμη να μη φύγει και τσ’ αφήσει αμοναχούς.

-Πατέρα εδά με τη ν’ αρρώστια τση μάνας πρέπει να κάτσω στο χωργιό και δε θα φύγω… θα πα να φέρω τη Κυργιακή στο σπίτι μας και θα βρούμε το σειρά μας έπαέ ούλοι μαζί…

Ετσά εγίνηκε…

Εδώκανε τόπο στη ν’ οργή, αγκαλιάσανε τη ν’ αρωσταρά μάνα ντως και να ιδείς πως τη νε ποσάζει η νύφη… στα πούπουλα τη ν’ έχουνε… πράμα δε τζη λείπει…

Σά ν’ επέρασε μνιά ολιά καιρός επήγε ο κύρης του στη χώρα με τη Κυργιακή να τση πουσουνίσει ρούχα και γόρασε δυό δαχτυλίδια…

-Γιώργη να φωνιάξομε του παπά το βράδυ, να ‘ρθει να σα σε διαβάσει τη ν’ ευκή να βάλετε τα δαχτυλίδια, γιατί δε θέλω να μα σε παίξει ο κόσμος πως έχομε τη γ-κοπελιά ετσά… καπατουμά στο σπίτι μας.

-Ναι πατέρα απόψε θα του φωνιάξω να ‘ρθει…

Σα ν’ εβράδιασε μπροστά στο εικόνιζμα τση Παναγίας, ο παπάς εδιάβαζε τη ν’ ευκή με τα δυό δαχτυλίδια να σταυρώνει τη ν’ εικόνα…

-Έλα Αθανάση να βάλεις το δαχτυλίδι του γιού σου να του δώσεις τη ν’ ευκή σου…

Έβαλε το δαχτυλίδι στη χέρα του Γιώργη κι εκείνος με τα μάθια δακρυσμένα του φιλεί το χέρι…

-Να έχετε την ευκή μου παιδιά μου… Κυργιακή μου τιμή μου και καμάρι μου που είσαι θυγατέρα μου….

Εκείνη τη στιγμή η μάνα έβγαλε μνιά κραυγή…

Εγυρίσανε ούλοι να ιδούνε ίντα έπαθε και τω σε γνέφει να πάνε κοντά… με τρεμάμενη τη ν’ άλλη χέρα, πχιάνει το δαχτυλίδι απ’ του παπά τη χέρα και το βάνει στο δαχτύλι τση νύφης… τα μάθια τζη ετρέχανε ποταμός και σαν έσκυψε η Κυργιακή να τση φιλήσει το χέρι, η μάνα τη ν’ αγκάλιασε σφιχτά, σα να τση ζητούσε συγνώμη…

Επιτέλους…. άνοιξε το κλουβί τση καρδιάς τση, να απαλύνει η ψυχή, να μπεί και να φωλιάσει η αγάπη και η καλοσύνη.

Ο παπάς εσίμωσε κοντά και πχιάνει τη χέρα νύφης και πεθεράς και τα σφίγγει δυνατά…

-Ο σατανάς όξω από δώ κιαμνιά φορά κάνει το ν’ άθρωπο να μη νογά και να παραλοζει… σήμερο εφώλεψε η αγάπη μέσα σας κι εδώκετε τη ν’ ευκή σας να ζήσουνε τα παιδία σας… ο Θεός μα σέ ΄δωκε κι αυτός τη ν’ ευκή ντου να μονιάσετε σαν οικογένεια και ν’ αγαπχιέστε.

Αγκαλιαστήκανε ούλοι μαζί και σαν έβαλε τη ρακή να κεράσει η νύφη, ευχηθήκανε και του Κωστή στα δικά ντου κι ογλήγορα…

Για τα στραβά και τα ανάποδα ετούτου νέ του κόσμου, τα παραδείγματα είναι χιλιάδες, αλλά μπροστά στη ν’ αγάπη, πράμα δε μπορεί να σηκώσει ανάστημα.

Για το αληθές η οικογένεια του Αθανάση μονιαζμένη κ’ αγαπημένη, θα πορευτεί με τη βοήθεια πάντα του Μεγαλοδύναμου…!

Στετέμπρης του δεκαενιά…

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:147