Χρόνος ανάγνωσης περίπου:16 λεπτά

Έρνεστ Χέμινγουεϊ – πολυσήμαντη, πληθωρική και υπερβολική προσωπικότητα με εντελώς προσωπικό στιλ στην παγκόσμια λογοτεχνία

Η δημοσιογραφία έχει «γεννήσει», διεθνώς, στον 20ό αιώνα, πλήθος συγγραφέων. Λίγους, όμως, αληθινά μεγάλους. Μεταξύ αυτών κορυφαία θέση κατέχει ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1899-1961), ο οποίος, αν και Αμερικανός, υπήρξε και παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος και πολυδιαβασμένος στην Ευρώπη. Όχι τυχαία, βέβαια, καθώς η δράση του σε μέτωπα του πολέμου, η προοδευτική σκέψη του και το έργο του συμπορεύτηκαν με μεγάλες δραματικές καμπές της ευρωπαϊκής ιστορίας στον 20ό αιώνα, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο αγώνας του ισπανικού λαού κατά του φρανκικού φασισμού, για να μην αναφέρουμε τους βιωματικούς δεσμούς του με την Κούβα και τον αγώνα του λαού της για απαγκίστρωσή του από το «βρόχο» αμερικανοκίνητων δικτατόρων και μαφιόζων.

Ο Χέμινγουεϊ ήταν μια πολυσήμαντη, πληθωρική και υπερβολική προσωπικότητα που καθιέρωσε το δικό του εντελώς προσωπικό στιλ στην αμερικανική λογοτεχνία. Τα έργα του, εμπνευσμένα από προσωπικές του εμπειρίες, άσκησαν επίδραση στη νεότερη λογοτεχνία, γνώρισαν εντυπωσιακή δημοσιότητα και μερικά από αυτά έγιναν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες.

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε γεννήθηκε στις 21 Ιούλη 1899, στο προάστιο του Σικάγο Όακ Παρκ του Ιλλινόις κι απ’ όταν ακόμα φοιτούσε στο λύκειο, έδειξε την ικανότητά του στο γράψιμο. Υπηρέτησε ως εθελοντής νοσοκόμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου και τραυματίστηκε βαριά. Ο συγγραφέας έζησε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τον Ισπανικό Εμφύλιο ως πολεμικός ανταποκριτής, παντρεύτηκε τέσσερις φορές και απέκτησε τρία παιδιά. Η ζωή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ένα ατέλειωτο περιπετειώδες ταξίδι. Από τη Γαλλία στην Ισπανία, από την Ισπανία στην Αφρική, από την Αφρική στην Κούβα.

Ο Χεμινγουέϊ στο πλοίο του Pilar με τον καπετάνιο του Carlos Gutiérrez.

Ο Χέμινγουεϊ, δεκαοκτάχρονος αρχίζει να δημοσιογραφεί σε εφημερίδα του Κάνσας Σίτι. Παρότι λόγω κακής όρασης δε στρατεύτηκε, αντιπαλεύοντας τον Α΄ ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το 1918 πήγε εθελοντής στο ιταλικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε σοβαρά από οβίδα. Μόλις 20 χρονών διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής της «Τορόντο Σταρ» στην Ευρώπη και περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του «Στην εποχή μας» με πρώτο διήγημα το διήγημα «Στην προκυμαία της Σμύρνης». Από τα βιώματά του στο μέτωπο εμπνεύστηκε το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» (1929) που γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Είναι η αξέχαστη ιστορία ενός Αμερικάνου οδηγού ασθενοφόρων στο ιταλικό μέτωπο και του πάθους του για μια όμορφη Αγγλίδα νοσοκόμα. Η πλοκή είναι ενάντια στις επικείμενες φρικαλεότητες του πεδίου της μάχης με θέμα τους κουρασμένους, αποθαρρυμένους άντρες που βαδίζουν στη βροχή κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης στο Καπορέτο. Ο βαθύς αγώνας μεταξύ της πίστης και της ερήμωσης – αυτό το συγκλονιστικό, ημι-αυτοβιογραφικό έργο καταγράφει τις σκληρές πραγματικότητες του πολέμου και τον πόνο των εραστών που πιάστηκαν στο αξεπέραστο σκούπισμα του. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ είχε πει χαρακτηριστικά ότι έγραψε τριάντα φορές το τέλος του βιβλίου για να αποδώσει το νόημα με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Δουλεύοντας στη Γαλλία ως ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων, παρακινούμενος από φίλους του διάσημους εκπατρισμένους Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς (Φιτζέραλντ, Γ. Στάιν, Μ. Φορντ, Πάουντ, κ.ά.), επιδίδεται στην ποίηση και πεζογραφία. Το 1925 εκδίδει το «Στην εποχή μας», την πρώτη συλλογή διηγημάτων, και το 1926 το αριστούργημα «Κι ο ήλιος ανατέλλει (φιέστα)». Η πεμπτουσία των μυθιστορημάτων της «Χαμένης Γενιάς» και ένα από τα αριστουργήματα του Χέμινγουεϊ, αποτελεί κλασικό παράδειγμα του εφεδρικού αλλά ισχυρού στυλ γραφής του. Με μια έντονη ματιά στην απογοήτευση και την αγωνία της γενιάς μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, το μυθιστόρημα αυτό, με θέμα την παρακμιακή αστική κοινωνία, «γέννημα» της οποίας ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χέμινγουεϊ, καθιερώνοντας τον όρο «χαμένη γενιά», με τη λιτή, κυριολεκτική γραφή του (η δημοσιογραφική του πείρα επέδρασε σ’ αυτό) και τον κριτικό ρεαλισμό του, με αντιήρωες μια ομάδα Αμερικανών και Άγγλων εμιγκρέδων στην Ευρώπη, αποτύπωσε παραστατικά την ψυχολογική και ηθική κατάπτωση που προκάλεσε η σήπουσα αστική κοινωνία. Το κι ο ήλιος ανατέλλει ξανά βοήθησε τον Χέμινγουεϊ να καθιερωθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα…

Το 1933 κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρου».

Το 1940 δημοσιεύεται το βιβλίο του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπημένα στο κοινό, έργα του Χέμινγουεϊ Το βιβλίο αυτό θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα. Αφηγείται τέσσερις μέρες από τη ζωή του πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ο οποίος έχει σταλεί στην Ισπανία με αποστολή να ανατινάξει μία, μεγάλης στρατηγικής σημασίας, γέφυρα. Εκεί ο ήρωας θα γνωρίσει τους Ισπανούς αντάρτες, οι οποίοι, μέσα στη φρίκη του Εμφυλίου, θα του φανερώσουν τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό τους. Η απειλή του θανάτου ελλοχεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης και οι ήρωες θα έρθουν αντιμέτωποι με τους πιο ανομολόγητους φόβους τους, καθώς και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο έρωτάς του με τη μυστηριώδη Μαρία, θα αποβεί καθοριστικός για τον Τζόρνταν, ο οποίος θα τολμήσει να ονειρευτεί μια ζωή διαφορετική, πέρα από τον πόλεμο, μια ζωή δίχως μοναξιά. Το ύφος του ήταν άμεσο και απείχε πολύ από το συμβατικό λόγο των συγχρόνων του. Το μυθιστόρημα αυτό ο Φιντέλ Κάστρο το διάβασε περισσότερες από μια φορές, αξιοποιώντας τις πληροφορίες για την τακτική και τις επιχειρήσεις του δημοκρατικού αντάρτικου στρατού στην Ισπανία εναντίον των δυνάμεων του στρατηγού Φράνκο.

Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Κούβα, όπου έγραψε τη νουβέλα «Ο Γέρος και η Θάλασσα». Ένα από τα καλύτερα βιβλία του Έρνεστ Χέμινγουεϊ για το όποιο βραβεύτηκε με Βραβείο Πούλιτζερ για μυθοπλασία, το όποιο αποτελεί ένα κλασικό αλλά συνάμα σύγχρονο έργο. Ο γέρος και η θάλασσα είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1951, όταν ο Χέμινγουεϊ ήταν στην Κούβα και δημοσιεύτηκε το 1952. Ήταν το τελευταίο έργο μυθοπλασίας του Χέμινγουεϊ που δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το πιο διάσημο έργο του αφηγείται την ιστορία του Σαντιάγκο, ενός γέρου Κουβανέζου ψαρά που αγωνίζεται με ένα γιγάντιο ψάρι που βρίσκεται πολύ μακριά στον κόλπο του ποταμού στα ανοιχτά των ακτών της Κούβας.

Το FBI είχε ήδη ανοίξει φάκελο για αυτόν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν χρησιμοποίησε το Pilar για να περιπολεί τα νερά ανοιχτά της Κούβας και ο διευθυντής του FBI Τζέι Χούβερ (John Edgar Hoover) είχε έναν πράκτορα στην Αβάνα να τον παρακολουθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.

Το 1954 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.

Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, τα λίγα (και σποραδικά εκδομένα) έργα του νομπελίστα Χεμινγουέι που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα είχαν μεγάλη απήχηση, ιδίως στο προοδευτικό αναγνωστικό κοινό, λόγω της ακατάβλητης λογοτεχνικής αξίας τους, αλλά και του αντιπολεμικού και κοινωνικού περιεχομένου τους.

Οι φίλοι της αληθινής λογοτεχνίας μπορούν, πλέον, να γνωρίσουν τα άπαντα του έργου του, από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η έκδοσή του έγινε με τρία βιβλία, με πρώτο το «Κι ο ήλιος ανατέλλει (φιέστα)» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος). Όλα τα έργα του γυρίστηκαν σε ταινίες, με το τελευταίο να αποσπά βραβείο Όσκαρ ηθοποιίας η Κατίνα Παξινού.

Ο πασίγνωστος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ήταν μια πολυσήμαντη, πληθωρική και υπερβολική προσωπικότητα. Σε όλους τους τομείς. Στις γυναίκες, στο ποτό, στην αγάπη για τον κίνδυνο, στην προσφορά για τη δημοκρατία, καθιερώνοντας ένα εντελώς προσωπικό του στιλ στην αμερικανική λογοτεχνία. Η πρώτη του γυναίκα και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η Χέντλεϊ Ρίτσαρντσον (Elizabeth Hadley Richardson) (1921–1927). Ακολούθησαν η πάμπλουτη δημοσιογράφος Πωλίν Φάιφερ (Pauline Marie Pfeiffer) (1927–1940), η δημοσιογράφος Μάρθα Γκέλχορν (Martha Ellis Gellhorn) (1940–1945) και η δημοσιογράφος και συγγραφέας Μαίρη Ουέλς Χέμινγουεϊ (Mary Welsh Hemingway) (1946–1961).

Αναφερόμενος στα σχεδόν 30 εκατομμύρια νεκρούς και σακατεμένους του δοξασμένου Κόκκινου Στρατού, που θυσιάστηκαν για τη συντριβή του φασισμού για να υπερασπιστούν τη Σοβιετική Ένωση, και στην καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ στη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας θα γράψει:

«Ο κάθε άνθρωπος, που αγαπά την ελευθερία, χρωστάει τόσα στον Κόκκινο Στρατό, που δε θα μπορούσε να τα ξεπληρώσει ποτέ, με ό,τι κι αν έκανε».

Πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο Αϊντάχο. Ο Χέμινγουεϊ ανησυχούσε συνεχώς για τα χρήματα και την ασφάλειά του. Ανησυχούσε ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ στην Κούβα για να ανακτήσει τα χειρόγραφα που είχε αφήσει σε τραπεζικό θησαυροφυλάκιο, ενώ Άρχισε να εμφανίζει σημάδια ψυχικής κατάπτωσης και το 1960 νοσηλεύτηκε στην Mayo Clinic στη Μινεσότα. Υποβλήθηκε σε θεραπεία με ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT) έως και 15 φορές τον Δεκέμβρη του 1960 και βγήκε από την κλινική τον Γενάρη του 1961 σωστό ερείπιο. Ήδη είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας του. Ο Χέμινγουεϊ είχε διαγνωστεί με αιμοχρωμάτωση στις αρχές του 1961. Η αδελφή του Ούρσουλα και ο αδελφός του Λέστερ αυτοκτόνησαν επίσης. Προς το τέλος της ζωής του εγκαταστάθηκε στο Κέτσαμ (Ketchum) της πολιτείας Αϊντάχο. Θα χάσει τη μνήμη του και για ένα διάστημα λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική στη Μινεσότα. Επιστρέφοντας στο σπίτι του θα δώσει τέλος στη ζωή του, με το αγαπημένο του όπλο, σε ηλικία 63 χρόνων.

Σε ένα μνημείο στο Αϊντάχο, ακριβώς βόρεια της Κοιλάδας του Ήλιου (Sun Valley), είναι χαραγμένο στη βάση του ένα εγκώμιο που είχε γράψει ο Χέμινγουεϊ για έναν φίλο του αρκετές δεκαετίες νωρίτερα:

Καλύτερα από όλα του άρεσε το φθινόπωρο,
τα φύλλα είναι κίτρινα στα βαμβακερά ξύλα,
φύλλα που επιπλέουν σε ρέματα πέστροφας
και πάνω από τους λόφους
ψηλά ο γαλάζιος απάνεμος ουρανός.
…Τώρα θα είναι μέρος τους για πάντα.

Μπρούτζινο άγαλμα σε φυσικές διαστάσεις στο Floridita club της Κούβας.

Αυτές οι λέξεις είναι λαξευμένες σε μια ψηλή, χαριτωμένη μαρμάρινη στήλη. Στην κορυφή της στήλης στηρίζεται μια χάλκινη προτομή του Χέμινγουεϊ. Αυτό το μέρος, περίπου ένα μίλι πάνω από το ποτάμι από το Sun Valley Resort, είναι το Μνημείο του Χέμινγουεϊ, ένας χαιρετισμός στον άνθρωπο που τόσο αγάπησε αυτό το κομμάτι του Αϊντάχο, βρέθηκε εκεί για να κυνηγήσει, να ψαρέψει και να γράψει.

Χριστούγεννα στη στέγη του κόσμου

του Έρνεστ Χέμινγουεϊ σε μετάφραση της Δέσπως Παπαγρηγοράκη

Πριν ακόμα ξημερώσει, η Ίντα, η μικρή Γερμανίδα καμαριέρα, μπήκε και άναψε τη φωτιά στη μεγάλη πορσελάνινη σόμπα, και το πευκόξυλο που καιγόταν άρχισε να μουγκρίζει μέσα στην καπνοδόχο.

Έξω από το παράθυρο, απλωνόταν ως κάτω μακριά η λίμνη, γκρίζα στο χρώμα του ατσαλιού, με τα χιονισμένα βουνά να υψώνονται ακανόνιστα από πάνω της, και ακόμη πιο μακριά πάνω από αυτά το ογκώδες δόντι της οροσειράς Dent du Midi, που άρχιζε να φωτίζεται με το πρώτο άγγιγμα του πρωινού.

Έξω έκανε πολύ κρύο. Ένιωσα τον αέρα σαν κάτι ζωντανό όταν πήρα βαθιά ανάσα. Μπορούσες να τον καταπιείς σαν γουλιά παγωμένου νερού. Σήκωσα μιαν αρβύλα και χτύπησα το ταβάνι.

«Εεε, Τσινκ. Είναι Χριστούγεννα!».

«Ζήτωωω!» ήρθε η φωνή του Τσινκ από το δωματιάκι κάτω από τη σκεπή του σαλέ.

Εκείνη ήταν όρθια με μια ζεστή μάλλινη ρόμπα και τις βαριές, από μαλλί κατσίκας, κάλτσες του σκι.

Ο Τσινκ χτύπησε την πόρτα.

«Καλά Χριστούγεννα, mes enfants», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Φορούσε το πρωινό του ένδυμα, μια μεγάλη μάλλινη ρόμπα και χοντρές κάλτσες που μας έκαναν όλους να φαινόμαστε σαν να ανήκαμε σε κάποιο μοναστικό τάγμα.

Στην αίθουσα του πρωινού ακούγαμε τη σόμπα να μπουμπουνίζει και να τριζοβολά. Εκείνη άνοιξε την πόρτα.

Πάνω στην ψηλή, από λευκή πορσελάνη σόμπα κρέμονταν οι τρεις μακριές κάλτσες του σκι, παραγεμισμένες και φουσκωμένες, με παράξενα εξογκώματα και καρούμπαλα. Γύρω στη βάση της σόμπας ήταν στοιβαγμένα κουτιά. Δυο καινούργια ζευγάρια χιονοπέδιλα από ξύλο οξιάς ήταν ακουμπισμένα κάτω πλάι στη σόμπα — δεν χώραγαν να στηριχτούν όρθια στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο του σαλέ. Για μια εβδομάδα ο καθένας μας έκανε μυστηριώδη ταξίδια στην ελβετική πόλη κάτω στη λίμνη. Η Χάντλι κι εγώ, ο Τσινκ κι εγώ, η Χάντλι και ο Τσινκ γυρνούσαμε αφού είχε σκοτεινιάσει, με παράξενα κουτιά και δέματα που τα κρύβαμε σε διάφορα σημεία του σαλέ. Στο τέλος έπρεπε ο καθένας μας να κάνει ένα ταξίδι μόνος του. Αυτό έγινε χθες. Ύστερα, χθες βράδυ, περάσαμε ο ένας μετά τον άλλον από τις κάλτσες, αφού ο καθένας έδωσε τον λόγο του πως δεν θα ψαχουλέψει.

Ο Τσινκ είχε περάσει όλα τα Χριστούγεννα από το 1914 στον στρατό. Ήταν ο καλύτερός μας φίλος. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια νιώθαμε όλοι μας πως ήταν Χριστούγεννα.

Φάγαμε το πρωινό με τον παλιό άκομψο τρόπο που τρώει κανείς το ξημέρωμα των Χριστουγέννων, καταβροχθίζοντας και ρουφώντας, αδειάσαμε τις κάλτσες που κρέμονταν στη σόμπα μέχρι και το τελευταίο γλειφιτζούρι, φτιάχνοντας ο καθένας μας ένα σωρό από τα δώρα του για να τα θαυμάσει αργότερα.

Ύστερα, ντυθήκαμε βιαστικά και ξεχυθήκαμε στον παγωμένο δρόμο μέσα στη λαμπρότητα του ασπρογάλαζου αστραφτερού αλπικού πρωινού. Το τρένο μόλις ξεκινούσε. Ο Τσινκ κι εγώ πετάξαμε τα σκι μέσα στο βαγόνι των αποσκευών και πηδήξαμε και οι τρεις στο τρένο.

Όλη η Ελβετία ήταν στον δρόμο. Ομάδες από σκιέρ, άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, έπαιρναν το τρένο για τα βουνά, φορώντας τα σφιχτά μπλε σκουφιά τους, τα κορίτσια με παντελόνια ιππασίας και γκέτες, γελώντας και ανταλλάσσοντας πειράγματα μεταξύ τους. Στις πλατφόρμες συνωστισμός.

Όλοι στην Ελβετία ταξιδεύουν τρίτη θέση, και μια γιορτινή μέρα όπως τα Χριστούγεννα η τρίτη θέση ξεχειλίζει και όσοι περισσεύουν στριμώχνονται στα απαραβίαστα πολυτελή κόκκινα κουπέ της πρώτης θέσης. Με φωνές και χαρούμενες κραυγές το τρένο σκαρφάλωνε στο βουνό, κατευθυνόμενο προς την κορυφή του κόσμου.

Δεν υπήρχε γιορταστικό χριστουγεννιάτικο γεύμα στην Ελβετία. Όλοι ήταν έξω στον βουνίσιο αέρα με το μεσημεριανό στο σακίδιο και την προσμονή του δείπνου το βράδυ.

Όταν το τρένο έφτασε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής του στα βουνά, ξεφόρτωσε όλο τον κόσμο· οι σωροί με τα σκι ξεδιαλέχτηκαν από το βαγόνι των αποσκευών και μεταφέρθηκαν σε ένα ανοιχτό πλατύ βαγόνι συνδεδεμένο με ένα οδοντωτό τρενάκι που χοροπηδούσε σκαρφαλώνοντας κάθετα στην πλευρά του βουνού.

Από την κορυφή μπορούσαμε να δούμε ολόκληρο τον κόσμο, λευκό, να λαμποκοπά πασπαλισμένος με χιόνι, ενώ σειρές βουνών απλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ήταν η κορυφή ενός διαδρόμου για έλκηθρα που έστριβε και διέγραφε παγωμένες κορδέλες κάτω μακριά. Ένα έλκηθρο πέρασε σαν βολίδα δίπλα μας με όλο το πλήρωμα να κινείται εγκαίρως, και καθώς ορμούσε με ταχύτητα υπερταχείας στον πρώτο διάδρομο, όλο μαζί το πλήρωμα φώναξε «Ωωωωπ!» και το έλκηθρο μπήκε βρυχώμενο σε ένα παγωμένο σύννεφο ομίχλης στη στροφή και αναποδογύρισε στον παγωμένο διάδρομο αποκάτω.

Όσο ψηλά κι αν βρίσκεσαι στα βουνά, πάντα υπάρχει κάποια ανηφορική πλαγιά.

Μακριές λωρίδες από δέρμα φώκιας ήταν στερεωμένες στα σκι μας, ξεκινώντας από την άκρη προς τη βάση, με το πέλος του τριχώματος να πηγαίνει προς τα πίσω, ώστε να γλιστράς μπροστά μέσα από το χιόνι όταν ανηφόριζες σε κάποιο λόφο. Αν τα σκι είχαν την τάση να γλιστράνε προς τα πίσω, η κίνηση αυτή θα αναχαιτιζόταν από το τρίχωμα της γούνας· κι έτσι θα γλιστρούσαν μπροστά ανεμπόδιστα, αλλά και θα φρενάρανε στο τέλος κάθε δρασκελιάς.

Γρήγορα βρεθήκαμε οι τρεις μας ψηλά πάνω από τη ράχη του βουνού, που έμοιαζε να είναι η κορυφή του κόσμου. Συνεχίσαμε την άνοδο ο ένας πίσω από τον άλλον, γλιστρώντας μαλακά στο χιόνι σε ένα μακρύ ανηφορικό ζιγκ ζαγκ.

Περάσαμε μέσα από πολλά πεύκα και βγήκαμε σε ένα επικλινές υψίπεδο. Εδώ ήταν η πρώτη επικλινής διαδρομή — μια κατηφόρα γύρω στα οκτακόσια μέτρα. Στο φρύδι του βουνού νιώσαμε τα σκι να φεύγουν από κάτω μας και οι τρεις μας ριχτήκαμε προς τα κάτω σαν πουλιά.

Στην άλλη πλευρά είχε ανηφόρα και σπρώξιμο και ξανά σκαρφάλωμα. Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι σ’ αυτό το δύσκολο σκαρφάλωμα. Πουθενά δεν μαυρίζεις τόσο όσο στα βουνά τον χειμώνα. Ούτε πεινάς τόσο. Ούτε διψάς τόσο!

Τελικά φτάσαμε στο μέρος όπου θα γευματίζαμε — έναν θαμμένο στο χιόνι παλιό αχυρώνα φτιαγμένο με ακατέργαστους κορμούς δέντρων, που χρησίμευε σαν στάβλος για τα ζωντανά των χωρικών το καλοκαίρι, τότε που το βουνό ήταν καταπράσινος βοσκότοπος. Κάτω από εμάς όλα έμοιαζαν να πέφτουν κατακόρυφα.

Ο αέρας σε αυτό το ύψος, κάπου δυο χιλιάδες μέτρα, είναι σαν κρασί. Φορέσαμε τα πουλόβερ μας που στην ανάβαση τα είχαμε μέσα στα σακίδια, βγάλαμε το μεσημεριανό και το μπουκάλι με το άσπρο κρασί, ξαπλώσαμε πάνω στα σακίδια και μπεκρουλιάζαμε στον ήλιο. Ανεβαίνοντας φορούσαμε γυαλιά για να προστατευτούμε από την αντανάκλαση του φωτός στις χιονισμένες εκτάσεις, και τώρα βγάλαμε τα σκούρα, στο χρώμα του κεχριμπαριού, γυαλιά και αντικρίσαμε έναν φωτεινό, νέο κόσμο.

«Σκάω από τη ζέστη», είπε εκείνη. Το πρόσωπό της είχε καεί ανεβαίνοντας, ακόμη και πάνω από τις πρόσφατες φακίδες και το μαύρισμα.

«Πρέπει να χρησιμοποιείς φούμο στο πρόσωπό σου», πρότεινε ο Τσινκ.

Αλλά δεν έχει αναφερθεί ποτέ γυναίκα πρόθυμη να χρησιμοποιήσει αυτό το αποτελεσματικό φάρμακο των ορειβατών προκειμένου να αποφύγει την τύφλωση από το χιόνι και τα εγκαύματα από τον ήλιο.

Αμέσως μετά το γεύμα μας και ενώ εκείνη έπαιρνε τον καθημερινό της υπνάκο, ο Τσινκ κι εγώ κάναμε εξάσκηση σε στροφές και στάσεις στην πλαγιά, πριν σταματήσει ο ήλιος να καίει και μέχρι να φτάσει η ώρα για να αρχίσουμε την κατάβαση. Βγάλαμε το δέρμα της φώκιας και κερώσαμε τα σκι μας.

Ύστερα, με μια μακριά, καθοδική εφόρμηση που σου έκοβε την ανάσα, ξεκινήσαμε. Κάθοδος έντεκα χιλιομέτρων και καμιά αίσθηση στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό. Δεν κάνεις και τα έντεκα χιλιόμετρα μονομιάς. Πηγαίνεις όσο πιο γρήγορα πιστεύεις πως είναι δυνατόν, ύστερα πηγαίνεις πολύ πιο γρήγορα, ύστερα χάνεις κάθε ελπίδα, ύστερα δεν καταλαβαίνεις τι έγινε, αλλά η γη έρχεται από πάνω και κάνεις κάμποσες τούμπες, ανακάθεσαι και ξεμπερδεύεσαι από τα σκι και κοιτάζεις γύρω σου. Συνήθως πέφταμε και οι τρεις μαζί. Μερικές φορές τους έχανες όλους.

Ωστόσο δεν υπήρχε πουθενά να πας παρά μόνο προς τα κάτω. Προς τα κάτω, εφορμώντας, πετώντας, βουτώντας, σκίζοντας το μαλακό χιόνι με τις γρήγορες δρύινες λάμες.

Τελικά, σε μια κατεβασιά βγήκαμε στον δρόμο στο κύρτωμα του βουνού, εκεί όπου τελείωνε η διαδρομή του οδοντωτού. Τώρα ήμαστε όλοι ένα ορμητικό ποτάμι από σκιέρ. Όλοι οι Ελβετοί κατέβαιναν επίσης. Κυλούσαμε κατά μήκος του δρόμου — ένα ποτάμι που φαινόταν ατελείωτο.

Ήταν πολύ γλιστερά και απότομα, αδύνατον να σταματήσεις. Δεν μπορούσες παρά να κάνεις βουτιά προς τα κάτω, ανήμπορος να πας αντίθετα στο ρεύμα, σαν να ήσουν μέσα στο αυλάκι ενός νερόμυλου. Έτσι λοιπόν κατεβαίναμε. Εκείνη ήταν πολύ πιο μπροστά. Κάπου κάπου βλέπαμε το μπλε μπερέ της πριν σκοτεινιάσει για τα καλά. Κάτω, κάτω, κάτω στον δρόμο μέσα στο σούρουπο, περνώντας από ολόφωτα σαλέ και χριστουγεννιάτικη διασκέδαση μες στο σκοτάδι.

Ύστερα, η μακριά γραμμή των σκιέρ μπήκε με ταχύτητα στο σκοτεινό δάσος, έκανε λίγο στο πλάι για να αποφύγει μια ομάδα με έλκηθρα που ανέβαινε τον δρόμο, πέρασε κι άλλα σαλέ με τα παράθυρά τους φωτισμένα από τα κεριά των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Καθώς περνούσαμε πλάι από ένα σαλέ, έχοντας τα μάτια καρφωμένα μόνο στον παγωμένο δρόμο και στον σκιέρ μπροστά μας, ακούσαμε φωνές από μια φωτισμένη είσοδο.

«Καπετάνιε! Καπετάνιε! Σταμάτα εδώ!».

Ήταν ο Γερμανοελβετός νοικοκύρης του σαλέ μας. Θα τον προσπερνούσαμε μέσα στο σκοτάδι.

Πιο μπροστά από εμάς, πεσμένη σε μια στροφή, βρήκαμε Εκείνην και σταματήσαμε γλιστρώντας και τσουλώντας, βγάλαμε τα σκι και οι τρεις μας και ανηφορίσαμε πεζοί τον λόφο κατευθυνόμενοι προς το φωτισμένο σαλέ. Τα φώτα έμοιαζαν πολύ χαρούμενα ανάμεσα στα σκοτεινά πεύκα του λόφου, και μέσα υπήρχε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και ένα αληθινό χριστουγεννιάτικο δείπνο με γαλοπούλα, με τα ασημικά να αστράφτουν στο τραπέζι, ποτήρια λεπτά και κολονάτα, μπουκάλια με μακρύ λαιμό, η γαλοπούλα μεγάλη και καλοψημένη και υπέροχη, με όλα τα συνοδευτικά στο τραπέζι και την Ίντα να σερβίρει με μια καινούργια κολλαριστή ποδιά.

Τέτοια Χριστούγεννα μόνο στη στέγη του κόσμου μπορείς να κάνεις.

 

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:147