Το σφουγγάτο…| του Αντώνη Κουκλινού
Εκαλοκαίρεψε μπλιό… Από δά κ’ ύστερα μαγερεύγει όξω στη ν’ αυλή, εκειά στο μαχωνιό απου στένει τη μ-παρασιά κάθα χρόνο. Δόξα το Θεό, ξύλα έχει μπόλικα στιβγιασμένα στο δώμα και μαγεροψήνει ούλο το Καλοκαίρι. Έχει τη ν’ άπλα τζη στη ν’ αυλή και οντε χαμηλώνει ο ήλιος, μαζώνουνται οι γειτόνισσες και ποσπερίζουνε. Το τηγάνι έχει στεμμένο και τηγανίζει πατάτες σφουγγάτο με τα κολοκυθάκια. Επλάνταξε η γειτονιά με τη μυρωδιά και τση φωνιάζει η γειτόνισσα…
-Ίντα ψήνεις στο τηγάνι μωρή Ροδάνθη και με ξελίγωσες..!!
-Εμά δα μωρή Κλεονίκη..!
-Σφουγγάτο κολοκύθια με τσι πατάτες ψήνω… σιγά το φαϊτό..!!!
-Εγώ το κουζουλαίνομαι και θα να ‘ρθω να σου κάμω παρέα σε μνιά ολιά μονο ανήμενέ με.
-Να ‘ρθεις Θεόψυχά μου να φάμενε και θα σάσω και μνιά μοσώρα σαλάτα.
-Να ‘ρθω θέλει λόγω τιμής και θα βαστώ κουκόφαβα, απού ‘καμα το μεσημέρι και πήρα και μνιά πατωσσά σαρδέλες και τσι χω στο ξύδι.
-Νάτα δα ίντα μου κάνεις και με ξεσμιλιώνεις μωρή Κλεονίκη, απου δε κάνει να τσι τρώγω τσι παντέρμες και τσι κουζουλαίνομαι.
-Εεεεε πως θα φας μνιά δε πειράζει…!
-Φώνιαξέ μου οντε θα στρώσεις τραπέζι και θα σε ‘κούσω να ‘ρθω.
Ο Θεός πέμπει το κάθε πράμα κ’ οντε το μοιράζεσαι, τάξε πως ευχαριστιέται κ’ εκείνος.
Σα ν’ έστρωσε τραπέζι, πορίζει όξω στη ν’ αυλόπορτα και τση φώνιαξε. Ήρθενε και βαστά ένα πγιάτο κουκόφαβα και δυο τρείς σαρδέλες απου μοσκομυρίζουνε στο ξύδι. Επρόλαβε η Ροδάνθη και ήσαξε μνιά μοσώρα γεμάτη σαλάτα, αγγουράκι ξυλάγγουρο, ντομάτα, ψιμύδα και δροσερό κρομμύδι χοντροκομμένο.
-Ήρθα Ροδάνθη, να σου κάμω παρέα να δειπνήσομε.
-Πχιάσε εκειέ το πχιάτο και βάλε μνιά σταλιά λάδι, για δε ν’ ήβαλα μη μου χυθεί στο δρόμο.
-Ωωωω τα παντέξερα κουκιά..!!! αδε ν’ είναι άσπρα οσά ντο χασέ και καθόλου παχιόφλουδα.
-Που τα πέτυχες μωρή Κλεονίκη..!
-Είδες μωρή καλόψητα.; Μνιά βράση τω σ’ ήπεξα κ’ εστακόσανε.
-Μμμμμ Θεός είναι λόγω τιμής και μου βαλες μόστρα και τσι σαρδέλες να με γραντήσεις πας;
-Φάε μνιά και σώπαινε μα δε θα σε πειράξει, για το κρασί τσί ‘φερα μωρή.
-Τραπέζωμα από τα πλιά καλά τσ’ εποχής, έχωμενε απόψε γειτόνισσα και το πλιά σπουδαίο πως είμαστονε παρέα και τρώμε.
-Αφού το κατέχεις πως κουζουλαίνομε, οντο θα βρώ σφουγγάτο και ήκουσα τη μυρωδιά ντου στη μ-παρασιά και με ξεκουρμούλωσε μωρή Ροδάνθη.
-Έλα να πχιούμενε και το κρασί, να συγχωρέσομε τω ν’ αποθαμένω μας, Κλεονίκη.
-Αμή…ο Θεός να τω σε σύγχωρέσει…
-Αύριο θα να ‘ρθεις στο σπίτι μου και θα σου χω μερακλίδικο φαϊτό Ροδάνθη, χόντρο με τσι χοχλιούς.
-Θα βάλω χοντρούς και λιανούς απου σ’ αρέσουνε.
-Νά ‘ρθω θέλει Θεόψυχά μου να σου κάμω παρέα, μονο θα φωνιάξωμε και τση από πάνω να ‘ρθει μωρή, απου τσι κουζουλαίνεται.
-Τη ν’ Ευγενία λες..? ντα δε ν’ είναι επαδά, στση θυγατέρας τση πάει γιατί ναι τιμόγεννη, οψές ήφηγε και πάει.
-Ώωωω στο πέμπτο πάει εδά… σα ντη κουνέλα τα μολέρνει κ’ αυτή, σα και ντη μάνα τζη, κάθα χρόνο κ’ ένα, ο Θεός να τση τα ζήσει.
-Ο Θεός τα πέμπει γειτόνισσα κ’ η Χάρη ντου, τ’ ανεθρέφει.
Η φιλία και η καλή καρδιά, εγειτονέψανε σήμερο. Με το βρισκούμενο πάντα κ’ άλλη, εμοιραστήκανε το μαγεργιό κ’ εδώκανε λόγο πως κ’ αύριο θα το ξανακάμουνε. Μουράζουνται το φαϊτό… Μοιράζουνται αγάπη… Μοιράζουνται τη χαρά, το μ-πόνο και στα δύσκολα, αγλακούνε όπου χρειαστεί να βοηθήσουνε.
Η καλημέρα ντος είναι αληθινή κ’ έχει πρεπχιά που δε ντη βρίχνεις εύκολα.
Οι καιροί που ζούμενε δε ν’ έχουνε ετεσές τσι αξίες, γιατί δε μας σε θένε μονιασμένους.
Ακόμη και τα γράμματα που μαθαίνουνε στα κοπέλια μας, δε ν’ έχουνε σπουδή τσ’ αθρωπχιάς μέσα. Γροικούμε κάθα μέρα ίντα γίνεται και μα σε πχιάνει ένας κόμπος στο στομάχι. Ούλοι θωρούμε κ’ ούλοι καταλαβαίνουμε…. Μακάρι να νοιώθαμε κ’ ‘όλας.
Αντώνης Κουκλινός
.