Όσπρια και σιτηρά, πάνε στ’ αλώνι! | του Γεώργιου Χουστουλάκη
.
Αλωνιστικές μηχανές δεν υπήρχαν πριν τη κατοχή, κι αν υπήρχαν ήταν ελάχιστες, κι αυτές με μεταλλικές ρόδες ή ακόμα και με ερπύστριες. Χώρια που κόστιζε πολύ και η άλεση τους.
Δεν προλάβαιναν όμως να εξυπηρετήσουν όλο το κόσμο.
Έτσι τα αλωνίσματα όλα, γινόταν αναγκαστικά στο αλώνι με τον βολόσυρο (ή το βολόσυρο)!
Όσοι δεν είχαν αλώνι δικό τους, αλωνίζανε σε αλώνια μπαρμπάδων ή άλλων συγγενών τους, και καμιά φορά σε οποιοδήποτε αλώνι έβρισκαν άδειο! Πάντως σε καμία περίπτωση ενα αλώνι δεν λειτουργούσε σαν επιχείρηση, και ποτέ το αλώνισμα σε ξένο αλώνι δεν γινόταν επί πληρωμή!
Ο λόγος που κάποιοι είχαν δικό τους αλώνι, ήταν γιατί οι ίδιοι έσπερναν πάρα πολλά σιτηρά, σιτάρι – κριθάρι – ταγή (βρώμη), καθώς επίσης και πολλά όσπρια, κουκιά φασόλια ρεβίθια αρακάδες, φακές, ρόβι κλπ.
Όταν τέλειωναν οι ίδιοι με τα δικά τους αλωνίσματα στο αλώνι τους και ξεμπερδευαν, τότε επέτρεπαν και στους άλλους να μπουν στο αλώνι τους.
Τα αλωνίσματα δεν γινόταν όπως να ‘ναι
Τα γεννήματα δεν τα αλώνιζαν όπως λάχει, γιατί δεν ήταν έτοιμα στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Πρώτα αλωνίζανε τα φαβόροβα (όσπρια) και μετά τα σιτηρά.
Αυτό, γιατί τα φαβόροβα μέστωναν νωρίτερα, και έπρεπε να βγουν ενώ ήταν ακόμα πράσινα. Αν περίμεναν να ξεραθούν στο χωράφι, τότε θα χάνανε τον καρπό, γιατί από τη ζέστη θα άνοιγαν όλα τα λουβιά!
Από τα σιτηρά πάλι, πρώτο άλεθαν το κριθάρι, γιατί απλά μέστωνε πρώτο, μετά το σιτάρι, και τελευταία την ταγή.
Άφηναν τελευταία την ταγή, γιατί το σιτάρι προοριζόταν συνήθως για ψωμί, και έτσι ο καρπός του δεν έπρεπε να έχει μέσα υπολείμματα, ταγής (βρώμης), γιατί θα υποβάθμιζε την ποιότητα του.
Όσο να ‘ναι, ένα αλώνι ποτέ δεν σκουπιζόταν και πολύ καλά στο τέλος, και πάντα θα έμεναν κάποια υπολείμματα καρπού, από την προηγούμενη αλωνιά.
Επίσης το σιτάρι που θα σπαρθεί του χρόνου, δεν έπρεπε να έχει υπολείμματα ταγής ή άλλων σπόρων.
Κάθε όσπριο είχε τον δικό του τρόπο και συμπεριφορά στο αλώνι.
Στα κουκιά και στις φασόλες και στα ρεβίθια ας πούμε, δεν βάζανε καθόλου βολόσυρο γιατί τα κατέστρεφε. Αν μεν ήταν λίγα, τα κοπανούσαν με τον κόπανο.
Αν όμως ήταν πολλά, τότε έβαζαν τα ζώα πολλές ώρες να τα τσαλαπατούν μέσα στο αλώνι, μέχρι να ανοίξουν όλα τα λουβιά.
Το σουσάμι πάλι και το λινάρι, απλώς τα τίναζαν πάνω σε ένα σεντόνι ή λινάτσα, αλλά δεν τα αλώνιζαν.
Τα σιτηρά τα κουβαλούσαν ανά έξη δεμάτια στη μεταφορά κάθε ζώου, και τα έκαναν θυμωνιές δίπλα στ΄αλώνι.
Το ίδιο και τα φαβόροβα όπως ο αρακάς, τα το ρόβι, το λαθούρι κλπ, τα οποία τα έκαναν κι αυτά μικρότερες θημωνιές γύρω από το αλώνι, και τα αλωνίζανε κανονικά, όπως τα σιτηρά.
Πριν αρχίσει το αλώνισμα, άπλωναν το εκάστοτε προϊόν αλωνίσματος ομοιόμορφα στην βάση του αλωνιού, και στην συνέχεια το αλώνιζαν με τον βολόσυρο, καθώς τον έσουρναν ζώα γύρω – γύρω.
Τι ήταν οι “δούλες”
Στο αλώνισμα έπαιρναν μέρος και τα παιδιά, για να κάνουνε τις λεγόμενες “δούλες”!
Το έβλεπαν βέβαια όλο αυτό τα παιδιά σαν παιγνίδι, όμως η συνδρομή τους ήταν καίριας σημασίας!
Έβαζαν τα παιδιά να κάθονται συνήθως σε μια παλιά καρέκλα επάνω στον βολόσυρο, κι αν ήταν ανάλαφρα, έβαζαν επιπλέον και μια πέτρα στον βολόσυρο, για να συμπληρωθεί έτσι το βάρους!
Ήταν μεγάλη χαρά όλων ανεξαιρέτως των παιδιών, σαν ανέβαιναν επάνω στον βολόσυρο και ” να κάνουνε τσι δούλες”, δηλαδή να κάνουν βόλτες γύρω γύρω! Έπεφταν στο συνορισό καμία φορά, ποιο παιδί θα κάνει περισσότερες “βόλτες”! Βέβαια η μια “δούλα” είχε περιστροφές τόσες, όσες μια αλωνιά, να τελειώσει δηλαδή σε θρυμματισμό, το υπάρχον προϊόν αλωνίσματος, μέχρι να γίνει άχυρο.
Έφερε βέβαια μεγάλη ζαλάδα το κέφι αυτό των παιδιών στις βόλτες γύρω γύρω στο αλώνι, για αυτό τα άτομα εναλλάσσονταν συχνά.
Ο βολόσυρος γύρναγε συνεχώς, ώσπου τα σαρακάκια του να σπάσουν σε μικρά κομματάκια, όλους τους κορμούς των φυτών.
Ήξερε ο αλωνάρης ακόμα και πότε θα κάνουν την ανάγκη τους τα βόδια, γιατί σταμάταγαν και ανασήκωναν την ουρά τους. Τότε έπιανε στα γρήγορα ένα μάτσο στάχυα, ή ότι άλλο αλώνιζαν, και τα άπλωνε πάνω στα χέρια του. Επάνω εκεί άφηναν τη βουτσιά τα βόδια, όπου τη πέταγε μετά έξω.
Αυτήν την κίνηση, την έκανε πάντα ο αλωνάρης, όχι τόσο για να μη βρωμίσει το άχυρο ή ο καρπός, αλλά για να μην υπάρξει κίνδυνος, επάνω στις μαλακιές βουτσιές αυτές, να γλιστρήσουν τα βόδια, και να πάθουν ζημιά.
Το ίδιο περίπου έκανε ο αλωνάρης και τα γαϊδούρια ή άλογα, όταν κι εκείνα σταματούσαν και άνοιγαν τα πόδια τους, για να κάνουν την ανάγκη τους.
Ο αλωνάρης φρόντιζε σε αυτήν την περίπτωση, να έχει κοντά του ένα τενεκέ ή παλιό κατσαρολάκι ή φτυαράκι, συνήθως ήταν κρεμασμένο στον βολόσυρο. Το είχε έτοιμο, και πάνω εκεί έβαζε να κάνουν τις καβαλίνες τα ζώα όταν τους ερχόταν, όπου τις πέταγε στη συνέχεια μακριά.
Τα ζώα έδειχναν τόση μεγάλη υπομονή, και μπορούσαν όλη μέρα να γυρνάνε στο αλώνι χωρίς να διαμαρτύρονται.
Το λύχνισμα
Σαν είχαν μισοσπάσει ο κορμοί στα γεννήματα μέσα στο αλώνι, τότε έσπρωχναν οι εργάτες προς το κέντρο με τα θρινάκια, όσα βρίσκοντας στην εξωτερική πλευρά του αλωνιού, και εκεί μετά, συμπλήρωναν περιμετρικά με νέα.
Τα θρινάκια ήταν ξύλινες πηρούνες, ένα μέτρο περίπου.
Στην περιφέρεια του αλωνιού, δεν έπιανε τα στάχυα ο βολόσυρος, για αυτό τα τραβούσαν κάθε τόσο προς το κέντρο για να τα πιάνει και αυτά.
Κάθε φορά που αλωνιζόταν τα πάνω – πάνω, τα έκαναν τούμπα για να αλεστούν κι από κάτω.
Μετά από πολλές τούμπες πλέον είχε αλετσεί το προς άλεση προϊον, από τα “σαρακάκια” ή “μαχαίρια” που είχε στερεωμένα από κάτω ο βολόσυρος.
Τα μαχαίρια του βολόσυρου ήταν λεπτές και μακρυές μεταλικές ταινίες από πριονοκορδέλα, αλλά μπορούσε να είναι και ειδικές κοφτερές πέτρες από οψιδιανό.
Όταν είχε αλεστεί το προϊόν επάνω και κάτω, στην συνέχεια έλυναν άλλα δεμάτια, και πέταγαν από αυτά νέα και τα διασκορπούσαν στο αλώνι.
Το λίχνισμα
Όσο λέπταινε το άχυρο, τόσο καταλάμβανε λιγότερο όγκο, ώσπου κάποια στιγμή, τα στάχυα ή τα φαβόροβα, θα έχουν μετατραπεί όλα σε άχυρο και καρπό.
Έχει τελειώσει το αλώνισμα, και ήρθε η ώρα του λιχνίσματος.
Έκαναν στην συνέχεια το άχυρο που είναι απλωμένο σε όλο το αλώνι ένα λαμί, δηλαδή το συγκέντρωναν όλο, χρησιμοποιώντας τα θρινάκια, σε ένα στενόμακρο σωρό στο κέντρο του αλωνιού, αλλά πάντοτε σε οριζόντια γραμμή, από τη μια ακρη του αλωνιού μέχρι την άλλη, παράλληλα με την κατεύθυνση του ανέμου, δηλαδή ανατολικά – δυτικά.
Άρχιζαν λοιπόν να λιχνίζουν, όμως από την δυτική πλευρά του λαμιού, αλλά έτσι που να μην εμποδίζουν τα σώματα τους το φύσημα του δυσκού (δυτικού αέρα).
Οι εργάτες και εργάτριες, με τα ξύλινα θρινάκια ανά χείρας, λιχνίζουν ασταμάτητα, πετώντας ψηλά κάθε φορά εναλλάξ ένας ένας, από μια ποσότητα άχυρου.
Ξεκινώντας από τα δυτικά, κατέληγαν στα ανατολικά, ώσπου τελείωνε και το πρώτο λιχνισμα!
Ο αέρας με το λύχνισμα, έπαιρνε το λεπτό άχυρο, και το πέταγε πιο μακρυά, προς την ανατολική πλευρά του αλωνιού, στη μεση πέταγε το μεσαίο άχυρο, ενώ επιτόπου και πιο κοντά, έμεινε ο καρπός με τα σκύβαλα (κόντυλα).
Αυτά τα σκύβαλα με τον καρπό, έπρεπε να γίνουν ξανά ένας σωρός, και να λιχνιστούν ξανά. Δεν τα έπιανε όμως η πιρούνα (θρινάκι), και για αυτήν την περίπτωση είχαν ακόμα ένα άλλο ένα παρόμοιο ξύλινο εργαλείο χωρίς πιρούνια, το λεγόμενο φτυάρι. Αυτό έμοιαζε με ένα επίπεδο κουτάλι.
Με το φτυάρι πλέον ανασήκωναν στον αέρα τον καρπό για να φύγουν τα σκύβαλα ή κόντυλα, που ήταν τα χοδρα κόντυλα, αλλά να φύγουν επίσης και οι σκόνες.
Για να μείνει όμως ο καθαρός καρπός, έπρεπε επίσης να γίνει και τρίτο και τελευταίο λίχνισμα. Πάλι έκαναν νέο σωρό, για να τον περάσουν από το κόσκινο η τον βολίστα ή βολίστρα. Ο βολίστας ήταν κι αυτός ξύλινος σαν κόσκινο, αλλά η βάση του ήταν μεταλλική με μεγάλες τρύπες. Ήταν χρήσιμος κυρίως στα όσπρια, ιδιαίτερα τον χρησιμοποιούσαν για να λιχνίζουν τα κουκιά. Για τα σιτηρά πάντως είχαν το κόσκινο.
Γέμιζαν τον βολίστα ή το κόσκινο, και λίχνιζαν τον τελευταίο καρπό στο σωρό του αλωνιού, για να καθαρίσει εντελώς.
Στο τέλος κοσκίνιζαν στο κόσκινο τον καρπό για να βαβαλίσουν και τα τελευταία σκύβαλα, και να μείνει επιτέλους ο καθαρός καρπός.
Τα ίδια πάνω κάτω που έκαναν στα δημητριακά, έκαναν και στα όσπρια, αρακάδες, ρεβίθια φακές κλπ. Εκεί γύριζε ο βολόσυρος γύρω γύρο, μέχρι να ανοίξουν όλα τα λουβιά.
Λαογραφικά, και άλλα παρατσάφαρα
Οι αλωνάρηδες αλλά κυρίως τα παιδιά, έλεγαν όση ώρα αλώνιζαν, τραγουδούσαν διάφορα τραγουδάκια, που αφορούσαν κυρίως τα βόδια.
«Άιντε τα βούγια τα καλά
ν’ αλωνέψωμε ταχιά,
άιντε γύρω, άιντε μέση,
να κοπεί να ξεμπερδέσει.
Άιντε τα βούγια τα καημένα,
ν’ αλωνέψουν τα σπαρμένα.
Έλα,έλα, έλα γειά ντως
κι όλα τ’αχερα δικά ντως
έλα γειά τως τω βουγιώ,
των καλώ παληκαριώ…
Όλα τα χερα δικά ντως
κι ο καρπός στα αφεντικά τως!»
Τα παιδιά συνήθως λυπούνταν περισσότερο τα βούγια, οπότε μάθαιναν και έλεγαν κι εκείνα διάφορα ποιηματάκια, με φυσικά πολλές παραλλαγές ανά την Κρήτη.
Ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τα παρηγορήσουν, για την ταλαιπωρία και την καρτερία τους, για όση ώρα γυρνούσαν με τον βολόσυρο:
«Έλα-έλα γειά σας,
κι όλα τ άχερα δικά σας.
Έλα γειά ντως τω βουγιώ, τω καλώ παλληκαριώ.
Έλα- έλα τα καμένα, νηστικά και κουρασμένα!»
Ήταν όμως πρόβλημα μεγάλο, όταν δεν φυσούσε καθόλου αέρας!
Αναγκαστικά θα έπρεπε να φυσάει, έστω και ελαφρά, για να έχουν κάποιο αποτέλεσμα.
Για αυτό επέλεγαν να πάνε στο αλώνι τις ημέρες που είχε καλό δυσκό.
Για να βλέπουν μάλιστα πότε φυσάει αεράκι, και επομένως να σηκωθούν από τον ασκιανο για λίχνισμα, είχαν έναν συγκεκριμένο τρόπο. Βάζανε μια χαχαλόβεργα όρθια ανάμεσα σε δύο τραλίκους και στην πάνω μεριά δένανε ένα ξερό αγγέλαμο με μια μικρή κλωστή, οπότε μόλις φυσούσε αεράκι, ο αγγέλαμος σηκωνόταν, έδειχνε την κατεύθυνση αλλά και την ισχύ του αέρα, και τότε σηκωνόταν όλοι γρήγορα γρήγορα για το λιχνισμα!
«Τ’ άγραφα λόγια χάνουνται, σα τ’ αχερα στ’ αλώνι
γιατί τα παίρνει ο άνεμος, και γίνουντ΄ ολα σκόνη»
Φράση που λέει συχνά ο λαός μας!
Όταν όμως σταματούσε τελείως ο δυτικός να φυσάει, οι άνδρες έβρισκαν την ευκαιρία να πούνε αστεία, κυρίως στα ορεινά κυρίως χωριά της Μεσαράς!
Μόλις αρχινούσε ξαφνικά να φυσά ο αέρας, πεταγόταν ο καλαμπουρτζής της παρέας και έλεγε:
-Τάξε πως εβγάλανε πάλι τη βράκα ντως και την ανεμίζουνε οι τουρίστριες στο κόκκινο Πύργο, εκειά απου μπανιαρίζουνται, γιατί γιάε, ντελόγως εσκώθηκε αεράκι!
Φυσικά όλοι γελάγανε!
Πετάγεται ο άλλος:
-Μπά! Θαρώπως ζάβαλε την εβγάλανε οι τουρίστριες στα Μάταλα, για θωρώ πως γύρισε-νε νοτουλάκι!
Στη Γαλιά λέγανε επίσης:
«Α δε βγάλουνε οι Τυμπακιανές τη βράκα ντως να τσι κρεμάσουνε στον απλωτό, να κάνουνε αέρα, δυσκό επαέ δε θωρούμε!».
Άλλος συμπλήρωνε:
«Πείτε μπρέ τω Τυμπακιανώ να φυσίξουνε ούλοι μαζί, να κάνουνε αέρα, μπάς και προκάμουμε το λίχνισμα, μα να, λίγο λίγο μας επόμεινε!»
Τα λέγανε αυτά για να γελάσουν, μια και το Τυμπάκι και ο Κόκκινος Πύργος ήταν προς τη μεριά που φύσαγε ο αέρας, προς τη δύση δηλαδή.
Και φυσικά πολλά παρόμοια αστεία έλεγαν για να προκαλέσουν γέλιο, και να φτιάξουν ευχάριστη ατμόσφαιρα οι άνδρες, μια και ήταν και γυναίκες στη παρέα. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια, οι άνδρες ένοιωθαν καθήκον τους να ψυχαγωγήσουν τις γυναίκες, και να τις κάνουν να γελάνε!
Δύσκολο όμως να τα διασώσουμε όλα όσα γινόταν σε ένα αλώνι!
Στο τέλος της διαδικασίας αλωνισματος, κάνανε ένα μεγάλο σωρό, πλέον με τον καρπό, και το άχυρο πάλι ένα άλλο σωρό χωριστά, και σταματούσαν όλοι γύρω από τον καρπό.
Ο αλωνάρης κάρφωνε στη συνέχεια το θρινάκι ανάποδα μέσα στο σωρό του αλέσματος, έβγαζε το κεφάλομαντηλο ή το σαρίκι του, που να είναι ξεσκεπασμενη η κεφαλή ντου, και έπιανε μετά καρπό στη χούφτα του, τον φιλούσε, έκανε τον Σταυρό του, την προσευχή του και την έριχνε πάλι πίσω στο σωρό.
Αυτό γινόταν κάθε φορά σαν τελείωνε ένα αλώνισμα.
Η διαδικασία αυτή λεγόταν καρποφίλημα, και με αυτό τον τρόπο ευχαριστούσε ο αλωνάρης τον θεό που ευώδωσε ο αγώνας του!
Ο καρπός και η φορολογία του
Ο καρπός δεν θα μπει στα σακιά για να πάει στο σπίτι, αν δεν περάσει πρώτα ο Μουκατατζής για να εκτιμήσει τον “μουκατά” , δλ. την ολική ποσότητα, για να βγάλει τον αντίστοιχο φόρο ο Μουλτεζιμης !
Με ένα 17κιλο δοχείο όπως του λαδιού αλλά ανοιχτό απάνω, γινόταν η διαλογή. Το δοχείο αυτό το έλεγαν και αξάι ή ξάι. Το γέμιζε ο Μουλτεζίμης, έβαζε στα εννέα περίπου και ένα δοχείο στην άκρη για το φόρο. Ο Μουκατατζής, άνθρωπος που αναλάμβανε τη θέση του υπαλλήλου, με μειοδοτικό διαγωνισμό Ουδείς λίχνιζε, ή έβγαζε καρπό, όπως πατάτες, ή οποιοδήποτε αγροτικό προϊόντα στο σπίτι του, αν δεν περνούσε πρώτα ο Μουλτεζίμης να εκτιμήσει την παραγωγή! Την εποχή της Τουρκοκρατίας βέβαια ο φόρος αυτός πήγαινε σε Τουρκικά ταμεία. Αργότερα που έφυγαν οι Τούρκοι, συνεχίστηκε αυτό και με το Ελληνικό κράτος.
Το άχυρο και τα χαλάρια ή χαράρια
Μπαλιαστικά μηχανήματα που να δένουν το άχυρο σε μπάλες, για να μεταφέρονται εύκολα στο σπίτι, πάλι δεν υπήρχαν παλιά.
Πώς όμως γινόταν η μεταφορά άχυρου, και μάλιστα τόσες μεγάλες ποσότητες; Τη λύση της εποχής την έδιναν τα λεγόμενα χαλάρια ή χαράρια. Για να φτιάξουν χαλάρια, αγόραζαν σε τόπι ύφασμα, το κόβανε ανά δύο, κομμάτια ίδιες διαστάσεις, δηλαδή 2 μέτρα μήκος και 1,20 μ πλάτος, και τα ράβανε με χονδρή κλωστή. Αυτά λοιπόν τα χαλάρια ή χαράρια , τα γέμιζαν με άχυρο. Για να πατηθούν καλά τα άχυρα στο χαλάρι, καμιά φορά έμπαιναν μέσα και με τα πόδια πατούσαν το άχυρο, ώστε να μπει καλά στις γωνίες και να χωρέσει περισσότερο. Σαν γέμιζαν μέχρι απάνω, τα έραβαν με σπάγκο. Το χαλάρι επάνω είχε ειδικές θηλιές που περνούσε ο σπάγκος ή ένα σύρμα. Όμως δεν έραβαν έτσι όλο το πάνω μέρος από άκρη σε άκρη. Στις άκρες άφηναν τα λεγόμενα «αφτιά», και τύλιγαν το σπάγκο γύρω – γύρω.
Τα «αφτιά» αυτά, χρησίμευαν για να πιάνεται καλύτερα το χαράρι, και φυσικά να φορτώνεται και εύκολα, είτε στον ώμο είτε στο μουλάρι. Ανά ένα φορτίο στο μουλάρι φόρτωναν δύο χαλάρια, που για να φορτωθούν χρειαζόταν δύο άτομα να τα σηκώσουν, ή ένας δυνατός, γιατί το κάθε χαλάρι ζύγιζε γύρω στα 40 κιλά! Με το μεταφορικό ζώο τα πήγαιναν στο σπίτι στον ειδικό αχυρώνα. Αργότερα περί το 1960 καταργήθηκαν τα χαράρια και χρησιμοποιούσαν πλέον τα κοκκινόλουρα μεγάλα σακιά, τις λεγόμενες και σάκες. Ένα χαλάρι χώραγε 4 με 5 σάκες.
Τι ήταν ο ανηφοράς
Με το μουλάρι έφερναν τα χαλάρια μέχρι τον αχυρώνα, ο οποίος είχε στη ταράτσα μια τρύπα 50 Χ 50 εκ, και από εκεί έριχναν το άχυρο να πέσει μέσα. Η τετράγωνη αυτή τρύπα λεγόταν «ανηφοράς» ή «αχερονοίχτης». Στο τέλος σκέπαζαν με μια πέτρινη τετράγωνη πλάκα για να μην μπαίνει η βροχή, τα ποντίκια οι γάτες κλπ. Καμιά φορά το καλοκαίρι την άφηναν ανοιχτή για να μπαίνει το φως του ήλιου.
Για να ανεβάσει όμως ένας άνδρας στην ταράτσα το χαλάρι, έπρεπε να ανέβει μια ξύλινη σκάλα για την οροφή, και έπρεπε και αυτός να είναι γερός, καθώς και η σκάλα και τα σκαλοπάτια επίσης, ώστε να αντέχουν και να μη σπάσουν!
Για να πέφτει πιο εύκολα το άχυρο στη τρύπα του ανηφορά, είχαν βάλει τέσσερα (χειρόβολα), δεμάθια κριθαριού ή ταγής γύρω – γύρω, και αυτά έπαιζαν το ρόλο χωνιού!
Σαν έριχναν μερικά χαλάρια από τον ανηφορά, μετά κατέβαιναν κάτω και πάταγαν τα άχυρα καλά με τα πόδια, ώστε να κάτσουν, για να χωρέσει έτσι περισσότερα ο αχυρώνας. Επειδή ήταν επικίνδυνο να χωθεί κάποιος στα άχυρα, και ο λόγος φυσικά ότι μπορούσε να «κρουφτεί» (πάθει ασφυξία), και για να αποφύγουν αυτόν τον κίνδυνο, έβαζαν μια σανίδα ή σκάλα και πάταγε απάνω στα άχυρα, και πάνω εκεί ανέβαιναν στο σωρό, και τα πατούσαν καλά – καλά με τα άρβυλα. Έτσι ο αχυρώνας χωρούσε ακόμα περισσότερα χαλάρια άχυρο.
Γεώργιος Χουστουλάκης
.