Το νοιάξιμο | του Αντώνη Κουκλινού
.
Eξημέρωσε ο Θεός τη μέρα… Εμεροκοιμήθκενε σήμερο ο μπάρμπα ‘Λέξαντρος, επλάκωσέντονε το μαξελάρι φαίνεται. Ενεζήτηξέντονε το κουλούκι και πάει και του τσαφουνά τη μ-πόρτα ν’ ανοίξει. Ο ήλιος επρόβαλε στη ν’ αυλή ντου, τάξε πως κ’ αυτός, του χτυπά τη μ-πόρτα, να πορίσει όξω.
-Μα γιάντα ‘ργει να σηκωθεί;
Κάθα ταχινή απου θα ‘ρμέξει τη ν’ αίγα ντου ο κολλητός του, γεμίζει μνιά φλιτζάνα και του τη νε πάει. Ετσά το ν’ έχει καλομαθημένο και το νε καλημερίζει με το γάλα. Ήρθενε η γ’ ώρα να το νε γειτονέψει και θωρεί πω δε ν’ άνοιξενε ακόμη.
-Παναγία μου και πράμα συμβαίνει… εσκέφτηκε
Ήνηξε τη σιντερόπορτα και μπήκενε στη ν’ αυλη. Χτυπά του τη μ-πόρτα….
-Μπρέ Αλέξαντρε… μέσα ‘σαι μπρέ;
Δε γροικά πράμα…
-Μπρέ γείτονα έπαέ σαι;
Σιμώνει το κουλούκι κοντά και κουνεί τη ν’ οριά ντου ανήσυχο, ν’ ανοίξει η πόρτα… Χιαρχηντισμένος ο φίλος του απου δε ν’ απαντά, ήμπωξε τη μ-πόρτα τα ίσα μέσα. Θωρεί το κρεβάτι αξέστρωτο και το ν’ Αλέξαντρο άφαντο. Πάει απου τη ν’ άλλη μ-πόρτα, να ξανοίξει στη κουζίνα και το νε θωρεί καθούμενο στη καρέκλα με τα χέργια κουμπιζμένα στο τραπέζι, να κοιμάται. Εσίμωσενε σιγά, σιγά να μη ξιπαστεί και το νε σκούντηξε.
-Μπρέ φίλε ξύπνα…
-Γιάντα κοιμάσαι επαδά και δε ν’ είσαι στο κρεβάτι σου;
Το κουλούκι αγλακά και σηκώνεται στα δυό ντου πόδια, απου τη χαρά ντου.
Σηκώνει τη γ-κεφαλή ντου ο μπάρμπας και τρίβγει τα μάθια ντου.
-Επήρατονε πρωινό πούρι και δε ν’ εγροίκουνε γρί, πως μου φώνιαζες!
-Εκοψοχωλιασές με μπρέ φίλε, άντε ήφερά σου το γάλα, μόνο σήκω απάνω, έτοιμο βραζμένο και ζεστό να το πχείς.
-Εμεταξύπνησα και θωρώ πως δε ν’ ήτονε η γ’ ώρα να σηκωθώ, μα επχιαστήκανε τα λαγκόνια μου να κείτομαι και με ξαναπήρενε στη καρέκλα.
-Άντες να βάλεις μνιά σταλιά νερό στη μούρη σου, να πα να κάτσομε όξω στη ν’ αυλή, εγώ θα σου βαστώ τη καρέκλα σου, μονο σήκω.
Έσειρε δυό καρέκλες στη δεσπολιά από κάτω, εκειά ‘χει ένα μικιό τραπεζάκι και κάθουνται στο ν’ ασκιανό. Στη διχάλη κρέμεται το ραδιάκι απου γροικούνε τσι κοντιλιές και τσι μαντινάδες απου λένε οι μαντιναδολόγοι. Εκειά κάθουνται τσι ταχινές και αφρουκούνται και πότες, πότες, πίνουνε και το ρακάκι ντος.
Επόρισε ο μπάρμπα ‘Λέξαντρος και βαστά τη φλιτζάνα το γάλα.
-Κάτσε φίλε να σάσω το γ-καφέ μου και πχιέ το γάλα να μη κρυγιώσει.
Σα ντη καλή κοπελιά το νε προσέχει ο φίλος του και όπχιος περάσει απ’ όξω απου τη στράτα, θα του φωνιάξουνε να μπεί μέσα να κάτσει. Στο κουζινάκι έχει απ’ ούλα… Και βραστάρι και καφέ μα και μεζεδάκι για τη ρακή και το κρασί ανε χρειαστεί. Η φιλόξενη καρδιά χωρεί ούλο το γ-κόσμο μέσα κ’ ας έχει σκέτο νερό να τσι τρατάρει. Να σαι καλοστεκούμενος, με τη ν’ υγειά σου κ’ ας είν’ τα χρόνια σου πολλά, η ζωή είναι όμορφη.
Πίνουνε το γ-καφέ και ρεμβάζουνε στο παχύ ασκιανό, παρέα με το ραδιόφωνο και φιλοσοφούνε τη κατάσταση.
-Για μνιά στιγμή τά ‘καμα στη μπύργια φίλε, οντε σου φώνιαζα και δε ν’ εγροίκας, είπα γω, πάει ο φίλος μου… έχασά τονε!
Γροικά ο μπάρμπα ‘Λέξαντρος και το νε παίρνουνε τα ζουμνιά.
Δε ν’ είναι λίγο πράμα να σε νοιάζουνται και νά χουνε τα μέντες τος, αν είσαι καλά.
Δε μπα νά ‘χεις κοπέλια…
Δε μπα νά ‘χεις εγγόνια…
Έρχεται η στιγμή απου σαι ολομόναχος…
Και σου χτυπά τη πόρτα ο φίλος σου, με τη φλιτζάνα το γάλα, να σου πει καλημέρα…
Αξίες ανεκτίμητες, που μόνο η ζωή τσι προσφέρει…
.
Αντώνης Κουκλινός
.