«Είν’ αρρώστια τα τραγούδια»… πριν 84 χρόνια γεννήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου
«Σε καρτερούν μαστιγωτές και Συμπληγάδες,
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά,
έχεις στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά».
«Είν’ αρρώστια τα τραγούδια», «Ατέλειωτη εκδρομή», «Ξημερώνει», «Των αγγέλων τα μπουζούκια», «Ρόζα Λούξεμπουργκ», «Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς», «Θα σε ξανά ‘βρω στους μπαξέδες», «Ποιος τη ζωή μου / ποιος την κυνηγά»,… σπουδαία και εμβληματικά τραγούδια. Τί να πρωτοθυμηθείς από τις ατέλειωτες επιτυχίες του, που σημάδεψαν τη γενιά μας, που τραγουδήσαμε, τραγουδάμε και θα τραγουδάμε ακόμα.
«Οι ελεύθεροι κι ωραίοι
ζουν σε κάποιες φυλακές»
«Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά,
ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;»
«Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς»
«Τα τραγούδια που ’χουν αίμα και καρδιά
είναι αρρώστια που δε γίνεται καλά»
«Δεν είμαι εγώ αυτός που κυνηγάτε,
λάθος η πόρτα κι ο αριθμός, μη με ρωτάτε»
«Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά»
«Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα πίνει»
«Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά»
Με τέτοιους εμπνευσμένους στίχους μεγαλώσαμε. Στίχοι που όλοι γνωρίζουν, όλοι τραγουδούν, όλοι νοιώθουν. Οι στίχοι ενός ανθρώπου σεμνού, μειλίχιου, στωικού, σκωπτικού, σπάνιας ευαισθησίας. Οι στίχοι του ποιητή του ελληνικού τραγουδιού, Μάνου Ελευθερίου. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, μάρτυρας της εποχής του, σεμνός διανοητής, αγαπημένος όλων μας.
Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 12 Μάρτη 1938 όπου και μεγάλωσε. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών ήρθε με την οικογένειά του από τη Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια έμειναν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου.
Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Το 1962 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός». Την ίδια εποχή έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8.00», που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το 1964 κάνει το ντεμπούτο του στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάστηκε με τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή, καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση («Άγιος Φεβρουάριος», 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο δίσκο «Θητεία», του οποίου η ηχογράφηση άρχισε το Νοέμβρη του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974, με τη μεταπολίτευση.
Κατά καιρούς είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα, καθώς και με τον Θανάση Γκαϊφύλλια στην «Ατέλειωτη Εκδρομή», τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον β και πολλούς άλλους. Παράλληλα, έγραφε και εικονογραφούσε παραμύθια για παιδιά και επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα τη Σύρο: «Ενθύμιον Σύρας», «Θέατρο στην Ερμούπολη», κ.ά.
Τη δεκαετία του ’90 αρθρογραφούσε και συγχρόνως έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον «Αθήνα 9,84» και στο «Δεύτερο Πρόγραμμα». Το 1994 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα, με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου». Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013, ο Μάνος Ελευθερίου βραβεύθηκε για τη συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη).
Ο Μάνος Ελευθερίου είναι πολυγραφότατος. Η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, μυθιστορήματα, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία» (2004). Το εξαιρετικά καλαίσθητο λεύκωμα «Νεοκλασική Ερμούπολη» («Ελληνικά Γράμματα») αποτελεί άλλη μια κατάθεση αγάπης του ποιητή Μάνου Ελευθερίου για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της γενέτειράς του. Ο Μάνος Ελευθερίου επέλεξε τα κείμενα, αλλά και τις ατμοσφαιρικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες -δικές του- και έξι σπουδαίων έξι φωτογράφων: Παναγιώτη Δενδρινού, Νίκου Δεσύπρη, Ιάκωβου Καρβώνη, Νίκου Πονηρού, Δημήτρη Βαμβακούση, Ανέστη Καρυτίδη. Οι φωτογραφίες, αλλά και τα κείμενα, τα οποία επίσης επιμελήθηκε ο Μ. Ελευθερίου, απαθανατίζουν την κρυφή και άγνωστη -μη τουριστική- αρχιτεκτονική γοητεία της Ερμούπολης. Μιας πόλης που άκμασε οικονομικά, πολιτιστικά, πνευματικά και της οποίας η κληρονομιά πρέπει να διασωθεί.
Ο Μάνος Ελευθερίου μας χάρισε πάνω από 400 αγαπημένα τραγούδια, που μελοποιήθηκαν από τους σημαντικότερους συνθέτες των τελευταίων 50 χρόνων. Μεταξύ των δισκογραφικών επιτυχιών του περιλαμβάνονται: «Το παλικάρι έχει καημό» (Μ. Θεοδωράκης), «Ο Άγιος Φεβρουάριος» (Δ. Μούτσης), «Θητεία» (Γ. Μαρκόπουλος), «Μαλαματένια λόγια» (Γ. Μαρκόπουλος), «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» (Γ. Σπανός), «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» (Στ. Κουγιουμτζής), «Άμλετ της Σελήνης» (Θ. Μικρούτσικος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Στ. Ξαρχάκος), «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (Ηλ. Ανδριόπουλος), «Η διαθήκη» (Χρ. Νικολόπουλος), «Το σπίτι γέμισε με λύπη» (Χρ. Λεοντής), «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό» (Λ. Κηλαηδόνης), «Ατέλειωτη εκδρομή» (Θ. Γκαϊφύλλιας) κ.ά. Αναλυτικά τη δισκογραφία του μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω.
Η φωνή της Μαρίας Δημητριάδη – είναι η γυναικεία φωνή που έχει τραγουδήσει τους περισσότερους στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Από τον δίσκο «Τροπάρια για φονιάδες» (1977) του Θάνου Μικρούτσικου, η «Ρόζα Λούξεμπουργκ», η «Δίκοπη ζωή», το «Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς», το τραγούδι για τον «Νίκο Πλουμπίδη» και τον «Κώστα Μίχο» είναι χαρακτηριστικές καταθέσεις του Μάνου Ελευθερίου απέναντι σε μια πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που έχει ζήσει ο ίδιος. Ο συνθέτης που έχει μελοποιήσει τους περισσότερους στίχους του Μάνου Ελευθερίου μέσα από τα χρόνια, είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος Μάνος Ελευθερίου έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής 22 Ιούλη 2018, σε ηλικία 80 ετών, από ανακοπή καρδιάς.
Ο Μάνος Ελευθερίου ζει και θα ζει στις καρδιές, θα ζει στις ζωές μας, μέσα από τους στίχους του, μέσα από την ποίησή του. Και όχι για τις σημερινές μόνο γενιές που τον γνωρίσαμε και τον τραγουδήσαμε, αλλά και για τις επόμενες γενιές, για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας… Κι όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους δημιουργούς, η παρουσία του είναι ακόμη πιο έντονη στους σημερινούς καιρούς.
Εργογραφία του Μάνου Ελευθερίου
Ποίηση
- (2013) Μαύρα μάτια, Μεταίχμιο
- (2013) Τα λόγια και τα χρόνια, Μεταίχμιο
- (2010) Ο νοητός λύκος, Μεταίχμιο
- (2009) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2008) Βλέμματα από την Ελλάδα, Μεταίχμιο
- (2008) Παραμονή Πρωτοχρονιάς, Άμμος
- (2006) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2006) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2005) Ένα καράβι, καραβάκι…, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
- (2005) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2003) Η πόρτα της Πηνελόπης, Γαβριηλίδης
- (2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2002) Ο ίσκιος της Αθήνας, Ποταμός
- (2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί, Ελληνικά Γράμματα
- (1998) Του Γενάρη το φεγγάρι, Κέδρος [κείμενα, εικονογράφηση]
- (1997) Ένα καράβι μια φορά, Ωκεανίδα
- (1997) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (1987) Αναμνήσεις από την Όπερα, εκδόσεις Γνώση
- (1983) Το μυστικό πηγάδι, εκδόσεις Γνώση
- (1980) Μαθήματα μουσικής/Τα ξόρκια,1972 Επανέκδοση από τις εκδόσεις Ύψιλον
- (1978) Τα όρια του μύθου, εκδόσεις Γνώση
- (1975) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Αμοργός
- (1973) Τα ξόρκια, Ύψιλον
- (1972) Μαθήματα μουσικής
- (1962) Συνοικισμός
Μυθιστορήματα
- (2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2006) Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές, Μεταίχμιο
- (2008) Άνθρωπος στο πηγάδι, Μεταίχμιο
- (2011) Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα, Μεταίχμιο
- (2016) Φαρμακείον εκστρατείας, Μεταίχμιο
Διηγήματα
- (1964) Το διευθυντήριο, Φέξης
- (1965) Η σφαγή
- (2007) Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ, Μεταίχμιο
Νουβέλα
- (1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Καστανιώτης
Μαρτυρίες-Ιστορικά
- (2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια (Ανθολόγηση κειμένων του συγγραφέα. Επιμέλεια σειράς Θανάσης Θ. Νιάρχος), Καστανιώτης
- (2005) Η δεκαετία του ’60 (μαζί με τον Θανάση Θ. Νιάρχο, Καστανιώτης
- (2013) Μαύρα Μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920, Μεταίχμιο
Μελέτες-Λευκώματα
- Το θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα (τέσσερις τόμοι), Δήμος Ερμούπολης.
- (2002) Ο ίσκιος της Αθήνας: Shadows of Athens (φωτογράφιση Εβίτα Μαχαίρα, μετάφραση Mary Kitroeff, κείμενα Μάνος Ελευθερίου), Ποταμό
Παιδικά
- Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα, Γνώση
- (1997) Ένα καράβι μια φορά (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ωκεανίδα
- (1998) Του Γενάρη το φεγγάρι: Παραμύθια για τους δώδεκα (εικονογράφηση Μάνος Ελευθερίου), Κέδρος
- (2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ελληνικά Γράμματα
- (2005) Ένα καράβι, καραβάκι… (εικονογράφηση Μαθητές Α΄ δημοτικού 2004-2005 σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου), Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
Θέατρο
- (2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν (Μάνος Ελευθερίου, Μάρω Δούκα, Μένης Κουμανταρέας), Κέδρος
- (2010) Ο Γέρος Χορευτής, Μεταίχμιο
Επιμέλειες
- (1981) Φωτογραφίες και σήματα Ελλήνων και ξένων φωτογράφων της περιόδου 1859-1910, εκδόσεις Γνώση
- (1993) Ενθύμιο Σύρας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ από το 1860-1950, εκδόσεις Γνώση
- (2000) Νεοκλασική Ερμούπολη, (Επιμέλεια. Φωτογράφιση Παναγιώτης Δενδρινός, Νίκος Δεσύπρης, Ιάκωβος Καρβώνης κ.ά.) Ελληνικά Γράμματα
- (2001) Ενθύμιον Σύρου: Σύρος ένα νησί – Μια ιστορία (Επιμέλεια. Καρτ ποστάλ και φωτογραφίες του 19ου και του 20ού αιώνα, μετάφραση Sophia Phocas), Ελληνικά Γράμματα
- (2003) Κοκορέλη, Αργυρώ, Ο Μπαλού στο πάρκο, (εικονογράφηση), Μίλητος
- (2004/2011) Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία (Επιμέλεια Μάνος Ελευθερίου, επιμέλεια σειράς Κώστας Ακρίβος, φωτογράφιση Καμίλο Νόλλας) Μεταίχμιο
Ας πάρουμε μια γεύση από τα έργα του μεγάλου δημιουργού
Μες τα συντρίμμια μου
Μες τα συντρίμμια μου σε βρήκα μια στιγμή
σαν τον καθρέφτη που πετάνε το σπασμένο
μόνο που εγώ σ’ ένα κομμάτι από γυαλί
είδα ένα μέρος μιας ζωής καθρεφτισμένο.
Μες τα συντρίμμια μου σε βρήκα να γελάς
και να μου λες πως μόνο εγώ είμαι το συντρίμμι
γι’ αυτό κι η κόλαση που χρόνια κουβαλάς
είναι ο ήλιος στο δικό μου καλντερίμι.
Είναι συντρίμμια στη ζωή που τ’ αγαπάς
σε μια στιγμή που η μοναξιά σου σε πληγώνει
κι όταν δεν έχεις μες στον κόσμο πού να πας
αυτά είναι οι φίλοι σου οι μεγάλοι και οι μόνοι.
Οι γέροι
Οι γέροι όταν σε κοιτούν
δεν βλέπουν μόνο εσένα
πίσω, μακριά κοιτάζουνε
στις άγριες ρεματιές
Την κόλαση που μια φορά
περπάτησαν για σένα
σου την χαρίζουν με παλιές
θαλασσινές φωτιές.
Αυτά που εκείνοι χάσανε
κανένας πια δεν τα `χει
κι από μια αυλαία κόβουνε
κομμάτια να ντυθούν
ρίχνουν πασιέντζες, γδύνονται,
παραμιλούν μονάχοι
κι είναι αργά για να σωθούν
και κάτι να αρνηθούν.
Οι γέροι όταν σε κοιτούν
δεν βλέπουν μόνο εσένα
Τους κόσμους που περπάτησαν
κοιτούν σ’ άλλους καιρούς
Πενθούν γι’ αυτά που θα ’ρθουνε
πενθούν για τα κλεμμένα
με τους αγγέλους στέλνουνε
μπιλιέτα στους θεούς.
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Η τελική λύση
Ανυποψίαστο, ελάχιστο απόγευμα…
Το σώμα που λάτρεψε τον ήλιο και που τώρα υποκρίνεται,
το δέντρο στην πεθαμένη θάλασσα
έσμιξε τη μνήμη
του καλοκαιριού
με τα δικά σου μάτια.
Τώρα γλιστρώ κάπου-κάπου κι ακούω το δέντρο
που μιλάει.
Συμβαίνει κάποτε να μιλούν τα δέντρα,
όταν τροποποιείς μια κατάσταση
και δεν σ’ εμποδίζει το κυριακάτικο εμβατήριο,
ή κάτι που ήταν άξιο ν’ αγαπηθεί και ισορρόπησε
τη λύπη του μέσα στην πείρα.
Το βράδυ, όμως, υπάρχουν οι ανεπαίσθητες υποψίες
και τότε θέλεις να κουβεντιάσεις, ή να πας σ’ ένα θέατρο,
ή οτιδήποτε άλλο,
αρκεί αυτό το βράδυ να γυμνωθεί από λέξεις,
όπως κάποιος που προχωρώντας για τ’ απόσπασμα
θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τα γυαλιά του.
Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά
ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;
Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις; Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.
Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια –για γούρι– τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.
Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα ‘ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.
[απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο καιρός των χρυσανθέμων»]
Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.
Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς;
Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας
Και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς.
Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι.
Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.
Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.
Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.
Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, κοντά τους
να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό
κυνηγημένος απ’ το σώμα σου στους βάλτους
βρήκες ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.
Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων
Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως
στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.
Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος
μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.
Ω επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.
Τα μαχαιρώνεις και λυσσάς κι όλο σπαράζεις.
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει;
Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά;
Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει
την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.
Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.
Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι’ αυτούς που ζούνε συντροφιά μ’ έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία.