Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Η στεροθυγατέρα | της Άννας Τακάκη

Μεγάλη αδυναμία είχε ο Κουφομανώλης στη στερνή του κόρη τη Λενιώ. Λες και δεν είχε άλλα κοπέλια ν’ αποκαμαρώνει και να μπεγεντίζει μόνο όπου καθότανε κι όπου στεκότανε ήθελε να λέει για τη Λενιώ του, για τα περίσσια κάλλη της, τα χαρίσματά της, τη σπιρτάδα και την προκοπή της. Σαν να’φεγγε μόνο από τα δικά της μάτια, τις πρασινογάλανες πλουμιστές χάντρες του προσώπου της, π’ ανεγκιλώνανε όλα τ’ ασερνικά, μόλις ξετέλεψε κοπελιά της παντρειγιάς.

Φαμελιά μεγάλη, είχε ο κύρης της. Ανέθρεψε κι αποκατάστησε πέντε γιους κι ακόμη μια κόρη, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη Λενιώ, καλοπαντρεμένη και εγκαταστημένη σε πολιτεία. Προύχοντας ήτανε στην περιοχή ο Κουφομανώλης με μεγάλη περιουσία, χωράφια κι αγριάδες, σπαρτά και κοπάδια, λιόφυτα, σπίτια και παράδες. Είχε το σεβασμό και την εκτίμηση του κόσμου και προ πάντων των φτωχών ανθρώπων που άμα είχανε μια ανάγκη, ή χρειαζότανε να ξεπληρώσουν ένα χρέος χτυπούσανε την πόρτα στον προύχοντα του χωριού και των περιχώρων για δανεικά κι εκείνος μετά χαράς τους βοηθούσε και τους δάνειζε. Κατόπιν γραφτής συμφωνίας βέβαια, με χαρτί και με μολύβι, ότι άμα θα διευκολυνόταν θα επιστρέφανε τα δανεικά.

Το ‘χε σε καμάρι του ο προύχοντας να γράφει τα ποσά που δάνειζε με τα ονόματα των οφειλετών του πίσω από την κασετίνα των σιγαρέτων του, «τέλειον, άφιλτρο» κι ύστερα να στοιβιάζει τα «γραμμάτια» σ’ ένα κασονάκιi σε μια μεριά του σπιτιού του. Να ’ναι καλά τα αιγοπρόβατά του, οι βοσκοί που δουλεύανε στα μιτάτα του, κι η γης που ’βγανε τα σπαρτά του. Είχε να θρέψει τα πολλά κοπέλια του, να τα προυκίσει και να προυκίζει δικούς και ξένους, που θα πέφτανε στην καλοκαγαθάδα του, και στα πόδια του να τονε παρακαλούνε να τους δανείσει, και να τους ξαναδανείσει. Μα η συμφωνία ήτανε συμφωνία και γραφτή μάλιστα σε στιβαρό χαρτί, αλλά ποτέ δεν τηρήθηκε, δηλαδή «δανεικά κι αγύριστα» που λέει ο λαός.

Παρά τις δωρεές η περιουσία του αυγάτιζε, οι λίρες πληθαίνανε στο πουγκί του, η φαμελιά του περνούσε πλουσιοπάροχα εκείνα τα δύσκολα χρόνια, και πολύς κόσμος έπινε νερό στ’ όνομά του. Πώς λοιπόν να μην είχε βλέψεις για τη στεροθυγατέραii του τη Λενιώ; ένα παραπάνω που ήτανε και κοπελιά όμορφη και μερακλίνα, τετραπέρατη και περιζήτητη. Τέλειωσε το δημοτικό σκολειό, την εποχή που τα πιο πολλά κοράσια πηγαίνανε μια ή δυο το πολύ τάξεις, ίσια για να μάθουνε να γράφουνε ή να διαβάζουνε, να μπορούνε να βάζουνε τουλάχιστο μιαν υπογραφή. Κι ύστερα τα βγάζανε από το σχολειό οι γονέοι τους για να τους βοηθούνε στα χωράφια, ή στα κοπάδια τους, ή να τα ’χουνε στο σπίτι στην πλύστρα, στα ζυμώματα, και στα μαγειρέματα. Αγίδα ήθελε η φαμελιά και χέρια. Τα μέσα ήταν λίγα και πρωτόγονα και τα στόματα πολλά, καθώς ο κόσμος γεννούσε τότε πολλά παιδιά.

Η Λενιώ σαν έβγαλε το δημοτικό την είχανε οι γονέοι της στο σπίτι να μαθαίνει τη νοικοκεραδοσύνηiii. Να πλένει, να μαγειρεύει και να φαίνει την προύκα της. Σε εξωτερική δουλειά δεν την επαίρνανε για να ’ναι άσπρη κι αφράτη, ακούραστη και δροσερή μέχρι να της βρούνε ένα καλό γαμπρό να τηνε παντρέψουνε ισάξιο μ’ αυτή. Κι ο καλός γαμπρός δεν άργησε να βρεθεί. Την αγάπησε ο δάσκαλος του χωριού, ένας νέος λεβέντης, μόλις που είχε τελειώσει την Ακαδημία. Αστράτευτος ήτανε ακόμη μα ο κύρης της θα τους αρραβώνιαζε ακόμη κι αν είχε να τελέψει με το στρατό και μετά να διοριστεί.

Άνθρωπος με μόρφωση, με ήθος και υπόληψη ήτανε ο Αγγελής κι εκείνη αρχοντοθυγατέρα με τα έχηiv και τις περιουσίες του κυρού της. Δεκαοχτάρα ακόμη πάνω στην πιο καλή της νιότη και στα πιο όμορφα κοριτσίστικα όνειρα πετούσε στα σύννεφα η κοπελοπούλα. Είχε μεγάλο έρωντα με το νεαρό και καλότροπο δάσκαλο. Στα γλέντια και στα πανηγύρια, το ταιριαστό ζευγάρι ήτανε ένα καμάρι στα ζάλα και στα τσαλίμια του Στειακού πηδηχτού. Όλοι είχανε να πούνε για την καλή της τύχη, κι ένα παραπάνω καλό λόγο για τον καλόγνωμο Αγγελή, ώσπου του ’ρθε χαρτί να καταταχτεί στο Πολεμικό Ναυτικό.

Ο νεαρός δάσκαλος αποχαιρετά την ωραία Ελένη του, αρχές του καλοκαιριού του ‘40 με την υπόσχεση να της γράφει, κι όταν με το καλό θα ερχότανε με άδεια, θα αρραβωνιάζονταν.

«Αγαπημένη μου, σου γράφω από το καταδρομικό πλοίο «Έλλη»… είσαι της θάλασσάς μου το μαργαριτάρι, τ’ ουρανού μου είσαι το πιο λαμπρό άστρο. Θα ’ρθω το φθινόπωρο, μ’ άστρα και με μαργαριτάρια, να σε ντύσω, απ’ της καρδιάς μου τους ουρανούς και τις θάλασσες»…έγραφε στα ρομαντικά του γράμματα ο Αγγελής.

Κι από τότε ο έρωτάς τους έμεινε για πάντα αιωρούμενος ανάμεσα στα κύματα και τον ουρανό του Αιγαίου, εκεί κατά τα μέσα του Αυγούστου. Το Έλλη πυρπολήθηκε στην Τήνο από Ιταλικό υποβρύχιο τον Δεκαπενταύγουστο ανήμερα της Παναγίας, την ώρα της λειτουργιάς. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο νεαρός δάσκαλος, ναύτης τότε στο Έλλη, ο λεβέντης Αγγελής. Απαρηγόρητη ήταν η Λενιώ σαν ήρθε το μαύρο χαμπάρι. Δεκαοχτάρα ακόμη, πάνω στην πιο καλή της νιότη…

Ύστερα από λίγο κηρύχτηκε ο πόλεμος. Σκοταδισμός σ’ όλη τη χώρα και στα χωριά ερημιά. Οι νέοι φεύγουν για το υψηλό χρέος τους. Γυναίκες μένουν χωρίς άνδρες, παιδιά χωρίς πατεράδες, μάνες αποχαιρετούν τους γιους τους. Έφυγε για το μέτωπο κι ο Γιάννης της Νικολίνας, ένας ψηλός, στηβαρός και γεροδεμένος νέος που μετακουνούσε το βράχο και τονε πήγαινε παραπέρα. Εκείνος είχε από χρόνια κρυφή αγάπη με τη Λενιώ, μα δεν ετόλμησε να της το πει ποτέ. Φοβότανε την αντίδραση του κυρού της του προύχοντα, που ’χε μεγάλες βλέψεις για την στεροθυγατέρα του κι εκείνος ήτανε φτωχός κι ασήμαντος. Τελευταία υπήρχε κι ο σεβντάς της με το δάσκαλο. Δεν ήθελε να μπει ανάμεσα τους. Εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να τον αγαπήσει μια μέρα η όμορφη Ελένη.

Σαν κατέρρευσε το μέτωπο άλλοι στρατιώτες γυρίσανε άλλοι δε γυρίσανε στα χωριά τους. Άλλοι ήρθανε σακάτες και άρρωστοι κι άλλους φέρανε σκοτωμένους να θαφτούνε στα πάτρια χώματα. Ο Γιάννης εγύρισε σώος και αβλαβής με πρησμένα μόνο και μπλαβισμένα τα πόδια από το πολύ περπάτημα. Μερόνυχτα έκανε να φτάσει από τα βουνά και τα φαράγγια της Αλβανίας μέχρι την Πελοπόννησο κι από κει να βρει ένα καράβι για την Κρήτη. Η περιπέτειά του στο μέτωπο του πολέμου αληθινή κι απίθανη! Μέχρι να βρει τον δρόμο του και να γυρίχει, τρεις φορές τον πιάσανε αιχμάλωτο οι Ιταλοί και τις τρεις φορές εγλίτωσε, χάρη στην εξυπνάδα, στην ανδρειά του, μα και στην καλή του τύχη. Την πρώτη φορά μέσα στο άγριο κυνηγητό κατάφερε και μπήκε μέσα σε μια κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου. Τύχη βουνό είχε ο νεαρός καθώς μια αράχνη που ήδη είχε αρχίσει το έργο της, τέλειωσε τον ιστό κι έκλεισε την κουφάλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο το θεόσταλτο ζωύφιο αποπλάνησε τους Ιταλούς που καθώς περάσανε και ξαναπεράσανε απ’ εκεί δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως ήταν μέσα στην κουφάλα κάποιος, γιατί θα έσπαζε τον ιστό της αράχνης. Δυο φορές γλίτωσε κι από βομβαρδισμούς. Τη μια φύσηξε δυνατός αέρας και πήρε τον καπνό την ώρα που τον έριχνε πάνω στη φάλαγγά τους το αναγνωριστικό αεροπλάνο, και τον πήγε παραπέρα στο δάσος. Το βομβαρδιστικό βομβάρδισε το δάσος αντί τους στρατιώτες κι έτσι σωθήκανε. Αν έχεις τύχη διάβαινε που λένε… Την άλλη, ενώ γινότανε ο βομβαρδισμός κι ήτανε όλοι πεσμένοι κάτω, εκείνος γλίτωσε πάλι από θαύμα, ενώ γύρω του ήταν πολλοί σκοτωμένοι. Αίμα, πολύ αίμα και φρίκη θανάτου… Γλίτωσε από βομβαρδισμούς, κι αιχμαλωσίες, γλίτωσε από βόλια και πολυβόλα, από οβίδες κι από σφαίρες ο Γιάννης της Νικολίνας κι ήρθε πάλι στο χωριό του γερός και καλός με παραπανίσια δύναμη και μπόλικα θάρρη μετά τα τόσα δεινά του πολέμου. Μα δε θα γλίτωνε από τον έρωτά του με την ωραία Ελένη.

Στο χωριό καταγινότανε με χίλιες δυο δουλειές την κατοχή για να επιβιώσει αυτός και οι οικογένειά του στα δύσκολα χρόνια. Μάθαινε την τέχνη του δερμιτζήv και κατασκεύαζε με τα χέρια του ό,τι μπορούσε να φανταστεί το κοφτερό μυαλό του. Μέχρι και μύλο έφτιαξε, ανεμόμυλο, ολομόναχός του. Μα πιο πολύ ήθελε να φανεί άξιος στα όμορφα μάτια της Λενιώς μια και δεν ήτανε πια ανάμεσά τους ο δάσκαλος. Εκείνη πενθούσε ακόμη τον άδικο θάνατο του αγαπημένου της και δε φαινότανε σε συγκεντρώσεις και σε γλέντια των νεαρών, παρότι ήτανε χορευταρού και μερακλίνα. Αν και κατοχή, η ελεύθερη μερακλήδικη ψυχή δε σταμάτησε ν’ αναζητά τα γλέντια σε καμαρώσπιτα και σ’ αλώνια. Δε σταμάτησε η γιορτή της ζωής. Αρραβώνες και γάμοι γινότανε όπως και καντάδες, όχι βέβαια σαν την προ του πολέμου εποχή. Ώσπου τέλειωσε ο πόλεμος κι άρχισε πάλι η ζωή να παίρνει ένα μπόι απάνω. Πήρε, λοιπόν, παραπάνω μπόι και θάρρος περίσσο ο Γιάννης να κάνει καντάδες τις νύχτες στην όμορφη Λενιώ. Πήρε ακόμη ένα παραπάνω μπόι και πήγε να τη ζητήσει από τον κύρη της. Εκείνος δεν το ’δρωσε τ’ αυτί του, και δεν άλλαξε τη γνώμη του όσο κι αν προσπάθησε να τονε πείσει πως ήτανε άξιος να τηνε ζήσει και δεν εστόχευε στα έχη και στα πλούτη του. Μα κι η ίδια η κοπελιά έδειχνε να μην πολυσκιάζεται με το σεβντά του. Λες κι η καρδιά της ήταν ακόμη λαβωμένη από εκείνη την τορπίλη που λάβωσε και σκότωσε τον πρώτο της έρωτα.

Ο κύρης της καθώς είχε πολλές γνωριμίες στην περιοχή, της έφερνε συνέχεια προξενιές για να την παντρέψει, μα η Λενιώ δεν έλεγε το ναι. Όπως δεν είπε και το ναι και στον Γιάννη. Μια μέρα που περνούσε όξω από το δερμιτζίδικο, κι εχτύπα τη βαρά του με δύναμη στο αμόνι, παρετάvi τα βαριά του σύνεργα και βάνει μπρος τα σύνεργα της ψυχής και του μυαλού του.

Λενιώ, στάσου να σου πω! Δε με γνοιάζει ειντά ’χει και δεν έχει ο κύρης σου. Εγώ και με το ξερό σου κορμί σε θέλω. Σ’ αγαπώ και θα σε πάρω, να το κατέχεις.

Είχε τόλμη περίσσια και επιμονή ο Γιάννης. Κι η τύχη βοηθά τους τολμηρούς, όπως και ο επιμένων νικά που λένε.

Μια νύχτα που λείπανε κι οι δυο γονέοι της στο μετόχι κι ήταν η Ελένη μοναχή στο σπίτι, το πήρε χαμπάρι ο Γιάννης. Παίρνει δυο φίλους που παίζανε λύρα και λαγούτο και πάνε όξω από το σπίτι της κοπελιάς να της κάμουνε την καντάδα. Εκείνος για χάρη της έγινε ο τραγουδάρης του έρωτα:

Άνοιξε κόρη όμορφη κι αρχοντοθυγατέρα
συ ’σαι ο ήλιος τ’ ουρανού, τη νύχτα κάνεις μέρα.

Ξύπνα κι ο έρωντας περνά από τη γειτονιά σου.
Εσύ’ σαι το ψηλό δεντρό κι οι άλλες τα κλαριά σου.

Σύρε καλή το μάνταλο που σ’ έχει κλειδωμένη
για να σε δω, να σε χαρώ ζαχαροζυμωμένη.

Μα κόρη δε φαινότανε μήδε σε πόρτα μήδε σε παραθύρι.

Τα όργανα σταματήσανε να παίζουνε, σταμάτησε κι ο τραγουδάρης του έρωτα.

Άνοιξε μου Λενιώ! Κι η φωνή του αρχίζει να γίνεται πιο επίμονη.

Η κοπελιά από μέσα του απαντά:

Δεν σου ανοίγω, φύγε ογλήγορα, Γιάννη!

-Δεν θα φύγω απόψε, άνοιξε, γιατί θα σπάσω την πόρτα.

Οι χτύποι στην πόρτα ξεπερνούσανε τους σαλταρισμένους παλμούς της καρδιάς της.

-Σου είπα φύγε! Αλίμονο και το μάθει ο κύρης μου!…

Μα οι χτύποι στην πόρτα γινότανε βρόντοι δυνατοί. Ο στιβαρός νεαρός άντρας διεκδικεί κι επιμένει στον έρωτά του…

Η Ελένη άρχισε να φοβάται. Τι θα γίνει νύχτα, μεσάνυχτα; Ήτανε μοναχή… ένιωθε απροστάτευτη. Απένατί της είχε τον τοξότη του έρωτα, με τα βέλη του έτοιμα απάνω της, κι εκείνη ήτανε μονάχα ένας στόχος. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όχι από έρωτα, αλλά από φόβο. Κάτι της έτρεχε αυτή τη βραδιά. Κάτι της μελλότανε να πάθει. Και του άνοιξε. Κι εκείνος μπήκε μέσα. Μπήκε σαν κύριος, σαν άρχοντας. Μπήκε σαν δικός και μπιστεμένος. Μπήκαν και οι οργανοπαίχτες.

-Άιντε, βάλε μας μια ρακή, Λενιώ! Ξεράθηκε το στόμα μας τόσεσας ώρες όξω. Ξάνοιξε και τούτο το παλικάρι πως έχει ξεροσταλιάσει από τον έρωντά του για σένα. Δεν τονε λυπάσαι;

Η κοπελιά τους κέρασε ρακή, τους έβαλε και κρυγιό νερό από το σταμνί. Οι οργανοπαίχτες κάμανε το χωρατό τους κι ύστερα πήρανε τα όργανά τους και φύγανε. Κι επόμεινε ο Γιάννης με το Λενιώ να κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα.

-Μην σκιάζεσαι κοπελιά μου. Απόψε ήρθα να σε πάρω να φύγομε. Ήρθα να σε κλέψω, Λενιώ. Κι αν δε μου δείχνεις τον έρωντά σου, κατέχω πως με συμπαθείς και με θες, μα φοβάσαι τον κύρη σου. Πάμε να φύγομε! Έγκυλοvii δε θα’ναι πλια κιανείς. Κι η κοπελιά κλούθηξε του Γιάννη και φύγανε. Κι ας μην ήτανε στην όρεξή της. Κι ας μην ήτανε ο μεγάλος έρωτάς της. Έπρεπε όμως να του κλουθήξειviii γιατί μπήκε μέσα στο σπίτι της με τον τρόπο που μπήκε. Τι θα’λεγε ο κόσμος; Έβαλε μέσα έναν άντρα και ύστερα δεν τονε πήρε;

Αλίμονο! Πώς θα το ’παιρνε ο κύρης της; Κάτι της έλεγε πως δεν ήτανε το πρεπό να τον έβγαζε όξω και να ’κλεινε πάλι την πόρτα της. Και τον ακολούθησε.

Μόλις έμαθε ο κύρης της την κλεψά της Λενιώς με τον Γιάννη της Νικολίνας έγινε πύρι και μανία. Όχι, δεν ήθελε τέτοιο τυχερό για την κοπελιά του! Δεν τον ήθελε για γαμπρό του αυτόν τον νεαρό. Για πρώτο λόγο που ήτανε φτωχός και για δεύτερο λόγο με τον τρόπο που του πήρε τη στεροθυγατέρα, του, τη μπεγιεντισμένηix του. Με το «έτσι θέλω», που λένε. Η μάνα της, μια αγαθή γυναίκα, ό,τι γνώμη και να ’χε δεν την υποστήριζε ο κύριός της, γιατί την εξουσία την είχε όλη εκείνος.

-Δεν πειράζει, Μανόλη, του λέει η κερά του. Καλός ντεληκανής είναι ο Γιάννης, για το θυγατέρι μας. Ήσυχος και νοητερόςx. Να δεις που θα κάμουνε χαέρι. Κι αν είναι φτωχός, έχομε παράδες να τονε βοηθήσομε. Μην τονε φοβάσαι. Προκομμένος κι έξυπνος είναι.

Μα εκείνος την απόφασή του την είχε παρμένη. Δε θα προύκιζε κατά πως έπρεπε τη θυγατέρα του, ούτε θα στήριζε το γαμπρό του σε μια ανάγκη στο πρωτοξεκίνημά τους, γιατί δεν ήτανε στη θέλησή του και γιατί του’κλεψε τη θυγατέρα του.

Στο γάμο του ζευγαριού ο αρχοντοκύρης έδειχνε μια χαρά και δυο τρομάρες. Έβαλε την επίσημη κρητική στολή του, το καλό ρολόι με την αλυσίδα στη μέση, κι έδειχνε να διασκεδάζει, να τρώει και να πίνει. Αλλά μέχρι εκεί. Κι αν χρειαζόταν ο γαμπρός του κάποιους παράδες έστω δανεικά) για το ξεκίνημά του, καθόλου δε σκιαζότανε. Καλλιά θα υπόγραφε στα τσιγαρόκουτά του για δανεικά κι αγύριστα, παρά να δάνειζε τον γαμπρό του.

Κι ο νεαρός άντρας με τον καιρό το φιλοσόφησε: Αν δεν έχεις πλάτες να στηριχτείς, μήτε σκιας ένα δέντρο ν’ ακουμπήσεις, γίνε εσύ το δέντρο κι ακούμπα. Και να δεις που θα ’ρθουν κι άλλοι τόσοι ν’ ακουμπούν στο δέντρο σου, και το δέντρο θα μεστώνει και θα ψηλώνει, και θα φουντώνει, όλο θα φουντώνει.

Συν καιρό έβγαλε κλώνους κι αποκλώνιαxi το δέντρο του Γιάννη και της Ελένης. Έβγαλε καρπούς, πολλούς καρπούς και ρίζωσε βαθιά.

.

iΚασονάκι: μικρό ξύλινο κιβώτιο

iiΣτεροθυγατέρα: η τελευταία θυγατέρα

iiiΝοικοκεραδοσύνη: τέχνη του νοικοκυριού

ivΈχη: περιουσίες

vΔερμιτζής: σιδηρουργός

viΠαρετά: αφήνει

viiΈγκυλο: εμπόδιο

viiiΚλουθήξει: ακολουθήσει

ixΜπεγεντισμένη: παινεμένη

xΝοητερός: έξυπνος

xiΑποκλώνια: απόγονοι

Από τη συλλογή «Αροδαμοί κι Αγκαραθιές»

.

Άννα Τακάκη


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:199