Χρόνος ανάγνωσης περίπου:14 λεπτά

Οι Σμυρνιές, γράφει η Άννα Τακάκη

Το Μαρούλι, μια άβγαρτη, κι αθώα κοπελοπούλα δεκατεσσάρων μόλις χρονών δεν είχε ιδέα από άντρες, μήδε κι από παντρειγιές. Εν έτι 1870… οι γυναίκες δεν είχανε καμιά γνώμη, καμιά βουλή ειδικά στα χωριά. Τη ζωή τους τηνε διαφέντευε ο κύρης τους. Κι αφού o Kωσταντής έκρινε ότι έπρεπε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του, εκείνη ασπάστηκε τη βουλή του και στεφανώθηκε έναν άντρα που πρώτη φορά εγνώριζε. Ο γαμπρός, μοναχογιός και «προύχοντας» με οζά και πολλά χτήματα από ένα μικρό και ξεχασμένο σε μια ρίζα του βουνού χωριουδάκι ήρθε να ζητήσει νύφη από το κεφαλοχώρι, κι ο κύρης του Μαρούλι δεν έχασε την ευκαιρία. Θα του την έδιδε, μαθές, με το ξερό της τo κορμί, κι ο γαμπρός θα τηνε στόλιζε με λίρες και κωσταντινάτα, και θα την έκανε κερά κι αρχόντισσα στα έχηi και στις περιουσίες του.

Ο Χατζησταυρής ήτανε από ένα μικρό χωριουδάκι, ονόματι Αχλάδι, μετόχι για τα χρόνια εκείνα. Όλες κι όλες οχτώ οικογένειες εζούσανε στη ρίζα του βουνού. Γδυμνά βουνά και σώπαταii, κοπάδια και μιαρά, λίγα λιόφυτα πολλά σπαρτά και γκρίζες λέσκεςiii περιζώνανε το μικροχώρι. Νοτικά προς το βάθος φαινότανε η θάλασσα του Λιβυκού, πηγή ζωής και θρέψης για πολλούς μετοχιανούςiv. Στον τόπο αυτόν τον άγριο μα και ήμερο, τον αποκομμένο και ξεχασμένο έμελλε να ζήσει τ’ αποδέλοιπα χρόνια το Μαρούλι με τον Χατζησταυρή. Μικρή κι αθώα την έσπρωξε στον αγώνα η ζωή, θαρρείς μ’ ένα φύσημα κρυγιού βορά, που τσιγουδίζειv τα τρυφερά φύλλα και τα βλαστάρια…ένα βλαστάρι ήτανε κι εκείνη.

Χρόνο με το χρόνο άρχισε ν’αραδιάζει κοπέλια το Μαρούλι. Ούτε ένα ούτε δέκα! Έντεκα κοπέλια γέννησε μέσα σ’ ένα πέτρινο καμαρώσπιτοvi. Τα μέσα λίγα, μα η θροφή επαρκής. Τρώγανε ό,τι βγάζανε τα χωράφια τους. Πίνανε το γάλα από τα οζά τους, είχανε το κρέας τους, το ψάρι τους, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα τυροκομικά τους. Τίποτα δεν τους έλλειψε σε καιρούς δύσκολους. Έντεκα κοπέλια μεγαλώσανε και βρήκανε δρόμους και πορευτήκανε όλα. Άλλα φύγανε αλάργο, κι άλλα παντρευτήκανε στα διπλανά χωριά. Ένας μόνο γιος, ο άμοιρος, ως τον έλεγε η πικραμένη μάνα, σκοτώθηκε στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912. Τούτο το αναπάντεχο κακό εμαυροφόρεψε την έρμη γυναίκα που δεν έβγαλε ποτέ πια τα μαύρα ρούχα και το μαύρο τσεμπέριvii.

Μοναχοκόρη, λοιπόν, το Μαρούλι, και μικροπαντρεμένη, ένιωθε ξένη, ξεκλαδισμένη σ’ αυτόν τον αποκομμένο τόπο. Οι γονέοι της, ταλαιπωρημένοι και φτωχοί αθρώποι, αρά και πού τηνε επισκευτότανε. Φιλενάδες δεν είχε, ζωή δεν είχε, πέρα από τις δουλειές και την ευθύνη μιας μεγάλης φαμελιάς. Πόσο είχε λαχταρήσει το κεφαλοχώρι, τα γλέντια του, τον κόσμο, τους συγγενείς, τ’αδέρφια της! Είχε αποχτήσει όμως μια μεγάλη φαμελιά, κι αυτό δεν της έδιδε πολλά περιθώρια να σκέφτεται και να μοιρολατρείviii.

Τα χρόνια περνούσανε. Κανείς από τ’αδέρφια της δεν εδιαφάλαζεix στο μικρό χωριουδάκι, μόνο ο τελευταίος, ο Αλεξαντρής. Εκείνος νέο παλικάρι, αστράτευτος ακόμη, έζεφνε τη φοράδα του πατέρα του, έβανε μπρος του το στρατί αναμεσός των βουνών και ξεπέζευε μπροστά στο καμαρώσπιτο της αδερφής του. Το Μαρούλι εσκιζότανε στα δυο να τονε περιποιηθεί, να του δώσει να φάει και να πιει, και να πάρει ό,τι αγαθόκαλαx είχε…..

Μια των ημερών ο αγαπημένος αδερφός του Μαρούλι, ο Αλεξαντρής, έφυγε φαντάρος στα σύνορα και από τότες δεν εξαναγύρισε. Εκείνο τον καιρό η φανταρική βαστούσε χρόνια. Σαν απολύθηκε από το στρατό παντρεύτηκε μια Σμυρνιά και έφυγε για τη Σμύρνη. Εκεί εγκαταστάθηκε, εκεί εδούλεψε, επρόκοψε, κι εδημιούργησε τη δική του φαμελιά. Τέσσερις κόρες έφερε στον κόσμο ο Αλεξαντρής. Αρά και που έστελνε γράμμα στους γονέους του και τους έγραφε τα νέα. Έστελνε και πού φωτογραφία. Μεγάλη υπόθεση η φωτογραφία τότε. Μεγάλος και τρανός είχε γενεί συν καιρό ο υστεραδερφόςxi του Μαρούλι. Έμπορος φουμισμένος, νοητερόςxii κι αγαπητός, δεν εποξέχασε τα στερημένα του χρόνια και τη φαμελιά του στην Κρήτη. Παρόλο που ήτανε δύσκολες οι μεταφορές τα χρόνια κείνα, καταφτάνανε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τα δέματα με τα πεσκέσια που έστελνε στους γονέους και τσ’ αδέρφια του από τη Σμύρνη. Έστελνε και στο Μαρούλι, τη μονάκριβη αδερφή του. Μα ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή κι όλα τα πήρε ένας σίφουνας μεγάλος και τα σήκωσε… όλα αφανιστήκανε, όλα σκόνη γενήκανε που τη σηκώνει ο αέρας και τηνε πάει εδώ κι εκεί.

Μέσα στη μεγάλη καταστροφή και τις φωτιές κάηκε και το σπίτι του αδερφού της. Εκείνος μαχαιρώθηκε στη μεγάλη σφαγή, μπροστά στα έντρομα μάτια της γυναίκας και των θυγατέρων του. Αίμα, πολύ αίμα και φωτιές. Μέσα σε τούτο τον κατατρεγμό για πώς τα καταφέρανε κι εσωθήκανε η μάνα με τις τέσσερις θυγατέρες, ένας Θεός το κατέχει. Από τη μια στιγμή στην άλλη επομείνανε έρμες και παντέρμες. Μαύροι καπνοί, φωνές, φόβος και τρόμος!…Φύρδην μίγδηνxiii γενήκανε όλα μέσα σε μια μέρα καταραμένη. Φύλλα και φτερά η περιουσία τους, φτερό στον άνεμο η οικογένεια. Ο Κρητικός θέλοντας και την τελευταία στιγμή να προστατέψει τη γυναίκα και τις θυγατέρες του είχε το νου του παρ’ όλη την κόλαση.

-Τις λίρες…πάρετε τις λίρες από το παγκάρι…και φύγετε να σωθείτε…Ψάξετε στην Κρήτη την αδερφή μου το Μαρούλι…Ύστερα μαύρος καπνός, ύστερα ο πόνος και ο χωρισμός…

H Σμυρνιά μάνα με τις τέσσερεις θυγατέρες, η μεγαλύτερη δεκαπέντε και η μικρότερη εννιά χρονών, καταφέρανε και μπήκανε σ’ ένα καράβι, πρόσφυγες μιας γενιάς που έμελλε να γράψει ιστορία. Καταφέρανε και μπήκανε στο καράβι σώες, αφήνοντας οπίσω τον κατατρεγμό κι ένα μεγάλο «γιατί» για το χαμό του νέου άντρα και πατέρα. Ενός μερακλή και λεβέντη Κρητικού, όλος όξω καρδιά!

Η Αρτεμισία η πρωτοκόρη με τα σημάδια της φρίκης στο κοριτσίστικο πρόσωπο δεν το βάσταγε να θεωρεί το φρικιαστικό σκηνικό μέσα στο χαμό των αγαναχτισμένων, που είχανε γεμίσει το λιμάνι της Σμύρνης. Γυναίκες με μικρά παιδιά προσπαθούσανε να ανεβούνε σε πλοία ή οτιδήποτε πλεούμενο για να σωθούνε, μα οι Μουχαμέτηδεςxiv τους εκόβανε με λεπιδομάχαιροxv τα χέρια και πέφτανε στη θάλασσα! Κι η θάλασσα να βάφεται κόκκινη! Αλίμονο και φορούσε γυναίκα ή κοράσι σκουλαρίκια στ’ αυτιά, ή στο λαιμό χρυσαφικό. Κόβανε αυτιά, λαιμούς!…αλίμονο!..

Ό,τι κι είχε δύσει ο ήλιος κι οι φωτιές ακόμη εκαίγανε στην κατακαημένη πόλη. Η μικρότερη θυγατέρα, η εννιάχρονη Άννα, με σπαραχτικό κλάμα αποχαιρετούσε τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κι έκραζε τον κύρη της, το παντέρμο θηλυκό, τον σπλαχνικό πατέρα που άφηνε οπίσω μαχαιροσφαμένο. Η Σμυρνιά μάνα, η Έστερ, με μια θλιμμένη ικανοποίηση που κατάφερε αυτή και τα τέσσερα κοράσια της να μπούνε σε πλοίο και να σωθούνε, άπλωσε για στερνή φορά τα χέρια στον αέρα της Σμύρνης. Αποχαιρετά νεκρούς και ζωντανούς. Αποχαιρετούνε την όμορφη πόλη της ευτυχίας και της γιορτής, που μέχρι πριν από λίγο ζούσανε σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και το αρχοντικό τους, όμορφο και νοικοκερεμένο, με τις αυλές και τα γιασεμιά του, τα ψηλά παραθύρια και το καλντερίμι του, μαύρο έμελλε να στοιχειώνει σαν φάντασμα. Όλα σκέτο αποκαΐδι. Κάθε σοκάκι και κάθε γωνιά της Σμύρνης είχε εξαφανιστεί απ’ αυτή την καταραμένη στιγμή. Μια μαύρη σκόνη τα είχε σκεπάσει όλα.

Βράδιαζε…Η φωτιά στην κατακαημένη πόλη αναμείχτηκε μαζί με του δειλινού το πυρόγκριζο φως. Τελευταίο τοπίο, ένας πελώριος πίνακας που όλο και ξεμάκραινε στα θολά μάτια της προσφυγιάς. Μια ζωντανή «Γουέρνικα» κι ένας κατακόκκινος ουρανός που τον έκοβε στα δυο μια πυκνή μαύρη γραμμή. Τα κοριτσόπουλα με το θώρι ακόμη στραμμένο στην τυραννισμένη πόλη κι ανεβάζοντας ποιο ψηλά με πόνο ψυχής τα χέρια, μονολογούνε: « Γεια σου, πατρίδα μας γλυκιά, γη μας μαλαματένια!…

Μετά από ένα φρικιαστικό μερόνυχτο πόνου και οργής, το βαπόρι άραξε στο λιμάνι του Πειραιά. Τα τέσσερα κοριτσόπουλα με τη Μικρασιάτισσα μάνα τους νιώθουνε τον ξεριζωμό και την αρφάνια σαν ένα άλλο μαχαίρι να ξαμώνει απέναντί τους. Πού να γείρουνε; Σε ποιο να μιλήσουνε; Ένας σίφουνας προσφύγων κατατρεγμένων που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, περιμένανε στυλωμένοι σαν ξύλινοι φράχτες σε μιαν άκρα. Τα μάτια τους χαμένα στο κενό. Πώς θα ήτανε το αύριο; Βαρύς ο ξεριζωμός κι η ξενιτιά ένα βουνό δύσβατο που τους έμελλε ν’ανεβούνε.

Οι τέσσερεις αδερφάδες, αν και δεν είχανε δει ποτέ τους συγγενείς τους στην Κρήτη είχανε στην άκρα του μυαλού τους τις ιστορίες που τους έλεγε ο κύρης τους. Είχανε περίπου μια ιδέα για τον τόπο και την οικογένειά του. Μα τα πια πολλά τα γνωρίζανε για τη θεια τους το Μαρούλι, τη μικροπαντρεμένη αδερφή του κύρη τους με τη μεγάλη καρδιά. Όταν γίνεται μια αθιβολήxvi και για όσο καιρό γίνεται είναι κι αυτή μια επαφή, γιατί τα όσα δε μπορούνε να δούνε τα μάτια, τα θωρεί καλά και πιο καθαρά η καρδιά του αθρώπου, όπως σοφά μας το λέει και ο ποιητής μας: «Τα μάτια δε καλοθωρού στο μάκραιμα του τόπου. Μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’αθρώπου»*xvii.

Οι προσφυγοπούλες με την μάνα τους, ξεριζωμένες και βαθιά πληγωμένες από τον άδικο χαμό του άντρα και κύρη τους, λες κι έχουνε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους. Πού να πάνε; Να μείνουνε εκεί στον Πειραιά, ξένες με το βαρύ στίγμα της προσφυγιάς, σε μια πόλη άγνωστη ή να συνεχίσουνε να βρούνε τον τόπο του κύρη τους; Κι ασπαστήκανε την τελευταία του πεθυμιά. Να πάνε στην Κρήτη. Ήτανε σίγουρες πως εκειδά θα βρίσκανε μια πόρτα ανοιχτή και μια καρδιά να τις ανιώσει. Μεγάλο πράγμα μέσα στην απόγνωση. Ένα πρώτο στήριγμα μέσα στα συντρίμμια. Οι γυναίκες ζητούσανε άσυλο. Και κατέχανε πως θα το βρίσκανε στην οικογένεια του Αλέξαντρου. Την ίδια μέρα κιόλας πήρανε το βαπόρι που θα τις έβγανε στην Κρήτη.

Μετά από μια άλλη ταλαιπωρία φτάνουνε στο κεφαλοχώρι και ζητούνε πληροφορίες για τους συγγενείς τους. Τα υπάρχοντά τους λιγοστά, και κάποιες λίρες, ο Θεός ν’αναπαύσει τον κύρη τους! Θα πιάσουν κάποιο τόπο. Στο κεφαλοχώρι δε βρίσκουνε παππού και γιαγιά. Δυστυχώς ήτανε αποθαμένοι. Τ’ αδέρφια του κύρη τους φαίνεται να είχανε ποξεχάσει ή σαν να μην εθέλανε να κονέψουνεxviii τις πέντε ξεριζωμένες ψυχές και τότε οι προσφυγοπούλες αναζητήσανε το Μαρούλι, τη μονάκριβη αδερφή του κύρη τους, που της είχε μεγάλη αδυναμία. Εκείνη ζούσε στο μικρό κι αποκομμένο χωριουδάκι, το Αχλάδι, κι οι Σμυρνιές είχανε κάμποσο δρόμο παραπάνω να κάμουνε.

Βάλανε μπροστά το στενό μονοπάτι και φτάσανε στο Αχλάδι κοντά στο καμαρώσπιτο του Μαρούλι. Ήτανε σίγουρες πως εκείνη θα τις καλοδεχότανε. Έτσι κι αλλιώς η πονετική αδερφή δε θ’ άφηνε όξω τις θυγατέρες και τη γυναίκα τ’αδερφού της. Του ξενιτεμένου αδερφού, που είχε να τον δει από τα νιάτα του κι απού ακόμη δεν εκάτεχε αν ζούσε ή απόθανε.

Ένας χωριανός τηνε προετοίμασε ότι την εγυρεύανε κάποιες γυναίκες από τη Σμύρνη. Κι εκείνη εκατάλαβε…

-Χίλια καλώς ορίσετε! Καλώς τσι κανακαρέςxix μου! Ξεφώνιζε με φανερή έκπληξη το Μαρούλι.

-Και πού ’ναι ο Αλεξαντρής μου; Μα σάμπως κάτιτίς να ψυλλιάστηκε η γυναίκα κι εκίνησε να κλαίει…

-Θειούλα μου μην κλαις! Ο πατέρας μας εκεί ψηλά θα είναι ευχαριστημένος που ήρθαμε και σε βρήκαμε. Την παρηγορεί η Αρτεμισία, η πρωτοκόρη…

-Άχι, τον αδερφό μου, τον καλόγνωμό μου! Παιδιά μου, παντερμιά*xx μεγάλη, που σασε βρήκε! Όφου, Έστερ μου!

Η Σμυρνιά, νύφη πήγε να τηνε παρηγορήσει κι εκλαίγανε κι οι δυο αγκαλιασμένες.

-Πώς να το ποδειναστώxxi και πώς να του ξεχάσω, κουνιάδα; Για να σασε δω ελόγου σας, θυγατέρια μου… να σας αποκαμαρώσω! Όμορφη οικογένεια είχε ο άτυχος και δεν τηνε χάρηκε. Ο Αλεξαντρής μας ήτανε, λέει, έμπορας μεγάλος και τρανός! Είχε την κατάστασή του, την καλή του οικογένεια, μα είντα βγαίνει; Ας όψονται οι Τουρκαλάδες! Κοπιάστε κακορίζικα! Κάτσετε να φάτε πράμαxxii. Πεινασμένες θα να’στε με τόσονά δρόμο που κάμετε. Κάτσετε να βγάλω μυζήθρα από την κουρούπαxxiii να σασε κάμω νεράτες*xxiv μυζηθρόφτες. Να σασε φέρω και μια κριθινοκουλούραxxv, τυρί κι ελιές, να φάτε, ό,τι ’χομε επαδά βρισκούμενοxxvi.

-Ευχαριστούμε !Δε θέλουμε τίποτες! Μόνο που ήρθαμε και βρήκαμε πόρτα ανοιχτή μας φτάνει.

Η ευγενική Σμυρνιά, ευχαριστεί και ευγνωμονεί την αδερφή του άντρα της για την περιποίηση και τη μεγάλη αγκαλιά, για τη στέγαση και την τροφή που τους έδιδε τον καιρό που μείνανε στο μικρό χωριουδάκι. Τα κοριτσόπουλα παρότι ήτονε μεγαλωμένα με αρχές μέσα σε αρχοντικά και πλούτη κι είχανε μια καλή ζωή στην πόλη, δεν αργήσανε να προσαρμοστούνε με την απλή και δύσκολη ζωή του μικρού χωριού. Χωρίς πολλές ανέσεις, χωρίς περιττά πράγματα και δίχως να μπορέσουνε να συνεχίσουνε τη μόρφωσή τους. Μάθανε όμως γλήγορα τις αγροτικές δουλειές και συνεισφέρανε στην οικογένεια με προσωπική δουλειά. Πέντε στόματα παραπάνω δεν ήτανε και λίγα σε τέτοιες δύσκολες εποχές. Οι κοπελιές φιλευτήκανε ογλήγορα με τις δυο αξαδέρφες τους, τις τελευταίες κόρες του Μαρούλι, γιατί οι άλλες είχανε παντρευτεί κι είχανε φύγει από το μετόχι. Είχανε φύγει και οι ασερνικοί. Όλοι ζούσανε στα μεγαλύτερα κοντινά χωριά.

Έναν ολόκληρο χρόνο εμείνανε οι Σμυρνιές στο μικροχώρι. Οι κοπελοπούλες μάθανε πολλά δίπλα στη θεια τους την Κρητικιά. Ζήσανε κι αγαπήσανε τη ζωή του χωριού. Μα έπρεπε ν’ αρχίσουνε τη δική τους ζωή. Κι αποφασίσανε να φύγουνε για την μικρή κωμόπολη και ν’ αρχίσουνε σιγά σιγά να στέκονται στα πόδια τους.

-Κουράστηκες, για μας κουνιάδα! Νισάφι πια! Θα σε στέλνω χαιρετισμό από τη Χώρα, ό,τι μπορώ. Ευχαριστώ πολύ για όλα! Θα σας περιμένω κοριτσούλια ! Γεια και χαρά σας, ομορφιές μου! Είπε η Έστερ αναδακρυωμένη κι έφυγε με τις θυγατέρες της για την κωμόπολη.

Ως πρόσφυγες πήρανε την ανάλογη περιουσία που τους έδωσε το κράτος μαζί κι ένα σπιτάκι. Οι μεγαλύτερες κόρες φτιάχνανε κεντήματα και τα πουλούσανε κι η μάνα, η Έστερ ήτανε μοδίστρα. Στην μικρή πολιτεία που μένανε δεν ξεχάσανε την όμορφη και απλή ζωή στο χωριουδάκι. Πολλές φορές εστέλνανε στις αξαδέρφες τους πεσκέσια από την πόλη και κοφτά κεντήματα για την προύκα τους..

Οι καλαναθρεμμένες κοπελιές εδείξανε μεγάλη ευγνωμοσύνη στην οικογένεια που τις προστάτεψε και τους στάθηκε την δύσκολη ώρα. Για τούτο και είναι πρόθυμες ν’ ανταποδώσουνε.

Μια μέρα το στεροπαίδι του Μαρούλι, η Αννίκα, κοπελοπούλα αφράτη και ζωηρή πήγαινε καβαλάρισσα με το μουλάρι να ποτίσει τα οζά τους στην πλαγιά του βουνού. Μα στην πορεία το μουλάρι μυγιάστηκε κι επήγαινε αλλού τ’ αλλού κι η κοπελιά πέφτει και σπα τη πανωμασέλα της. Μαύρο χάλι ήτανε το στόμα της, κοπελιά, μαθές, όμορφη. Οι Σμυρνιές μόλις μάθανε για το συμβάντο, της μαντατέψανε να κατεβεί στο Λιμάνι (όπως συνήθιζαν να λένε παλιά τη Σητεία) και να σάξει τα δόντια της. Αυτές θα φροντίζανε για όλα. Μέχρι και χρυσά δόντια της βάλανε κι από τότε κι ύστερα η Αννίκα απόκτησε τον τίτλο της «Χρυσοδόντας» σε όλη τη μετέπειτα ζωή της. Το παρατσούκλι που της βγάλανε πολύτιμο… Να ’ναι καλά οι Σμυρνιές που της χαρίσανε αυτόν τον τίτλο!

Εφτά χρόνια μείνανε οι Σμυρνιές στην Κρήτη. Ξετελεμένεςxxvii κοπελιές όλες, αποφασίσανε μια των ημερών να φύγουνε στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη. Πουλούνε τη μικρή περιουσία που είχανε και μετακομίζουνε στην πρωτεύουσα. Εκεί βρήκανε όλες δουλειά σε εργοστάσια κι είχανε να ζήσουνε και την ταλαιπωρημένη μάνα τους.

Η δεύτερη θυγατέρα, η Βασιλεία, μια πανέμορφη κοπελιά, είχε πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο φημισμένου επιχειρηματία της εποχής. Δεν άργησε όμως να την ερωτευτεί ο γιος του εργοστασιάρχη κι ήθελε να τηνε παντρευτεί παρά το «σκότωμα» της μάνας του που δεν ήθελε επουδενί και λόγο να πάρει ο γιος της μια φτωχή προσφυγοπούλα. Μέχρι που μια μέρα τηνε πέτυχε και της λέει: «και πέντε κοπέλια να κάμεις, εγώ θα σε χωρίσω». Το τι δεν έκαμε, η ξιπασμένη, το τι δε της έταξε για να τηνε κάμει να φύγει. «Άσε το γιο μου και θα σου δώσω τρεις οκάδες χρυσές λίρες». Κι εκείνη πανέξυπνη και θαρραλέα της απαντά: «Εγώ θα πάρω και το γιο σου και τις λίρες!».

Η Βασιλεία κέρδισε με την ομορφιά, την εξυπνάδα και την αξία της τον πλούσιο γαμπρό και στο τέλος τον παντρεύτηκε. Είχε την τύχη να είναι για κάμποσα χρόνια στ’ αρχοντικάτα και τα πλούτη της πιο γνωστής Αθηναϊκής οικογένειας. Όμως ο σπιούνος, η κακή πεθερά, κατάφερε στο τέλος να τη χωρέσει, όπως και το ’χε σκοπό από ξαρχής. Εκείνη όμως εν τω μεταξύ είχε αποχτήσει δυο γιους κι είχε καταφέρει να βοηθήσει και τις αδερφές της να μπούνε κι αυτές στην καλή Αθηναϊκή κοινωνία και ν’ αποκατασταθούνε. Τούτος ο γάμος παρόλο που δεν εβάσταξε, πολλά ωφέλησε αυτή και τις αδερφίδες της που είχαν εν τω μεταξύ καταφέρει ν’ανοίξουν έναν νέο κύκλο και να μπουν μέσα. Ήταν ο κύκλος μιας ζωής που έκλεισε με αίσιον τέλος.

.

ΥΓ. Κι αν δεν γνώρισα τις Σμυρνιές, έχω κάτι από τα χέρια τους: Τα περίτεχνα κοφτά τους κεντήματα…ιερό κειμήλιο. Τώρα μένω κάπως ήσυχη για τη μνεία αυτή.

Αληθινή ιστορία του αδελφού της προγιαγιάς μου Μαρίας (Μαρούλι) Χατζησταυράκη. Υπάγεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Αροδαμοί κι Αγκαραθιές»

Γλωσσάρι:

iΤα έχη: περιουσίες, υλικά αγαθά

iiΣώπατα: ίσιοι τόποι

iiiΛέσκες: πλαγιές

ivΜετοχιανούς: κατοίκους μικρών οικισμών

vΤσιγουδίζει: καίει επιφανιακά. Μεταφ. καταστρέφει

viΚαμαρώσπιτο: σπίτι ενός μεγάλου δωματίου που χώριζε με πέτρινη καμάρα

viiΤσεμπέρι: μαντήλι βαμβακερό που κάλυπτε το κεφάλι

viiiΜοιρολατρεί: κλαίει τη μοίρα της

ixΕδιαφάλαζε: φαινόταν να έρχεται

xΑγαθόκαλα: αγαθά, συνήθως φαγώσιμα

xiΥστεραδερφός: τελευταίος αδερφός

xiiΝοητερός: έξυπνος

xiiiΦύρδην μίγδην: αναστάτωση, άνω κάτω

xivΜουχαμέτηδες: Μουσουλμάνοι

xvΛεπιδομάχαιρο: μαχαίρι κοφτερό σαν λεπίδι

xviΑθιβολή: αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα

xviiΣτίχοι από τον «Ερωτόκριτο»

xviiiΚονέψουνε: βάλουνε στο σπίτι (κονάκι)

xixΚανακαρές: χαϊδεμένες

xxΠαντερμιά: δυστυχία

xxiΠοδειναστώ: αντέξω τα δεινά

xxiiΠράμα: κάτι

xxiiiΚουρούπα: πιθάρι μικρού μεγέθους

xxivΝεράτες μυζηθρόφτες: είδος παραδοσιακής μυζηθρόπιτας

xxvΚριθινοκουλούρα: παξιμάδι κρίθινο σε σχήμα κουλουριού

xxviΒρισκούμενο: ό,τι ήθελε βρεθεί

xxviiΞετελεμένες κοπελιές: κορίτσια που έχουν πια την κατάλληλη ηλικία για να παντρευτούν.

Άννα Τατάκη

 

 

 

 

 

 

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:246