Φράνσις Ντρέικ, ο πειρατής που έγινε λόρδος | του Βασίλη Ραφαηλίδη
Προσέξτε την άκρως εντυπωσιακή ιστορία του πειρατή Φράνσις Ντρέικ, που έγινε σερ. Είναι ο πρώτος στην ιστορία λόρδος εκ πειρατών.
Στις πειρατικές επιχειρήσεις του διασημότερου στην ιστορία της πειρατείας πειρατή, του Φράνσις Ντρέικ, η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ αποφάσισε κάποτε να επενδύσει ένα πολύ σημαντικό μέρος των χρημάτων του βασιλικού θησαυροφυλακίου. Σκέφτηκε προφανώς αυτή η τρομερή γυναίκα, που δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό: Έτσι κι αλλιώς το βασιλικό θησαυροφυλάκιο δημιουργήθηκε με πολλές και συνεχόμενες αρπαγές από τους προγόνους μου. Καθόλου δεν πειράζει, λοιπόν, αν συνεργαστώ κι εγώ μ’ έναν σπουδαίο επιχειρηματία, που τυχαίνει να είναι και πειρατής. Ήδη έχω συνεργαστεί με τόσα και τόσα
καθάρματα, που όλες τις βρομιές τις έκαναν χωρίς να παίξουν το κεφάλι τους κορώνα – γράμματα, όπως ο ατρόμητος Ντρέικ.
Κι έτσι η βασίλισσα Ελισάβετ βοήθησε αποτελεσματικά τον Ντρέικ να αυξήσει πολύ τον πειρατικό του στόλο. Στο εξής κάθε πειρατικό ταξίδι του Ντρέικ με τον καλά οργανωμένο στόλο του θα φέρνει καθαρό κέρδος 4.700% σε σχέση με την επένδυση που είχε κάνει. Επενδύεις εκατό δραχμές και έχεις κέρδος 4.700 δραχμές! Αυτή είναι επένδυση κύριοι! Τούτο το ποσοστό κέρδους (4.700%) αποτελεί αξεπέραστο ρεκόρ σ’ ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, αρχαία και νέα. Και δεν καταρρίφθηκε ποτέ από κανέναν σύγχρονο επιχειρηματία.
Η βασίλισσα Ελισάβετ, εκτιμώντας τη συμβολή αυτού του σπουδαίου πειρατή στην ανάπτυξη τόσο της αγγλικής οικονομίας στο σύνολό της, όσο και του βασιλικού θησαυροφυλακίου ειδικότερα, κάλεσε τον αρχιπειρατή στα ανάκτορα και τον έχρισε λόρδο. Έτσι ο σερ Φράνσις Ντρέικ θα γίνει ο πρώτος και ο μόνος λόρδος πειρατής στην ιστορία της Αγγλίας.
Τούτο το εκπληκτικό γεγονός συνέβη το 1580, την εποχή που ο Σαίξπηρ επένδυε τη μεγαλοφυία του στο περίφημο ελισαβετιανό θέατρο, χωρίς βέβαια να γίνει σερ γι’ αυτόν τον ευτελή λόγο. Βέβαια, αν ζούσε σήμερα θα γινόταν οπωσδήποτε σερ, αφού έγιναν σερ οι σαιξπηριστές ηθοποιοί Λόρενς Ολιβιέ, Ραλφ Ρίτσαρντσον και Τζον Γκίλγουντ. Εμείς οι απόγονοι κλεπτών κάθε μορφής και πειρατών όλων των θαλασσών ξέρουμε να τιμούμε τους πνευματικούς ανθρώπους. Πέρασαν αιώνες από τότε και τα σωρευθέντα ή κληρονομηθέντα «βρώμικα χρήματα» όχι απλώς πλύθηκαν, αλλά έγιναν λαμπίκος. Τόσο, που τώρα πλέον, κανείς να μην ντρέπεται για τα χρήματα που κληρονόμησε, και που κάποτε ήταν οπωσδήποτε βρόμικα. Δεν υπάρχει καθαρό χρήμα, παρά μόνο στον καθαρό εγκέφαλο των αφελών.
Λοιπόν, για να εορταστεί το γεγονός της απονομής του τίτλου του σερ στον αρχιπειρατή Ντρέικ, η βασίλισσα καλεί στα ανάκτορα έναν θίασο για να δώσει παράσταση προς τιμήν του ολόφρεσκου σερ εκ πειρατών, που βέβαια δεν καταλάβαινε τίποτα από θέατρο. Σε μια στιγμή και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δράσης, ένας ηθοποιός που περιφέρεται δώθε κείθε μέσα σ’ ένα σκηνικό που παριστάνει ερείπια κρατώντας ένα κηροπήγιο στο χέρι λέει απελπισμένα: «Πού να το ακουμπήσω, πού να το βάλω»… Και τότε πετιέται όρθιος ο Ντρέικ και απευθυνόμενος στα παλικάρια του, που τον συνόδευαν στα ανάκτορα, λέει με νόημα: “Ρε σεις, μην του πει κανένας πού να το βάλει, γιατί θα του το χώσω εκεί που ξέρει»!
Η βασίλισσα που καθόταν δίπλα στον Ντρέικ, έκανε πως δεν άκουσε.
Η φεουδαρχία φτάνει στην ακμή της κατά το τέλος του 130υ αιώνα και αγγίζει το τέλος της στο τέλος του 160υ αιώνα, τον καιρό που στην Αγγλία βασιλεύει η Ελισάβετ και κάνει λόρδο τον πειρατή Φράνσις Ντρέικ, πράγμα που ουδείς φεουδάρχης θα το διανοούνταν.
‘Όταν λοιπόν βλέπεις πειρατές και άλλους τέτοιους αλήτες να μπαίνουν όχι μόνο στα σαλόνια των «καλών οικογενειών», αλλά και στο παλάτι, δυο τινά πρέπει να συμβαίνουν: είτε οι λαοί της Ευρώπης μιμούνται τους Νεοέλληνες, είτε οι βασιλιάδες της Ευρώπης αλητοποιούνται ως έλληνες βασιλείς. Το δεύτερο είναι το πιθανότερο.
.
[Από το βιβλίο του «Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας», εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 1991, ISBN 960-7058-07-0]
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του John Gilbert (1/7/1877-5/10/1897)]
Υπήρξε μια ιδιάζουσα μορφή στα ελληνικά πνευματικά πράγματα και πάνω από όλα ένας άνθρωπος του οποίου ο δημόσιος λόγος προκαλούσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις.
Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και κινηματογραφικός κριτικός Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1934. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Σεπτέμβρη του 2000, νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 66 χρόνων. Άφησε ένα τεράστιο σε μέγεθος συγγραφικό έργο καθώς και το προσωπικό του στίγμα στη ελληνική δημοσιογραφία με τα άρθρα και τις πολιτικές παρεμβάσεις του, γνώριμος καλεσμένος σε πολλές εκπομπές πολιτικού λόγου της τηλεόρασης.
Το 1959 εγγράφεται στην ιδιωτική Κινηματογραφική Σχολή Σταυράκου. Μετά το τέλος των σπουδών του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο, τον βρίσκει διπλά στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη για αρκετές ταινίες. Στρέφεται στη κινηματογραφική κριτική μετά την απόπειρα και τη δημιουργία δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βυζαντινό Μνημόσυνο» και «Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους», εγκαταλείποντας οριστικά τη σκηνοθεσία.
Το πέρασμα του το 1964-1965 από την Αλγερία κοντά στον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη), πολιτικά και ιδεολογικά τον στιγμάτισε σε όλη του τη πορεία.
Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν κινηματογραφικός κριτικός από το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και συνεχίζει το 1965 στην «Δημοκρατική Αλλαγή» μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εκδίδουν το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» που κλείνει με τη χούντα. Την περίοδο της χούντας συνελήφθη πολλές φόρες, βασανίστηκε και πέρασε μεγάλα διαστήματα στην απομόνωση των φυλακών της Αίγινας. Υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το οποίο διευθύνει μέχρι το 1973.
Ο συνεργάτης και φίλος του Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραψε σχετικά: «Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.
Μαγικά χρόνια, χρόνια αναμονής κι ονείρου. Δουλέψαμε μαζί μέχρι το 67.
Με τη δικτατορία, μπήκε στην εφημερίδα η στρατιωτική αστυνομία και τα διέλυσε όλα, κι ο Βασίλης είχε τις γνωστές του περιπέτειες με την Ασφάλεια.
Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε καιρό αργότερα, για να ριχτούμε στο στήσιμο ενός κινηματογραφικού περιοδικού, του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Βασίλης το έστησε. Όλη η δουλειά από το χέρι του πέρναγε, κι όλη η ευθύνη πάνω του.
Το περιοδικό αυτό έμελλε να γίνει το κεντρικό όργανο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γιατί συγκέντρωσε όλους τους νέους κινηματογραφιστές της εποχής, όλον τον κόσμο του κινηματογράφου».
Μετά τη πτώση της χούντας, εργάζεται δημοσιογραφικά στο Βήμα, το Έθνος και την Ελευθεροτυπία. Υπήρξε ακόμη συνεργάτης των περιοδικών «Ταχυδρόμος», «Διαβάζω», «Θέατρο» και «Λέξη». Έκανε διάφορα περάσματα από το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, κυρίως όμως έμειναν ιστορικά τα πολιτικά του κείμενα και άρθρα, όπως και οι πολιτικές του παρεμβάσεις.
Ένας ακατάπαυστα αιρετικός στοχαστής, τόλμησε δημόσια με τα κείμενα και τις σκέψεις του να αμφισβητήσει κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, όπως και την Εκκλησία και το εκάστοτε ιερατείο της. Απομυθοποιώντας τα επιστημονικά θέσφατα της Ιστορίας τα έβαλε με ιστορικούς, πολιτικούς και ολόκληρη την καθεστηκυία τάξη τους.
Έλεγε τα σύκα, σύκα, και τους προδότες, προδότες κι όχι εθνικούς ήρωες. Περιέγραφε τα πράγματα με τ όνομά τους, χωρίς να χαϊδεύει αυτιά. Μ’ έναν λόγο διεισδυτικό, φιλοσοφικό, γλαφυρό, χιουμοριστικό, που μερικές φορές γίνονταν οδυνηρά σαρκαστικός. Γνήσιος μαχητής με τις επιλογές του και τον αιρετικό του λόγο, προκαλούσε τη ζωή και αψηφούσε το θάνατο. Ανήσυχο μυαλό ως διανοούμενος, με το πλούσιο έργο του ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου, με την πένα του και τη συνολική στάση ζωής, έμεινε στη θέση που θεωρούσε ως χρέος ζωής, στάθηκε δίπλα στο ΚΚΕ και στις λαϊκές αγωνίες μέχρι την τελευταία πνοή του και διέγραψε μια λαμπρή αγωνιστική πορεία.
Η ακατάπαυστη πένα του Βασίλη Ραφαηλίδη δημιούργησε ένα δημοσιογραφικό έργο που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχο σε μέγεθος στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Το ίδιο μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία. Πέρα από τα «12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο», στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Λεξικό Ταινιών», «Κινηματογραφικά θέματα», «Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», «Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας στον Αγγελόπουλο», «Κείμενα για τον Μαρξ», «Πολιτικά Ταξίδια», «Ελληνες και Νεοέλληνες», «Η περιπέτεια του μαρξισμού», «Η δύσκολη ζωή ενός Ελληνα», «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Οι λαοί της Ευρώπης», «Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων», «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους», «Το βλέμμα του ποιητή», «Στοιχειώδης Αισθητική», «Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι», «Οι λαοί της Μ. Ανατολής» κ.ά.π.