Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

«Κάμε καλό και ρίξ’ το στο γιαλό», της Άννας Τακάκη

(αληθινή ιστορία)

Χρόνοι πολλοί ’ναι, σύντεκνοι, αιώνες περασμένοι
που η δική μου αποταή* γερά ’χει κλειδωμένη
στα πιο βαθιά φυλλόκλαδα τση κρητικής καρδιάς μου
μιαν ιστορία που ’κουσα και λέω στα παιδιά μου.
Από κοπέλι γροίκου’ ντη, στο νου μου ήστεσά ντη,
με ρίμα τηνε πλούμισα και μέτρο ήβαλά τζη.
Η παραμιά τζη μου ’μαθε το δίδαγμα σε βάθος
κι από γενιά σ’ άλλη γενιά αποκρατεί με πάθος.
Ήλεγε κάνε το καλό, και άστο, όπου πάει,
ρίξ’το στο κύμα του γιαλού να φεύγει στα πελάη.
Ποιος το καλό φοβήθηκε, ποιος του καλού δε γροίκα
και δεν τον προύκισ’ η ζωή με μια μεγάλη προίκα;

****

Ήταν, που λέτε, στα παλιά ένας φτωχός γεράκος
ένας σπουδαίος Κρητικός, απού στεκόταν βράχος.
Ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό που λέγα ντο Αχλάδι
σιμά στο περθαλάσσιο με τ’ όνομα Λιβάρι.
Το Λιβυκό το πέλαγος εθώρειε η ματιά ντου
κι ήσυχα ζούσε, ανέγνοιαστα, αυτός κι η φαμελιά ντου.
Kι είχε μια κόρη όμορφη και γιους σαν κυπαρίσσα
και μια γυναίκα μπιστικιά, μα γλώσσα ’χε περίσσα.
Μια ταχινή επρόκοψε να πάρει το ντρουβά* ντου
και στο γιαλό ελόγιασε να πάει η αφεντιά ντου
από τσ’ αρόλιθους* να βρει αλάτσι να μαζώξει
και νωροπάς* στο σπίτι ντου να ’ρθει πριχού νυχτώσει.
Τα χρόνια ’κείνα τα παλιά, τα ιστορημένα έτη
εμπαινοβγαίνα’ πειρατές με τη μακρά ντως χαίτη.
Νότια κι ανατολικά ξέφραγο αμπέλι η Κρήτη
κι οι Μπαρμπαροί «αλώνιζαν», κουρσάροι κι αγιογδύτοι.
Έλεθρα* κάνα’ και κλοπές, σφαγές, λεηλασίες
κι ύστερα παίρναν σκλάβους τως νέους και κορασίδες.
Μα ο φτωχός Αχλαδιανός ζούσε ’ποξεγνοιασμένος,
αγράμματος κι ανήξερος, πολλά βασανισμένος…

****

Ο άντρας τον λυπήθηκε, άθρωπος κι αυτός είναι
κι αν έχει κάνει και στραβά, Θε μου, εσύ τον κρίνε.
Μέσα ντου λέει η καρδιά να τονε προστατέψει
να χώσει τον, σα θησαυρό, και να τονε προσέξει.
Παίρνει τον, πούρι, στα χωστά, νύχτα δίχως φεγγάρι
μην τονε δούνε οι χωριανοί και πάρουνε χαμπάρι.
«Πεσκέσι» τον επήγαινε τση γνωστικής κεράς του
που φώνιαζέ ντου κι ήλεγε όσα ’βανα’ τ’αυτιά του:
– Είντα μου τον κουβάλησες τον ανεμαζωξάρη*
να πάρει μυρωδιά κιανείς, να ρθει να μας ντακάρει*;
Κι απέ να τελαλήσουνε στη χώρα, στο χωριό μας
πως χώνομε στο σπίτι μας τον ’πίβουλο οχθρό μας.
Ω, μοίρα που με μοίραζες, ειντά ’καμες καημένε;
Ε, κακομοίτση, κύρη μου, τροζέ*, παλαβωμένε !
Και δεν εγνοιάστηκες, μαθές, που ’χομε θυγατέρα;
Ώφου, είντα μας ήλαχε* ουράνιε μου Πατέρα!
Να πα’ να ξεμνυαλίσει, μπρε, το κοριτσόπουλό μας
άντρα κουρσάρο τόλμησες κι ήβαλες στο πλευρό μας;
Και είντα πίστη να βαστά ετούτοσάς ο νέος;
Μην είναι Χότζας γή Μουφτής, Σαρακινός, γή Οβραίος;
– Γυναίκα, μη πρικαίνεσαι, σαν κουζουλή μην κάνεις
μόν’ το καλό να σκέφτεσαι, ποτέ μην κακοβάνεις.
Όποιος κακό δε σκέφτεται, και το καλό ξετρέχει
ολπίδες θρέφει στο Θεό και στα δεξά τον έχει.
Δεν έχει η νια να φοβηθεί, κι ο κόσμος δε θα μάθει,
γιατί το νιο θα χώσομε στων αχεργιώ’ τα βάθη.
Το φως τση μέρας να μη δει, ήλιος να μην τον χρίζει
στα σκοτεινά θα κείτεται, μόνο για να ελπίζει.
Κι ούδε οι γιοι θα μάθουνε κι η νια μας θυγατέρα
είντα βαστούμενε κρουφά τη νύχτα και τη μέρα.

****

Και χώσανε τον πειρατή στο σκοτεινό αχεργιώνα
μέρες και νύχτες να μετρά σαν παγερό αιώνα.
Κι ο άντρας ο καλόψυχος συχνά ’νεθιβολεύγει*:
«κάνε γυναίκα το καλό, ο νους σου να μερεύγει.
Κάνε γυναίκα το καλό και στο γιαλό το ρίξε
την καλοσύνη σου, μαθές, έτσα λοής τη δείξε».
Και η κερά συβάστηκε κι εφρόντιζε το νέο,
επήγαινέ του κι ήτρωε ό,τι ’χε πλια ωραίο.
Ο άντρας ο καλόγνωμος εκέρνα ντον κρασάκι
κι επέρνα γλήγορα ο καιρός στο φτωχικό κονάκι.
Συχνά πυκνά, κάθα πρωί μόλερνε τη ματιά ντου
κάτω στα πλάη τ’ ανοιχτά του Λιβυκού πελάγου.
Ξάνοιγε μπας κι εφανιστεί πειρατικό καράβι
και την ελευτεριά του νιου πάσκιζε να προλάβει.
Και μια γιορτή, μια Κεργιακή, γή μια μεγάλη σκόλη
φάνηκε το πειρατικό, κι αναντρανίζουν όλοι.
Ο μελαψός, καλόβουλος, ο νιούτσικος κουρσάρος
άστραψε πάλι από χαρά κι εφώτισε σα φάρος.
Αγάλια αγάλια, μυστικά μισεύγει ’πό την κρύφτη,
η φυλακή ’τονε γλυκιά και φιλικό το σπίτι.
Σιμώνει ώρα μισεμού, στιγμή γληγοροφτάνει
που ο νιος, ελεύτερος αετός κοντεύγει στο λιμάνι.
Κι εφίλειε κι ευχαρίστειε νε τον άγιο ντου σωτήρα
μ’ από την τόση ντου χαρά τα δάκρυα τονε πήρα’.
Και αποχαιρετά τονε από καρδιάς ο νέος,
γερός μισεύγει, ανάλαφρος, μ’ ένα τεράστιο χρέος!

****

… Περάσαν χρόνοι και καιροί, χρόνος μεταγυρίζει
κι οι Μπαρμπαραίοι ’ρχότανε κι εφεύγα’, ποιος τους ’ρίζει;
Το Λιβυκό διαγούμιζαν, την Κρήτη ’χαν στο μάτι
και στη σειρά ξεμπάρκερναν πολλοί κι άλλοι νομάτοι…
Μα ο καλός ο άθρωπος απού ’χε πλια γεράσει
«παλιά του τέχνη κόσκινο» δεν ήθελα ξεχάσει.
Τα σύναυγα* σηκώθηκε να κατεβεί στ’ αλάτσι
και σαν πολλά θα καψωθεί, στ’ αμμουδερό θα κάτσει
δαμάκι* να ξεκουραστεί η γέρικη καρδιά ντου
κι όσο θωρεί τα κύματα να ρέγετ’ η ματιά ντου.
Μα εκειδά απού ’σκυφτε ανέγνοιαστος ο έρμος,
γροικά φωνές, χαλάπατο* και σκώνεται χαημένος.
Οι Αραπάδες μπήκανε πάλι στα γονικά ντου
κι αμοναχό τον βρίσκουνε, άχι, τα βάσανά ντου!
Πούρι, του τηνε παίξανε τη γροθαριά στο μπέτη*
δούλο θα τονε κλέψουνε, πού να τους βρεις νομπέτι*;
Αφού δεν βρήκαν μερτικό ν’ αρπάξου’ και να φύγου’
γομάρι τονε κάμανε, στ’ αμπάρι τονε ρίχνου’.
Και αποχαιρετά τηνε την Κρήτη, ο καημένος,
ο γκαρδιωμένος, ο καλός, και ο τυραννισμένος.
Μισεύγει κι αποχαιρετά τον τόπο, το χωριό ντου,
τα έχη, τα σουλούσα* ντου και το νοικοκεριό ντου.
«Ειντά ’φταιξα ο άμοιρος, κι ο καλοθελημένος,
να πα’ ταφώ στην Αραπιά δούλος αποδιωγμένος;
Πού ’ν’ ο Θεός, που δε θωρεί, που δε γροικά καθόλου,
ειντά ’μελέ μου του μπραγού* και του φτωχού αθρώπου!
Εδά στα γεροντάματα μού το ’χε φυλαχτό μου
να ’ναι γραμμένο ανάποδα το μαύρο ριζικό μου;
Ώφου, ποια γλώσσα να μιλιού; Δε τσοι καταλαβαίνω…
Είντα κακό τως ήκαμα και πάνε με δεμένο
στην ξένη γη ν’αφήσουνε; Πατρίδα μου, παιδιά μου!
που δε σας ’ποχαιρέτηξα, πού ’ν’ η παραγγελιά μου;».

****

Όσο τσι σκέψες ’πογνοιαστεί, η νύχτα ’χε περάσει
και τ’ αλλαξοξημέρωμα τον κόσμον έχει χάσει.
Ωσά τ’ οζό τον σύρνανε οι πειρατές κουρσάροι
και τονε παζαριάζανε παζάρι σε παζάρι.
Κιανείς, ωφ, δεν τον ήθελε, γιατ’ ήταν ένας γέρος,
για δούλος δεν πουλιούντανε γέρος τυραννισμένος.
Μέσα στα παζαρέματα πολλοί ’τονε ρηγάδες,
φουνταλλαμένοι* έρχονταν, πλούσοι μαχαραγιάδες.
Σιμώνει πλια κοντατινά, άντρας καλοντυμένος
που φόργιε στολή άρχοντα, φαινόταν σπουδασμένος
και πρόσφερνε πολλά φλουριά για να τον αγοράσει
κι ο γέρος εξεστάθηκε, κι είπε μπας τα ’χε χάσει.

– Εγώ δεν έχω αντίφαξη* πολλές δουλειές να κάνω
γέρος είμαι κι ανήμπορος, ώρα μου να ποθάνω.
Γιάντα πασκίζεις, ξένε μου, εμένα ν’ αγοράσεις;
Τούτονά ’ναι πρωτάκουστο, δε θα με ποξεγνοιάσεις.
Μουρμούριζε και ψέλλιζε ο γέρος λυπημένος
εκειά στη μαύρη ξενιτιά ο κακομοιριασμένος.
Κι ο άντρας, που κουνογελά*, χτυπά τονε στην πλάτη,
στα μάτια μέσα τον θωρεί και η ματιά του στράφτει!
Και με φωνή βρονταδερή στην κρητική τη γλώσσα
τα λόγια τούτα λέει του απού τον εγκαρδιώσα’:
Γέρο μου, κάνε το καλό και στο γιαλό το ρίξε
και την καλή σου την καρδιά, μια βολά* πάλι δείξε.
Κάνε καλό και ρίξε το στο κύμα να το πάρει…
Κι ο γέρος εκατάλαβε, πως του ’χε γενεί χάρη.
Δεν πίστευγε στα μάτια του, στην τύχη την τυφλή ντου
πως βρέθηκε στον άθρωπο απού ’χε σαν παιδί ντου,
στο νιο εκείνο πειρατή που ’κρουβγε, να τον σώσει
κι ήρθεν ο χρόνος κι ο καιρός να του το ξεπληρώσει.
Και ανεστοριθήκα ντη, την ιστορία πάλι
που το καλό περνά σαν Θιος και ανταμείβγει αγάλι….

****

Ο γέρος ήζησε πολλές ευτυχισμένες μέρες
το χρόνο απού πέρασε στης Αραπιάς τσι ξέρες.
Του δώκανε ρούχα καλά και ντύθηκε σαν κύρης,
και ήτρωε βασιλικά κι εζούσε σαν βεζίρης.
Για το καλό απού ’καμε ακόμη και σ’ εχτρό ντου
ήρθε η μέρα που ’βρε το κι αυτός από το Θιό ντου.
Στο χρόνο πάνω βρέθηκε βαπόρι ν ’αποδέσει,
γράφει πορεία Κρητική και παίρνει ο γέρος θέση.
Μα ο σωτήρας ο καλός, μπιστιά* πολλή δεν έχει,
μπαρκάρει και αυτός μαζί για να τονε προσέχει.
Η μέρα ήταν Κεργιακή που στο χωριό ντου φτάνου,
πρι να τελέψει η λειτουργειά, μνημόσυνο του κάνου,
γιατί θαρρούσανε, μαθές, πως ήταν ποθαμένος
και πως στα άγρια κύματα ήταν παραδομένος.
Θωρούνε, πούρ’ οι χωριανοί ξένο να διαφαλάσσει*
και περιμένουν πιο κοντά να ’ρθει να προσπεράσει.
Σάμπως κάποιον σουσούμιαζαν, γνωστός τως εφαινόντα
κι όσο σιμά ερχόντανε, όλοι μαζί χαιρόντα.
– Ποιος είναι κείνος που ’ρχεται από την πέρα στράτα;
Καλοθρεμμένος φαίνεται στα ρούχα τα χιονάτα!
– Ποιος κοντοφτάνει κι έρχεται; Το ζάλο ντου γνωστό ’ναι!
Μπάνα ’ναι ο πατέρας μου;
– Ο άντρας μου, μπαν’ να’ ναι;
Μάνα και κόρη ανερωτού’, πούρι, δεν είναι ψόμα*
ως τον θωρού επόμειναν μ’ ορθάνοιχτο το στόμα!
Χρόνο και βάλε, σάικα*, είχα’ ντον ξεγραμμένο
κι εθάρρου’ πως τα κύματα τον είχανε πνιμένο.
Και ως τον είδαν ζωντανό, σα να ’ταν, είπαν, θάμα
κι όλοι εξεσταθήκανε με τούτονά το πράμα.
Η γρα ντου ελιγώθηκε, ως σίμωσε κοντά τζη
κι η θυγατέρα ήκλαιγε απ’ την πολλή χαρά τζη.

Η ιστορία τούτηνά, χαρά και πόνο έχει
και το ρητό θα λέγεται όσο η Γης αντέχει.

Γλωσσάρι:

Αποταή: το σόι, το γένος
Ντρουβάς: υφαντός σάκος
Αρόλιθοι: γούβες μέσα στα βράχια
Νωρωπάς: λίγο νωρίς
Έλεθρα: ζημιές
Εμούλωνε: έσκυφτε
Σαφί: εξ ολοκλήρου
Ασούσσουμος: χωρίς χαρακτηριστικό γνώρισμα
Μπέλιτα: ίσως
Αλαβάρι: πάντως
Τήγομαι: καίγομαι
Ντρετώνω: ισιώνω
Ανεμαζωξάρης: αυτόν που φέρνουν από ξένο τόπο
Ντακάρει: αρχίσει
Τροζέ: τρελέ
Ήλαχε: έτυχε
Ανεθιβολεύγει: υπενθυμίζει
Δαμάκι: λιγάκι
Σύναυγα: με την αυγή
Χαλάπατο: θόρυβος που προκαλείται από βάδισμα
Μπέτης : στήθος
Νομπέτι: η σειρά
Σουλούσα: οι περιουσίες
Μπραγού: ήσυχου
Φουνταλλαμένοι: ντυμένοι ωραία
Αντίφαξη: σωματική δύναμη
Κουνογελά: γελά οκνά
Βολά: φορά
Μπιστιά: εμπιστοσύνη
Διαφαλάσσει: φαίνεται κάπου κάπου
Ψόμα: ψέμα
Σάικα: ασφαλώς

Άννα Τακάκη

.

.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:196