Ο μυγιάγγιχτος…, του Αντώνη Κουκλινού
Δε ν-τού ’πρεπε, μα βρέθηκε γυναίκα να πει το ναι και να του ’κλουθά να πάνε στην εκκλησά. Εμπήκανε και βγήκανε οι καλοθελητάδες, να τηνε παντρέψουνε να καλιμεντευτεί.
Λένε πως άμα σε στραβώσει η μοίρα σου, δε θωρείς τη κουτσουκέλα α-που πας να κάμεις. Εβρήκαν-έ τζη άντρα, μόνο και μόνο να τη-νε ξεφορτωθούνε, για δε θένε να γροικούνε τσι λύτες των αθρώπω.
Μυγιάγγιχτος μπροσάφορμος και προπέτης. Άθρωπος α-που δε σηκώνει το ρύζι ν-του νερό, απρόβλεπτος και νευρόσπασμα μεγάλο.
Το στεφάνι σε δένει χέργια πόδια κι α’ δέν έχεις το θάρρος τση γνώμης σου, σε κατασπαράζει η σιωπή σου.
Έτρεμε ωσά ν-το κλωσοπούλι, όντε ’θελ’ α το-νε ιδεί νευριασμένο. Χωρίς αιτία κι αφορμή, να ξεσπά απάνω τζη με το παραμικρό.
Όμως εκεί αυτή να υπομένει και να του φέρει και το πρώτο ν-του κοπέλι στο κόσμο και ευτυχώς είναι ασερνικό.
Τση το ’χεν-ε ξεκόψει….
-Το κοπέλι το θέλω ασερνικό και κανόνιζε τη πορεία σου! Μη μου κάμεις κιαμνιά τσούπρα, για δε θέλω βράκες να κρέμουνται στην αυλή μου.
Δεν του ’πεν-ε κιανείς, πως αυτά τα πράματα είναι του Θεού και όχι τση κοιλιάς.
Δεν του ‘πεν-ε κιανείς, πως η γυναίκα για να φέρει ένα γ-κοπέλι στο γ-κόσμο, ξεσκίζεται το κορμί τζη, με κίνδυνο ακόμη και να χάσει τη ζωή τζη.
Δεν το-νε ρώτηξε κιανείς, αν είναι ικανός να γενεί πατέρας.
Απλά ήδωκε τη παραγγελιά τση γυναίκας του, σα ν-το χορευτή στου λυράρη.
Ήρθε-νε το κοπέλι, αφτάρμιστά ν-του, με τα μέλλει ν-του και πραγιό, πραγιό.
Εποκαταστέσανε τη λουχούνα στο σπίτι κι απάνω α-που εσαράντησέ-νε, αυτός το χαβά ν-του.
-Κάθα χρόνο θα μου κάνεις κι από ’να γιό, ’σάμε να τσοι ’χω τέσσερεις και κανόνιζε τη πορεία σου.
Φαίνεται πως κι ο Θεός το-νε φοβήθηκε και τη-νε λυπήθηκε τα όσα σέρνει και τα κοπέλια ήτονε ούλα, όπως τα παράγγελνε, ασερνικά.
Τέσσερα τά ’καμε στη σειρά, ένα κάθα χρόνο! Και ’σάμε να τα ξετζιτζικώσει να μπούνε στο σκολειό, να μάθουνε γράμματα, ετράβηξεν η κακομίτσα όι και λίγα.
Με τη φροντίδα και τη λάτρα του σπιθιού μέρα νύχτα, περνά τη ζωή τζη κι εδα πρέπει να κάνει και τη δασκάλα, στο πλιά μικιό κοπέλι.
Αυτό εβγήκεν-ε μνιά ολιά ζωηρό και δεν το βάνεις εύκολα να διαβάσει και να παραιτήσει το παιχνίδι.
Στη μ-πρώτη τάξη δεν ήτονε ’τσά. Μα εδά εζωήρεψε και δεν ανεμαζώνεται στο σπίτι.
Με το σιργούλιο και το παρακαλετό, ήκατσε να διαβάσει κι όσην ώρα το δασκάλευγε, εποξεχάστηκε με το μαγεργιό.
Τάξε πως εγύρευγε αιτία ο λεγάμενος, να τση κενωθεί.
-Γυναίκα στρώσε τραπέζι. Ίντα ’νημένεις; Τα μεσάνυχτα θα φάμε;
-Το κοπέλι εδιάβαζα ’σάμε δά και δεν έχω ’πομαγερέψει.
-Ντα πού, μωρή, εγύριζες και δε ν-το διάβασες με την ώρα σου..!!!!
Για να μη γ-κενωθεί του κοπελιού, είπε ν-του πως ήτονε δύσκολο το μάθημα ’σάμε να το μάθει το κοπέλι και γι’ αυτό εξάργησε το μαγεργιό.
-Άλλη βολά και γιαγύρω στο σπίτι και δε βρω στρωμένο τραπέζι, να πας να βρείς τρύπα να τρυπώξεις κι εσύ, κι αυτό.
Ξανοίγει το κοπέλι με το τετράδιο στα χέργια, τη μάνα ν-του φοβισμένη και κατάλαβε πως δε μ-πρέπει να τση το ξανακάμει ετούτο-νά το πράμα.
Απής έστρωσε τραπέζι και φάγανε, επόρισε στο ντουκιάνι το νευρόσπασμα και σιμώνει το κοπέλι τση μάνας του.
-Δε θα ξαναπάω αλάργο να παίξω να με γυρεύγεις, γιατί εφοβήθηκα το πατέρα μου, α-που σε κακολαλεί.
Αγκάλιασε το κοπέλι δακρυσμένη και του χάιδεψε τα μαλλιά.
-Κάθε μέρα α-που θά ’ρχεσαι από το σκολειό, πρώτα θα τρως και θα διαβάζεις κι απός θα παίζεις, για να μην έχει να λέει ο αφέντης σου κουβέντες.
Εσηκώθηκενε μνιά ν-ταχινή, να ’ποσάσει τα κοπέλια να πάνε στο σκολειό και δε ν-τού ’χενε ’τοιμάσει το γ-καφέ στην ώρα ν-του.
Τον-ε ξανάπχιασε πάλι το ‘’αντριλίκι’’ του αυταρχικού αφεντικού και τση βάνει πόστα.
-Δεν έσασες, μωρή, το γ-καφέ μου ακόμη; Ίντα διάολο κάνεις πάλι και ξαργείς;
-Τα κοπέλια ’ποκατασταίνω να πάνε στο σκολειό δε θωρείς ίντα κάνω; Παναγία μου όμως δεν έχεις πέντε λεφτά υπομονή;
Εξαγρίγεψε, σηκώθηκεν-ε απάνω και γουρλώνει τα μάθια….
-Σάσε το γ-καφέ και μη μου σηκώνεις τη φωνή, να μη σε πχιάσω α-που τα μαλλιά και δε πομείνει τρίχα!
Γροικά το μικιό να τση φωνιάζει και πεθιέται μπροστά ν-του….
-Μη ξαναφωνιάξεις τση μάνας μου, ετσά λογιώς, το καλό που σου θέλω…!
Ούτε δευτερόλεφτο να το σκεφτεί καλά, καλά και του παίζει ένα σκαμπίλι α-που εσωργιάστηκέ-νε χάμαι το κοπέλι.
-Αν-ε ξαναμιλήσεις και μου ξαγριγέψεις άλλη βολά, θα σε δέσω στα σκαρβέλια του γαϊδάρου και θα σε σέρνω ωσά ν-την αίγα.
Εγλάκα η μάνα με τ’ άλλα τζη κοπέλια και πχιάνουνε το γλάνι από χάμαι και πάνε όξω στην αυλή.
-Μην του ξαναμιλήσεις για δεν τό ’χει σε πράμα να το κάμει εκειονά α-που είπε-νε, παιδί μου.
Το σκαμπίλι α-πού ’δωκε του κοπελιού το πείσμωσε πχιό πολύ, αντίς να το φοβερίσει.
-Δεν το-νε φοβούμαι μάνα κι ας είμαι μικιός…. Που θα πάει δε θα μεγαλώσω; Ετότες σας θα τα πούμε-νε.
-Σώπαινε, μη σε ’κούσει και γυρεύγει αιτία…
-Εσένα σκέφτομαι, μάνα, που σε κακολαλεί και σε θωρώ να κλαις χωστά πολλές φορές.
-Σους…. Δε μ-παθαίνω πράμα… κι άντες να πάρεις τη ντάσκα σου, να πάτε χεράκι, χεράκι ούλα μαζί στο σκολειό.
Ετσά τα μεγαλώνει να μη ν’ έχουνε μίσος και να μη ν’ αντιμιλούνε στσι κουβέντες του.
Ούλο το βάρος το σηκώνει αμοναχή τζη, να σέρνει το κάρο του κακοχαραχτήρα ν-του και να κάνει υπομονή, μόνο και μόνο για τα βλαστάργια τζη να μεγαλώσουνε.
Η ζωή και οι νόμοι των αθρώπω σε κάνουνε σκληρό, θες δε θες.
Ένας ζυγός είναι και το στεφάνι, οντεν έχει να κάμει με κατακτητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το μόνο α-πού ’χει να μη τροζαθεί είναι η λευτεργιά τση σκέψης τση, α-που τη ’ποβγάνει να πάει αλάργο, να φορτώσει αισιοδοξία και να γιαγείρει, για να πάρει δύναμη και κουράγιο να μεγαλώσει τα κοπελάκια τζη.
Τέσσερα ντελικανιδάκια ένα-ένα, εξεσκόλιζε τσι χρονιές του και φτάξανε και στα πανεπιστήμια.
Το πατρικό το θωρούνε μπλιό, αρά και που, ειδικά ο πλιά μικιός α-που το σκαμπίλι τ’ αφέντη ν-του, δε ν-το ξεχνά αν-ε περάσουνε διακόσα χρόνια.
Ήδωκε όρκο πως τη μάνα ν-του θα την-ε ‘λευτερώσει από τη φυλακή τση απομόνωσης α-που δεν εγέλασε τ’ αχείλι τζη μνιά ν’ ώρα.
Και το κατάφερε…
Αρά και που θα τη-νε ιδείς να ξαναφανεί στο χωργιό, γιατί μεγαλώνει εγγόνια, μα σε συνθήκες ανθρώπινες.
Μνιά στο τόσο θα φανεί κι απός εξαφανίζεται στα κοπέλια τζη.
Ο προκομμένος για τσοι απ’ όξω είναι δαχτυλοδειχτούμενος οικογενειάρχης, με κόζι και μούρη α-που μετρά σε ούλα.
Άντρας α-που πατεί τη γης και το γροικά και εγούγια ν-του α-που θα θίξει τη ν-τιμή ν-του.
Μπορεί και πρότυπο να ’ναι, για πολλούς ανίδεους, που μπροστά στο αντριλίκι προσκυνούνε το μπόι.
Μεγάλο πράμα…..
N’ αγαπάς….
Να σέβεσαι…
Να εκτιμάς….
Συναισθήματα που κάθε άθρωπος θά ’πρεπε να τα ’χει στερεμένα στο μπαούλο τση καρδιάς του, ωσά τζι καλοδιπλωμένες κουσκουσένιες πετσέτες, τση νοικοκεράς.
Μιλούμε για κατάκτηση στην ελευθερία της έκφρασης και δε θωρούμε ίντα συμβαίνει γύρω μας! Αόρατες σιδεργιές φυλακιζουνε ψυχές, δολοφονούνε συνειδήσεις, βιάζουνε κορμιά και σκοτώνουνε την ίδια την ελευθερία για ζωή.
Το μόνο φάρμακο είναι η αγάπη….
Μα πού ’ν’ τη-νε…..
Αντώνη Κουκλινός
.
–